Δημήτρης Γκιούλος
Αστικά δύστυχα
Θίνες 2020
της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ
Το βιβλίο του Δημήτρη Γκιούλου το διάβασα δυο φορές. Ενδιαφέρουσα περίπτωση με ανισότητες ήταν η απόφαση της πρώτης ανάγνωσης, αλλά στη δεύτερη ανάγνωση προστέθηκε και η ζωηρή αίσθηση που σου αφήνουν ορισμένα βιβλία από την ιδιάζουσα ταυτότητα της γραφής και το, εικαζόμενο, ποιον του φορέα της γραφής. Τριανταεξάχρονος ο δημιουργός, στην πρώτη ποιητική δοκιμή του, με κείμενα αυτοπαρατήρησης, αυτοβιογραφικά, που μετρούν τη συνήθη, ελαφρώς προβληματική, οικογενειακή γενεαλογία, τη μέτρια ενηλικίωση, την υπεσταλμένη εξέγερση της αριστερής ιδεολογίας, το μεροκάματο του δύσκολου έρωτα, τη σκληρή οικονομική συνθήκη του μη σταδιοδρομήσαντος από άποψη, την μπετόν αρμέ αστική καθημερινότητα, την οδύνη του πρώτου πραγματικού θανάτου στη ζωή, της μάνας, την οργή που στρεφόμενη, πρώτον, κατά του εαυτού γίνεται σαρκασμός και, δεύτερον, κατά της κοινωνικής φενάκης γίνεται καταγγελία που δεν αποφεύγει πάντα τον διδακτισμό.
Αυτή η οργή, που γίνεται σε κάποια ποιήματα μειονέκτημα της γραφής, είναι ταυτόχρονα, όταν κατορθώνει να αποστασιοποιηθεί, και κινητήριος μοχλός. Γιατί αδράχνει τη λέξη και την ενσφηνώνει στον στίχο συχνά με τη γυμνή ευθύτητα ανθρώπου που αφού ξεμπέρδεψε με τα πολλά της αυταπάτης εκτονώνει την ένταση ως σύνθημα στον τοίχο της πόλης. Κι αυτό το σύνθημα αποτυπώνει τη χλεύη, κάποτε τον αυτοοικτιρμό, το μπούχτισμα μιας γενιάς τριαντάρηδων-τριανταπεντάρηδων που τηλεγραφούν το βιωμένο εμετό της βιοπάλης σε γκράφιτι που κατακλύζουν ―μας αρέσει δεν μας αρέσει― την πόλη, σε οργισμένες αναρτήσεις στο facebook, σε καταστατικά συλλογικοτήτων ή σε σημειώματα μοναχικών γραμμών άμυνας που θέλουν να διατυπώσουν, να διαλαλήσουν κάποτε την αξίωση να ακουστούν και ακροώμενοι να υπάρξουν πέρα από τον οδοστρωτήρα της στατιστικής, ως άνθρωποι και ως φορείς μιας γενιάς που νιώθει κολλημένη στον τοίχο. Η μερικότητα δεν λείπει, ούτε η εμπάθεια, όπως στα ντοκουμέντα της στιγμής που είναι ταυτόχρονα τα φλέγοντα αιτήματα της εποχής να διαγνώσει την εκκρεμότητά της. Τέτοια ντοκουμέντα αφίστανται από την κατεστημένη γλώσσα των ανθρώπων που έχουν τα κατ’ αρχάς λυμένα. Εδώ βοά το «είναι όλα άλυτα, θολά και θυμωμένα». Μα κάτι θέλουν να σου πουν:
Πράγματα που με στοιχειώνουν
Οι ανώνυμοι ομαδικοί τάφοι
Οι επώνυμες δημοσκοπήσεις
Το «περίπου» στην ίδια πρόταση με το
«ο αριθμός των θυμάτων»
Η ακρίβεια της στατιστικής
Τα σύνορα και οι έλεγχοι
Οι ανεξέλεγκτοι δίπλα μου
Το στρώμα που χωράει έναν και
κοιμούνται τρεις
Το στρώμα που χωράει δυο και το
γεμίζει η μοναξιά του ενός
Οι εκκωφαντικές τελείες
Τα αποσιωπητικά
Το ταβάνι που έγινε τετράδιο
Ο ουρανός που έγινε ταβάνι
(Και:) Οι προθέσεις που ποτέ
δε θα ’ναι αρκετές
Το βιβλίο έχει αρετές και αδυναμίες. Στις αρετές του προσμετρώ τη λιτή καταδήλωση, την οικονομία των μέσων και την ειρωνεία που αναδεικνύει αδρά το θέμα χωρίς να το ναρκοθετεί η συγκίνηση, έτσι που σε αρκετά ποιήματα νιώθεις ότι αυτό που θα ’θελε να ήτανε βλαστήμια γίνεται συγκρατημένη χλεύη ή διαβρωτικός σαρκασμός. Κυρίως στα κείμενα που παρουσιάζεται το απάνθρωπο νεοφιλελεύθερο άστυ. Τα ψεγάδια αρχίζουν εκεί που αυτός ο κανόνας παραβιάζεται και η καταγγελία γίνεται μη ποιητικά αφομοιωμένη διακήρυξη (όπως στο ποίημα «Ήρωες») ή η ενδοσκόπηση καταλήγει στο σχήμα «εγώ εδώ – εσείς εκεί απέναντι οι φταίχτες» και η θερμοκρασία του αισθήματος εκτονώνεται με εύκολη κυριολεξία («να καρβουνιάζονται σε ηλεκτρικούς φράκτες στην Ισπανία / να τους βυθίζει τις σχεδίες η ιταλική ακτοφυλακή»).
Ο συγγραφέας προσπαθώντας να αποδώσει την οριακότητα του συναισθήματός του βρίσκει το εκφραστικό της ανάλογο στη στοιχειώδη ρηματική διάταξη (ρήμα και ουσιαστικό, απουσία επιθέτων) ή στην παρατακτική συσσώρευση: είναι αυτό και αυτό και εντέλει ο,τι δεν λέγεται, παρά μόνο δείχνοντάς το χωρίς την ποιητική του ποίκιλση, χωρίς τη μεταρσίωση της μεταφοράς, αλλά φορτισμένο από τη γυμνή κυριολεξία που φέρει το αίσθημα της πνιγμονής του. Η πνιγμονή αυτή προέρχεται από την αδυναμία της συνείδησης να αναγάγει το σημαντικό σε κάποιο, πέραν του ατομικού, οραματικό πεδίο, αφού τα οράματα έχουν διαψευσθεί, που δεν μπορεί να στεγαστεί σε προγραμματικότητες και είναι κάποιες στιγμές συγκινητικό στη φτώχεια των μέσων του, γιατί δεν έχει, στο λέει καθαρά, πού να ακουμπήσει. Ούτε στη σαρωμένη ουτοπία, ούτε στην κατασταλαγμένη ατομικότητα ούτε στο ρομαντισμό του μέλλοντος ή στη φιλοδοξία. Δείχνει την απορία του παρόντος και πορεύεται, χωρίς να ξέρει πού θα βγάλει. Ένα ντοκουμέντο του ασυνάρτητου παρόντος που οικονομείται σαρκάζοντας και αυτοσαρκαζόμενο, φαντασιώνεται τη μεγάλη ρεβάνς και αθλείται στη μοναξιά για να περισώσει αυτό που όλοι μας ποθούμε, μια θέα ανθρωπινότερη από, και για, την ψυχή μας.
Σακατεμένος μαύρος φοίνικας
Να με καίω·
να με γεννάω
ξανά και ξανά
μέχρι να σου κάνω
κόσμε
Να σε καίω·
να σε γεννάω
ξανά και ξανά
μέχρι να
μου κάνεις κόσμε
Τα κείμενα του Γκιούλου εκφράζουν κοφτά, συνοπτικά, διακεκομμένα το διαρρηγμένο ακριβώς νήμα του νοήματος που μια υγιής κοινωνικής συνθήκη θα πρόσφερε στον άνθρωπο: μια δουλειά που να αξίζει τον κόπο της, σχέσεις και οικογένεια και εαυτός σε μια συνεκτική προοπτική. Για αυτό και μετέρχονται στη γραφική τους απεικόνιση το τυπογραφικό κενό, την καθημερινή, συχνά τηλεγραφική, γλώσσα, την κύρια πρόταση, την μικροπερίοδη σύνταξη, το αφοριστικό σύνθημα. Αυτό που πρέπει να προσέξει είναι η εύκολη διακήρυξη της διάστασης με το κοινό ήθος («λέω για ζωή, τέχνη, δημιουργία», «λέτε για θάνατο, τόκους, δάνεια») που εκτρέπει το ύφος σε εύκολη αντίστιξη και αυτοθαυμαζόμενη, παρότι λανθάνουσα, ήττα.
Αυτό που είναι θυμός και δυνατότητα οφείλει να το υποτάξει στο βαρύ μέτρο της γλώσσας, που μπορεί να εγγράφει τον λυγμό ή τον θυμό μας, μα, όταν νομοθετεί, απαιτεί αποσταγμένο τον καημό σε στοχασμό. Ο ίδιος φαίνεται να γνωρίζει αρκετά από αυτά τα ζητήματα, αλλά προς το παρόν του χρειάζεται ο θυμός του:
Καθωσπρέπει
Ο ψυχίατρος μου είπε πως είμαι
οργισμένος και πως ο καλύτερος τρόπος
να διοχετεύσω δημιουργικά την οργή
μου, είναι να γράψω ποίηση
Ύστερα, οι κριτικοί είπαν πως η
οργισμένη ποίηση είναι μέτρια ποίηση
πως η ποίησή μου είναι μέτρια ποίηση
Τώρα δεν έχω οργή
Τώρα, δεν πηγαίνω στον ψυχίατρο
Πηγαίνουν όμως τα ποιήματά μου
Τώρα είναι όλα όπως πρέπει
Ο ψυχίατρος έχει πάντα δουλειά και οι
κριτικοί έχουν δίκιο
ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ