[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων ]
του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
Το να ’σαι συγγραφέας Έλληνας και να υποστηρίζεις σοβαρά ότι τα αρχαία σού είναι ξένη γλώσσα, ότι η διδασκαλία τους είναι παρά φύσιν, ότι η εξοικείωση με την παλιότερη γραμματεία μας δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το πώς βάζεις εσύ τις λέξεις σου σε μια σειρά κ.τ.τ., είναι σαν να ’σαι δρομέας και να ισχυρίζεσαι ότι μπορείς να κάνεις και χωρίς τα πόδια.
Τον 19ο αιώνα, η αντίσταση στην αρχαιολαγνεία ξεκίνησε ως ζείδωρη εξέγερση των ποιητών μας κατά του στείρου ακαδημαϊσμού. Τον 21ο αιώνα ο ίδιος αυτός ακαδημαϊσμός, με αντεστραμμένο ‒τι ειρωνεία‒ το πρόσημο, παίρνει τη ρεβάνς για την τοτινή του ήττα. Επικαλούμενος προσχηματικά τους δημοτικιστές του χθες, εκστρατεύει πλέον όχι κατά της αρχαιολαγνείας, αλλά κατά της αρχαιομάθειας και της αρχαιογνωσίας αδιακρίτως. Και, φυσικά, κατά των Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών, κατά της λογοτεχνίας εν γένει, που για μια ακόμη φορά τους στέκεται εμπόδιο στον δρόμο.
Με λίγες εξαιρέσεις, καθηγητές και ποιητές σε τούτη τη χώρα ποτέ δεν τα πήγαν καλά μεταξύ τους. Επί 150 χρόνια, όταν οι ποιητές μάχονταν για τη δημοτική, οι φιλόλογοι στο Αθήνησι και αλλού έστηναν οδοφράγματα υπέρ του αττικισμού και της καθαρολογίας. Τις τελευταίες δεκαετίες, όταν οι σημαντικότεροι ποιητές και οι σημαντικότεροι στοχαστές μας τονίζουν την προϊούσα παρακμή της ελληνικής και τους παράγοντες που την απειλούν σ’ έναν ολοένα και πιο ολιγόγλωσσο κόσμο, οι πανεπιστημιακοί μας, φιλολογίζοντες και γλωσσολογούντες, στην πλειονότητά τους συναμιλλώνται σε ανεμελιά και αποκαλούν όλους τους άλλους, κινδυνολόγους και άσχετους.
Οι ποιητές ανέκαθεν ήξεραν ότι η γλώσσα είναι πράγμα τρωτό, ευτραυμάτιστο, εύθραυστο. Την ιδέα αυτή τη συναντάς απαράλλακτη σε ανθρώπους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους όσο ο Τ.Σ. Έλιοτ και ο Γ. Χ. Ώντεν, ο Τόμας Μαν και ο Οδυσσέας Ελύτης. «Καλοί συγγραφείς», γράφει λ.χ. ο Έζρα Πάουντ συνδέοντας άμεσα την ρωμαλεότητα μιας γλώσσας με τις επιδόσεις των λογοτεχνών που γράφουν σ’ αυτήν, «είναι εκείνοι που διαφυλάσσουν τη δραστικότητα της γλώσσας. Που διαφυλάσσουν, ούτως ειπείν, την ακρίβεια και την καθαρότητά της. Δεν έχει σημασία αν ένας καλός συγγραφέας έχει την πρόθεση να ωφελήσει ή αν ένας κακός συγγραφέας επιθυμεί να βλάψει… Αν παρακμάσει η λογοτεχνία ενός έθνους, το έθνος ατροφεί και μαραίνεται.»
Εδώ σ’ εμάς, τις πιο ευαίσθητες διαπιστώσεις για την πορεία που πήρε η ελληνική, τις οφείλουμε στον Γιώργο Σεφέρη. Σε αντίθεση με μια κάποια γλωσσολογία των ημερών μας, ο Σεφέρης πιστεύει ότι η γλώσσα φθείρεται («Δυστυχῶς ἡ γλώσσα χαλνᾶ»). Ότι κινδυνεύει («Δὲν εἶναι καινούργια τὰ σημεῖα ποὺ δείχνουν πὼς ἄν συνεχίσουμε τὸν ἴδιο δρόμο, ἄν ἀφεθοῦμε μοιρολατρικὰ στὴ δύναμη τῶν πραγμάτων, θὰ βρεθοῦμε στὸ τέλος μπροστὰ σὲ μιὰ γλώσσα ἐξευτελισμένη, πολύσπερμη καὶ ἀσπόνδυλη»). Ότι αφήνει τις δημιουργικές της δυνάμεις ανεκμετάλλευτες («ἡ γλώσσα μας χάνει ὁλοένα εὐκαιρίες γιὰ νὰ γίνει μιὰ γλώσσα εὔρωστη, γυμνασμένη καὶ αποτελεσματική»). Ότι αλλοτριώνεται και ξενοκρατείται («Εἴμαστε οἱ τελευταῖοι ποὺ μιλᾶμε ἑλληνικά, σὲ λίγο αὐτὸν τὸν τόπο δὲν θὰ τὸν λένε Ἑλλάδα, θὰ τὸν λένε Ἑλλαδέξ»).
Ο Σεφέρης δεν αναφέρεται μόνο στο γλωσσικό ζήτημα και τη διαμάχη καθαρεύουσας-δημοτικής. Ούτε θα κατανοούσε ποτέ το σημερινό μένος πολλών κατά της διδασκαλίας των αρχαίων στη Μέση Εκπαίδευση. Ποια σημασία έδινε στην αρχαιομάθεια φαίνεται καθαρά στο “σχολείο αφοσιωμένων ποιητών” που ευχήθηκε («ἕνα σχολεῖο ὅπου οἱ μαθητευόμενοι… θὰ μάθαιναν ἀπέξω μεγάλα κομμάτια ἀπὸ τοὺς ποιητές μας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ὣς τοὺς Βυζαντινοὺς ὑμνογράφους… ἐννοῶ στὸ πρωτότυπο»).
Αναλογίζομαι τη φρίκη που θα προκαλούσε η ιδέα στους περισσότερους ινστρούκτορες των παιδαγωγικών μας ακαδημιών, στους περισσότερους πανεπιστημιακούς φιλολόγους ή δασκάλους δημιουργικής γραφής… Το χάσμα μεταξύ ποιητών και προφεσσόρων ούτε τον καιρό του Παλαμά και του Μιστριώτη δεν ήταν τόσο πλατύ.
Τα αρχιγράμματα που κοσμούν τη στήλη είναι του ζωγράφου Δημήτρη Γέρου.