*
του ΘΕΟΔΟΣΗ ΒΟΛΚΩΦ
~.~
DICHTERLIEBE
Μνήμη Robert Schumann
Όχι τα λόγια που θυμίζουν λόγια.
Μίλα μας την αγάπη σου, ποιητή.
«Είναι ο Ήλιος», είπε.
«Δεν μπορείς να τον κοιτάξεις κατάματα,
κάνει όμως τα πάντα ορατά».
/// (περισσότερα…)
*
~.~
Όχι τα λόγια που θυμίζουν λόγια.
Μίλα μας την αγάπη σου, ποιητή.
«Είναι ο Ήλιος», είπε.
«Δεν μπορείς να τον κοιτάξεις κατάματα,
κάνει όμως τα πάντα ορατά».
/// (περισσότερα…)
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΗΛΙΚΙΑ
Ρουμπάι
Περνά και ξανανθίζουνε χρυσά οι στίχοι έπη
κορίτσι είκοσι χρονών. Περνά – και δεν με βλέπει.
Και η Ζωή, βασίλισσα, με ακουμπά στον ώμο
και ψιθυρίζει μες στον νου τον Νόμο:
. «Έτσι πρέπει».
~.~
ΘΕΜΑ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ
Το νερό μες στην κλεψύδρα λιγοστεύει
και στερεύει το νερό στην ιπποκρήνη.
Ο Αιώνας σου παράξενα αγριεύει.
Ένα τίποτε τα πάντα καταπίνει.
Ό,τι πέρασε για πάντα έχει περάσει
κι ό,τι έρχεται δεν έρχεται για σένα.
Ό,τι έγινε γραφτό είναι να χαλάσει.
Τα γραφτά θα εξισωθούν με τα σβησμένα.
Το αλύγιστο αφύσικα λυγίζει
και το αήττητο ηττάται, δεν αντέχει.
Νέος άνεμος σαρώνει και σφυρίζει.
Μέλλον λέγεται και δεν σε περιέχει.
* * *
Οτιδήποτε στα χέρια σου κι αν πιάσεις,
πάντα ο θάνατος και μόνο σ’ αγκαλιάζει.
Τον ταΐζεις… αλλά δεν θα τον χορτάσεις,
το κορμί σου αλέθει όλο και σπαράζει. (περισσότερα…)
*
~.~
Κυρίες και κύριοι,
φίλες και φίλοι,
Μοιάζει σχεδόν απίστευτο, μα συμπληρώθηκαν κιόλας τρία χρόνια από την εκδημία του πολυφίλητου Σάμη Γαβριηλίδη, τη μνήμη του οποίου τιμάμε απόψε.
«Τρία, πέντε, δέκα χρόνια μετά», συνηθίζουμε να γράφουμε και να λέμε, δηλώνοντας με μια μόλις φράση, σαν μονοκοντυλιά, την απόσταση που μας χωρίζει από ένα γεγονός που, άλλοτε για τις ανάγκες της ώρας και άλλοτε για λόγους ουσιαστικότερους, εκλαμβάνουμε ως σημείο αναφοράς.
Καλύπτοντας κάτω ή πίσω από έναν ουδέτερο αριθμό τρομακτικές αλλαγές και σπαρακτικά συμβάντα, γεγονότα που χωρίζουν τις ζωές των ανθρώπων σε «πριν» και σε «μετά», η καθημερινή γλώσσα στρογγυλεύει με σκανδαλιστική ευκολία το πέρασμα του χρόνου και ό,τι αυτό συνεπάγεται: όλα εκείνα που μας δωρίζει μα προπαντός όλα όσα, ιδίως από ένα σημείο κι έπειτα, συχνότερα μάς στερεί, πότε λίγο λίγο και πότε αρπάζοντάς τα βίαια και ακαριαία.
Όμως η γλώσσα ετούτη, που καταγράφει, στενογραφικά έστω, τον χρόνο που παρέρχεται, δεν αποτυπώνει (αν δεν προδίδει κιόλας) το χάραγμα του πόνου, το βαθύ σχίσμα στα σωθικά – το μέγεθος της απώλειας και το βάρος της απουσίας. (περισσότερα…)
Ο κορυφαίος των συγκαιρινών επιγραμματογράφων μας, τόσο από την άποψη του ποιού όσο και από την άποψη του ποσού, είναι σχεδόν επόμενο να έχει συνθέσει και επιγράμματα που ανακαλούν ευθέως τις απώτερες καταβολές του είδους. Πρόκειται για ποιήματα σεμνά και πένθιμα, ιερά αναθήματα σε αγαπημένους νεκρούς.
Από αυτά καθώς και από το σύνολο των επιγραμμάτων του θ’ άξιζε να παρατεθούν όχι ένα και δύο αλλά δεκάδες. Προσωπικά δε, αν μου ζητούσαν να τ’ «ανθολογήσω», θα τα περιελάμβανα όλα χωρίς να παραλείψω κανένα. Και θα συνέχιζα εντάσσοντας και άπαντα τα υπόλοιπα ποιήματα, μικρά και μεγάλα, σ’ έναν πολυσέλιδο τόμο ή και σε μια πολύτομη σειρά. Προσώρας ωστόσο θα σταθούμε μόνο σε ορισμένα, επιγράμματα ή ψευδοεπιγράμματα, όπου απαντάμε και το εξής αξιοσημείωτο: είναι γραμμένα για ζώα. Ο πλατωνικός ποιητής δεν αναγνωρίζει το «προνόμιο» της ψυχής αποκλειστικά στον άνθρωπο. Σαν άλλος φράτε Λεόνε, κατανικώντας κάθε ανθρωποκεντρικό εγωισμό, θέλει «και τα πουλάκια στην Παράδεισο». Διότι για ποια παραδείσια συνθήκη μπορούμε να μιλάμε, αν κι εκείνη η ζωή δεν είναι πλήρης, αν δεν ξεχειλίζει μάλιστα απ’ όλα όσα εδώ αγαπήσαμε;
Κι είναι ο Έρωτας, όπως τον αθανάτισε ο Πλάτων κι όπως τον αναδέχθηκε ο νεότερος ποιητής, αυτός που περισώζει τα όντα από την έκπτωση του θανάτου, θυμίζοντας και τον κατά Ρίλκε Θεό, ο οποίος στο χέρι Του συγκρατεί τα πάντα, που ανεξαιρέτως «πέφτουν».
Αλλιώς, ομολογώ, σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος, αλλά και με τρόπο κάπως επισημότερο καθώς τού πρέπει, λογάριαζα να πρωτολογήσω για τον ποιητή Ευστράτιο Σαρρή.
Όσοι όμως καταγίνονται με το γράψιμο, ιδίως σε συνθήκες που αντικειμενικά δεν ευνοούν την ομαλή του εκτύλιξη, ξέρουν καλά πόσα συγγραφικά σχέδια καθυστερούν, αναβάλλονται προσωρινά ή και οριστικά ματαιώνονται – για χίλιους δυο λόγους· πόσο συχνά ο πρωθόρμητος ενθουσιασμός, πάντα παρών στα εναρκτήρια κινήματα ενός έργου στη φαντασία, παραχωρεί τη θέση του στην παραίτηση και στην παραδοχή της αδυναμίας για βιώσιμη συνέχεια – συχνά όχι δίχως κάποιαν αίσθηση ντροπής. Και ξέρουν ακόμη πόσο μπορούν τέτοια ημιτελή εγχειρήματα να στοιχειώσουν τη σκέψη, να βαρύνουν και να περιπλέξουν τον ψυχισμό σαν χρέος ηθικό που ολοένα τοκίζεται, μέχρις ότου γίνουν κανονικότατη τύψη συνειδησιακή και βραχνάς δυσβάστακτος. (περισσότερα…)
*
Ο Θεοδόσης Βολκώφ δεν είναι απλώς ένας καλός ποιητής. Είναι ένας παιδαγωγός. Η ποίησή του καταφέρνει να σμιλέψει την ψυχή του αναγνώστη και να την οδηγήσει όπως ο Ορφέας την Ευρυδίκη: γιατί το τέλος της είναι μια συντέλεια, μια πανωλεθρία.
Μέσα στους στίχους του Βολκώφ ελλοχεύει ένας κίνδυνος αναπόφευκτος: είναι ο έρωτας που γεννούν στην ψυχή του αναγνώστη για εκείνη την αφαίρεση που οδηγεί στην ομορφιά. Μια ομορφιά μπωντλαιρική, ψυχρή, σκληρή και ρωμαλέα, μια ομορφιά που σε κατασπαράζει. Αυτός ο έρωτας, ο τόσο πλατωνικός (ο άστεγος, ο αλήτης, ο ασκητικός έρωτας), μολονότι στις πρώτες συλλογές στρέφεται προς ένα Εσύ ολοκληρωτικά σαρκικό, στη συλλογή «Επτά» φαίνεται ότι απευθύνεται πλέον στην ανάμνησή του, όχι όμως ως παρελθόν, αλλά ως τη συνέχεια του Άλλου. Παρόλο δηλαδή που η ποίηση του Θ.Β. υπήρξε ως τώρα παροντική, πλέον γίνεται «παρελθοντικά μελλοντική». Κι ο ποιητής διανύει την ίδια ασκητική πορεία με μεγαλύτερη ένταση, καθώς όσο το Εσύ εξαϋλώνεται, τόσο ενσαρκώνεται η έλλειψη.
Έτσι η πράξη μετατίθεται στον στοχασμό, ο οποίος καταφέρνει να αγγίζει τα σώματα με περισσότερη αλήθεια, όπως βυθίζεται μέσα στην ουσία τους. Κι ο Βολκώφ στήνει πραγματικά ένα δάσος σωμάτων, του οποίου η σκηνοθεσία δεν είναι άλλη από τη δομή του δικού του σώματος. Με άλλα λόγια, σκηνοθέτης αυτού του δράματος είναι το ίδιο του το πάθος. Ένα πάθος όχι αρχαίο ελληνικό, αλλά χριστιανικό, όπως εκφράζεται από τις τερατόμορφες μορφές των δυτικών ναών. Κι από αυτήν την άποψη ο Βολκώφ είναι ένας από τους πολλούς (Ρεμπώ, Μπωντλαίρ, Λωτρεαμόν κ.ά.) παίδες εν καμίνω, των οποίων το πνεύμα τραγουδά τα πάθη της σάρκας.
Όπως ο Καβάφης (αλλά κι όλοι οι ποιητές λίγο πολύ), ο Βολκώφ ανεβαίνει το απόκρημνο βουνό της επιθυμίας. Μόνο που, σε αντίθεση με την καβαφική ποίηση, οι βολκωφικοί στίχοι υψώνονται σαν ένα παλίμψηστο Θεών, που, παρά την πολλαπλότητά τους, ενώνονται από τη δύναμη του Ενός. Αυτό το Ένα μαρτυρά η επιλογή της μορφής των ποιημάτων, αυτό και το περιεχόμενό τους. Και η βαθιά συγγένεια που διαφαίνεται μεταξύ μορφής και περιεχομένου στην ποίηση του Θ.Β. υπονοεί κι έναν τρόπο ζωής. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, όπως κατά τη διάρκεια της κρητικής Αναγέννησης το λογοτεχνικό είδος όριζε τη γλώσσα των ποιημάτων, στον Βολκώφ είναι το περιεχόμενο που διαλέγει τη μορφή, σε βαθμό που η μορφή καθίσταται περιεχόμενο. (περισσότερα…)

*
Ακόμη έχεις τ’ όνομα, την όψη
εκείνης που αγάπησε, κι ωστόσο
στα δυο τον χρόνο έχει κατακόψει,
σε πριν και σε μετά, κι αυτό με πόσο
μεγάλη μάνητα, φρικτό μαχαίρι –
το «ύστερα» το «πρώτα» δεν γνωρίζει
και το παρόν το παρελθόν δεν ξέρει.
Ποια είσαι πλέον δεν αναγνωρίζει
κι όσο κι αν προσπαθεί να διακρίνει
το πρόσωπό σου, κάτι να μαντέψει
απ’ τη ζωή που πλέον θα ’χεις γίνει
ανήμπορη εκπίπτει κάθε σκέψη
στις μνήμες τις παλιές παντού και πάλι.
Έφυγες για να γίνεις κάποια Άλλη.
~.~
Είσαι η πληγή απ’ όπου αναβλύζει
ό,τι αγαθό σε μένα κι ό,τι αχρείο,
ό,τι κι αν με λευκαίνει ή με μαυρίζει,
το ένα που γεννά παντού το δύο,
τον διχασμό αξήγητο και πλήρη
σε σκέψη, βούληση, ένστικτο και πράξη,
το σχίσμα ώς τη ρίζα μου που εγείρει
μυριάδες αντιθέσεις για να υπάρξει.
Είσαι ο έρωτας κι η άρνησή του
κι ακόμα η ζωή κι ο θάνατός της,
το μνήμα του νεκρού κι η ανάστασή του,
το άσκοπο της φύσης κι ο παλμός της.
Και θα ’σαι πάντοτε το πρόσωπό Του,
εσύ Θεός – μα και τ’ αντίθετό Του.
~.~ (περισσότερα…)
*
~.~
~.~
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Η Λάμια
Τ’ όνομά μου Λαμπετώ η Γελούσα,
είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
τρέφω το τραγούδι σαν τη Μούσα,
λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού.
Είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού,
κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα.
Βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
—κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα—
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά.
Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά
και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια.
Τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
στους αγαπημένους τί κακό!
Και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια
σπέρνει θέρμη και θανατικό. (περισσότερα…)
«Η τύχη των βιβλίων κρέμεται απ’ την κρίση του αναγνώστη». Το πασίγνωστο και συχνόχρηστο απόφθεγμα του Λατίνου γραμματικού Τερεντιανού Μαύρου ξαναβρήκα εσχάτως στην Ανατομία της Μελαγχολίας του Ρόμπερτ Μπέρτον, φερμένη στα ελληνικά χάρη στον μεταφραστικό άθλο του Παναγιώτη Χοροζίδη.
Στον νεωτερικό μας κόσμο ωστόσο, μέχρι να φτάσουν τα βιβλία από τον συγγραφέα στον αναγνώστη (και τελικά στην κρίση του), μεσολαβούν κάμποσα στάδια. Η μοίρα τώρα των βιβλίων μοιραία δένεται με τις μοίρες όλων των ανθρώπων –εμφανών, ημιφανών και αφανών, ενίοτε δε και επιφανών– που εργάζονται προκειμένου αυτά να πάρουν μορφή – πλέον ως ένυλα ή άυλα αντικείμενα. Από αυτή την άποψη, το Αίμα μηχανή, αμέσως μόλις ο συγγραφέας του έβαλε την τελευταία του τελεία πάνω στο χαρτί ή στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή του (για την ακρίβεια, το ακροτελεύτιο θαυμαστικό), δέθηκε, κυρίως, μ’ έναν άνθρωπο – έναν άνθρωπο που πια δεν είναι στη ζωή.
Διότι τo «Αίμα μηχανή» του Γιώργου Λαμπράκου υπήρξε ένα από τα τελευταία βιβλία που εξέδωσε και κυκλοφόρησε ο αξέχαστος Σάμης Γαβριηλίδης. Ο δε Γιώργος Λαμπράκος, εκδοτικά μιλώντας, υπήρξε παιδί των Εκδόσεων Γαβριηλίδη, αφού όλα του τα βιβλία πλην ενός (της ποιητικής Ονειροπώλησης), με αποκορύφωμα το πολυσέλιδο μυθιστόρημά του, στεγάστηκαν στον εκδοτικό οίκο του Σάμη.
Μετά την εκδημία του εκδότη και τα όσα θλιβερά ακολούθησαν, το Αίμα μηχανή, που είναι ζήτημα αν παρέμεινε εφτά ή οκτώ σκάρτους μήνες στα βιβλιοπωλεία, αποσύρθηκε βίαια από την κυκλοφορία και πέρασε στο λίμπο μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας. Στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα ωστόσο, προσέχθηκε και εγκωμιάστηκε από μερίδα της κριτικής, πλην όμως δεν πρόλαβε να φτάσει (στον βαθμό που θα του άξιζε) στον τελικό του αποδέκτη – τον γενικό αναγνώστη, αυτόν που τόσο υπολόγιζε σε πείσμα κάθε ελιτισμού ο μέγας της αγγλόφωνης γραμματείας κριτικός Δρ Τζόνσον. (περισσότερα…)
Το βιβλίο παρουσιάζεται την
Δευτέρα 28 Νοεμβρίου στις 18.00
στο Θέατρο Τέχνης (Φρυνίχου 14, Πλάκα).
Με τον Κώστα Κουτσουρέλη θα συζητήσουν
o Θεοδόσης Βολκώφ, ποιητής,
και o Ηλίας Μαλεβίτης, συγγραφέας.
* * *
Η ιδέα του ισότιμου διαλόγου των γλωσσών, η υπόθεση λ.χ. ότι ο Έλληνας και ο Αμερικανός συγγραφέας ξεκινούν από την ίδια αφετηρία, δεν είναι απλώς εξωπραγματική – είναι ανόητη. Όπως μεταξύ κρατών το ισχυρότερο προελαύνει και το ασθενέστερο υποχωρεί, έτσι και οι εθνικές λογοτεχνίες και γλώσσες μόνο στα ευχολόγια συνυπάρχουν αρμονικά. Ο Γκέορκ Μπράντες μας το έχει πει από τον 19ο αιώνα. «Είναι κατάρα για έναν συγγραφέα να είναι γεννημένος σε μικρή χώρα. Πιο εύκολα κερδίζει την καθολική αναγνώριση το τριτοκλασάτο ταλέντο που γράφει σε παγκόσμια γλώσσα, παρά το ανώτερο πνεύμα που εξαρτάται από τις μεταφράσεις.»
* * *
*
*
*
MORS ΤRIUMPHALIS
Τα πάντα μοιάζουν τώρα να σιωπούν
καθώς ο θάνατός σου ρητορεύει
και αποσβολωμένα τον ακούν.
Κάθε του λόγος άρνηση και χλεύη.
Τι τρομερή από καθέδρας ομιλία,
πόσο ενεργά των λόγων του τα σχήματα,
βρίθουνε από σκέλεθρα και μνήματα,
και κάτω των ανθρώπων η αλαλία.
Ο λόγος του τ’ αφτιά μας πώς μπουκώνει.
Ανάμεσά μας ποιος δεν τον πιστεύει;
Τα μάτια μας ο ρήτορας θαμπώνει.
Ο θάνατος, ψυχή μου, θριαμβεύει.
Το τίποτα που είναι διακηρύσσει
και μάταια πάντα τα έργα μας βαφτίζει.
Οι αγάπες μας, θυμίζει, είναι προς φθίση.
Σαρκάζει λοιδορεί και μυκτηρίζει. (περισσότερα…)

Όταν κάνουμε λόγο για «νεότητα» στον χώρο των γραμμάτων, δικαιούμαστε να μην κυριολεκτούμε. Μερικές φορές μάλιστα, η φυγόκεντρος κίνηση από τον πυρήνα της κυριολεκτούσας ενδοχώρας προς τις απελευθερωτικές και κάποτε στασιαστικές περιφέρειες της μεταφοράς μοιάζει επιβεβλημένη. Στη λογοτεχνία, καλώς ή κακώς, τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος και μόνον. Γι’ αυτό και δεν μας ενδιαφέρει η βιολογική ηλικία του εκάστοτε συγγραφέα αυτή καθ’ αυτήν –μολονότι κι εκείνη μείζονα ρόλο διαδραματίζει κατά τη σύλληψη και μόρφωση του έργου του– αλλά η «ηλικία» της γραφής του.
Με άλλα λόγια, αυτό που κατά βάσιν μας αφορά δεν είναι τα νιάτα ή το γήρας ενός δημιουργού, αλλά τα νιάτα ή το γήρας του έργου του. Λέγοντας «νιάτα» τώρα, εννοούμε διανοητικές δυνάμεις ακμαίες, γονιμότητα πνευματική, σφρίγος στοχαστικό και κυριαρχία πάνω στα μέσα και τους τρόπους που o συγγραφέας μετέρχεται κατά την επίμοχθη μορφοπλαστική διαδικασία. Υπ’ αυτή την έννοια λοιπόν, ευρεία οπωσδήποτε αλλά όχι και αυθαίρετη, ο Ξάνθος Μαϊντάς (γ. 1950) διάγει αυτό ακριβώς: μια δεύτερη νεότητα. (περισσότερα…)