Λητώ Σεϊζάνη

Jacques Prévert, Αυτός ο έρωτας

*

Αυτός ο έρωτας
Ο τόσο βίαιος
Ο τόσο εύθραυστος
Ο τόσο τρυφερός
Τόσο απελπισμένος
Αυτός ο έρωτας
Όμορφος σαν τη μέρα
Κακός σαν τον καιρό
Όταν ο καιρός είναι κακός
Αυτός ο έρωτας ο τόσο αληθινός
Αυτός ο έρωτας, τόσο ωραίος
Τόσο ευτυχισμένος
Τόσο χαρούμενος
Τόσο γελοίος επίσης
Τρέμει απ’ τον φόβο του σαν το παιδί μες στο σκοτάδι
Και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του
Σαν άνθρωπος ήρεμος στο μέσον της νύχτας
Αυτός ο έρωτας που έκανε τους γύρω να φοβούνται
Τους έκανε να συζητούν
Να χλωμιάζουν
Αυτός ο έρωτας
Που οι γύρω τον παραμονεύουν ανυπόμονοι
Που εμείς οι ίδιοι καιροφυλακτούμε γι’ αυτόν
Κυνηγημένος, τραυματισμένος, ποδοπατημένος
Σκοτωμένος, απαρνημένος, λησμονημένος
Γιατί εμείς τον καταδιώξαμε, εμείς τον τραυματίσαμε
Τον ποδοπατήσαμε, τον σκοτώσαμε, τον αρνηθήκαμε
Τον λησμονήσαμε
Αυτός ο έρωτας ακέραιος
Ακόμα τόσο ζωντανός
Τόσο λαμπρός
Είναι δικός σου
Είναι δικός μου
Αυτός που (περισσότερα…)

Σκέψεις για το μέλλον του βιβλίου

*

Εδώ και μια δεκαετία επισκέπτομαι κάθε άνοιξη την Έκθεση Βιβλίου της Λειψίας που είναι η μεγαλύτερη στη Γερμανία μετά από εκείνη της Φραγκφούρτης. Κάθε χρόνο παρατηρώ κάποιες αλλαγές στις αναγνωστικές συνήθειες των ανθρώπων και κάνω σκέψεις για το μέλλον του κόσμου.

Μέσω της οθόνης ο σημερινός άνθρωπος έχει εθιστεί στην κατανάλωση εικόνων τόσο πολύ ώστε να μην είναι σε θέση να διαβάσει σκέτο κείμενο, κείμενο δηλαδή που δεν συνοδεύεται από μια φωτογραφία ή κάποιου είδους εικονογράφηση. Έχει αυξηθεί η κυκλοφορία κόμιξ και graphic novels όπου ένα βιβλίο, κλασσικό ή άλλο, δίνεται σε περίληψη και συνοδεύεται από σκίτσα για να γίνει πιο εύπεπτο. Για τους ίδιους λόγους, μάλλον, υπάρχει στροφή προς τα βιβλία φαντασίας, τα απλοϊκά, ελαφρώς παιδικά μυθιστορήματα με μάγους, ξωτικά, μονόκερους και άλλα φανταστικά πλάσματα που αρέσουν πλέον και στους ενήλικες. Η αρχή έγινε με τον Χάρρυ Πόττερ, ως γνωστόν, που δημιούργησε σχολή. Παραμένουν ακόμα κάπως πιο σοβαροί αναγνώστες και συγγραφείς οι Γάλλοι, οι οποίοι ίσως επειδή κρατάνε με νύχια και με δόντια τη γλώσσα τους χωρίς να υποκύπτουν τόσο εύκολα στην… αμερικανίλα, κρατάνε κατά συνέπεια ακόμα και την δυνατότητα της πιο σύνθετης σκέψης και άρα μπορούν να διαβάζουν πιο απαιτητικά αναγνώσματα. Από την άλλη έχουν παράδοση στα BD, τα κόμιξ, αλλά και αυτά βρίσκω ότι είναι πιο υψηλού επιπέδου απ’ ό,τι σε άλλες χώρες.

Στην Γερμανία που είχε κάποτε πραγματικά σοβαρούς αναγνώστες, οι οποίοι προτιμούσαν τα «δύσκολα» σε λογοτεχνία και φιλοσοφία, τώρα υπερισχύουν τα λεγόμενα Krimis, τα αστυνομικά δηλαδή, στα οποία πρωτοστατεί ο περίφημος Fitzek. Μα πόσα αστυνομικά να διαβάσει κανείς; Το ίδιο και στην γερμανική τηλεόραση, οι αστυνομικές σειρές είναι ως η άμμος της θαλάσσης. Καταλαβαίνω τη γοητεία τους αλλά μέχρι ενός σημείου. Τι να αποκομίσεις πλέον απ’αυτά; Καλά για το καλοκαίρι ίσως ή για λίγη χαλάρωση από την ένταση της δουλειάς τα αστυνομικά, αλλά ώς εκεί. (περισσότερα…)

Από το βάθρο του ο Δάντης

*

Ψηλά απ’ το βάθρο του ο Δάντης ατενίζει
Την κίνηση στης Σάντα Κρότσε την πλατεία
Τον κόσμο που έρχεται να πιεί έναν πρωινό καφέ
Στο μπαρ που βρίσκεται στου δρόμου τη γωνία
Ξυπνάει σιγά-σιγά η Φλωρεντία
Στήνουν τους πάγκους για τη λαϊκή
Μαζεύονται τουρίστες με τα κινητά τους
Για να φωτογραφίσουνε την εκκλησία
Να τρέξουν γρήγορα μετά στην Πιάτσα ντέλλα Σινιορία
Πιο κάτω περιμένει το Ουφφίτσι
Και οπωσδήποτε το Πόντε Βέκκιο
Αλλά τον Δάντη δεν τον ενδιαφέρουν όλ’ αυτά
Εκείνος βρίσκεται πολύ ψηλά
Άραγε πού να τον κατέταξε ο Ύψιστος Κριτής
Στην Κόλαση, στο Καθαρτήριο, στον Παράδεισο;
Ποιους να συναγελάζεται τώρα ο ποιητής (περισσότερα…)

Όλος ο κόσμος μια σκηνή

*

— Νέλληηηη! Νέλληηηη!

Τους κοιτούσαμε, καθισμένοι εμείς στα τραπέζια μας, τρώγοντας το φαγητό μας, πίνοντας το αναψυκτικό μας, λες και ήταν ηθοποιοί εκείνοι που έπαιζαν σε ένα υπαίθριο θέατρο και εμείς θεατές που είχαμε έρθει να δούμε ένα θέαμα μετά μεσημεριανού φαγητού. Μόνο που δεν ήταν διασκεδαστικό. Δεν ήταν κατάλληλο για τόσο ευχάριστη καλοκαιρινή μέρα. Δεν ήταν κωμωδία ούτε επιθεώρηση.

— Νέλληηηη! Νέλληηηη! φώναζαν με τρόπο σπαρακτικό και καταλάβαμε ότι είχαν χάσει το παιδί τους.

Ήμασταν σε μια μικρή πλατεία απ’ την οποία ξεκινούσαν πέντε δρόμοι: οι δυο οδηγούσαν στη λεωφόρο με τα αυτοκίνητα και την κίνηση, οι άλλοι τρεις προς την παλιά πόλη που ήταν όλη πεζοδρομημένη αλλά γεμάτη με κόσμο, κυρίως με τουρίστες αλλά και ντόπιους που είχαν έρθει να ψωνίσουν στη λαϊκή.

Ήρθε ο πατέρας με αγωνία και ελπίδα να μας ρωτήσει έναν-έναν στα τραπέζια των διαφόρων εστιατορίων αν είχαμε δει ένα κοριτσάκι τεσσάρων χρονών με ξανθά μαλλιά, ροζ μπλουζάκι και τζην βερμούδα και ένας-ένας οι θεατές του απαντήσαμε όχι αλλά αν τη βλέπαμε θα την κρατούσαμε κοντά μας τη Νέλλη μέχρι να έρθει ο ίδιος ή η γυναίκα του να την ζητήσουν.

Έφυγε ο άνθρωπος αναψοκοκκινισμένος, με τον φόβο και την ενοχή στο βλέμμα του. Με τον φόβο ότι μπορεί ποτέ να μην ξανάβλεπε το παιδί του που ίσως το είχε χτυπήσει αυτοκίνητο ή το είχε αρπάξει κάποιος με κακούς σκοπούς. Με την ενοχή ότι δεν είχε υπάρξει αρκετά προσεκτικός και την είχε χάσει τη μικρή από τα μάτια του. (περισσότερα…)

Ωδή στο Café Degenhardt

*

Ωδή στο Café Degenhardt

Κοινωνία της διασκέδασης, της καλοπέρασης
Σ’ αυτήν ανήκω εγώ
Κι ολόκληρη η γενιά μου
Είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι
Τις μέρες μας έχουμε ζήσει σε τέτοια καφέ
Με μοντέρνα διακόσμηση
Που κρατάνε στοιχεία από τα παλιά
Δεκαετίας ’70 σαν εκείνα
Που ήξερα στη Φωκίωνος Νέγρη
Στην πατρίδα μου Αθήνα
Τα ζαχαροπλαστεία της Πλατείας Βικτωρίας
Ή του Κολωνακίου
Το Café Degenhardt δεν είναι
από τ’ αγαπημένα μου εδώ
στην πόλη που με φιλοξένησε καιρό
Δεν είναι αξιοπρόσεκτο σαν το Maldaner
Το ιστορικό κι αριστοκρατικό
Δεν είναι πρώτο στην καρδιά μου σαν το Blum
Αλλά έχω αφήσει ωραίες στιγμές
Στο Café Degenhardt
Στα καθίσματά του, στα τραπέζια του
Στα πιάτα και τα φλυτζάνια του (περισσότερα…)

Στο διαδίκτυο τα verba γίνονται scripta

*

Με το διαδίκτυο έχουμε την εντύπωση ότι έχουν ειπωθεί τα πάντα, έχουν γραφτεί τα πάντα, έχουν συζητηθεί τα πάντα.

Τουλάχιστον έτσι νοιώθω εγώ, όταν περνάω τον χρόνο μου στα λεγόμενα «σόσιαλ» όπου όλοι φλυαρούν αδιάκοπα γραπτώς. Εκεί αποκαλύπτονται οι ανθρώπινοι χαρακτήρες σ’ όλο το μήκος και το πλάτος τους, σ’ όλο το βάθος και τη ρηχότητά τους. Με την καλοσύνη τους ή την αφέλειά τους, με την κακία, την χυδαιότητα, την σκληρότητά τους. (Ειδικά όσοι χρησιμοποιούν ψευδώνυμο, δεν μπορούν τελικά να κρυφτούν. Θέλουν να το βροντοφωνάξουν αυτό που είναι στ’ αλήθεια, στον πυρήνα της ψυχής τους, αυτό που στην «πραγματική ζωή» έχουν καταπιέσει). Άλλοι αποδεικνύονται λογικοί, άλλοι θεότρελοι, παράφρονες. Πολλοί είναι γλυκανάλατοι, μοιράζουν σιροπιαστές ευχές και καλημέρες δεξιά κι αριστερά, επιδίδονται σε δήθεν λογοτεχνικά ή ηθογραφικά γραμμένα σχόλια, άλλοι εκτοξεύουν βρισιές και βωμολοχίες απερίγραπτες ενώ αρκετοί θεωρούν ότι έχουν αναλάβει κάποιο ρόλο καθοδηγητή ή ιεροκήρυκα της new age εποχής και μας βομβαρδίζουν με μηνύματα θετικής σκέψης και αισιοδοξίας. Για κάποιο λόγο πιστεύουν πως κατέχουν το κλειδί της δικής μας ευτυχίας.

Το διαδίκτυο είναι κυρίως ένα μέσον, στο οποίο εκθέτουμε την ματαιοδοξία μας. Πριν την εμφάνιση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης πού εκδηλώναμε αυτή την ματαιοδοξία; Πού επιδεικνύαμε την ομορφιά μας; Πού εκτονώναμε την επιθετικότητά μας; Πού διοχετεύαμε όλη μας την ανάγκη για επικοινωνία; Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που ξέρω, του εαυτού μου συμπεριλαμβανομένου, είναι σαν να φωνάζουμε προς τους άλλους: «προσέξτε με!» Υπάρχει μεγάλη έλλειψη προσοχής, έλλειψη αγάπης ίσως. Κανείς δεν θέλει να κρυφτεί ή να περάσει απαρατήρητος, όλοι ζητούν να τους δώσεις σημασία, το βλέπεις  στις εξυπνάδες που γράφουν, στον επιθετικό τους τρόπο, το βλέπεις ότι θέλουν να προκαλέσουν για να τους δώσεις λίγο απ’ τον χρόνο σου.

Καμμιά φορά, σπανίως, έχεις και ευχάριστες εκπλήξεις. Ένας που τον πίστευες ρηχό, αφήνει να φανεί μια βαθιά σκέψη του, ένας άλλος που τον νόμιζες αδιάφορο, αποδεικνύει με τα γραφόμενά του ότι είναι ευαίσθητος και διακριτικός. (περισσότερα…)

Ο Γαργαντούας και ο Πανταγκρυέλ ανεβάζουν φωτογραφίες στο Ίνσταγκραμ

*

Μια κοινωνία της παρακμής δεν λατρεύει απλώς το φαγητό, το θεοποιεί. Αλλά η δική μας κοινωνία δεν μοιάζει να το αγγίζει πάντως ούτε να το απολαμβάνει με τη γλώσσα και τον ουρανίσκο. Θέλει απλώς να το φωτογραφίζει και να το εκθέτει στα σόσιαλ σαν επίτευγμα, σαν απόκτημα με υπερηφάνεια λες και αγόρασε ένα ακριβό αυτοκίνητο ή ένα κόσμημα. Θέλει να μοιραστεί τη χαρά της ή θέλει απλώς να κάνει τους άλλους να ζηλέψουν; Υπάρχει ειδική ρύθμιση στα κινητά για να φωτογραφίζει κανείς τα πιάτα και να τα ανεβάζει στο ίνσταγκραμ. Υπάρχει το food styling. Είναι instagrammable λέμε, ένα πιάτο με φωτογένεια, οποία τιμή γι’ αυτόν που το παρήγγειλε ή το ετοίμασε!

Άπειρα βιβλία μαγειρικής εκδίδονται καθημερινά, δεν είναι πια μόνον ο Τζέημυ Όλιβερ. Τώρα κάθε σοβαρό σπίτι επιβάλλεται να έχει στα ράφια της βιβλιοθήκης του έναν Οττολέγκι. Αλλά και λογοτεχνικά βιβλία καλής ποιότητος γράφονται για το θέμα της τροφής, της απόλαυσης του να μαγειρεύει κανείς, να δημιουργεί αυτοσχεδιάζοντας ή βάσει συνταγών και να ταϊζει τους γύρω του. Πότε αλήθεια έγινε αυτή η ζωτική μας ανάγκη τόσο σημαντική για τους νέους, πιο σπουδαία και από την ίδια την αγάπη και το σεξ; Ανέκαθεν περνούσαν τα παιδιά μια φάση γύρω στην εφηβεία όταν ανακάλυπταν την χαρά ενός ωραίου φαγητού και πειραματίζονταν για πρώτη φορά με την μαγειρική. Όμως σύντομα ξεχνούσαν αυτή τη φάση και προχωρούσαν σε άλλα πράγματα. Αστεϊζόμενοι λέμε ότι το φαγητό είναι «το σεξ του ηλικιωμένου» αλλά εδώ βλέπουμε κυρίως τους νέους να παθιάζονται με την αισθητική της γαστριμαργίας. Ηδονοβλεψίες της μάσας, μασουλάνε με απίστευτη λαχτάρα στα βίντεο που ανεβάζουν για τους followers. Υπάρχει αναμφισβήτητα ηδονή σ’ ένα ωραίο φαγητό, αλίμονο, και ο Ροσσίνι το ήξερε αυτό, ήταν εύσωμος, έγραφε συνταγές, δημιουργούσε νόστιμα πιάτα.

Άλλοτε ο τουρίστας αλλά και ο ταξιδιώτης –πρέπει να τους ξεχωρίζουμε για να μην παρεξηγηθούμε, μην πει κανείς ότι δεν ξέρουμε την διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη– πήγαινε να δει αξιοθέατα και μουσεία στα μέρη που επισκεπτόταν. Τώρα δεν έχει τόσο πνευματικά ενδιαφέροντα, προτιμά να κλείνει ακριβά εστιατόρια και η εκδρομή του δεν είναι πλήρης αν όταν τον ρωτήσουν πώς πέρασε δεν μπορεί ν’ απαντήσει ότι έφαγε σε μια καλή παραδοσιακή ταβέρνα με σπιτικό φαγητό ή σε ένα ρεστωράν βραβευμένο με αστέρι Michelin. Επίσης πρέπει και να αποδείξει ότι πήγε. Με μια φωτογραφία φυσικά. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ήταν πραγματικά νόστιμο το πιάτο, αυτή η δυνατότης δεν έχει ακόμα εφευρεθεί στο διαδίκτυο, η γεύση και η όσφρηση δεν μπορούν προς το παρόν να μεταδοθούν ηλεκτρονικά. (περισσότερα…)

Παρατηρώντας το ανθρώπινο είδος

*

Πολλά χρόνια πέρασα πάνω στις σελίδες του Μαρσέλ Προυστ, περίπου έναν χρόνο για κάθε ένα από τα επτά βιβλία τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που τόλμησα να διαβάσω στα γαλλικά. Και η αίσθηση ήταν πάντα η ίδια: μου χάρισε μια ηρεμία δυσεύρετη στην σημερινή εποχή, μια απομόνωση αναγκαία για να συγκεντρωθώ στα λόγια του, μια ενδοσκόπηση στην ψυχή μου μέσω της περιγραφής της δικής του ψυχής. Κυρίως μου χάρισε αναψυχή, διασκέδαση δηλαδή, με τον δικό του τρόπο.

Ο Προυστ δεν είναι ακριβώς ο χιουμορίστας που θα σε κάνει να σκάσεις στα γέλια αλλά πολλές φορές μια παρατήρησή του, πολύ λεπτή, που την έχεις σκεφτεί κάποτε κι εσύ αλλά δεν μπόρεσες ποτέ να την διατυπώσεις με τόση οξυδέρκεια, σου φέρνει ένα μειδίαμα μαζί με καλή διάθεση. Την ανθρώπινη ψυχή την έχει μελετήσει οριζοντίως και καθέτως. Το θέμα τον απασχολεί τόσο στο κυρίως έργο του όσο και στο δοκίμιο «Περί ανάγνωσης» όπου μιλάει για ψυχοθεραπευτές και για «νευρασθενικούς».

Αν ζούσε σήμερα ίσως να έκανε σπουδές ψυχανάλυσης, στην εποχή του, όμως, η επιστήμη αυτή δεν ήταν ακόμα τόσο διαδεδομένη.

«Ο άνθρωπος είναι το πλάσμα εκείνο που δεν μπορεί να βγει από τον εαυτό του, που γνωρίζει τους άλλους μόνο μέσω του εαυτού του, και ψεύδεται αν ισχυρίζεται το αντίθετο.»

Μελέτησε την υψηλή κοινωνία, στην οποία ανήκε προφανώς. Δεν κρύβει την αγάπη του για την αριστοκρατία έτσι όπως αντανακλάται στο πρόσωπο της Οριάν αλλά δεν διστάζει και να την κριτικάρει επίσης. Πετάει καρφιά για την κατώτερη αριστοκρατία της επαρχίας αλλά είναι φανερό ότι περισσότερο τον ενδιαφέρει η αριστοκρατία του πνεύματος. Τελικά ο Σουάν είναι το πρόσωπο που θαυμάζει περισσότερο. Ο Σουάν δεν έχει τίτλους ευγενείας αλλά κινείται με άνεση μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους αφ’ ενός και γνωρίζει αφ’ ετέρου τα πάντα για την τέχνη της Αναγέννησης. Ο Σουάν εισάγει εκείνον, τον μικρότερο σε ηλικία αφηγητή, τον ίδιο τον συγγραφέα, σ’ αυτές τις αισθητικές απολαύσεις. Στα ίχνη του Σουάν γίνεται και ο Προυστ μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια. (περισσότερα…)

Με ένα βιολί και ένα ακκορντεόν

*

Ξαφνικά ακούω μουσική απ’ έξω, μια παράξενη μουσική λυπητερή. Ανοίγω το τζάμι. Βλέπω έναν ακκορντεονίστα καθισμένο σ’ ένα σκαμνάκι, δίπλα του μια κυρία όρθια παίζει βιολί. Μια παράξενη μουσική λυπητερή που γίνεται ακόμα πιο λυπητερή μόλις συνειδητοποιείς το γιατί.

—Είναι κηδεία; ρωτάει ο άντρας μου απορημένος.

—Κατά κάποιο τρόπο, απαντάω.

—Μα κηδεία εδώ στη μέση του δρόμου, έξω απ’ το εμπορικό κέντρο;

Μερικοί φοράνε μαύρα και κρατάνε άσπρα τριαντάφυλλα. Είναι η οικογένεια του εκλιπόντος.

Ο άνθρωπος που σκύβει στο πεζοδρόμιο και κάτι κάνει προσηλωμένος, μου έχει δώσει την εξήγηση του τι συμβαίνει. Φοράει ένα πλατύγυρο καπέλο, έχει μακριά γενειάδα, προφανώς είναι ο ραββίνος της περιοχής. Εναποθέτει ένα ακόμα πλακάκι για κάποιον που έμενε κάποτε εδώ, πριν γίνει το εμπορικό κέντρο. Για κάποιον ή κάποια που πάρθηκε μετά βίας απ’ το σπίτι όπου ζούσε για να μεταφερθεί σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως και να πεθάνει εκεί μέσα στον τρόμο και την αθλιότητα. Οι απόγονοι αγκαλιάζονται, φιλιούνται και κλαίνε. Στη συνέχεια αφήνουν τα τριαντάφυλλα στο μικρό μεταλλικό πλακάκι που γράφει το όνομα του συγγενούς τους, την χρονολογία γεννήσεως και θανάτου, τον τόπο του θανάτου. Τα περισσότερα πλακάκια που έχω δει γράφουν Άουσβιτς ή Τρεμπλίνκα. Πολύ σπάνια, κοιτάζοντας κάτω στα πεζοδρόμια, ανακουφίζομαι διαβάζοντας πως κάποιος δραπέτευσε ή κατάφερε με κάποιο τρόπο να επιβιώσει.

Έχω μόλις παρευρεθεί σε μια παράξενη τελετή έξω απ’ το παράθυρό μου και είμαι πολύ συγκινημένη. Αργότερα, όταν θα βγω για να πάω στο εμπορικό κέντρο να ψωνίσω, θα δω από κοντά και θα διαβάσω τα στοιχεία του ανθρώπου που αξιώθηκε επιτέλους μετά από τόσα χρόνια μια κανονική κηδεία μετά μουσικής.

ΛΗΤΩ ΣΕΪΖΑΝΗ

Το πλακάκι της φωτογραφίας δεν αντιστοιχεί στην οικογένεια της πιο πάνω ιστορίας, αλλά βρίσκεται τοποθετημένο σε άλλο σημείο της πόλης.

*

 

 

Πέντε ποιήματα του Ιούδα Αλεβί

*

Ο Ιούδας Αλεβί ((ισπαν. Juda Halevi ή Yehudah Halevi, εβρ. יהודה הלוי, Judah ben Shmuel Halevi) γεννήθηκε στην Ισπανία το 1086 (ή το 1075) την εποχή των Αράβων και πέθανε στην Ιερουσαλήμ το 1141 την εποχή των Σταυροφόρων. Θεωρείται ο μεγαλύτερος Εβραίος ποιητής της μεταβιβλικής περιόδου.

Το όρος Αβαρίμ

Χαίρε, ω όρος Αβαρίμ. Ευλογημένες οι πλαγιές σου.
Κάπου εκεί πάνω ανέβηκε ο πιο σπουδαίος των ανδρών
Κόκκαλα ιερά είναι βαθιά θαμμένα στα πλευρά σου.
Αν δεν τον ξέρεις, την Ερυθρά ρώτησε θάλασσα
Την πράσινη βάτο, το όρος Σινά, και θα σου πουν:
«Δεν ήταν άνθρωπος των λόγων, αλλά έπραττε το έργο του Θεού».
Ορκίστηκα σύντομα να σ’ επισκεφτώ, αν ο Θεός το θέλει.

~.~

Λαχτάρα επιστροφής στη γη του Ισραήλ

Είναι η καρδιά μου στην Ανατολή κι εγώ στα πέρατα της Δύσης.
Πώς να μου φανεί νόστιμο το φαγητό, πώς να το βρω γλυκό;
Πώς να κρατήσω όρκους και υποσχέσεις όταν ακόμα
Η Σιών δέσμια είναι της Εδώμ κι εμένα οι Άραβες μ’ έχουν αλυσοδέσει;
Θα μου φαινόταν εύκολο ν’αφήσω
Όλα μου τα καλά στην Ισπανία
Βλέποντας πόσο πολύτιμο είναι για τα μάτια μου
Την σκόνη να κοιτούν του εγκαταλελειμμένου ιερού.

~.~ (περισσότερα…)

Λουίτζι Πιραντέλλο, Το τραίνο σφύριξε


*

 

Παραληρούσε.

Αποτέλεσμα εγκεφαλικού πυρετού, είχαν πει οι γιατροί. Και το επαναλάμβαναν όλοι οι συνάδελφοι απ’ το γραφείο που επέστρεφαν δυο-δυο, τρεις-τρεις, από το νοσοκομείο όπου είχαν πάει να τον επισκεφτούν. Ήταν κάπως σαν να απολάμβαναν να το ανακοινώνουν με επιστημονικούς όρους που είχαν μόλις μάθει από τους γιατρούς, σε κάποιον συνάδελφο που είχε αργήσει και τον συναντούσαν στον δρόμο: Φρενίτις, φρενίτις. Εγκεφαλίτις.

Φλεγμονή της μεμβράνης.

Εγκεφαλικός πυρετός.

Ήθελαν να δείχνουν θλιμμένοι, αλλά κατά βάθος ήταν ευχαριστημένοι που είχαν επιτελέσει το καθήκον τους. Υγιέστατοι οι ίδιοι, έβγαιναν από το στενάχωρο νοσοκομείο στο χαρούμενο γαλάζιο χρώμα του χειμωνιάτικου πρωινού.

Θα πεθάνει; Θα τρελαθεί; Ποιός ξέρει! Να πεθάνει, μάλλον όχι… Μα τι λέτε; Τι λέτε; Πάντα τα ίδια. Παραληρεί… Τον καημένο τον Μπελλούκα!

Δεν περνούσε από κανενός το μυαλό, δεδομένων των ειδικών συνθηκών στις οποίες αυτός ο δυστυχής ζούσε εδώ και τόσα χρόνια, ότι η περίπτωσή του μπορούσε να είναι απολύτως φυσιολογική. Και ότι αυτά που έλεγε ο Μπελλούκα και φαίνονταν σαν παραλήρημα σε όλους, σαν σύμπτωμα φρενίτιδος, ότι μπορούσαν να είναι η πιο απλή εξήγηση της δικής του απολύτως φυσιολογικής περίπτωσης. (περισσότερα…)

Πιερ Πάολο Παζολίνι, Πέντε ποιήματα

*

Μετάφραση ΛΗΤΩ ΣΕΪΖΑΝΗ

~.~

Θραύσμα θανάτου

Προέρχομαι από σένα και σε σένα επιστρέφω
συναίσθημα με το φως γεννημένο, με το κρύο
βαφτισμένο όταν το κλάμα ήταν χαρά
απ’ τον Πιέρ Πάολο αναγνωρισμένο
στην αρχή μιας φρενήρους εποποιίας
περπάτησα στο φως της ιστορίας
μα ανέκαθεν ήταν ηρωική η ύπαρξή μου
σκέψη βαθιά, κάτω από την υπεροχή σου.
Έπηξε στο αυλάκι του αφρού που άφηνε το φως σου
στις άγριες εκμυστηρεύσεις
της φλόγας σου, κάθε πράξη αληθινή
του κόσμου, της ιστορίας
εκείνης. Και μέσα της επαληθευόταν ολόκληρη
χανόταν η ζωή για να ξαναβρεθεί:
και ήταν η ζωή αληθινή μόνο αν ήταν όμορφη… (περισσότερα…)