του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε ως εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο «Reflections on Identity: Greek Identity as a Philosophical Problem» (Βερολίνο, 12 Ιουνίου 2013). Πρωτοδημοσιεύθηκε στα αγγλικά στον τόμο The Problem of Modern Greek Identity: From the Ecumene to the Nation-State, Edited by G. Steiris, S. Mitralexis, G. Arabatzis, Cambridge Scholars Publishing, 2016. Με έναν νέο επίλογο, γραμμένο ειδικά για την Επέτειο της Δισεκατονταετηρίδος από την Επανάσταση και αντίδρομο κάποτε του επιλόγου τού 2013, δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα.
* * *
ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Ιστορικά διλήμματα και προσανατολισμοί
Ότι δεν μπορούμε να κάνουμε χρήση του όρου «ταυτότητα» με τον ίδιο τρόπο ή την ίδια ακρίβεια που τον συναντούμε στις φυσικές επιστήμες, στον Λάιμπνιτς λ.χ. ή στα σύγχρονα μαθηματικά, πρέπει να είναι σήμερα κοινός τόπος. Έτσι, η μεταφορά του στα κοινωνικά φαινόμενα έχει κατά καιρούς επικριθεί από σημαντικούς στοχαστές. Ο Βιττγκενστάιν έλεγε χαρακτηριστικά ότι η ίδια η πρόταση πως κάποιος ταυτίζεται με τον εαυτό του στερείται παντελώς νοήματος.
Στη σημερινή φιλοσοφική σκέψη, μέσες άκρες, ξεχωρίζουν δύο βασικές ερμηνείες της έννοιας του εαυτού. Η πρώτη ξεκινάει από την ιδέα ενός εαυτού λίγο πολύ πάγιου, ολότμητου και σαφώς περιγεγραμμένου, ενός εαυτού, όπως θα τον ονόμαζα, ενικού. Η δεύτερη θεωρεί ότι ο εαυτός είναι μια οντότητα ούτως ή άλλως ρευστή, αντιφατική και δυσπροσδιόριστη· συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτόν ωσάν να επρόκειτο για μονάδα: υπάρχουν πολλοί εαυτοί. Αναλόγως της στιγμής, των συνθηκών και των περιστάσεων, καθένας από εμάς ενδύεται εκάστοτε μια διαφορετική εκδοχή του. «Κατά πόσο το Εγώ του δεκάχρονου είναι το ίδιο με του πενηντάχρονου;» ρωτάει λ.χ. ο Παναγιώτης Κονδύλης.
Μήπως αλλάζει ολοκληρωτικά, όπως το πλοίο, που κάθε τόσο αντικαθίσταται ένα μέρος του και στο τέλος δεν κρατά παρά το όνομα – οπότε είναι το ίδιο μόνο και μόνο γιατί κάποιοι το θεωρούν ως ίδιο; Αν η κοινωνία δεν θεωρούσε ένα άτομο ως ταυτόσημο με τον εαυτό του μέσα στην διαδοχή του χρόνου, κατά πόσο θα είχε το ίδιο συναίσθηση της ταυτότητας αυτής; Ήτοι: αν ο πενηντάχρονος δει τον δεκάχρονο εαυτό του σε ποιόν βαθμό θ’ επαναγνωρίσει ένα συνεχές Εγώ; Κι ακόμη περισσότερο: αν μπορούσα να δω τον τωρινό μου εαυτό να φέρεται και να κινείται, θα τον αναγνώριζα, σε περίπτωση που δεν τον είχα δει στον καθρέφτη; Γιατί μερικές φορές φαίνεται το παρελθόν σαν όνειρο, δηλ. ποιος είναι ο βαθμός αλήθειας στην ανάπλαση περασμένων βιωμάτων; Μήπως η έλλειψη πάγιου Εγώ δεν επιτρέπει παρά σκόρπιες διασταυρούμενες παραστάσεις από το παρελθόν; Κατά πόσο το παρελθόν ως οργανωμένη ιστορία βίου είναι αναγκαία μυθοπλασία, που την χρειαζόμαστε για το παρόν;
Τώρα, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον ότι ο ίδιος προβληματισμός απαντά και στη λογοτεχνία. Ριζικότερα μάλιστα εκεί. Εδώ σε μας, ο Παλαμάς τον εξέφρασε με μοναδική ευκρίνεια στα 1921 σημειώνοντας: «Έχω τη συνείδηση πως ένας δεν είμαι. Είμαι όχι με το αλλά με τα εγώ μου». Στον Ρεμπώ συναντούμε την περίφημη δήλωση, που προκαλεί κατά καιρούς ρίγος στους ερμηνευτές: «εγώ είναι ένας άλλος». Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ τιτλοφόρησε το γνωστότερο ίσως ποίημά του «Εγώ δεν είμαι εγώ», ο Πιραντέλλο μας μύησε στο αέναο παιχνίδι των αυτοσχεδιασμών, των μεταμορφώσεων και των επάλληλων ρόλων, και ο Φερνάντο Πεσσόα μας έδειξε πώς ένας και μόνο άνθρωπος μπορεί να κρύβει μέσα του όχι έναν ή δύο, αλλά πολλές δεκάδες συγγραφείς με το δικό τους ονοματεπώνυμο και τη δική τους βιογραφία κάθε φορά: οι περίφημοι ετερώνυμοι.
Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν, αντί για τον όρο «ταυτότητα», που παραπέμπει σε μια θεώρηση του πράγματος παρεξηγήσιμα στατική, προσωπικά προτιμώ μια έννοια δυναμικότερη, αυτήν της αυτοκατανόησης ή, αλλιώς, της «εικόνας», με την ψυχολογική σημασία της λέξης. Πώς κατανοεί κανείς εκάστοτε τον εαυτό του; Ποια εικόνα έχει του εαυτού του, τι προσλαμβάνει κάθε φορά που στρέφει το βλέμμα του στον καθρέφτη; Και πώς αυτή η στιγμιαία εικόνα του εαυτού συντίθεται με τις λοιπές ομόλογές της, προδρομικές ή διάδοχες; – Αυτά είναι τα ερωτήματα που τίθενται. Αν φανταστούμε μάλιστα κάθε τέτοια εικόνα ως «αυτοπροσωπογραφία», ως ατομικό ή συλλογικό πορτραίτο δηλαδή –γιατί και τα συλλογικά υποκείμενα, προφανώς, έχουν εικόνα του εαυτού τους–, και αν όλες αυτές τις συμπαρατάξουμε νοερά τη μια δίπλα στην άλλη, στη χρονική τους αλληλουχία, αποκτούμε και οπτικά μια ιδέα αυτής της δυναμικής αυτοκατανόησης, για την οποία μίλησα.
* * *
Τώρα, εικόνες του ελληνισμού στη γραμματεία μας των τελευταίων αιώνων θα βρούμε πολλές. Κάθε φορά που η ιστορική συγκυρία το επέτασσε, στοχαστές και λογοτέχνες ξανάπιαναν το πάντοτε ανοιχτό ερώτημα του συλλογικού μας αυτοπροσδιορισμού. Οι απαντήσεις τους συνιστούν μια μακρά σειρά πορτραίτων, για την ακρίβεια μια ολόκληρη πινακοθήκη προσωπογραφιών του νεώτερου ελληνισμού. Ως τέτοιες φέρουν διπλή τη σφραγίδα: της ιστορικής στιγμής που τις εκμαίευσε και της ατομικής ευαισθησίας που τους έδωσε μορφή.
Τρόποι να εξετάσει κανείς αυτές τις προσωπογραφίες, να τις ταξινομήσει, υπάρχουν πολλοί, αναλόγως της γωνίας του βλέμματος. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε λ.χ. μεταξύ εικόνων αποκλειστικών και εικόνων περιεκτικών. Οι πρώτες, φύσει ρυθμιστικές, αποκλείουν πτυχές ή και ολόκληρες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, χάριν άλλων, τις οποίες προτάσσουν ως δηλωμένο ή υπονοούμενο πρότυπο. Οι δεύτερες, ρυθμιστικές εξίσου, ζητούν να συνθέσουν τα πάντα σε μια ενότητα λίγο πολύ οργανική. Οι πρώτες τονίζουν τις ασυνέχειες, τις τομές που διακόπτουν την ιστορική αναδρομή. Οι δεύτερες φωτίζουν τις ομοιότητες, κοιτούν πώς να δείξουν ότι το νήμα διατηρήθηκε συνεχές. Παράδειγμα των πρώτων είναι η ελληνική γενεαλογία που προτείνει ο Κοραής, όταν παρακάμπτει τους μέσους χρόνους και ανατρέχει απευθείας στην κλασσική αρχαιότητα. Παράδειγμα των δεύτερων, η ιστοριονομία του Ζαμπέλιου, που αρνείται την αττική μονομέρεια και αποκαθιστά το Βυζάντιο ως αναπόσπαστο κρίκο μιας μακράς αλυσίδας.
Η πινακοθήκη μας περιλαμβάνει ακόμη εικόνες αξιολογικές, θετικές ή αρνητικές, αναλόγως με το προς τα πού κλίνει εκάστοτε η πλάστιγγα. Η περιγραφή της σημερινής Ελλάδας λ.χ. στο έργο του Κονδύλη ή του Γιανναρά είναι ευθέως επικριτική ή και επιθετικά απορριπτική. Στην αντίπερα όχθη, το ίνδαλμα της Ελλάδας στο έργο του Σικελιανού ή του Ελύτη είναι συνήθως αποφασισμένα εγκωμιαστικό, κάποτε και υμνητικό Οι μεν, οι φιλόσοφοι, ασκούν ανοιχτά πολεμική. Οι δε, οι ποιητές, αποδίδουν τιμές.
Τέλος, έχουμε εικόνες κλειστές και εικόνες ανοιχτές, αναλόγως του αν επιδέχονται διεύρυνση, εμπλουτισμό, ή θεωρούνται εξαρχής τέλειες και οριστικές. Κλειστή είναι λ.χ. η ιδέα της ελληνικότητας που προβάλλει στη ζωγραφική του ο Κόντογλου. Ανοιχτή είναι αντίθετα η ελληνική ματιά του Εγγονόπουλου. Ο πρώτος διαλέγει να εξοβελίσει ό,τι ξενότροπο, δυτικό ή και απλώς ασύμβατο προς τη βυζαντινή γραμμή. Ο δεύτερος αποπειράται να το ενσωματώσει, να το κάνει ένα ακόμη σκαλί της ανόδου.
Έξοδος οριστική από τέτοια διλήμματα, εννοείται, δεν γίνεται να υπάρξει. Η ιστορία σπανίως άγεται ευθύγραμμα. Οι συνθήκες μεταβάλλονται, μαζί τους και οι στάσεις. Κατά τις ανάγκες της στιγμής, επικρατεί πότε η μία και πότε η άλλη. Πολιτικά, όλες ωστόσο κατατείνουν στον ίδιο σκοπό, τη συλλογική αυτοσυντήρηση. Μολονότι κοσμοθεωρητικά συγκρούονται, λειτουργικά συνεργούν. Αλλά και στο περιεχόμενό τους αλληλοσυμπληρώνονται. Καμμιά τους δεν είναι τόσο πλατιά ώστε να καλύπτει πλήρως την πραγματικότητα. Και καμμιά δεν είναι τόσο στενή ώστε να μην εφάπτεται μ’ ένα τουλάχιστον κρίσιμο τμήμα της.
Όπως πίστευε ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο «νεοελληνικός χαρακτήρας» είναι πολύμορφος και αντιφατικός και πλούσιος. Είναι μάλιστα πλούσιος, συμπλήρωνε, επειδή είναι πολύμορφος και αντιφατικός. Κάθε προσπάθεια να τον καθηλώσουμε «σ’ έναν αλύγιστο ορισμό, δεν είναι ελληνική αγνότητα αλλά αγνός δασκαλισμός».
* * *
Παρ’ όλο τον πλούτο, παρ’ όλη την πολυμορφία ή και την αντιφατικότητα όλων αυτών των εικόνων που έχει φιλοτεχνήσει για τον εαυτό του ο νέος ελληνισμός, είναι προφανές ότι ιεραρχικά μεταξύ τους δεν στέκονται στο ίδιο επίπεδο. Η ιστορική σημασία τους ποικίλει. Αναλόγως των συγκυριών, καθεμιά διαδραματίζει διαφορετικό ρόλο. Ωστόσο, κι όταν ακόμη κινούνται στους απόλυτους αντίποδες, κοινός είναι ο σκοπός που τις υποβαστάζει. Για να φέρω το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, τόσο η μνημειώδης σύνθεση του Παπαρρηγόπουλου λ.χ. όσο και οι κατά καιρούς απόπειρες αυτή η σύνθεση να κλονιστεί, πατούν στο κοινό μέλημα του πολιτικού προσανατολισμού. Ποιος είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για να διεκδικήσει η Ελλάδα τη θέση που της αναλογεί στον σύγχρονο κόσμο; Η εμμονή στις ιστορικές της καταβολές, η αγνόηση και αυτών των κληρονομικών της αντιφάσεων στο όνομα μιας συμβολικής ενότητας; Ή, αντίθετα, η αποδέσμευση από το παρελθόν, η πρόσδεσή μας πάση θυσία στο άρμα της δυτικής νεωτερικότητας;
Στην επίσημη πινακοθήκη των εθνικών μας αυτοπροσωπογραφιών, το μέλημα αυτό, ο πολιτικός προσανατολισμός της χώρας, αποτελεί δίχως άλλο το κύριο έκθεμα· ακριβέστερα, το μοτίβο που απεικονίζεται λίγο ή πολύ, εμμέσως ή αμέσως σ’ όλα τα επιμέρους πορτραίτα. Ως καταγωγικό δίλημμα, ως πάγια ψυχική διχοστασία, το ερώτημα αν οι σημερινοί Έλληνες όντως «ανήκωμεν εις την Δύσιν» (και σε ποιο μέτρο, και υπό ποίους όρους) τίθεται ενίοτε ως ακραία πολωτική επιλογή. Άλλοτε πάλι απαλύνεται ή σχετικεύεται πρακτικά, παραχωρώντας τη θέση του σε απόπειρες σύνθεσης ή καταλλαγής, θεωρητικής ή άλλης.
Ιστορικά, το δίλημμά μας έχει βεβαίως την προέλευσή του στο ύστερο Βυζάντιο, όπου βρήκε και την ιδεοτυπική του έκφραση στη διαμάχη ενωτικών και ανθενωτικών. Με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, όπου εκ των πραγμάτων θα αναζωπυρωθεί εκ νέου, θα επιχειρηθεί να λυθεί ως επί το πλείστον διά του συμβιβασμού. Αυτός πάλι θα λάβει διάφορες εκφράσεις και μορφές: ιδεολογικές (οι ποικίλες εκδοχές του «ελληνοχριστιανικού» λεγόμενου πολιτισμού), θεσμικές (οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας πρωτίστως), αισθητικές (οι προτεινόμενες συνθέσεις μεταξύ παράδοσης και νεωτερισμού που συναντούμε σε όλους σχεδόν τους σημαντικούς Έλληνες συγγραφείς) κ.ά.
Κοινωνικά, όλες αυτές οι απόπειρες αντικατοπρίζουν τον συσχετισμό ισχύος στο εσωτερικό της χώρας ήδη από την απαρχή του νεοελληνικού κράτους. Καθώς οι πρωτόβουλοι της εθνικής χειραφέτησης, τα εξαστισμένα, δυτικοστρεφή στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, δεν ήταν σε θέση να σηκώσουν το βάρος ενός επιτυχούς αντιτουρκικού αγώνα δίχως την προσφυγή σε συμμάχους, αναγκάστηκαν να υποστείλουν εν μέρει τα αιτήματά τους και να αναπροσαρμόσουν το ιδεολογικό τους οπλοστάσιο στις ανάγκες της συγκυρίας. Το δυτικό πρότυπο του έθνους-κράτους απώλεσε τα αμιγώς αστικά, διαφωτιστικά χαρακτηριστικά του και προσαρμόστηκε έτσι ώστε να μπορεί να στεγάσει και οπαδούς προ-, ακόμη και αντι-νεωτερικών πολιτικών ιδεωδών. Κάτω από τη σημαία της εθνικής ολοκλήρωσης, μπόρεσαν έτσι να συστρατευθούν δυνάμεις και ομάδες, που όχι μόνο δεν συμμερίζονταν τις προγραμματικές επιδιώξεις των εγχώριων απολογητών του διαφωτισμού, αλλά απεναντίας τις πολεμούσαν ανοιχτά.
Ακρογωνιαίος λίθος αυτού του συμβιβασμού ήταν η υπόθεση ότι οι δύο συμβαλλόμενοι, πεφωτισμένες τάξεις και παλαιός κόσμος, μπορούσαν πράγματι να χαράξουν μιαν ομόρροπη και κοινής αποδοχής πορεία για το νεοπαγές κράτος. Στην πράξη η υπόθεση αυτή αποδείχτηκε άγαν αισιόδοξη, εφόσον οι δύο εταίροι αλληθώριζαν εκ προοιμίου προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Διότι βεβαίως, για τους οπαδούς του δυτικού προσανατολισμού, ζητούμενο δεν ήταν γενικά και αφηρημένα η δημιουργία ενός «εθνικού» κράτους, αλλά η πάση θυσία γεφύρωση του χάσματος με την προηγμένη Ευρώπη και η ανάκτηση της ζωτικής επαφής με τα εκεί κοσμοϊστορικά τεκταινόμενα. Ήδη στους πολιτικούς οραματισμούς των πρωτουργών της ελληνικής ανεξαρτησίας, το «εθνικό κράτος» δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά μάλλον το πρόσφορο μέσο, το όχημα μέσω του οποίου θα ευοδωνόταν η σύγκλιση με τη Δύση. Όσοι αμφιβάλλουν για του λόγου το αληθές, δεν έχουν παρά να δουν την προθυμία με την οποία και οι σημερινοί εκσυγχρονιστές όλων των πολιτικών χρωμάτων είναι έτοιμοι να παραιτηθούν από την εθνική κυριαρχία της χώρας, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή της σε μια ενωμένη ή ομόσπονδη και πάντως υπερεθνική Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, η αντιδυτική παράταξη, έχοντας βαθιές ρίζες στην προαστική, πατριαρχική συγκρότηση της κοινωνίας, στη συντεχνιακή, ευνοιοκρατική οργάνωση του οικονομικού και δημόσιου βίου, αλλά και στον πνευματικό κόσμο της ορθόδοξης εκκλησίας και τον πολιτισμό της– ενστερνιζόμενη έστω και εκ των υστέρων την ιδέα του εθνικού κράτους, του απέδωσε ευθύς εξ αρχής πρόσημα αντιδυτικά, και είδε σ’ αυτό την κιβωτό της «ιδιοπροσωπίας» του ελληνισμού και της «καθ’ημάς Ανατολής».
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο ιστορικός αυτός συμβιβασμός, όπως τον περιγράψαμε, παρά τον ετερόκλιτο και πολιτικά αυτοναρκοθετούμενο χαρακτήρα του, εμπεδώθηκε και μακροημέρευσε. Πολλά συνετέλεσαν στην διαιώνισή του. Το κυριότερο ήταν η αδυναμία των πεφωτισμένων στρωμάτων να επιβάλουν την πολιτική τους βούληση σ’ ένα περιβάλλον όπου ο αστισμός δεν είχε ρίζες. Πότε οι μικροκομματικοί φατριασμοί, πότε το φάσμα του προαιώνιου εχθρού και η απελευθέρωση των σκλάβων αδελφών και πότε η εξόντωση του εκάστοτε εσωτερικού αντιπάλου, έκαναν τη συνδρομή ή την ανοχή της άλλης πλευράς χρήσιμη αν όχι ζωτική.
Το αποτέλεσμα αυτής της διελκυστίνδας το γνωρίζουμε άριστα: ενώ από τη μια μεριά η συμμόρφωση με τα δυτικά δεδομένα είναι για τους Νεοέλληνες ζήτημα στοιχειώδους οικονομικής και πολιτικής αυτοσυντήρησης, οι όροι με τους οποίους κατανοούν τον εαυτό τους και την ιστορία τους, σε πολλά είναι ευθέως αντιδυτικοί. Τον άκριτο έρωτα μιας μερίδας προς την Εσπερία και την Πρόοδο (προπάντων δε των υλικών αγαθών που εκείνες κομίζουν), αντισταθμίζει η εξίσου άκριτη αποστροφή μιας άλλης προς τον δυτικότροπο τρόπο ζωής και ο αποτροπιασμός για τα ξενόφερτα καινά δαιμόνια. Και όπως ακριβώς στους νεοελληνικούς θεσμούς, αρκεί να σηκώσεις το δυτικοφανές νομικό τους επικάλυμμα για να ανακαλύψεις θαλερή την πατροπαράδοτη βυζαντινοθωμανική αντίληψη περί συναλλαγών και κράτους, έτσι και στη σφαίρα του νεοελληνικού ψυχισμού, πίσω από την επιδερμική δεξίωση και οικειοποίηση κάθε εισαγόμενου νεωτερισμού, συναντούμε μονίμως την ενστικτώδη επιφύλαξη και περιχαράκωση. Αυτή η βαθιά ριζωμένη σχέση αγάπης και μίσους, αυτή η διαρκής ελξαπώθηση που οι Νεοέλληνες ανέπτυξαν τόσο προς τη Δύση, όσο και προς το ίδιο τους το παρελθόν και παρόν έγινε ενδιάθετο στοιχείο του χαρακτήρα τους. Αν μπορούμε να μιλούμε σήμερα για μια νεοελληνική εθνική ταυτότητα, αυτόν τον διχασμό έχουμε κατά νου.
Ψυχολογικά βεβαίως ο μηχανισμός του εσωτερικού αυτού διχασμού στάθηκε λειτουργικότατος. Κυμαινόμενη μεταξύ ξενολατρίας και ξενηλασίας, η νεοελληνική αμφιθυμία είναι τα μάλα δηλωτική για μια κοινωνία όπου η ισορρόπηση μεταξύ πραγματικότητας και ιδεολογίας, ελπίδας και φόβου στάθηκε ανέκαθεν ένα εξαιρετικά δυσχερές αγώνισμα. Η θυμική διχοστασία προσέφερε διέξοδο και ανακούφιση σ’ ένα έθνος πολιτικά ασύντακτο και οικονομικά υπανάπτυκτο, και επιπλέον θυμικά συναισθηματικό και ναρκισσευόμενο. Όποτε η ιστορική συγκυρία έκανε τον ελληνισμό να πιστεύει ότι η μαθητεία του στον προηγμένο κόσμο έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς, τα φιλοδυτικά αισθήματα έπαιρναν το πάνω χέρι, μεταφραζόμενα σε ενθουσιώδη και ανεπιφύλακτη εξωστρέφεια. Όποτε πάλι η σκληρή πραγματικότητα επανέφερε τον φιλόδοξο αλλά μάλλον οκνηρό μαθητευόμενο στη μίζερη αφετηρία του, αυτός ποιούμενος την ανάγκη φιλοτιμίαν προσέφευγε στην παραμυθία της εσωστρέφειας – η Ευρώπη, η Δύση γίνονταν και πάλι κάτι το ψυχικά ξένο, το αλλότριο ή και το εχθρικό. Δεν υπάρχει τομέας του νεοελληνικού βίου, από την πολιτική και την οικονομία ώς τις τέχνες και τα γράμματα, που η ιστορία του να μην ξετυλίγει εμπρός στα μάτια μας τη διαρκή αυτή, και τραυματική, αμφιταλάντευση.
* * *
Ανακεφαλαιώνω και καταλήγω. Κάθε συλλογικό υποκείμενο διαθέτει ποικίλες, συχνά και αντιφατικές, εικόνες για τον εαυτό του. Πολιτικά αυτές δεν είναι ποτέ ουδέτερες, οι ομάδες που συγκρούονται στο εσωτερικό του επιδιώκουν να προβάλουν τη δική τους εκάστοτε ως τη μόνη ορθή και δεσμευτική. Μολονότι η διαπάλη αυτή δεν κατασιγάζεται ποτέ εντελώς (τουναντίον, είναι ζωτική για την αυτοσυντήρηση του ίδιου του υποκειμένου και για την προσαρμογή του στις διαρκώς μεταλλασσόμενες εξωτερικές συνθήκες), πρακτικά μετριάζεται κατά πολύ κάθε φορά που η πλάστιγγα γέρνει αποφασιστικά προς το μέρος μιας εκ των αντιμαχόμενων πλευρών – και για όσο αυτό διαρκεί. Στην περίπτωση αυτή το ζωτικό ερώτημα του άμεσου πολιτικού προσανατολισμού επιλύεται προσώρας και ο νικητής επιβάλει τη βούλησή του.
Τι γίνεται όμως όταν οι αντίπαλοι τελούν μεταξύ τους σε σχέση παρατεινόμενης ισοδυναμίας; Όταν κανείς τους δεν διαθέτει την αναγκαία υπεροπλία ώστε να επικρατήσει; Και επιπλέον, όταν η αναγκαστική αυτή συμβίωση δεν τους οδηγεί συν τω χρόνω στην καταλλαγή, σε μια ουσιαστική και βιώσιμη σύνθεση δηλαδή, όπως θα ήταν κατ’ αρχήν δυνατόν, αλλά στην αμοιβαία αποδυνάμωση μέσω της διαρκούς και αδιέξοδης σύγκρουσης;
Νομίζω ότι τέτοια είναι ιστορικά η νεοελληνική περίπτωση. Μια χρόνια, αμοιβαίως εξουθενωτική και έως σήμερα ανυπέρβλητη αντιμαχία, της οποίας κάποια επεισόδια παρακολούθησε ο πλανήτης ολόκληρος μετά το 2010 σε απ’ ευθείας μετάδοση. Όποιος γνωρίζει τα καθέκαστα της χρεοκοπίας του 1932, λ.χ., αλλά και τον διχασμό που προηγήθηκε εκείνης από το 1915 και εντεύθεν, δεν θα ξαφνιαστεί με την εντυπωσιακή ομοιότητα των δύο συγκυριών: Μια χώρα που την απειλεί η άμεση πτώχευση, μια μαινόμενη παγκόσμια κρίση, μια κυβερνηση παντελώς αιφνιδιασμένη από τις εξελίξεις αλλά και ιστορικά υπαίτια για την πρόκλησή τους, μια αντιπολίτευση που αρνείται κάθε αρωγή προς την κυβέρνηση και ποντάρει στην αποτυχία της ώστε κατόπιν η ίδια «να συλλέξει τα ναυάγια» (Ελ. Βενιζέλος)· κι ακόμη, οι ανεδαφικές προσδοκίες του εκλογικού σώματος, η αποχαλινωμένη δημοκοπία ένθεν και ένθεν, η δαιμονοποίηση των ξένων που οδηγεί τελικά στην πλήρη εξάρτηση από τις επιθυμίες τους, ο τυχοδιωκτικός απομονωτισμός που βαφτίζεται “αξιοπρέπεια” και “εθνική κυριαρχία” κ.ο.κ. – το έργο που είδαμε τότε στις ηλεκτρονικές μας οθόνες είναι πράγματι πολύ παλαιό…
Με τους αντιπάλους λίγο πολύ ισοδύναμους και την έριδά τους σταθερά ασυνεννόητη, παύει να αποτελεί σύμπτωση ότι όσες φορές η χώρα περιήλθε σε κατάσταση οριακή, διέξοδος αναζητήθηκε πρωτίστως στη θυμική εκτόνωση, στο blame game, την υποκριτική ηθικολογία. Ότι δηλαδή την αναγκαία διερώτηση για το μέλλον υποκατέστησε ο θόρυβος γύρω από το ποιος οφείλει να λογοδοτήσει για το παρελθόν. Χωρίς κάτι τέτοιο βεβαίως να οδηγεί ούτε κατ’ ελάχιστον στον ακριβοδίκαιο καταμερισμό των ευθυνών.
Γιατί αν η μωρία όσων θέτουν υπό αίρεση τον προσανατολισμό της χώρας προς τη Δύση υπήρξε διαχρονικά παροιμιώδης (ποια άλλη οδό μπόρεσαν ποτέ να υποδείξουν;), η επανειλημμένη αποτυχία μας να συμμορφωθούμε στις απαιτήσεις ενός τω όντι νεωτερικού κράτους βαραίνει πρωτίστως τους εκσυγχρονιστές αντιπάλους τους. Έτσι, δεν είναι τυχαίο λ.χ. ότι οι τελευταίες περιπετειώδεις πτωχεύσεις της χώρας –του 1893, του 1932 και του 2010– επήλθαν όλες μετά το πέρας φιλόδοξων μεταρρυθμιστικών εγχειρημάτων. Βασισμένα σε ανεπαρκή οικονομικά και θεσμικά θεμέλια, χωρίς ευρεία πολιτική στήριξη, τα εγχειρήματα αυτά ήταν επόμενο να υποκύψουν στην πίεση της πρώτης αρνητικής συγκυρίας. Έμειναν ρηχά και χωρίς συνέχεια – όπως ακριβώς και οι κοινωνικές δυνάμεις που τα γέννησαν.
Ήδη μόνη της η τελευταία εικοσαετία καταδεικνύει γιατί η υπαιτιότητα δεν μπορεί να επιμεριστεί σε μία μόνο πλευρά. Στη διάρκειά της, είδαμε τους μεν εκσυγχρονιστές όλων των κομμάτων να επαναπαύονται στην εικονική σύγκλιση της Ελλάδας με τους εταίρους της και να αγνοούν την παραγωγική αποδιάρθρωση της πραγματικής οικονομίας της – αποδιάρθρωση την οποία μάλιστα επέτειναν με την αλόγιστα πρόωρη υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, διευκολύνοντας έτι περαιτέρω τον ξένο δανεισμό και γιγαντώνοντας τον ήδη έντονο παρασιτικό καταναλωτισμό. Την ίδια περίοδο, οι πολέμιοί τους, διεσπαρμένοι εξίσου σε όλες σχεδόν τις πολιτικές παρατάξεις, υπονόμευσαν συστηματικά και την πιο δειλή προσπάθεια να εξυγιανθούν αν μη τι άλλο τα δημόσια οικονομικά και συντήρησαν την αυταπάτη ότι η χώρα μπορεί να σταθεί στα πόδια της χωρίς μακρόχρονες και οδυνηρές θυσίες.
Οι πρώτοι ευθύνονται για την πλάνη ότι η τυπική προσαρμογή της Ελλάδας στους ευρωπαϊκούς κανόνες θα επιφέρει περίπου αυτοματικά και τον ουσιαστικό συντονισμό των θεσμών και της οικονομίας της. Μέσω αυτής έθρεψαν όχι μόνο τον παρασιτισμό, κύριο γνώρισμα του οποίου ήταν ο δημόσιος και ο ιδιωτικός δανεισμός, αλλά επίσης τον μιμητισμό και τον πιθηκισμό που διαχρονικά χαρακτηρίζει ικανή τους μερίδα. Οι δεύτεροι, παρότι διέκριναν ορθά ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι η ιδεώδης κοινοπολιτεία που οι αντίπαλοί τους επικαλούνται, αλλά πεδίο διαπάλης ποικίλων και ετερόκλιτων συμφερόντων ενίοτε εχθρικών προς τα αντίστοιχα ελληνικά, οδηγήθηκαν στο άλλο άκρο: με ψευδοπατριωτικές κορώνες και ανεδαφικές προσδοκίες κόντεψαν να σπρώξουν την Ελλάδα στο διεθνές περιθώριο. Κολακεύοντας τις μάζες, προώθησαν δηλαδή ό,τι ονόμαζε ο Ελευθέριος Βενιζέλος «πολιτικήν της “αυτοτελείας”, δηλαδή της απομονώσεως», την ώρα που η χώρα είχε ανάγκη το αντίθετό της, να ακολουθήσει «πολιτικήν της “υποτελείας”, δηλαδή των συμμαχιών».
Εντέλει, και οι δύο πλευρές συνήργησαν ώστε οι Ελληνες να βλέπουν σήμερα την Ευρώπη είτε ως αφελή ευεργέτιδα είτε ως μοχθηρή τιμωρό, ως πηγή εύκολου πλουτισμού ή ως πρόξενο απρόκλητων στερήσεων και δεινών. Και οι δύο αδιαφόρησαν στην πράξη για την ανάγκη της χώρας να επιβιώσει στον διεθνή ανταγωνισμό και να σταθεί με αξιώσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας.
Βερολίνο, Ιούνιος 2013
* * *
Όψιμος επίλογος
Συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από το ’21. Πού βρισκόμαστε σήμερα; Με τους περισσότερους να μνημονεύουν μηχανικά την Παλιγγενεσία χωρίς να αναλογίζονται τι δηλώνει τέλος πάντων αυτό το ‘‘εκ νέου’’ που η λέξη ετούτη υπόσχεται, και κάποιους άλλους να εορτάζουν τη ‘‘γέννηση’’ ενός ακόμη ‘‘φιλελεύθερου έθνους’’ που μόνη του επιδίωξη φαίνεται να είναι η απόλυτη ταύτισή του με τα λοιπά ομότιτλά του, είναι φανερό ότι τα απλουστευτικά σχήματα του παρελθόντος αδυνατούν πλέον να χωρέσουν την πολυπλοκότητα του παρόντος. Όσο θολωμένη κι αν είναι από επιθυμίες και απέχθειες, από ελπίδες και φόβους, η εικόνα που αντικρίζει ένας ιστορικός λαός στον καθρέφτη του, οφείλει ένα τουλάχιστον: να μη συσκοτίζει τα εξόφθαλμα. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, εν προκειμένω στους δύο αιώνες ανεξαρτησίας που παρήλθαν είναι ίσως αναπόφευκτο να τονίζει κανείς τις επιτυχίες του. Καθένας την ιστορία του θα ήθελε να τη φαντάζεται ως success story. Ό,τι οδηγεί σ’ εμάς και στο παρόν μας, δεν μπορεί παρά να είναι πράγμα καλό, στο κάτω κάτω τι άλλο είναι το χθες παρά προετοιμασία για το σήμερα;
Ωστόσο αν η «ενεστώσα Ελλάς», όπως θα έλεγε ο Αχιλλεύς Παράσχος, κριθεί με μέτρο όχι τις ψυχικές ανάγκες των τωρινών της κατοίκων, αλλά τις προσδοκίες των πρωτουργών του Αγώνα, των Ελλήνων του 19ου αιώνα που τη θεμελίωσαν, η εικόνα που προκύπτει είναι πικρή. Διακόσια μετά την Επανάσταση είναι ολοφάνερο ότι κανείς από τους μεγαλεπήβολους στόχους των πρωτουργών του νέου κράτους δεν επετεύχθη. Ούτε το Βυζάντιο ανασυστάθηκε όπως το ήθελαν οι οπαδοί της παρ’ ημίν Ανατολής, ούτε το μεγάλο χάσμα με τη Δύση γεφυρώθηκε ποτέ ικανοποιητικά όπως το πόθησαν οι Διαφωτιστές που μας ήρθαν από την Εσπερία. Η Μεγάλη Ιδέα ξεψύχησε στον Σαγγάριο ανοίγοντας τον δρόμο (έναν σχεδόν αιώνα αργότερα ακόμη να το καταλάβουμε…) στην αναβίωση του επεκτατικού οθωμανισμού. Την ίδια στιγμή, ο εκσυγχρονισμός, ο εκδυτικισμός, ο εξευρωπαϊσμός (πείτε τον όπως θέλετε) της χώρας, εφαρμόστηκε τόσο αλυσιτελώς, ενίοτε και κωμικά από τους οπαδούς του ώστε οδήγησε ειδικά τα τελευταία χρόνια από τον έναν καταποντισμό στον άλλο.
Η Ελλάδα μεγάλωσε εδαφικά είναι αλήθεια, αν και χάρη στην ιδιοφυΐα ενός και μόνο προσώπου, του Ελευθέριου Βενιζέλου, που μισήθηκε όσο κανείς, ίσως γιατί δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τη μιζέρια του «Ελλάς μικρά αλλά τιμία» που έκτοτε εμπνέει σταθερά τους διαδόχους του. Όμως ο μείζων Ελληνισμός συρρικνώθηκε σε βαθμό πρωτοφανή. Πρέπει να επιστρέψει κανείς στα προομηρικά χρόνια, στους καιρούς του πρώτου ελληνικού αποικισμού για να βρεθεί εμπρός σε ανάλογη κατάσταση. Και τα χειρότερα είναι μπροστά: αν οι δημογράφοι πέσουν μέσα, τα τωρινά 10.000.000 των Ελλήνων θα γίνουν μόλις πέντε στα τέλη του αιώνα αυτού ή στις αρχές του επομένου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Την ίδια στιγμή οι Τούρκοι θα είναι εκατό και οι Αιγύπτιοι, για να αναφέρω δύο παραδείγματα, διακόσια εκατομμύρια.
Όσο για τη δυναμική πνοή των Ελλήνων του 18ου αιώνα που έφερναν τα γράμματα, τις νέες ιδέες και τον εμπορικό και βιοτεχνικό πλούτο στα απερημωμένα Βαλκάνια, τι απέμεινε άραγε απ’ αυτήν; Μια ανοιχτή χείρα επαίτη. Μια χώρα αποψιλωμένη και δανειοδίαιτη, που εκποιεί μέρα τη μέρα το έχει της για να διατηρήσει όσο γίνεται το «βιοτικό της επίπεδο». Που οι μισοί λυκειόπαιδές της, σύμφωνα με τις κρατικές υπηρεσίες, είναι λειτουργικά αναλφάβητοι. Που δεν παράγει, δεν επινοεί, δεν κατασκευάζει περίπου τίποτε, αλλά τρώει από τα έτοιμα, εμπορευόμενη το φημισμένο όνομα που της άφησαν οι πρόγονοι και τη φυσική ομορφιά που της χάρισε ο θεός. Μια Ελλάδα που κατάντησε πια μόνο «οικόπεδα, θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι», όπως λέει κι ο Νίκος Καρούζος.
Και ο κατάλογος των δεινών δεν σταματάει εκεί. Υπάρχει άραγε προηγούμενο χώρας που να κατεδαφίζει έτσι εκ θεμελίων την πρωτεύουσά της («μια ωραία πόλις γαλλικού ή ιταλικού τύπου», έτσι την περιέγραφε ο Καβάφης γύρω στα 1900 όταν την πρωτοεπισκέφθηκε…) για να την αντικαταστήσει με το σημερινό λεκανοπέδιο; Με την πνιγηρή γραφειοκρατία της, την ευνουχιστική αναξιοκρατία, τον φατριασμό της πολιτικής, τον μιμητισμό των ξένων ηθών, η τωρινή Ελλάδα μόνο κατ’ ευφημισμόν ανήκει στις προηγμένες χώρες. Πόσο μακριά είμαστε από την εικόνα του παρία που περιγράφει τόσο καίρια ο Βιζυηνός, του λαού που είναι μαθημένος να περιμένει δύο μόνο πράγματα: «ελεημοσύνη απ’ τη Φραγκιά / κι απ’ την Τουρκιά χαστούκια»;
Ιδωμένη απ’ αυτή τη σκοπιά, την ιστορικά ρεαλιστικότερη, η όψη του εαυτού μας στον καθρέφτη προβάλλει διαφορετική, τα χρώματα του μέλλοντός μας διόλου φωτεινά, η ίδια η εθνική επιβίωση αβέβαιη. Στην πραγματικότητα καμιά από τις εικόνες του ελληνισμού που φιλοτεχνήσαμε τα 200 αυτά χρόνια της Ανεξαρτησίας δεν είναι πλέον ικανή να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στις ανάγκες της εποχής. Αν ο δρόμος της επιστροφής στον βυζαντινότροπο μεγαλοϊδεατισμό είναι εδώ και έναν αιώνα σφραγισμένος και επιβιώνει ως ανάμνηση νοσταλγική ή, χειρότερα, ώς άρνηση προσαρμογής στο παρόν, εξίσου φραγμένη, καθότι απατηλή, μοιάζει και η λεωφόρος του “λαμπρού ευρωπαϊκού μέλλοντος”. Τα σκληρά διλήμματα που αντιμετωπίζει η ενεστώσα Ευρώπη είναι τέτοια και τόσα, και η αδυναμία της να τα αντιμετωπίσει ευθέως έχει τόσο πολλές φορές επιβεβαιωθεί, ειδικά την τελευταία δεκαετία, ώστε η παθητική και ανεξέταστη προσόρμηση του ελληνισμού σ’ αυτήν δεν του παρέχει πλέον καμιά μακροπρόθεσμη εξασφάλιση, αντιθέτως μάλιστα, όλο και περισσότερο φαίνεται ότι τον εθίζει στον εφησυχασμό και την εθνική χαύνωση. Όπως έγραφε 25 χρόνια πρωτύτερα και πάλι ο Παναγιώτης Κονδύλης:
Το λυπηρό παράδοξο σε ακροσφαλείς ιστορικές καταστάσεις συνοδευόμενες από διάχυτα παρακμιακά φαινόμενα είναι ότι η στρατηγική σκέψη θολώνει τόσο περισσότερο, όσο εντονότερα τη χρειάζεται ένα έθνος. Όπως ο βαριά άρρωστος δεν αναρωτιέται τί θα κάμει σε δέκα χρόνια, αλλά αν θα βγάλει τη νύχτα, έτσι ο ιστορικά ανίσχυρος χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μακρόπνοων συλλήψεων και την προσήλωση στα άμεσα δεδομένα
Και σε άλλο σημείο:
Η ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι οι Νεοέλληνες ανέκαθεν θεωρούσαν τον εαυτό τους ικανό για άθλους. Και η ιστορία των δύο αυτών αιώνων έχει πράγματι επιτεύγματα άξια του χαρακτηρισμού. Εξίσου αληθινό είναι όμως ότι επρόκειτο για επιτεύγματα παροδικά, που έμεναν χωρίς συνέχεια ή και ανατρέπονταν άρδην όταν η ευόδωση του τελικού σκοπού δεν ήταν τόσο ευχερής όσο φαινόταν στην αρχή. Παραμονές του Εμφυλίου το 1944, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής παρατηρούσε με οξυδέρκεια:
Ο Ελληνισμός έζησε πάντα μέσα στο πρόσκαιρο και το υπερβολικό. Μπορεί να κάμη θαύματα για μια στιγμή, μα δεν μπορεί να κάμη καμμιά προσπάθεια διαρκείας· αλλά η πολιτική είναι κατ’ εξοχήν προσπάθεια διαρκείας. Ο λαός μας, που είναι νοήμων λαός και συνεπώς ικανός να βρη το ορθό, είναι ανίκανος να το πραγματοποιήση από ψυχική αδυναμία.
Το πιο δυσοίωνο σημείο της παρούσας συγκυρίας είναι ίσως αυτό. Αν ο ελληνισμός θέλει να αντεπεξέλθει στις πελώριες προκλήσεις που διαρκώς πυκνώνουν γύρω του, οφείλει προηγουμένως να υπερβεί τις ανυπέρβλητες έως τώρα δικές του ανεπάρκειες. Οφείλει με άλλα λόγια να βρει έναν σκοπό πέρα από τον ληξιπρόθεσμο ηδονιστικό καταναλωτισμό που σήμερα τον τρέφει, να πλάσει μια νέα εικόνα για τον εαυτό του συνεγερτική αλλά και πολιτικά εφικτή, τουτέστιν απαλλαγμένη από τις χρόνιες και επιζήμιες ψευδαισθήσεις. Μια εικόνα ικανή να τον προσανατολίσει με ασφάλεια στο ρευστό και άκρως απειλητικό νέο διεθνές περιβάλλον. Το ερώτημα που ανακύπτει: Μετά τις επώδυνες, εξαντλητικές περιπέτειες αυτών των δύο αιώνων, έχει πλέον τις δυνάμεις να το κάνει;
Αθήνα, Μάρτιος 2021