Κυριακή 18/7 | «Το Στέμμα των Αυγών» – Με τον Κώστα Χατζηαντωνίου

 

Νύχτες του Ιουλίου, Κυριακή 18/7 | Βιβλία και Ιστορία

«Το Στέμμα των Αυγών: Ένα Βυζαντινό Χειρόγραφο», του Κώστα Χατζηαντωνίου

1258: Ένας μοναχός στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας ανιστορεί το πρόσφατο παρελθόν από τη μοιραία πρώτη Άλωση του 1204 ώς τις μέρες του, περιγράφει τον αγώνα του κερματισμένου ταπεινωμένου βυζαντινού κόσμου να ανασυγκροτήσει την ελληνική του ταυτότητα, και προφητεύει το μέλλον. Σε όλα τα βιβλία του Κώστα Χατζηαντωνίου, λογοτεχνικά ή δοκιμιακά, η Ιστορία είναι μονίμως παρούσα. Για το πρόσφατο μυθιστόρημά του (Καστανιώτης, 2020), συζητά μαζί του ο Κώστας Κουτσουρέλης. Αποσπάσματα από το βιβλίο διαβάζουν η Ντία Κοσκινά και ο Αιμίλιος Καλογερής.

~.~

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Κώστας Χατζηαντωνίου γεννήθηκε στη Ρόδο το 1965. Ιστορικός, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Διοικούσας Επιτροπής του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό «Κοράλλι». Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει αφηγήματα, ιστορικές μελέτες και βιογραφίες, δοκίμια στοχασμού, θεωρίας και κριτικής και τρία μυθιστορήματα, εκ των οποίων «Το στέμμα των αυγών» (Καστανιώτης, 2020) είναι το πιο πρόσφατο (2020). Προηγήθηκαν το «Αγκριτζέντο» (2009) που τιμήθηκε το 2011 με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL) και έχει μεταφραστεί σε έξι ευρωπαϊκές γλώσσες και «Ο κύκλος του χώματος» (2017).

~.~

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ ΤΩΝ ΑΥΓΩΝ, Μυθιστόρημα, Καστανιώτης 2020

***

Σελ. 27-28

«Η γη της Ιωνίας είναι τόπος φωτεινός. Σκληρό να διαπεραιωθεί κανείς απ’ αυτήν την πανδαισία χρωμάτων στο σκοτεινό βασίλειο του χρόνου, εκεί όπου τέλος δεν υπάρχει• καθώς ιδρώνουμε κωπηλατώντας από το επιμέρους προς το μυστήριο του καθόλου, για να περάσουμε δηλαδή από την στιγμή –το νησάκι μας στον ωκεανό του χρόνου– στο άπειρο, εκεί όπου οι ψυχές περπατούν στους δρόμους του αιωνίου που πολλοί ονομάζουν θάνατο, ξέρω πως εκεί θα βρούμε όλες τις απαντήσεις. Γιατί λοιπόν κάποιοι που έζησαν κάποτε εδώ, πατρίκιοι και πληβείοι, ιερείς ή στρατιώτες, κάπηλοι και ξωμάχοι, πηγαινοέρχονται πλάι μας; Γιατί δεν ησυχάζουν; Τους βλέπω όποτε εισέρχομαι στην κάμαρα του άλλου χρόνου, στην κηροφώτιστη βιβλιοθήκη, ενόσω έξω η απόκοσμη πλαγιά γεμίζει με ψιθύρους που γίνονται φωνές κι ύστερα ξεψυχούν σαν αεράκι, τους βλέπω την ώρα που γύρω από τις πέτρες των βωμών αντηχούν οι θρήνοι των αιματοχαρισμένων ενώ στα βάθη μιας αόρατης σπηλιάς, με τρόμο βαριανασαίνουν κρυμμένοι πρόσφυγες που έρχονται από το κοντινό χτες, από το μακρινό μέλλον. Το πρωί η μέρα με τον πέπλο της όλα τα κάνει πάλι ένα τοπίο ωραιότητας και γαλήνης.

Έτσι ξεκίνησε κι αυτή η αυγή. Μα γρήγορα συννέφιασε ο τρυφερός ουρανός κι ο μέγας κόκκινος έγινε βυσσινής, ντροπιασμένος θαρρείς από κάποιο επερχόμενο βάρος, όπως αυτό που εγώ, σε μιαν απόμερη κόγχη με σώμα ασθενικό σαν εκείνου, με την ίδια εμμονή γραφής, παλεύω να αποσείσω. Δύσμοιρος, ξαναλέω, βασιλέας ο Θεόδωρος ήταν, τον χτύπησε νωρίς η αρρώστια. Καθώς αντίκριζα σήμερα τα κεριά να καίγουν γύρω από το σκήνωμά του και την βασιλική οικογένεια λευκοντυμένη να σιγοκλαίει στα τριήμερά του, ενώ σπιθίζανε τυφλώνοντας τα μάτια οι πολύτιμοι λίθοι, σκεπτόμουν φοβισμένος αυτό που υφορμά και υποτρέχει. Για τούτο επείγει να φωτίσω όσα τρεμοσβήνουν, λησμονημένα όνειρα, αγαπημένα πρόσωπα, χαμένα τοπία, όλα όσα αναπαύονται στο χθες, εικόνες που σώζονται ακόμη στο μυαλό μου, μέχρι ν’ αφανιστούν μαζί του. Έτσι γίνεται πάντοτε, από Κτίσεως, μα επιμένω πως η θλίψη είναι προτιμότερη της λήθης, να νιώθεις σημαίνει να ζεις. Να γιατί κάνω στον χρόνο νεύμα, μια στιγμή ακόμη ζητώντας, μια στιγμή, σαν ανοιγόκλειμα των ματιών κι όλη μου η ζωή μα εγώ λίγες ημέρες μόνο ζητιανεύω, ίσα για να προλάβω να κρύψω όσα είδα, μήπως τα βρούνε εκείνοι που θα έρθουν. Και αυτοί ας κρίνουν».

***

Σελ. 63-64

«Μέσα στην γραφή διδάσκομαι, δεν διδάσκω. Γυρίζω στην παιδική μου άγνοια ξέροντας πως η θνητότητα δεν επιτρέπει καμιά αληθινή γνώση. Δεν έχω κάτι μεγάλο να με βαραίνει, πολλές μικρές αμαρτίες μόνο, ούτε ένα μυστικό άξιο αποκάλυψης για να συναρπάσει τον αναγνώστη. Κι όμως φοβάμαι την Κρίση για τα μικρά μου πάθη. Όχι το βλοσυρό Του βλέμμα μα το βλέμμα απογοήτευσης• σαν να λέει, “Μόνο αυτά;” Μα ευελπιστώ πως θα κάμψω τις αντιστάσεις Του, όπως έκαμπτα τις αντιστάσεις του Νήφωνος, που ανεχόταν την οκνηρία και τις παραξενιές μου και με άφηνε να αλωνίζω στους δρόμους της Νικαίας, να σκαρώνω με την φαντασία μυθιστορίες, βασίλεια, πολέμους και πειράματα με χώματα που τα βάφτιζα αλχημιστικές ουσίες ή σκόνες μαγικές που άλλαζαν χρώμα με το νερό ή το κρασί που υπέκλεπτα, να ανεβαίνω τα καλοκαίρια στις σπηλιές και να βλέπω αλλόκοτα πλάσματα ασάλευτα στις σκοτεινές γωνιές. Το καλοκαίρι, είναι αλήθεια, η Νίκαια γινότανε ανυπόφορη, μα ποιος ήταν προφήτης για να δει πως και το έλος θα νοσταλγούμε όταν απομείνουν απ’ αυτήν μονάχα ρέπια των σπιτιών και πέτρες από παρεκκλήσια πύργων, όταν αχνές γενούν των αγίων πολεμιστών οι τοιχογραφίες, σαθρές των οχυρών οι συστοιχίες, οι πύλες ξεχαρβαλωμένες, καμένα τα παραπόρτια, οι βασιλικές ρημαγμένες και καταχωμένα τα βαπτιστήρια, όταν χαθούν τα πολύχρωμα ψηφιδωτά και το χρυσό φόντο στους τρούλους και στις αψίδες, όταν κάτω απ’ τον ασβέστη κρυφτούν οι επενδύσεις των τοίχων και οι επιστρώσεις των δαπέδων, όταν σκορπίσουν στις τέσσερις άκριες της γης οι ιερές εικόνες και τα λειτουργικά βιβλία, όταν μείνουν θραύσματα κεραμικά μόνο, κιονόκρανα και μολυβδόβουλα, χαράγματα σε χρυσά ή αργυρά νομίσματα και στήλες που θα ξεθάβουν οι γεωργοί όποτε οργώνουν, ενώ φαντάσματα στο πλάι τους θα γλιστράνε σιωπηλά σαν νυχτώσει, για να περάσουν πάλι από τις καμάρες της τριπλής πύλης της Κωνσταντινουπόλεως, ψυχές που τα πέτρινα αχνάρια τους κάποιοι ελάχιστοι θα βλέπουν και ή θα κλαίνε ή θα τα καταστρέφουν φωνάζοντας “αφήστε μας να ζήσουμε κι εμείς επιτέλους”».

***

Σελ. 263-264

«Κόμπιασε στη μέση μιας βλαστήμιας ο Γεννάδιος, πέταξε την γραφή, δεν την ξεστόμισε ολόκληρη. Τον τελευταίο καιρό δεν μάγκωνε η γλώσσα όταν τον κυρίευε η οργή – ή ο δαίμονας, δεν ξέρω. Μετά κάπως μούδιαζε. Ήταν το δέος του ιερού που πρόσβαλλε, ήταν το φαρμάκι που κι αυτόν φαρμάκωνε, ήταν η λύπη για έναν ιδανικό εαυτό που όλο δεν έφτανε απ’ τον καιρό που τον λέγανε Ούγο, μήπως αυτό που του δόθηκε; Μα η λέξη άμα φύγει, πάει, δεν ξεχνιέται, πικραίνει, κακοφορμίζει. Ποιος ξέρει τι ήρθε στον νου του ξαφνικά με την βουή της θάλασσας από της Ουτρεμέρ και της Κύπρου τα μέρη, με το σκοτείνιασμα και το μαύρισμα του ήλιου ως το Αιγαίο, με την μεταμόρφωση του φεγγαριού σε αίμα, με τις μετακινήσεις των αστεριών, με όλα όσα, με χίλιους τρόπους προμηνούνε τις συμφορές. Ποιες άλλες λέξεις μνημειώδεις ζητούσε να εφεύρει, από ποια τρομαγμένη οικειότητα ήθελε να ξεφύγει, να προλάβει μια μακραίωνη αναισθησία, έναν ύπνο βαθύ, μαρμαρωμένο, σπρωγμένος από μια περιέργεια που έψαχνε με αγωνία μέσα στην περιπέτεια της ψυχής του, ορατής και αόρατης, να βρει επιτέλους την απόκριση πριν είναι αργά. Και ποιες λέξεις τελικά τον άρπαξαν, μπήκαν στο στόμα του και γίνανε απελπισία, γνώση ενός μυστικού που αποκαλύφθηκε τώρα, μόνο σ’ αυτόν, ενώ υπήρχε προ αιώνων; Αυτό δεν μπόρεσε ν’ αντέξει;

Έφυγε χωρίς να πάρει ευλογία και δεν ήξερε κανείς αν πήγαινε να βρει την ζωή ή τον θάνατο. Μάθαμε μόνο πως έφυγε απ’ την θάλασσα. Δροσερό προσευχηθήκαμε να είναι το αγέρι του Αιγαίου, να του φουσκώνει τα πανιά, τα κύματα ανάλαφρα να γλείφουν τα ξύλινα πλευρά του πλεούμενού του και να στρέφουνε πίσω χαδιάρικα στο πέλαγος, κουρσάρους να μην ανταμώσει, την μαύρη αγκαλιά του βυθού ποτέ να μη γνωρίσει, στα ιστία μονάχα το μονόγραμμα του Χριστού να βλέπει έως συντελείας του αιώνος και γλυκόπικρα τραγούδια τροβαδούρων που ιστορούν την άπειρη αγάπη και την ατέλειωτη μάχη ν’ ακούει, ή και δικά μας, αν το θέλει, ακριτικά του Διγενή ή ιστορίες αρχαίες για τον Αχιλλέα και τον Αλέξανδρο.

Πάει, χάθηκε. Και η διήγηση αυτή, που ίσως φτάσει στα χέρια σου αναγνώστη, δεν ξέρει να σου πει αν ήταν για κακό ή για καλό του, ή αν οι αλυσίδες του αγίου Λουδοβίκου ήτανε στο μυαλό του τόσο βαριές, που ήθελε κι αυτός να τις φορέσει».

***

Σελ. 348-349

«Χάραξε το πρώτο φως, ώρα να κινήσω για το καθολικό της μονής, πριν αρχίσουν να καταφθάνουν οι άρχοντες. Κλείνοντας για μια στιγμή τα μάτια, γίνομαι πάλι εννιά χρονών, στην παιδική μου κάμαρη στην Πόλη κι ακούω τη φωνή του πατέρα, «πρέπει να φύγετε αμέσως για τη Νίκαια», η μάνα μου δακρύζει, εγώ βλέπω το ίδιο όνειρο ξανά, περνάμε από το κοιμητήριο της Νικαίας, τα πρώτα φώτα ζωγραφίζουν αχνά την πόλη, τα τείχη, την λίμνη πίσω απ’ τους ατμούς. Με τον πατέρα που είναι ακόμη νέος περπατούμε ως την αυλή ενός ναού, εκεί με αφήνει και συνεχίζω μόνος. Με τα πρώτα βήματα νιώθω τα πόδια όλο και πιο βαριά, σαν να σηκώνω όγκους λάσπης. Πέφτω στα γόνατα μήπως προχωρήσω πιο γρήγορα μα δεν ξανασηκώνομαι παρά με κόπο μεγάλο. Με βαραίνουν όλα, ενδύματα, σώμα, ύπαρξη, πίσω μου η καστροπολιτεία μοιάζει να αιωρείται, οι άνθρωποι έχουν παγώσει, μόνο δυο πουλιά φτεροκοπούν, τα νερά της Ασκανίας λαμπυρίζουν με φόντο το κενό. Σέρνοντας ένα φορτίο που είναι αδύνατον να δω, φτάνω εξαντλημένος στην πόρτα του ναού και χτυπώ το ρόπτρο. Δεν απαντά κανείς, δεν έρχεται κανείς ν’ ανοίξει. Βλέπω κάτω ένα κλειδί και αναθαρρώ, μα είναι σκουριασμένο, δεν γυρνά. Σπρώχνω την βαριά ξύλινη πόρτα, κι αυτή, τι χαρά, τρίζοντας υποχωρεί. Εισέρχομαι. Η εκκλησία γεμάτη μα το εκκλησίασμα σιωπηλό, μαρμαρωμένο, σαν έξω από τον χρόνο. Ιερείς, πιστοί και νεωκόροι, πεσμένοι στα γόνατα αγνοούν την παρουσία μου και τον ξαφνικό θόρυβο. Πέφτω κι εγώ ξέπνοος. Σε λίγο καπνός νιώθω να μου καίει τα μάτια, φλόγες τυλίγουν τον ναό, οι γονυπετείς γυρίζουν προς εμένα αμίλητοι εκλιπαρώντας. Ξυπνάω με τρόμο.

Ζώντας στην ημεδαπή εξορία, αποτεταγμένος του κόσμου και της βασιλείας, την νύχτα μεταξύ ελπίδων και φόβων, την ημέρα μεταξύ απόγνωσης και αναθάρρυνσης, ανάμεσα σε απαίσια προμαντέματα του μέλλοντος που αναγγέλλουν συμφορές και σε χρησμούς που μέσα στα ερείπια φωτίζουν την σωτηρία, γράφω νύχτες τώρα για τους φοβερούς καιρούς μας ή για τα δεινότερα που θα ’ρθουν; Όταν η ζωή και ο λόγος δεν προσφέρουν καμία εγγύηση στους ανθρώπους, γεννιέται ο πόθος για υποσχέσεις που παρέχουν άγνωστες τίμιες δυνάμεις. Κάτω από το ψυχρό μάρμαρο της δουλείας αδιάκοπη μαρτυρία ταραχής και προσδοκίας. Μήπως όλα είναι ματαιολογίες; Όταν φωνάζανε όσοι βλέπανε τι ερχόταν “Μη καυχιέσαι, Βυζαντίς πόλις, δεν είσαι αιωνία”, δεν άκουγε κανείς. Γιατί θ’ ακούσουν εμένα τον ασήμαντο αν μιλούσα για την φωνή, “δύο έτη εισέτι και τω τρίτω ελευθερωθήσεται πλην πάλιν δουλωθήσεται”;»

***

Σελ. 355-356

«Αναθαρρώ. Μα δεν με αφήνει η λύπη για όσα δεινά επέρχονται, για όσους θα ζήσουν και άδικα θα πεθάνουν πριν έρθει ξανά. Για όσους θα τους θυμίζουν μονάχα οι εκκλησιές, όσες μείνουν, τα κάστρα, τα ερείπια, τα τραγούδια, οι χρονογραφίες, σαν τούτη εδώ ελπίζω. Στην σπηλιά κάτω από το κελί μου, θα την φυλάξω, πλάι στο στέμμα των αυγών και ή μαζί να σωθούν ή μαζί να χαθούνε. Στα μάτια μου βλέπω κιόλας φλόγες. Ερείπια η μονή, σιωπή, φωνές περιηγητών. Ποιος ξέρει; Κάποτε από τον αιώνιο ύπνο μας ίσως κάποιος βρεθεί να ξυπνήσει κι εμάς, να μας δώσει σάρκα και οστά, για να μιλήσουμε με το στόμα του, να στοχαστούμε με τον νου του, να αισθανθούμε με την καρδιά του. Να αναστηθούμε με τις αρετές και τα εγκλήματα, με τις αλήθειες και τις υποκρισίες μας, τους πόθους και τα μίση μας. Συχωρεμένοι και αμνήμονες, άρχοντες και λαός που υπέμενε την μοίρα του μέχρι να ξεχειλίσει το ποτήρι και να γκρεμίσει όσα λάτρευε εχθές κι ανέβαζε στα ύψη. Από την επευφημία στο ανάθεμα, ένα βήμα. Άξεστοι και σοφοί, γύναια και αγίες, δόξες και ευτέλειες, χέρια βαμμένα στο αίμα και πορφύρες καθαρότατες, άντρα συνωμοσίας και σπήλαια προσευχής. Χρυσοστόλιστες αίθουσες που φρύαξαν με το βογγητό της προδοσίας και την κραυγή του τυφλωμένου, το τσιριχτό του ευνούχου, του άντρα την οργή, του δείλαιου τον φθόνο. Ιστορίες δολερών αιμάτων και άδολων ερώτων, καταφύγιο όσων θα έρχονται περιπλανώμενοι έως εδώ, στο μεταίχμιο άλλων καιρών, μια νέα γέννηση ποθώντας, προσκυνητές λειψάνων που θα ζητούν μάταια να ξυπνήσουν τους νεκρούς, “και πάλιν έξεις, Επτάλοφε, το κράτος” με πίστη ψιθυρίζοντας, εδώ, που αμετακίνητος ερειπιογράφος εγώ, να κρατήσω ζωντανές στο κρύο χώμα, ψυχές καταδικασμένες στο παρελθόν αμετάκλητα, ζήτησα».

***

Σελ. 365-366

«Οστών αποθέσεις λευκαίνουν το πεδίο της Μαγνησίας, τις όχθες του Έρμου, τις πλαγιές του Σιπύλου. Η Νιόβη, απολιθωμένη επί του βράχου μορφή, θρηνεί εσαεί, αδιάφορη προς το διάφορο των νέων κατοίκων, αφού γνωρίζει το απαράλλακτο της φύσεως. Δεν έμειναν παρά οι σκιές της νυκτός με δέος και θάμβος να χαιρετούνε του βασιλέως το φάσμα, ώστε να παίρνουν φωτιά οι λέξεις εκ νέου, να πυροδοτούνται με αίσθημα και να εκρήγνυνται στο άπειρον τις αυγές, ενθυμούμενες τον ελεήμονα που έζησε εξήντα ένα χρόνια, χρόνια αιμορραγίας αλλά και ευφορίας, φρικτού πόνου μα και χαράς, χρόνια επιληψίας και αντιλήψεως που αντιστέκονται στην μυθοπλασία διότι δεν πρόκειται περί μύθου. Στην πραγματικότητα αυτός είναι η αρχή και το τέλος του βιβλίου, ο ην και ο ερχόμενος, ο πραγματικός και συμβολικός, το πρωτογενές παιδί του αυθορμήτου αλλά και του παιδιού εντός μας που το φωνάζουμε και μας φωνάζει κι ονειρεύεται με γρατζουνισμένα γόνατα βασιλείες, μεταμφιεζόμενες σε μυθιστορία, βιβλία απρόσκλητα, χωρίς μέλλον, αποσυνάγωγα της συντεχνίας, με λέξεις που έχουν χωριστεί από ψεύτικα είδωλα που παριστάνουν τους βασιλείς και κακές συνειδήσεις που παριστάνουν τους ιερείς.

Στο χειρόγραφο αυτό, ο συγγραφέας περιγράφει ό,τι είδε, ελευθερώνεται και φεύγει. Μαζί του πάει και η ψυχή μου, εκεί που αυτός κοιμάται, στο μοναστήρι των Σωσάνδρων, την σιωπηλή διαφάνεια ζητώντας, την γαληνεμένη ράχη του Σιπύλου κι ένα ωάτον στέμμα. Γιατί ακόμη κι αν δεν βρίσκουμε πια στην ζωή κανένα νόημα, με το στέμμα αυτό θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε ποιο ήταν το μυστικό ενός ανθρώπου που έζησε εκεί πριν από μας, μιλώντας με την ρίζα και το σύννεφο πριν τελειωθεί εν ειρήνη. Τώρα χωρίς όνομα, θα παραδώσω κι εγώ με τον τρόπο που μου δόθηκε αυτές τις λέξεις εκεί όπου ανήκουν, πριν πλάι στις πέτρες και στα κυπαρίσσια, κάτω από την βροχή, κοιμηθώ κι εγώ σαν έρθει η ώρα, βέβαιος πως ο ήλιος θα απλώσει πάλι στα ερείπια τα δαμασκηνά του υφάσματα».

~.~

 

 

 

Advertisement