Ο εκστατικός λόγος του μύθου

*

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Νίκος Ξένιος, Αλλοτεκοίτη:
Εκεί που χάθηκε η βλάστηση,
Κριτική, 2023

Διαβάζοντας τον τίτλο του νέου μυθιστορήματος του Νίκου Ξένιου Αλλοτεκοίτη, αισθάνεσαι αμέσως ένα είδος παραξενέματος, που επιτείνεται από την αίσθηση του δυσοίωνου που προκαλεί ο υπότιτλος Εκεί που χάθηκε η βλάστηση. Με μια πρώτη ματιά πρόκειται για μια δυστοπική ιστορία που αφορά το μέλλον και μας δείχνει την δυσάρεστη τροπή που θα πάρει μια ήδη υπάρχουσα ανυπόφορη κατάσταση, όμως καθώς το παρόν της αφήγησης τοποθετείται στο πολύ κοντινό 2050, με δύο αναδρομές στο παρελθόν, στο 2011 αλλά και στον 19ο αιώνα, παρόν και μέλλον αναμειγνύονται και η διαφορά τους σχεδόν καταργείται. Ιδιαίτερη σημασία έχει και το πού, ο τόπος, εκεί όπου έχει χαθεί η βλάστηση, που εύκολα μπορούμε να τον ταυτίσουμε με τον Θεσσαλικό Κάμπο, μία άλλοτε-κοίτη, που πριν ένα χρόνο με τις πλημμύρες ξανάγινε θάλασσα, κοίτη ποταμού ή λιμνοθάλασσας, όπως ήταν στα αρχαία χρόνια, με τα επιβλητικά Μετέωρα να ορθώνονται μέσα στην αχλύ της περήφανης μοναξιάς τους.

Στην ιστορία μας, στη θέση ενός ξεραμένου ποταμού χτίζεται μια πόλη, η Αλλοτεκοίτη, ενώ η κάποτε εύφορη, καλλιεργήσιμη κοιλάδα έχει καταντήσει άνυδρη έρημος, τα χωριά έχουν συρρικνωθεί και όσοι νοσταλγούν το πράσινο καταδιώκονται, και έχουν αποσυρθεί σε οικισμούς στα κορφοβούνια της Μάβρης, που δεν υπολείπονται σε αγριότητα από τα γνωστά μας Μετέωρα, ακολουθώντας, θα λέγαμε, την παράδοση των ανταρτών, που καταφεύγουν στις απάτητες βουνοκορφές, προσπαθώντας να σπείρουν τον σπόρο της εξέγερσης και στους υπόλοιπους. Στην εξουσία βρίσκεται το κόμμα «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό», που επιβάλλει ένα απολυταρχικό καθεστώς που διαχειρίζεται με άθλιο τρόπο το περιβάλλον, καταστρέφοντας τη γη βιολογικά, χημικά και μορφολογικά, ένα αυταρχικό καθεστώς, όπου όλοι είναι υποταγμένοι στις τεχνοκρατικές και γραφειοκρατικές δομές του, με αποτέλεσμα τη στέρηση των πολιτικών ελευθεριών και αβάστακτες συνθήκες διαβίωσης.

Όλοι; Όχι ακριβώς. Περισσότερο από δυστοπία, η ιστορία μας θα έλεγα πως διαγράφεται ως «αρνητική» ουτοπία, αφού οι βασικοί της ήρωες έχοντας ως αφετηρία μια εφιαλτική πραγματικότητα εκδηλώνουν έντονα την ουτοπική επιθυμία για δράση και αλλαγή μέσα από οράματα και κοινωνικά κινήματα. Γιατί, βέβαια, δεν είναι όλοι υποταγμένοι. Υπάρχουν μερικοί που αντιστέκονται. Είναι η ηρωίδα μας, η Κυβέλη, που σηκώνει επάξια το βάρος του ονόματός της, μια νεαρή φιλόλογος, που διορίζεται στα βουνά της Μάβρης, μια νεραϊδένια ύπαρξη, μια Μούσα της Φύσης, που έχει μέσα της μια δύναμη ζωτική, μαντική και αναζωογονητική, τη δύναμη να ξεσηκώνει με τις ιστορίες της και να κινητοποιεί τους μαθητές της. Η καθηγήτρια αφηγείται στα παιδιά αλήθειες αναμεμειγμένες με μύθους από την ιστορία του τόπου και της γης (όπως τη συγκλονιστική ιστορία των “σκουπιδόπαιδων”) όπου οι βιωμένες δυστυχίες, οι βιωμένες συμφορές, δεν θλίβουν πια αλλά δίνουν δύναμη παρηγορητική, και ο μυθοπλαστικός της λόγος είναι τόσο γοητευτικός και πειστικός που κάνει τη γη ξανά να βλασταίνει.

«Εν τω μεταξύ οι τάξεις άδειαζαν και τα παιδιά καταλάμβαναν τα αμφιθέατρα των σχολείων κι έπειτα ξαμολιόνταν στα πάρκα και μάζευαν επιδεικτικά μαργαρίτες. […] Τα λουλούδια, η εξισορρόπηση στην ασχήμια. Η άνοιξη είχε έρθει απότομα και, μαζί με τις φωνές των παιδιών, απλωνόταν σε όλη την πόλη. Το άρωμα του νυχτολούλουδου έμπαινε από τα παράθυρα το βράδυ και τα κορίτσια έβλεπαν όμορφα όνειρα. Δίπλα στα γεφυράκια που ζώνουν τις δυο όχθες του καναλιού φύτρωναν πασχαλιές και δεν υπήρχε σημείο στο χώμα που να μη σκεπαζόταν από γρασίδι. Έβρεχε ακόμα κάθε τρεις μέρες, σαν να παρατεινόταν κάπως ο χειμώνας, όλα όμως γέμιζαν ανθούς και ευωδίες. Η διάθεση για βλάστηση έκανε τη βλάστηση να εμφανιστεί πάλι!» (σελ. 125).

Στο βουνό η Κυβέλη γνωρίζει τον Μάρκο, έναν ωραίο φαύνο, έναν ακτιβιστή οικολόγο και τον ερωτεύεται. Αυτός την μυεί στο περιβαλλοντικό κίνημα, συνεχώς δραστήριος, αεικίνητος, άφοβος, ρεαλιστής, «φανατισμένος», δηλαδή απόλυτα αφοσιωμένος στην υπόθεση της σωτηρίας του πλανήτη. Αυτός της μαθαίνει ένα σωρό πράγματα: «Ποια είναι η θέση των ντόπιων στην παραγωγική αλυσίδα, ποιοι είναι οι μηχανισμοί βάσει των οποίων λειτουργεί η αντίληψή τους για το καλό και το κακό. Ποια είναι η πρακτική πτυχή όλων αυτών των βλαστικών τελετουργιών, ποια είναι η συμβολική τους διάσταση και ποιο είναι το βιωματικό τους φορτίο. Ποια ήταν η συνωμοσία που εξυφαινόταν μπροστά στα μάτια μας και ποια ήταν η επανασταστική της δύναμη» (σελ. 158). Ο Μάρκος τα βάζει με τις πολυεθνικές και με τους κυβερνητικούς που τις υποστήριζουν. Γρήγορα αρχίζει να καταζητείται και καταφεύγει και κρύβεται στην Λατινική Αμερική. Η Κυβέλη όσο και να θαυμάζει τον Μάρκο, δεν μπορεί να αρκεστεί στον πολιτικό ακτιβισμό. Η δική της εμπειρία είναι διαφορετική. Αυτή αναζητά τη γνώση και την αλήθεια μέσα από την εκστατική κορύφωση της ζωής, τη βαθιά ευχαρίστηση του σώματος και της ψυχής μέσα από τη σαγηνευτική δύναμη της ποίησης, του μύθου.

Η Κυβέλη έχει μεταφυσικές εμπειρίες, που θα μπορούσαν να συγκριθούν στην σφοδρότητα με τις μεταφυσικές εμπειρίες των Αγίων μιας άλλης εποχής. Όποιος ακούει την ποίηση του λόγου της τέρπεται, μαγεύεται, αλλά και η ίδια αγάλλεται, κι αισθάνεται να χάνει τον εαυτό της μέσα σε μία πληρότητα, σε μία χαρά τρομερή, που φτάνει να γίνεται αφόρητη, και μια τέτοια άσκηση της τέχνης της ποίησης, η οποία ενδυναμώνεται από τελετουργίες, μόνο άσκηση της τέχνης του ορίου δεν είναι. Μπορεί να γίνει επικίνδυνη. Για ποιον; Η «Μούσα» έχει εμπιστοσύνη στη δύναμή της. Δεν αμφιβάλλει για αυτήν. Όμως αντί να δροσίσει με τον λόγο της, μπορεί να ξυπνήσει άσβεστους πόθους, να ταρακουνήσει, να πυρπολήσει. Να θέσει σε κίνδυνο το καθεστώς. Τότε η Κυβέλη θα οδηγηθεί στον στιγματισμό, στην περιθωριοποίηση. Το σύστημα θα την απομονώσει και θα την κλείσει στο ψυχιατρείο ως επικίνδυνη και τρελή. Και αυτός που την καταδίδει και υπογράφει τον εγκλεισμό της είναι ο επιστήμονας αδελφός της, ο Φοίβος, απολογητής του συστήματος και γραφειοκράτης.

«Η Κυβέλη […] μπορεί να έχει τον δυναμισμό, μπορεί να έχει τη φλόγα, δεν έχει όμως την ωριμότητα. […] Της έχω υπενθυμίσει ότι η εξουσία δεν αστειεύεται» (σελ. 148).

Μία δημοσιογράφος θα αναζητήσει τα ίχνη της Κυβέλης, θα συναντήσει τον αδελφό της, και ύστερα την ίδια, ενώ στο τέλος του βιβλίου έχοντας παραλάβει ένα γράμμα από τον Μάρκο με προορισμό την Κυβέλη, θα προσπαθήσει να διευθετήσει τις αντικρουόμενες ιστορίες σε μία σύνθεση. Έτσι διαμορφώνονται δύο ζευγάρια λόγων: (α) ο επαναστατικός λόγος, οραματικός/μυθοπλαστικός (Κυβέλη) και  αποδεικτικός/καταγγελτικός (Μάρκος) και (β) ο ρητορικός λόγος, ερευνητικός/συνθετικός (δημοσιογράφος) και απολογητικός/καιροσκοπικός (Φοίβος). Η δημοσιογράφος καλείται να θέσει τους διαφορετικούς λόγους των τριών ηρώων σε μία αντιπαράθεση. Ποιος έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα; Ο εκστατικός και βιωμένος λόγος του μύθου, με τη σαγήνη, τη μαγεία, την ελευθερία της όρασης και όλων των αισθήσεων;  Ο περιχαρακωμένος λόγος, υπολογιστικός και αυστηρός, της πολιτικής στράτευσης; Ή ο εργαλειακός λόγος, εκείνος του φόβου και της υποταγής, που θέτει την επιστήμη και την τεχνολογία στην υπηρεσία της εξουσίας, που όμως σου υπόσχεται τάξη και ασφάλεια;

Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο Μάρκος, αυτός ο σκληρός αγωνιστής, μέσα στο γράμμα προς την αγαπημένη του, στο τέλος του βιβλίου, υποκλινόμενος στο θαύμα της μυθοπλαστικής ικανότητας, στο θαύμα της μεταμορφωσιακής δύναμής της, που μπορεί να επιφέρει ακόμα και την επιστροφή της βλάστησης:

«Η νύχτα είχε πήξει. Πετάχτηκες τότε μέσ’ από το σκοτάδι κι ένα τόσο δα βλασταράκι ξεφύτρωσε απ’ το χώμα. Στράφηκα και είδα το βλαστάρι να ασημίζει και να πρασινίζει. Κι όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου τρύπησαν τη σκοτεινή υγρασία της νύχτας, είδα τον βράχο να ροδίζει. Με το που έσκασε μύτη το πρώτο κλαρί της ελιάς, ούτε να σταθώ μπορούσα ούτε να μιλήσω, μόνο σκαρφάλωσα  γρυλίζοντας στο πιο ψηλό δέντρο που ’χε απομείνει, την σεκόγια, για να δω από ψηλά την πρασινάδα που απλωνόταν ολόγυρα, τις ελιές που τώρα φύτρωναν στο ξερό τοπίο. Το κλαρί ήρθε κι άπλωσε, ώσπου ασημοπράσινα φυλλαράκια κάλυψαν τον βράχο, από τα θεμέλια ως την κορφή. Νέα βλαστάρια ελιάς φύτρωναν μέχρι την άκρη του χωριού, σε κάθε γωνιά, στους κήπους, στα μποστάνια και στους παραέξω αγρούς, εκεί όπου είναι η διασταύρωση της κύριας οδού που οδηγεί στην είσοδο του νεκροταφείου. Κι ακόμα πιο ’κει, ανάμεσα σε χαλάσματα από σπίτια που είχαν μείνει ερειπωμένα για χρόνια από τους σεισμούς. Τα δέντρα διέσχιζαν τον κάμπο προς τ’ανατολικά, έφταναν ίσαμε τη θάλασσα και με πείσμα άπλωναν τα κλαδιά τους σαν να’ θελαν να γίνουν κατάρτια και να σαλπάρουν […]

Εσύ δεν ήσουν το στοιχειό εκείνης της ζεστής, υγρής νύχτας που υψώθηκε το σμήνος με τις μέλισσες κι έχτισε αυτό το φευγάτο τείχος της δημιουργίας; Εσύ δεν ήσουν η βασίλισσα ανάμεσά τους, καθώς έφευγαν τρέχοντας τα ζώα και κατηφόριζαν στον κάμπο οι ελιές;» (σελ. 164-166).

*