Στιχάκιας, Παλιό καλούπι

 

 

Παλιό καλούπι σ’ έβγαλε∙ το λες και καμαρώνεις
Σου μπόλιασαν την έπαρση μέσα στο DNA
Και τώρα που τα χρέη σου αρχίζεις να πληρώνεις
Λες «πότε μούτσοι γίναμε από καπεταναίοι…»

Τα ψιλοκουτσαβάκικα τους ψευτοτσαμπουκάδες
Τα ξέχασες και τα ’σβησες τώρα που ο κώλος σφίγγει
Κι εσύ που ’ξερες κι έτρωγες σαν τους καλοφαγάδες
Αυτή η μπουκιά σε ζόρισε κι έκατσε στο λαρύγγι

Θυμάσαι που πρωτόβαλες μακρύ το παντελόνι
Να πιάνεις με το χέρι και να σφίγγεις τον καβάλο
(Από μικρό σε ζόριζε η πολλή τεστοστερόνη
Και μες στη θέση του μυαλού σου ’βαλε κάτι άλλο)

Τώρα ψελλίζεις «απ’ εμού… ποτήριον… παρελθέτω»
Το είδωλο που έχτιζες έσπασε σαν το τζάμι
Αυλαία στην παράσταση, στο θέατρο λουκέτο
Και γράφει ο ισολογισμός: Όλη η ζωή χαράμι

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗΣ