σύγχρονη ελληνική πεζογραφία

Ελεγεία και ύμνος της παιδικής ηλικίας

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

~.~

Εύα Πολυβίου,
Οι ορτανσίες,
Βακχικόν, 2024

Η σπονδυλωτή νουβέλα Οι ορτανσίες αποτελεί την πρώτη πεζογραφική κατάθεση της κλασικής φιλολόγου, εκπαιδευτικού και προέδρου του Κέντρου Λογοτεχνικών και Πολιτιστικών Σπουδών (ΚΕΛΟΠΟΣ) Εύας Πολυβίου. Πιο συγκεκριμένα, η καλαίσθητη εκδοτικά νουβέλα αποτελείται από εννέα αυτόνομα και σύντομα ως επί το πλείστον κεφάλαια που διαδραματίζονται σε διαφορετικούς τόπους (π.χ. Καζάφανι, ένα ορεινό χωριό του Τροόδους, μια πόλη, Ευρώπη), στα οποία εκτός από τα κύρια πρόσωπα της οικογένειας της ηρωίδας Ελένης (Μυριάνθη [μητέρα], Παναγιώτης [πατέρας], γιαγιά Ελενού, θείος Αντρίκος), εμφανίζονται και άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα (Νίκος, Σόνια, κ. Ανδρέας κ.ά.) Με πυρήνα και καταλύτη της μνήμης, λοιπόν, τις φουντωτές ορτανσίες που φυτρώνουν σε τενεκέδες στη βεράντα της γιαγιάς Ελενούς, η ενήλικη πια ηρωίδα της νουβέλας Ελένη καταβυθίζεται συνεχώς στις τραυματικές μα και συνάμα ευφρόσυνες στιγμές της παιδικής της ηλικίας, επιχειρώντας να κατανοήσει το επώδυνό της παρόν που έχει στιγματιστεί από την καθοριστική ψυχική νόσο της κατάθλιψης. Μια νόσο, που απ’ ό,τι υποδηλώνεται στο βιβλίο δεν έχει μόνο κληρονομική αιτία, αλλά ριζώνει εξελικτικά μετά τον θάνατο του θείου Αντρίκου στην εισβολή του 1974, τον θάνατο της επίσης καταθλιπτικής μητέρας της, αλλά και της γιαγιάς της ηρωίδας που φρόντιζε ανελλιπώς τα φυτά, τα οποία μετά τον θάνατό της ξεραίνονται.

Όπως αναφέρει η ίδια η αφηγήτρια:

Η μέρα που ξεράθηκε και η τελευταία ορτανσία σηματοδότησε για πάντα το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης. Ποτέ κανείς δεν ξαναμίλησε γι’ αυτές, όπως όλοι επιμελώς αποφεύγαμε να αναφερόμαστε και στον θείο Αντρίκο, όμως πιστεύω ότι το τέλος των ορτανσιών αποτέλεσε ένα ορόσημο βίαιης ενηλικίωσης, όχι μόνο για την αδερφή μου και εμένα, αλλά για ολόκληρη την οικογένεια. Καταρχάς, ποτέ ξανά δε γιόρτασα τα γενέθλιά μου· εκείνη τη μέρα είχαμε πάντα μνημόσυνο και τρισάγιο στον τάφο της γιαγιάς. […] Απλώς η μέρα που γεννήθηκα δεν αποτελούσε για μένα, όπως ίσως για τον υπόλοιπο κόσμο, την αφορμή για μια νέα αρχή, αλλά ακαριαία υπόμνηση του τέλους. (περισσότερα…)

Μικρή εισαγωγή στην ποίηση του Βαγγέλη Τασιόπουλου

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Ο ποιητής Βαγγέλης Τασιόπουλος, με εννιά ποιητικές συλλογές και μια πρόσφατη συλλογή διηγημάτων στο ενεργητικό του, αποτελεί έναν διακριτό ποιητή της Γενιάς του 1980 ή αλλιώς Γενιάς του ιδιωτικού οράματος,[1] ο οποίος, ενώ στην αρχή της ποιητικής του πορείας παραμένει ως επί το πλείστον περίκλειστος ποιητικά εντός του ιδιωτικού λυρισμού, εξελικτικά και κλιμακωτά αποκλίνει από την ποιητική περιχαράκωση στο ιδιωτικό πάθος-όραμα και ανοίγεται στον ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό και ιστορικό χώρο, προσφέροντας μιαν ευρύτερη θέαση του συλλογικού. Στο παρόν κείμενο, επομένως, θα εστιάσουμε (όσο αυτό είναι δυνατόν στο πλαίσιο ενός μικρού  κειμένου) αφενός στην προαναφερθείσα εξελικτική πορεία της ποιητικής του Τασιόπουλου, η οποία προϋποθέτει παράλληλα και μια σημαίνουσα μορφολογική μετατόπιση από το λυρικό-ποιητικό προς το αφηγηματικό-πεζοποίημα, και αφετέρου στην ανάδειξη κεντρικών θεμάτων της ποίησής του που επανέρχονται βασανιστικά και επίμονα με τρόπο που μας επιτρέπει να μιλήσουμε, κατά την άποψή μου, για ένα ποιητικό έργο εν προόδω. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. (περισσότερα…)

Τροπικότητες του λόγου

 του ΚΩΣΤΑ ΓΟΥΛΙΑΜΟΥ

 Προλεγόμενα

Μελετώντας τον Ελεγκτή & άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα (εκδόσεις ΑΩ, 2024) διαπίστωσα πως η γραφή του Βαγγέλη Τασιόπουλου βρίσκεται στον αντίποδα του παραδοσιακού αφηγηματικού λόγου, καθώς στις ιστορίες του νοήματα, αισθήσεις και σχέσεις συνδέονται και αλληλεπιδρούν, αναδύοντας τελικά την οντολογική τους πλευρά και, κυρίως, τις αισθητικές διαστάσεις της συνείδησης και των περιεχομένων της.

Αναφορικά δε με τον παραδοσιακό αφηγηματικό λόγο, σημειώνω  μια παρατήρηση της Ελισάβετ Κοτζιά (2020) με βάση τη μυθοπλαστική παραγωγή από τις αρχές του 21ου αιώνα: «από δραματοποιημένη αναπαράσταση, το μυθιστόρημα μετατράπηκε σε τεκμήριο της δραματοποιημένης αναπαράστασης. Από υποτιθέμενα ζωντανή, η παρουσία των ανθρώπων υποκαταστάθηκε από τα τεκμήρια της ζωντανής παρουσίας τους. Και από υποτιθέμενα ζέων, ο λόγος υποκαταστάθηκε από το υποτιθέμενα προφορικό και γραπτό τεκμήριο της ζέουσας εκφοράς του».

Λαμβάνοντας υπόψη τις καταθέσεις πεζογράφων από την μεταπολιτευτική περίοδο μέχρι σήμερα, και ιδιαίτερα την παραγωγή από τις αρχές του 21ου αιώνα, θα έλεγα πως σπάνια στον δραματοποιημένης αναπαράστασης λόγο κυριαρχεί το πλέγμα του βιόκοσμου μέσα στα συνολικά συμφραζόμενα της συνείδησης. Το τι γνωρίζουμε για την πραγματικότητα από τους συγγραφείς είναι συνάρτηση ενός συμβατικού πλαισίου σκέψης, διήγησης, δράσης και αφηγηματικής ροής σχηματοποιήσεων και στερεότυπων σ’ ένα κατά τ’ άλλα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον.

Αντίθετα, ο Τασιόπουλος αποκλίνοντας από τα αρχέτυπα της μυθοπλαστικής ημερολογιακής αφήγησης ή ενός αρχείου μαρτυριών, συγκλίνει με την αναστοχαστική διήγηση και, κυρίως, με τον αισθητικό ρεαλισμό, καθώς αποτυπώνει τις χρονικότητες των κοινωνικών αποσυναρμολογήσεων -παρωδιακού ή τραγελαφικού και μη χαρακτήρα- που λαμβάνουν χώρα στο λαβύρινθο του σύγχρονου βιόκοσμου.

(περισσότερα…)

Η τάτσα και η σπουρτόλοη

*

Η τάτσα

«Εν τάτσα, κυρία, τούντο πράμαν μες στο κείμενον». Εθώρουν τον τζ̆ι έν επίστευκα στ’ αφκιά μου. «Εν πελλάρες τούντα πράματα που μας λαλείτε. Τζ̆αι τούντο σημαδούιν εν τάτσα, όπως τζ̆αι πολλά άλλα. Άμαν στάξει το παγωτόν πά’ στο παντελόνιν σου, τατσώννει σού το∙ άμαν παουρίζει ο τζ̆ύρης σου ούλλη μέρα τζ̆αι φκαίννεις να παίξεις με τους φίλους σου μες στον δρόμον τζ̆ι ακούουν ούλλοι τες παουρκές του, γίνεσαι η τάτσα της γειτονιάς∙ που επήα στο χωρκόν μας στα κατεχόμενα, εθώρουν τάτσες παντού: πά’ στα σπίθκια τζ̆αι τες εκκλησ̆ιές που τες σ̆σ̆ιπεθκιές τζ̆αι τες πόμπες∙ τούτη η κρεατοελιά που ’χω πά’ στην μούττην μου εν που γεννησιμιού μου –άδε τάτσαν πά’ στην φάτσαν μου!– τζ̆αι καμιά κορούα έν με θέλει∙ που επήεν τζ̆ι επαντρεύτην ο παππούς μου τζ̆είνην την Φιλιππινέζαν, ετάτσωσεν το σόιν μας. Τωρά εκατάλαβες, κυρία; Όι άνω τελεία∙ τάτσα».


τάτσα, η: λεκές∙ στίγμα
παουρίζω: ουρλιάζω
σ̆σ̆ιπεθκιά, η: πυροβολισμός

(περισσότερα…)

Χειμερία νάρκη ή νάρκη προσωπικού;

*

του π. ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΓΚΑΝΑ

Δημήτρης Καρακίτσος,
Αυτός ο χειμώνας,
Αντίποδες, 2024

///

Εμοί μεγίστη πράξις εστίν η απραξία
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Όλες οι δυστυχίες του ανθρώπου πηγάζουν
από την ανικανότητά του να καθίσει σ’ ένα
δωμάτιο, σιωπηλός και ολομόναχος.

ΠΑΣΚΑΛ
Στη γαλήνη των ερήμων αυτών,
με λίγα, αλλά σοφά βιβλία αποτραβηγμένος,
ακούω με τα μάτια μου τα λόγια των νεκρών
και ζω μιλώντας με τους πεθαμένους.
ΚΕΒΕΔΟ[1]
Ναι! Χιονίζει, αρχίζουνε τα θαύματα!
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ
Τον χειμώνα ετούτο άμα τον πηδήσουμε
γι’ άλλα δέκα χρόνια άιντε καθαρίσαμε.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ 

Στο βαθμό που ισχύει η άποψη ότι κάθε συγγραφέας γράφει και ξαναγράφει το ίδιο βιβλίο, ο Δημήτρης Καρακίτσος μοιάζει να συνιστά μια εξαίρεση καθώς βρίσκει συνεχώς τρόπους να πείθει τον αναγνώστη περί του αντιθέτου.

Έτσι τα τελευταία χρόνια μάς προσέφερε βιβλία εντελώς διαφορετικής μορφής και περιεχομένου: έναν αστυνομικό γρίφο (Ο Δον Υπαστυνόμος)· τις περιπέτειες ενός  υπερήρωα που θυμίζουν  χολλυγουντιανή ταινία βγαλμένη από κόμικ (Ζαχαρίας Σκριπτ)· ένα  road trip με ποδήλατα στη Σουηδία του 19ου αιώνα (Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους)· μια autofiction με πινελιές μαγικού ρεαλισμού (Αυτό-κοινωνιο-παραμυθία)· και τώρα μια ηθογραφία (Αυτός ο Χειμώνας).

Αυτό που χαρακτήριζε όμως από κοινού όλα αυτά τα βιβλία είναι ότι το λογοτεχνικό είδος που υπηρετείται κάθε φορά παρουσιάζεται τρόπον τινά «πειραγμένο», ακολουθώντας εν μέρει μόνο, και ταυτόχρονα αναιρώντας, τις συμβάσεις του εκάστοτε είδους. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τη  λογοτεχνική κριτική σε μια σχεδόν ομόφωνη ετυμηγορία: αποφάσισε να προσδώσει στον Καρακίτσο τον χαρακτηρισμό μεταμοντέρνος. Ένα χαρακτηρισμό που λειτουργεί στις μέρες μας σαν πασπαρτού που ανοίγει κάθε πόρτα.

Ο χαρακτηρισμός σήμαινε πως στον συγγραφέα πιστώνονταν μια αχαλίνωτη φαντασία, μια παιγνιώδης διάθεση που άγγιζε τα ακρότατα όρια και, ως συνέπεια, η έλλειψη νοήματος, η έλλειψη μιας «συγκολλητικής ουσίας» που θα συνείχε το έργο ή, για να χρησιμοποιήσουμε έναν «παλιομοδίτικο» χαρακτηρισμό που χρησιμοποιείται σποραδικά ακόμα και στις μέρες μας (κι όχι πάντα από τις πιο συντηρητικές φωνές) μια ηθική διάσταση. [2] (περισσότερα…)

Ο μπαρμπα-Κώστας

*

της ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΪΜΑΝΗ

Κατέβασε τα πόδια του απ’ το κρεβάτι. Έξω δεν είχε για τα καλά ακόμα νυχτώσει και το ’χε καταλάβει. Τα πουλιά τέτοια ώρα είχανε πια λουφάξει ανάμεσα στα δέντρα και κουρνιάζανε στα κλαριά μακάρια με το πτωχό τους πνεύμα.

«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» σκέφτηκε και αναστέναξε. Τα είχε πριν από ώρα ακούσει που κάνανε αυτό τον ήχο όλα μαζί, σαν το ένα να τραβά το άλλο να κελαηδούν και να μαζεύονται προτού χαθεί το φως της μέρας. Ήταν ένας ήχος αλλόκοτος, του προξενούσε μια θλίψη κάθε φορά, σαν τον καλούσανε κοντά τους. Τώρα ακουγόντουσαν φωνές.

Με το που ακούμπησε τις ξεκάλτσωτες πατούσες του στο τσιμεντένιο πάτωμα ασύνειδα τις ξανασήκωσε για ένα εκατοστό. Τόσο, όσο να συνηθίσει τη παγωνιά κάτω απ’ τα ποδάρια του. Έτριψε το αριστερό του μάτι, λες, και ήθελε να του μαδήσει τα τσίνορα ενώ σηκώθηκε. Οι φωνές όλο και δυνάμωναν.

Γι’ αρχή στηρίχτηκε στη κεφαλή του κρεβατιού. Στάθηκε ευθεία, κάμποσα βήματα μπροστά του και κοίταξε τη φωτογραφία της Σοφίας, της γυναίκας του, σα να ήταν έτοιμη και πάλι να τον μαλώσει γιατί σηκώθηκε γι’ ακόμη μια φορά ξεκάλτσωτος. Τη ρώτησε φωναχτά: «Ποιος να’ ναι Σοφία έξω;» κι εκείνη λες και του ’γνέψε: «Τράβα μόνος σου να δεις!»

Τα ενενήντα τέσσερά του χρόνια τού επέτρεπαν να προχωράει αθόρυβα στηριζόμενος κάθε τόσο ανάμεσα στα έπιπλα. Πέρασε πρώτα από το δωμάτιο που κοιμόταν και ψαχούλεψε δειλά να βρει το τραπέζι στο σκοτάδι, ανάμεσα του κρεβατιού και της ανοιχτής του πόρτας. Κατέβηκε τα δυο σκαλιά που οδηγούσαν στο μικρό του σαλονάκι. Χαιρέτησε τον γιό του το Γιωργή με το που ακούμπησε το χέρι του στο διακόπτη και άνοιξε το φως. Ταυτόχρονα. Χάιδεψε μια μια τις φωτογραφίες επάνω στη τραπεζαρία του γιού του. Του Γιωργή. (περισσότερα…)

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930-2024)

*

ΟΙ ΦΡΑΚΑΣΑΝΕΣ

Καθὼς γύριζα ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο τὸ με­ση­μέ­ρι, ἔ­πια­σε ξαφ­νι­κὰ μιὰ μπό­ρα καὶ ἔ­γι­να μού­σκε­μα. Φο­βή­θη­κα νὰ ἀ­κο­λου­θή­σω τὸν συ­νη­θι­σμέ­νο μου δρό­μο κά­τω ἀ­πὸ τὶς με­γά­λες πεῦ­κες καὶ ἔ­τσι πῆ­ρα τὴν γυ­μνὴ δη­μο­σιά, ποὺ κα­τα­λή­γει στὸ χω­ριό. Στὸ χτῆ­μα ἔ­φτα­σα τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­βγαι­νε πά­λι ὁ ἥ­λιος, καὶ μπῆ­κα μέ­σα σκαρ­φα­λώ­νον­τας πά­νω ἀ­πὸ τὸ με­γά­λο πορ­τό­νι μὲ τὶς βρε­μέ­νες ρο­δο­δάφ­νες. Στὸ πε­ρι­βό­λι ὅ­λα ἦ­ταν γα­λή­νια, φρε­σκο­πλυ­μέ­να καὶ κα­τα­πρά­σι­να, οἱ ἀ­χλα­δι­ές εἶ­χαν ἀ­κό­μα με­ρι­κὰ ἄν­θη, στὰ φύλ­λα τους κρα­τοῦ­σαν χον­τρὲς στα­γό­νες τῆς βρο­χῆς ποὺ γι­ά­λι­ζαν σὰν χάν­τρες. Ἡ τε­λευ­ταί­α βρο­χὴ τῆς χρο­νιᾶς, σκέ­φτη­κα. Τό­τε εἶ­δα τὴν Ἑ­λέ­νη. Ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὸν κῆ­πο κρα­τών­τας στὸ χέ­ρι ἕ­να με­γά­λο ἄ­σπρο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Ἐρ­χό­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος μου ἀρ­γά, ὁ ἥ­λιος στε­φά­νω­νε τὰ μαλ­λιά της, κά­τω ἀ­πὸ τὴν μαύ­ρη πο­διά της πρό­βα­λαν δυ­ὸ ὁ­λο­στρόγ­γυ­λα βυ­ζιά.

Γύ­ρε­ψα μιὰ πρό­φα­ση νὰ τὰ πιά­σω. Ἑ­λέ­νη, τῆς εἶ­πα, για­τὶ δὲν ἔρ­χε­σαι νὰ σοῦ δί­νω τρι­αν­τά­φυλ­λα, πί­σω ἀ­πὸ κεί­νη τὴν πα­σχα­λιὰ ὁ πα­τέ­ρας μου ἔ­χει φυ­τέ­ψει μιὰ τρι­αν­ταφυλ­λιὰ κα­τα­κί­τρι­νη. Θέ­λω, μοῦ λέ­ει, τὸ τε­τρά­διό σου τῆς Γε­ω­λο­γί­ας, θὰ σοῦ τὸ φέ­ρω τὴν Πα­ρα­σκευ­ή. Τὸ πῆ­ρε κι ἔ­φυ­γε λέ­γον­τας σὲ εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λὺ καὶ τὴν Πα­ρα­σκευ­ὴ μοῦ τὄφε­ρε ὁ ἀ­δελ­φός της, ἕ­νας τσό­γλα­νος κα­μιὰ δω­δε­κα­ριὰ χρο­νῶν, ψη­λό­τε­ρος ἀ­πὸ μέ­να δυ­ὸ κε­φά­λια, μαλ­λια­ρός, μὲ μιὰ χον­τρὴ μο­νο­κόμ­μα­τη φω­νή.

Ἕνα με­ση­μέ­ρι κα­θό­μουν κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να δέν­τρο καὶ δι­ά­βα­ζα. Δί­πλα μου εἶ­χα μιὰ στά­μνα μὲ νε­ρό, ἔ­κα­νε ζέ­στη, κά­θε τό­σο ἔ­πι­να λί­γο νε­ρὸ καὶ ὕ­στε­ρα κα­τά­βρε­χα λίγο τὴ γῆ. Τὸ χῶ­μα εἶ­χε σκά­σει σὲ με­γά­λα κομ­μά­τια, ὅ­ταν τὸ πό­τι­ζα θρυμ­μα­τι­ζό­ταν ἀ­φή­νον­τας μιὰ εὐ­χά­ρι­στη, βα­ρειὰ μυ­ρου­διά. (περισσότερα…)

Σκηνές καθημερινής ζωής και καθημερινής τρέλας

*

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Μαρία Στασινοπούλου
Του καιρού που επιμένει
Κίχλη, 2024
προσλαβόντι καιρούς τοῦ πότε λεκτέον καί έπισχετέον
Πλάτων, Φαĩδρος, 272a

Μετά την πρώτη λογοτεχνική δουλειά της Μαρίας Στασινοπούλου Κυρία, με θυμάστε; (Κίχλη, 2010), μια συλλογή διηγημάτων όπου αποτυπώνει με εξαιρετικά ζωντανό και σπινθηροβόλο τρόπο την εμπειρία της ως φιλολόγου στη Μέση Εκπαίδευση, ακολουθούν τρία βιβλία, μια τριλογία θα έλεγα, με κοινή θεματική τη ζωή και τον θάνατο, με τη μορφή σύντομων πεζών αστραπιαίας δράσης.

Στην Χαμηλή βλάστηση (Κίχλη, 2018), η συγγραφέας αποτίει φόρο τιμής στην ταπεινή καθημερινότητα, έχοντας ως επίκεντρο τον θάνατο, την φθορά, την τρέλα, που όμως αντιμετωπίζονται με στοχαστική διάθεση και ηρεμία, με μία σειρά μικροδιηγημάτων, χωρισμένων σε «θάμνους», «πόες» και «μπονσάι», που ακολουθούν επομένως μια κατιούσα κλίμακα έκτασης και αντιστρόφως ανάλογης συμπύκνωσης.

Με τις Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο (Κίχλη, 2021), η Στασινοπούλου μας εμπλέκει σε ένα παιχνίδι αντίστασης στον χρόνο, ευφυούς διαφυγής από αυτό που βιώνεται ως μοίρα και αναπόφευκτο, –τα γηρατειά, τον θάνατο–, χαρίζοντας στη μνήμη και τη λογοτεχνική μετουσίωσή της τον ρόλο που τους προσιδιάζουν, που είναι να επαναφέρουν όλα όσα έχουμε λησμονήσει στη ζωή, όσα έχουμε απωθήσει ή αγαπήσει, όλα όσα αποτελούν τον ανθρώπινο πυρήνα της ύπαρξής μας, και να τα προβάλουν στην οθόνη της λευκής σελίδας, αποτυπώνοντας λεπταίσθητα στιγμιότυπα, χαρούμενες φέτες ζωής ή θλιμμένες σαν χλωμές πολαρόιντ. (περισσότερα…)

Οι μεταμορφώσεις μιας δύσκολης εφηβείας

Σχέδιο της Παγώνας Ξενάκη (λεπτομέρεια).

της ΣΙΤΣΑΣ ΚΟΤΣΙΦΑΚΗ

Λίλα Τρουλινού,
Μύρων η αράχνη, Μεταμορφώσεις ΙΙ,
Περισπωμένη, 2024

Η φωνή ενός παντογνώστη αφηγητή αναλαμβάνει να μας μυήσει στον θαυμαστό κόσμο των ηρώων μιας ιστορίας που ο κύριος κορμός της διαδραματίζεται από το 2016 περίπου μέχρι τις Αλκυονίδες μέρες του Φεβρουαρίου του 2020, όταν ο Μύρων είναι 15 χρόνων και γίνεται κοντά 19, ενώ την ίδια στιγμή με ανάδρομες αφηγήσεις ενημερωνόμαστε για τη ζωή του από τα πρώτα του χρόνια. Ένα εξαιρετικό σχήμα κύκλου στην αφήγηση προδιαθέτει τον αναγνώστη για μια ιστορία που διαρκώς θα επαναλαμβάνεται, μια ιστορία χωρίς τέλος αφού η έννοια της μεταμόρφωσης περιλαμβάνει κάθε αλλαγή, μέχρι την έσχατη που είναι ο θάνατος. Η μεταμόρφωση καταργεί την ιστορικότητα του ανθρώπινου σώματος και τα όρια που αυτή επιβάλλει, καθώς ο άνθρωπος ενδύεται ένα άλλο σώμα μπαίνοντας σε μιαν άλλη ιστορικότητα ή αποκτά την αιωνιότητα του πλάσματος στο οποίο μεταμορφώθηκε. Ο Μύρων οδυνηρά θα μεταμορφωθεί στο πλάσμα των πόθων και των λογισμών του, στην υφάντρα Αράχνη, για να βρει επιτέλους τον αληθινό εαυτό του, αυτόν που ο περίγυρος του αρνήθηκε, τον απαξίωσε, τον ταπείνωσε με περισσή σκληρότητα και ανελεήμονα στάση. (περισσότερα…)

Χωρίς καμιά παραχώρηση

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα. Στο γραφείο κανείς, η γραμματέας με άδεια. Επιστρέφοντας από την αίθουσα των αρχείων στην  άλλη άκρη του διαδρόμου ίσα που πρόλαβε και σήκωσε το ακουστικό. «Είσθε η διευθύντρια;», ρώτησε μια άγνωστη φωνή.

Όσα άκουγε από την άλλη άκρη της γραμμής στα πέρατα της χώρας ήταν δύσκολο να τα πιστέψει. Εκείνος ο κακομούτσουνος ο Μάριος των φοιτητικών της χρόνων εμφανιζόταν απρόσμενα μετά από σαράντα χρόνια. «Δεν σε ξέχασα ποτέ. Φροντίζω να μαθαίνω πού βρίσκεσαι… Νομίζω πως κάποτε είχες ανταποκριθεί στο ενδιαφέρον μου…». Τα λεγόμενά του αυτόματα τη γύρισαν χρόνια πίσω…

Μόλις είχε ανοίξει την πόρτα του ασανσέρ και είδε να καταφτάνει πίσω της ο φοιτητής που διάβαζε στο ίδιο σπουδαστήριο με κείνη. Την περίοδο των εξετάσεων του Ιουνίου ήταν το τελευταίο κορίτσι που εγκατέλειπε αργά το βράδυ το σπουδαστήριο του τέταρτου ορόφου. Ήθελε να περνάει όλα τα μαθήματα, για να χαρίζει το καλοκαίρι της στη θάλασσα και στην ηλιοθεραπεία πάνω στην καυτή άμμο. Τρομοκρατήθηκε, όταν έμεινε μόνη μαζί του μέσα στο καλοσφραγισμένο κινούμενο κουτί. Πάτησε γρήγορα το κουμπί για το ισόγειο. Της φάνηκε ότι κατέβαινε πολύ αργά. Σκέφτηκε την περίπτωση του εγκλωβισμού τους μέσα στον θάλαμο, αν τύχαινε κάποια βλάβη ή αν κοβόταν το ρεύμα. Κόλλησε το βλέμμα στο ρολόι της. Από τον τέταρτο ώς το ισόγειο ατέλειωτα και μαρτυρικά κύλησαν τα ελάχιστα δευτερόλεπτα της καθόδου. (περισσότερα…)

Ο εκστατικός λόγος του μύθου

*

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Νίκος Ξένιος, Αλλοτεκοίτη:
Εκεί που χάθηκε η βλάστηση,
Κριτική, 2023

Διαβάζοντας τον τίτλο του νέου μυθιστορήματος του Νίκου Ξένιου Αλλοτεκοίτη, αισθάνεσαι αμέσως ένα είδος παραξενέματος, που επιτείνεται από την αίσθηση του δυσοίωνου που προκαλεί ο υπότιτλος Εκεί που χάθηκε η βλάστηση. Με μια πρώτη ματιά πρόκειται για μια δυστοπική ιστορία που αφορά το μέλλον και μας δείχνει την δυσάρεστη τροπή που θα πάρει μια ήδη υπάρχουσα ανυπόφορη κατάσταση, όμως καθώς το παρόν της αφήγησης τοποθετείται στο πολύ κοντινό 2050, με δύο αναδρομές στο παρελθόν, στο 2011 αλλά και στον 19ο αιώνα, παρόν και μέλλον αναμειγνύονται και η διαφορά τους σχεδόν καταργείται. Ιδιαίτερη σημασία έχει και το πού, ο τόπος, εκεί όπου έχει χαθεί η βλάστηση, που εύκολα μπορούμε να τον ταυτίσουμε με τον Θεσσαλικό Κάμπο, μία άλλοτε-κοίτη, που πριν ένα χρόνο με τις πλημμύρες ξανάγινε θάλασσα, κοίτη ποταμού ή λιμνοθάλασσας, όπως ήταν στα αρχαία χρόνια, με τα επιβλητικά Μετέωρα να ορθώνονται μέσα στην αχλύ της περήφανης μοναξιάς τους.

Στην ιστορία μας, στη θέση ενός ξεραμένου ποταμού χτίζεται μια πόλη, η Αλλοτεκοίτη, ενώ η κάποτε εύφορη, καλλιεργήσιμη κοιλάδα έχει καταντήσει άνυδρη έρημος, τα χωριά έχουν συρρικνωθεί και όσοι νοσταλγούν το πράσινο καταδιώκονται, και έχουν αποσυρθεί σε οικισμούς στα κορφοβούνια της Μάβρης, που δεν υπολείπονται σε αγριότητα από τα γνωστά μας Μετέωρα, ακολουθώντας, θα λέγαμε, την παράδοση των ανταρτών, που καταφεύγουν στις απάτητες βουνοκορφές, προσπαθώντας να σπείρουν τον σπόρο της εξέγερσης και στους υπόλοιπους. Στην εξουσία βρίσκεται το κόμμα «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό», που επιβάλλει ένα απολυταρχικό καθεστώς που διαχειρίζεται με άθλιο τρόπο το περιβάλλον, καταστρέφοντας τη γη βιολογικά, χημικά και μορφολογικά, ένα αυταρχικό καθεστώς, όπου όλοι είναι υποταγμένοι στις τεχνοκρατικές και γραφειοκρατικές δομές του, με αποτέλεσμα τη στέρηση των πολιτικών ελευθεριών και αβάστακτες συνθήκες διαβίωσης. (περισσότερα…)

Η Ελλάδα ως μοσχοϊτιά των ονείρων μας

*

της ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ

Νατάσα Κεσμέτη
ΙVAἜσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης
Ἁρμός, 2017

ΙVA στὰ Ρωσικὰ σημαίνει ἰτιά. Ἡ λέξη, τόσο ἴδια μὲ τὴ δική μας ὡς εἰκόνα καὶ ὡς ἦχος, μᾶς εἰδοποιεῖ πὼς βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μιὰ λογοτεχνικὴ περίπτωση ποὺ δουλεύει μὲ σύμβολα ἤ, τὸ λιγότερο, ποὺ εἶναι καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ νομίζουμε. Πρέπει λοιπὸν νὰ προσέξουμε. Ἔσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης ὁ ὑπότιτλος, μᾶς καθιστᾶ ἀκόμα πιὸ προσεκτικούς: Ἐσωτερικὴ προβολὴ πάνω σὲ μιὰ καταδική μας, ἀόρατη γιὰ τοὺς ἄλλους, ὀθόνη. Ἄραγε νὰ εἶναι ἡ ζωή μας αὐτή; Νὰ εἶναι ἡ μοναδική γιὰ τὸν καθένα μας ἀλήθεια;

Ἡ Νατάσα Κεσμέτη ἔρχεται καὶ μὲ τὸ ἐργο της αὐτό νὰ μᾶς ἐπιβεβαιώσει πὼς ναί, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μυστήριο, καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.

Ἡ συγγραφέας χαρακτηρίζει τὴν ΙVA της μυθιστορία. Σήμερα, ἡ λέξη μυθιστορία εἶναι συνώνυμη μὲ τὴ λέξη μυθιστόρημα, ὅπως τὸ εἶδος αὐτὸ διαμορφώθηκε κι ἔφτασε στὸ ἀπόγειό του τὸν 19ο αἰ., ὡστόσο, ἡ λέξη μυθιστορία ἀνακαλεῖ ἱστορίες ρομαντικές, μὲ ἐρωτικὸ περιεχόμενο, ποὺ ἀγαπήθηκαν στὰ χρόνια τους, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ὅπως οἱ βυζαντινὲς ἐκεῖνες τῶν χρόνων τῶν Παλαιολόγων: Φλώριος καὶ Πλάντζια Φλώρα, Καλλίμαχος καὶ Χρυσορρόη, Βέλθανδρος καὶ Χρυσάντζα. Ἐρωτικὲς ἱστορίες πάθους ποὺ ἔγραψαν ἀνώνυμοι Ἕλληνες συγγραφεῖς, ἐπηρεασμένοι κυρίως ἀπὸ προβηγκιανὰ πρότυπα ‒ μὲ ἔντονο ὅμως τὸ ἑλληνικὸ ὕφος καὶ ἦθος καὶ, φυσικά, ἀπὸ τὸ πανανθρώπινο παραμύθι. Ἡ Νατάσα Κεσμέτη, συνειδητά νομίζω, διαλέγεται μὲ τὶς πρωτόλειες αὐτὲς συγγραφὲς γιὰ αἰσθητικοὺς λόγους, ἀλλὰ καὶ γιὰ λόγους νόστου. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι πρωτίστως ἡ ΙVA· ἕνα νοσταγικὸ ταξἰδι. (περισσότερα…)