Το θέμα είναι η συνείδηση

του ΘΕΟΔΟΣΗ ΒΟΛΚΩΦ

Γιώργος Λαμπράκος,
Αίμα μηχανή,
Εκδόσεις Οκτώ, 2022

«Η τύχη των βιβλίων κρέμεται απ’ την κρίση του αναγνώστη». Το πασίγνωστο και συχνόχρηστο απόφθεγμα του Λατίνου γραμματικού Τερεντιανού Μαύρου ξαναβρήκα εσχάτως στην Ανατομία της Μελαγχολίας του Ρόμπερτ Μπέρτον, φερμένη στα ελληνικά χάρη στον μεταφραστικό άθλο του Παναγιώτη Χοροζίδη.

Στον νεωτερικό μας κόσμο ωστόσο, μέχρι να φτάσουν τα βιβλία από τον συγγραφέα στον αναγνώστη (και τελικά στην κρίση του), μεσολαβούν κάμποσα στάδια. Η μοίρα τώρα των βιβλίων μοιραία δένεται με τις μοίρες όλων των ανθρώπων –εμφανών, ημιφανών και αφανών, ενίοτε δε και επιφανών– που εργάζονται προκειμένου αυτά να πάρουν μορφή – πλέον ως ένυλα ή άυλα αντικείμενα. Από αυτή την άποψη, το Αίμα μηχανή, αμέσως μόλις ο συγγραφέας του έβαλε την τελευταία του τελεία πάνω στο χαρτί ή στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή του (για την ακρίβεια, το ακροτελεύτιο θαυμαστικό), δέθηκε, κυρίως, μ’ έναν άνθρωπο – έναν άνθρωπο που πια δεν είναι στη ζωή.

Διότι τo «Αίμα μηχανή» του Γιώργου Λαμπράκου υπήρξε ένα από τα τελευταία βιβλία που εξέδωσε και κυκλοφόρησε ο αξέχαστος Σάμης Γαβριηλίδης. Ο δε Γιώργος Λαμπράκος, εκδοτικά μιλώντας, υπήρξε παιδί των Εκδόσεων Γαβριηλίδη, αφού όλα του τα βιβλία πλην ενός (της ποιητικής Ονειροπώλησης), με αποκορύφωμα το πολυσέλιδο μυθιστόρημά του, στεγάστηκαν στον εκδοτικό οίκο του Σάμη.

Μετά την εκδημία του εκδότη και τα όσα θλιβερά ακολούθησαν, το Αίμα μηχανή, που είναι ζήτημα αν παρέμεινε εφτά ή οκτώ σκάρτους μήνες στα βιβλιοπωλεία,  αποσύρθηκε βίαια από την κυκλοφορία και πέρασε στο λίμπο μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας. Στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα ωστόσο, προσέχθηκε και εγκωμιάστηκε από μερίδα της κριτικής, πλην όμως δεν πρόλαβε να φτάσει (στον βαθμό που θα του άξιζε) στον τελικό του αποδέκτη – τον γενικό αναγνώστη, αυτόν που τόσο υπολόγιζε σε πείσμα κάθε ελιτισμού ο μέγας της αγγλόφωνης γραμματείας κριτικός Δρ Τζόνσον.

Τώρα, χάρη στη φροντίδα των Εκδόσεων Οκτώ, με τις οποίες ο Γιώργος Λαμπράκος διατηρεί εδώ και πολλά χρόνια ζωηρή και γόνιμη συνεργασία, το Αίμα μηχανή, παρουσιάζεται με ολοκαίνουργιο περίβλημα, στη δεύτερη έκδοσή του, που όμως, τηρουμένων των αναλογιών, μοιάζει να είναι η πρώτη. Το αίμα επιτέλους ξανακυλά και η μηχανή ξαναδουλεύει.

Αφού λοιπόν είπαμε λίγα πράγματα όσον αφορά την εκδοτική προϊστορία του βιβλίου και ξέροντας ότι εφεξής η ιστορία του βρίσκεται στα καλά χέρια του τωρινού του εκδότη, που μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα καθιερώθηκε ως μία από τις σοβαρότερες παρουσίες του ελληνικού εκδοτικού τοπίου, ώρα να περάσουμε στην ιστορία που είναι η σημαντικότερη όλων και για την οποία τέλος πάντων μαζευτήκαμε απόψε εδώ: αυτή φυσικά δεν είναι άλλη από την ιστορία που λέει το βιβλίο, την ιστορία που είναι το βιβλίο.

Ορμώμενο απ’ τον προπανδημικό μας κόσμο, το Αίμα μηχανή αναδύεται εκ νέου στην πανδημική και πολλαπλώς ζοφερή πραγματικότητα που ζούμε για να μας εκτοξεύσει σ’ ένα μακρινό (μα όχι και τόσο μακρινό) μέλλον, όπου τα πάντα (ή σχεδόν τα πάντα) έχουν αλλάξει.

Όχι μόνον ο Γ΄ μα και ο Δ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχουν τελειώσει και τ’ απομεινάρια μιας απαθλιωμένης ανθρωπότητας επιβιώνουν κακήν κακώς σε μια γη όπου οι περιβαλλοντικές συνθήκες έχουν καταστήσει τη διαβίωση στην επιφάνειά της, την αποκαλούμενη πλέον Αμηχανία επειδή στερείται παντελώς μηχανών, οριακά αδύνατη. Όλα όσα αποτελούν τους εφιάλτες που στοιχειώνουν το παρόν μας συνιστούν την πραγματικότητα εκείνου του μέλλοντος.

Τους ανθρώπους, τους επονομαζόμενους πλέον Αμήχανους, μια και δεν έχουν υποστεί καμία προσθήκη ή τροποποίηση, γενετική, μηχανική ή άλλη, έχουν διαδεχθεί οι μηχάνθρωποι. Ο μηχάνθρωπος είναι μια σύμμειξη ανθρώπου και μηχανής, ένας εξαιρετικά προηγμένος κυβερνητικός οργανισμός, ένα σάιμποργκ ή κυβόργιο όπως έχει αποδοθεί στα ελληνικά ο όρος. Ανάμεσα στον άνθρωπο και στον μηχάνθρωπο, τον παλαιό και τον νέο κυρίαρχο της γης, απλώνεται η άβυσσος της περιφρόνησης του ανώτερου προς το κατώτερο είδος, της αμοιβαίας καχυποψίας αλλά και της αμφίδρομης έχθρας.

Η μηχανθρωπότητα διάγει τον μηχανικό της βίο υπογείως μέσα σε περιτείχιστες, ασύλληπτα θηριώδεις μεγακατασκευές που θυμίζουν πόλεις-κράτη και απλώνονται σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για τις λεγόμενες Μηχανές,. Εκεί ζουν, σε αυστηρές κάστες χωρισμένοι οι μηχανικοί, οι μηχανόβιοι, οι βιομήχανοι και οι μηχανοδηγοί, μηχάνθρωποι όλοι, μια πλήρως εκτεχνικευμένη ζωή.

Ο θρίαμβος της τεχνοεπιστήμης δείχνει ολοκληρωτικός. Η ίδια η ζωή μοιάζει να έχει παραδώσει και τα πιο απόκρυφα μυστικά της στους επιστήμονες της μηχανθρωπότητας που μέσα από πολύπλοκα γενετικά πειράματα γυρεύει να ξεπεράσει τον εαυτό της και να δημιουργήσει ένα ακόμη ανώτερο είδος που θα ενσαρκώνει την αντίληψή της για την τελειότητα. Η κλίμακα είναι πρωτάνθρωπος, άνθρωπος, μηχάνθρωπος και μετά το άκρον άωτον της βιολογικής τελειότητας: ο βιοάγγελος.

«Θέλουμε να ξεπεράσουμε το είδος μας, να φτιάξουμε το είδος που θα μας αντικαταστήσει, ώστε να επικρατήσει η απόλυτη ευτυχία. Και καλά κάνουμε».

Ο Ρεστ, ένας μηχάνθρωπος που μαστίζεται από τη μοναξιά και την ανία, ένας διανοούμενος, θαυμαστής του έργου του Σάμιουελ Μπάτλερ, «προφήτη της εξέλιξης του ανθρώπου σε μηχάνθρωπο», όπως σημειώνει ο συγγραφέας, λαμβάνει μια μέρα ένα μυστηριώδες μέιλ σπό την άγνωστή του Λ-60. Από εκεί και πέρα ξετυλίγεται μια σειρά γεγονότων που όχι μόνο θα ανατρέψει όλα όσα ο Ρεστ γνωρίζει για τον κόσμο και τον εαυτό του αλλά και θα τον οδηγήσει σε οριακές καταστάσεις παρασύροντας αυτόν τον πάλαι ποτέ εύτακτο κόσμο στο χείλος της καταστροφής… και πέρα…

Και θα σταματήσω την έκθεση της υπόθεσης εδώ, μην προχωρώντας πέρα από εκείνα που ο αναγνώστης μπορεί να πληροφορηθεί διαβάζοντας το οπισθόφυλλο, όχι τόσο γιατί ο χρόνος δεν επιτρέπει να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες αλλά κυρίως γιατί θα ήταν κρίμα ν’ αποκαλύψω στο ελάχιστο κάτι από τα πολλά μυστικά του πολύχυμου αυτού μυθιστορήματος που μεγάλο μέρος της γοητείας του οφείλει, ιδίως από ένα σημείο κι έπειτα, στη ραγδαία δράση και τις αλλεπάλληλες ανατροπές.

Τι είναι όμως τελικά το Αίμα μηχανή; Σύμφωνα με μιαν ορισμένη αντίληψη, όχι αβάσιμη,  κάθε διερώτηση και διαπορία, κάθε αναζήτηση και συζήτηση καλό είναι να ξεκινά με τη διασάφηση των εννοιών. Σύμφωνα με μιαν άλλη, εξίσου βάσιμη, «η υπερβολική εμμονή σε ορισμούς μπορεί να αποβεί τροχοπέδη της σκέψης». Έχω την αίσθηση πάντως ότι την απάντηση στο ειδολογικό αυτό πρόβλημα θα δυσκολευτεί να τη δώσει ο αναγνώστης τελειώνοντας το βιβλίο. Τι είναι το Αίμα μηχανή; Και τι δεν είναι…

Μυθιστόρημα πάνω απ’ όλα βέβαια. Μυθιστόρημα πρώτα και κύρια. Τι λογής όμως; Μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας προφανέστατα, αλλά και ιστορία μυστηρίου παράλληλα· ιστορία μυστηρίου αλλά και ιστορία τρόμου· φουτουριστική δυστοπία αλλά και αστυνομική υπόθεση, κοινωνική σάτιρα αλλά και οικογενειακή σάγκα, σπαρακτική τραγωδία αλλά και συνταρακτική περιπέτεια, πολυαίμακτη ιστορία  αβυσσαίου έρωτα και λυσσώδους εκδίκησης αλλά και αφήγημα φιλοσοφικό – φιλοσοφικότατο μάλιστα, με τον τρόπο διά του οποίου στοχάζονται κατά βάσιν οι καλοί συγγραφείς μυθοπλασίας: διά του μύθου. Ναι, κι αυτό ακόμη είναι το Αίμα μηχανή. Ένα εκτενές σκοτεινό φιλοσοφικό παραμύθι για υποψιασμένα αλλά –γιατί όχι;– και ανυποψίαστα παιδιά. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την παλαιική και άκρως γοητευτική περίληψη που προτάσσεται στο πρώτο κεφάλαιο (αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα) οι εναρκτήριες λέξεις του βιβλίου δεν είναι άλλες από τη φράση: «Μια φορά κι έναν καιρό…».

Επιπλέον είναι ένα έργο που συνδυάζει το πολύ παλιό με το πολύ νέο (π.χ. τις συνόψεις που προαναφέραμε και τα ερωτηματολόγια που διακόπτουν την αφήγηση και απευθύνονται στον αναγνώστη) και το εξαιρετικά οικείο με το πρωτόφαντο, ένα μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί πλείστες όσες αφηγηματικές τεχνικές αξιοποιώντας τη μεγάλη παράδοση του δυτικού μυθιστορήματος, με την οποία ο συγγραφέας όχι απλώς έχει τριβή αλλά κατέχει σε βάθος τέτοιο, που του επιτρέπει από τη μια να στηρίζεται γερά σε αυτήν και από την άλλη παιγνιωδώς ή και ριψοκινδύνως ενίοτε να μεταπλάθει. Διάλογοι με ατάκες βγαλμένες από σπιρτόζικα θεατρικά (ο συγγραφέας άλλωστε έχει γράψει και θέατρο), εγκιβωτισμένα δοκίμια, ποιήματα πρωτότυπα ή σε μετάφραση, παραθέματα πολλά και ετερόκλητα και αναφορές ποικίλες που απλώνονται σ’ ένα φάσμα ευρύτατο από την επιστήμη και την τεχνολογία μέχρι τη λογοτεχνία και τη μουσική, όλα βρίσκουν τη θέση τους στην αφηγηματική ροή εκπλήσσοντας συχνά, εντυπωσιάζοντας μάλιστα, αλλά ουδέποτε ξενίζοντας.

Εκτός αυτών, το Αίμα μηχανή είναι και μυθιστόρημα οιονεί αναστοχαστικό που η παρουσία του και μόνο αποτελεί μια επίμονη και προκλητική ερώτηση πάνω στην ίδια τη μυθιστορηματική φόρμα και ταυτοχρόνως μια πειστικότατη απάντηση, μια εμπράγματη εκδοχή τού το τι θα μπορούσε να είναι το μυθιστόρημα σήμερα – εντός αλλά και εκτός Ελλάδος.

Κοντολογίς, ένα θηριώδες υβρίδιο, σαν τη μηχανθρωπότητα την περιπέτεια της οποίας εξιστορεί, ένα έργο μείζονος συγγραφικής φιλοδοξίας αλλά και πνοής, που αιχμαλωτίζει την προσοχή από την πρώτη ανάγνωση και οπωσδήποτε καλεί και τη δεύτερη και την τρίτη προκειμένου να εκδιπλώσει πλήρως την πολυστρώματη ουσία του.

Πολλά θαυμάζει κανείς προχωρώντας από φράση σε φράση και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Τόσο τη γενική διάρθρωση όσο και τις μικρές λεπτομέρειες: το πνευματώδες του φλέγμα αλλά και το πηγαίο χιούμορ του, την λεξιπαικτική δεινότητα του συγγραφέα αλλά και τη φιλοσοφική του ενημερότητα, τον σαρδόνιο καγχασμό μερικές φορές αλλά και τον τρυφερό λυρισμό του.

Θαυμαστό και το πώς όλες αυτές οι τάσεις που εξ ορισμού λειτουργούν μάλλον ως δυνάμεις φυγόκεντρες αρμόζονται αρμονικά για να συνθέσουν ένα συνεκτικό αφήγημα, μια συνεπή με τον εαυτό και τις προθέσεις της ιστορία, που ούτε μπατάρει ούτε φαλτσάρει από την αρχή μέχρι το τέλος.

Από τα πολλά, τα πάρα πολλά που κρατάω από το «Αίμα μηχανή» θα σταθώ σ’ ένα που για μένα είναι το κυρίαρχο. Ο Ρεστ, θαυμαστής του Μπάτλερ όπως είπαμε, έχει μεταφράσει ένα κείμενό του, που δημοσιεύεται στον ιστότοπο της Μέλλον Α.Ε., της εταιρείας στην οποία εργάζεται. Ανάμεσα στ’ άλλα διαβάζουμε:

«Κανένα διαβολικό πάθος, καμία ζήλια, καμιά πλεονεξία, καμιά αισχρή επιθυμία δεν θα ενοχλεί την ήρεμη δύναμη αυτών των θαυμαστών πλασμάτων (εν. των μηχανών). Αμαρτία, αιδώ και θλίψη δεν θα γνωρίζουν ποτέ. Ο νους τους θα βρίσκεται στην κατάσταση της διαρκούς γαλήνης, θα διέπεται από τη μακαριότητα ενός πνεύματος που δεν γνωρίζει ανάγκες και δεν ενοχλείται από μετάνοιες. Η φιλοδοξία δεν θα τις βασανίσει ποτέ. Η αχαριστία δεν θα τους προξενήσει ούτε μια στιγμή αμηχανίας. Η ένοχη συνείδηση, η ματαιωμένη ελπίδα, οι οδύνες της εξορίας, η αυθάδεια της εξουσίας και οι προσβολές που οι άξιοι δέχονται καρτερικά από τους ανάξιους – όλα αυτά θα είναι παντελώς άγνωστα στις μηχανές».

Κι όμως το μυθιστόρημα του Γιώργου Λαμπράκου –και πάλι δεν αποκαλύπτουμε τίποτα– είναι και αυτό: μια εμβριθής και επίμονη σπουδή των παθών της ψυχής– ανθρώπινης και μηχανθρώπινης. Η διάκριση αποδεικνύεται επουσιώδης. Διότι αυτό που τελικά είναι το άλφα και το ωμέγα, η πηγή και το πεδίο του κοσμικού δράματος, είναι η συνείδηση, αυτή η αστραπή μέσα στο ατέλειωτο συμπαντικό σκοτάδι· η συνείδηση που άπαξ και γεννηθεί –και δεν έχει σημασία αν θα προκύψει από τον βόμβο του αίματος ή από τον βρυχηθμό της μηχανής– μας βγάζει από τον παράδεισο, εντός ή εκτός εισαγωγικών, της μηχανιστικής νομοτέλειας για να μας ρίξει πλησίστιους στην κόλαση, πάλι εντός ή εκτός εισαγωγικών, της ελευθερίας· μας φέρνει λοιπόν αντιμέτωπους κάθε ώρα και στιγμή με «την τρέλα της απόφασης», κατά την ιδιοφυή ρήση του Κίργκεγκωρ, που αποτελεί και τη φράση που κλείνει το βιβλίο ύστερα από μια εντυπωσιακή coda εκατό περίπου σελίδων, όπου οι πολλαπλές εκδοχές του τέλους, όλες πιθανές και δυνατές και σχεδόν ισοσθενείς, πιστοποιούν ακριβώς αυτό – την απειρία των επιλογών και άρα των πραγματικοτήτων και των ιστοριών που τις καταγράφουν. Την απειρία που διανοίγει η συνείδηση.

Γι’ αυτό άλλωστε και ο συγγραφέας παρεμβάλλει παιγνιωδιώς και αυτά τα ερωτηματολόγια πολλαπλών επιλογών που απευθύνει στον αναγνώστη του. Του θυμίζει έτσι ότι η τέχνη, το κατά Σίλλερ «παίγνιον», αντικατοπτρίζει εν πολλοίς το παίγνιο του κόσμου και τον θέλει συμμέτοχο και αυτόν και ίσως συνεργό στα όσα εκτυλίσσονται: δεν θα παρακολουθεί απλώς τις αποφάσεις τον άλλων διαβάζοντας γι’ αυτές, αλλά θα παίρνει και τις δικές του κάθε ώρα και στιγμή, διότι η απόφαση είναι αναπόφευκτη.  Δεν διστάζει μάλιστα να παρενείρει τα ερωτηματολόγια αυτά ακόμα και όταν το δράμα οδεύει στην κορύφωσή του, από τη μια βγάζοντας μας από το παιχνίδι και από την άλλη ρίχνοντάς μας ακόμη πιο βαθιά, με την τριπλή του ιδιότητα, όπως φαίνεται και από τις υποσημειώσεις του, πότε ως συγγραφέας, πότε ως αφηγητής και πότε μεταφραστής.

Ένα και μόνον ένα είναι το θέμα: η συνείδηση… Όσα δεδομένα και αν σωρεύσουμε, όπως κι αν προσπαθήσουμε να κανονίσουμε τη ζωή, η αυτεπίγνωση αλλάζει τα πάντα εκ βάθρων, εκκινεί το παίγνιο του κόσμου. Στην ίδια την ιστορία του σύμπαντος είναι γεγονός κατακλυσμιαίο, μια δεύτερη Μεγάλη Έκρηξη. Δεν γεννά τον χώρο και τον χρόνο αλλά προκαλεί στο συνεχές κοσμικό ύφασμα μια ρωγμή που δεν είναι δυνατόν, άπαξ και ανοιχτεί, ποτέ να κλείσει: ξανοίγει μπροστά μας το βάραθρο της αβεβαιότητας αλλά και της ελευθερίας, άρα της τραγωδίας.

Αυτό υπογραμμίζει με όλους τους τρόπους και σε κάθε σελίδα το Αίμα μηχανή. Όσο κι αν προσπαθούμε να αρνηθούμε και να ξεφύγουμε από την τραγωδία, τόσο βυθιζόμαστε βαθύτερα σε αυτή. Όσο επιχειρούμε διά της μηχανής να εξαλείψουμε το αίμα, τόσο αυτό θα επιστρέφει ολοπόρφυρο και ακατάσχετο και θα μας κατακλύζει βάφοντας τον κόσμο ανεξίτηλα. Διότι η τραγωδία, ας το επαναλάβουμε, δεν είναι καταστατική συνθήκη του ανθρώπου ή του μηχανθρώπου αλλά της συνείδησης – όπως, όποτε και όπου κι αν αυτή προκύπτει: στο μακρινό παρελθόν ή στο απώτερο μέλλον, από τη ζεστή σάρκα ή από το ψυχρό μέταλλο, στον γαλάζιο πλανήτη μας ή σε κάποιον απρόσιτο γαλαξία.

Πράγμα που σημαίνει ότι η συνείδηση σε όποιες μορφές ζωής κι αν τυχόν τη συναντήσουμε, ανθρώπους και μηχανθρώπους, ρομπότ και κυβόργια, γήινους και εξωγήινους, μαζί με την τραγικότητα που τους προσδίδει τις αδερφοποιεί.

Ώστε μπορούμε να πούμε ότι άπαντες οι έχοντες συνείδηση είναι διά του πνεύματος αδερφοποιτοί. Αν τώρα αυτό γίνει κάποτε κοινή συνείδηση, ποιος ξέρει ίσως μπορούμε να ελπίζουμε ότι στη ρωγμή αυτή όπου φύεται το άνθος της ελευθερίας μαζί με την απόγνωση και το τραγικό μεγαλείο της ύπαρξης, ίσως, ίσως εμφιλοχωρεί και μια μικρή, ελάχιστη, τόση δα εύθραυστη ελπίδα ότι σ’ ένα μέλλον ακόμα πιο μακρινό από αυτό που ο συγγραφέας περιγράφει στο βιβλίο του θα μπορούσε να εξαλειφθεί, όχι βέβαια η τραγωδία, αλλά ποιος ξέρει τουλάχιστον να περιοριστεί σε βαθμό όχι αμελητέο η αγριότητα και το έγκλημα.

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ

Το κείμενο εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει» στις 2.12.22

*