Ο επικός λυρισμός του Ευστράτιου Σαρρή [2/2]

του ΘΕΟΔΟΣΗ ΒΟΛΚΩΦ

Ευστράτιος Σαρρής, Η τέχνη για το κάλλος,
Εκδόσεις Θεοδόση Αγγ. Παπαδημητρόπουλου, 2021

[ Συνέχεια από το Πρώτο Μέρος ]

Ο κορυφαίος των συγκαιρινών επιγραμματογράφων μας, τόσο από την άποψη του ποιού όσο και από την άποψη του ποσού, είναι σχεδόν επόμενο να έχει συνθέσει και επιγράμματα που ανακαλούν ευθέως τις απώτερες καταβολές του είδους. Πρόκειται για ποιήματα σεμνά και πένθιμα, ιερά αναθήματα σε αγαπημένους νεκρούς.

Από αυτά καθώς και από το σύνολο των επιγραμμάτων του θ’ άξιζε να παρατεθούν όχι ένα και δύο αλλά δεκάδες. Προσωπικά δε, αν μου ζητούσαν να τ’ «ανθολογήσω», θα τα περιελάμβανα όλα χωρίς να παραλείψω κανένα. Και θα συνέχιζα εντάσσοντας και άπαντα τα υπόλοιπα ποιήματα, μικρά και μεγάλα, σ’ έναν πολυσέλιδο τόμο ή και σε μια πολύτομη σειρά. Προσώρας ωστόσο θα σταθούμε μόνο σε ορισμένα, επιγράμματα ή ψευδοεπιγράμματα, όπου απαντάμε και το εξής αξιοσημείωτο: είναι γραμμένα για ζώα. Ο πλατωνικός ποιητής δεν αναγνωρίζει το «προνόμιο» της ψυχής αποκλειστικά στον άνθρωπο. Σαν άλλος φράτε Λεόνε, κατανικώντας κάθε ανθρωποκεντρικό εγωισμό, θέλει «και τα πουλάκια στην Παράδεισο». Διότι για ποια παραδείσια συνθήκη μπορούμε να μιλάμε, αν κι εκείνη η ζωή δεν είναι πλήρης, αν δεν ξεχειλίζει μάλιστα απ’ όλα όσα εδώ αγαπήσαμε;

Κι είναι ο Έρωτας, όπως τον αθανάτισε ο Πλάτων κι όπως τον αναδέχθηκε ο νεότερος ποιητής, αυτός που περισώζει τα όντα από την έκπτωση του θανάτου, θυμίζοντας και τον κατά Ρίλκε Θεό, ο οποίος στο χέρι Του συγκρατεί τα πάντα, που ανεξαιρέτως «πέφτουν».

Εἶχα μιὰ σκύλα κάποτε π’ ὠνόμασα Σκυλάκι,
μέχρι καὶ ποὺ ἐγέρασεν ἔτσι τὴν ἐκαλοῦσα.
Κι’ ὅντες ἐψυχομάχησε καὶ ἦτον ν’ ἀποθάνῃ
τρεῖς στὴν ἀράδα ἐγαύγισε, νὰ μ’ ἀποχαιρετίσῃ.
«Καλή μου μὴν φοβᾶσαι πλειὸν κι’ ἀλιὰ σ’ ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε,
κι’ ἒν ὁ ἔρως λόχρυσος ἁρμὸς κι’ ἀνακρατεῖ τὴν πλάσι.
Κι’ ἀπ’ τὲς ἁπλάδες τ’ οὐρανοῦ ὥσμε τὰ βύθη τοῦ ᾅδου,
τὸ πᾶν φυλάττει, μάτια μου, μὲ πύρινο πλεμμάτι.
Καὶ μήτε τοῦ γλιστρᾷ ψυχή, στὸν ἄβυσσον νὰ πέσῃ,
κι’ ἀγαληνὰ μὲ τὸν καιρὸν ὅλους μᾶς ἀνεβάζει,
μᾶς πάει σὲ χῶρες ἄλυπες, σὲ τόπους δίχως δάκρυα,
κεῖ ποὺ θὰ ξανασμείξωμε, χαῖρε, Σκυλάκι, χαῖρε».

[Στὸ Σκυλάκι]

Η επίγνωση της επικείμενης και οριστικής απώλειας που σκιάζει κάθε πλάσμα δεν σταματά την ψυχή που έχει όχι μόνο την ανάγκη παρά και τη βούληση της αγάπης.

Δὲν σὲ φοβοῦμαι Χάροντα, ποτὲς δὲν σὲ φοβήθην,
μὰ ψέμματα θὰ τό ’λεγα σκληρὸς ὅτι δὲν εἶσαι.
Ἀῤῥώστιες οἱ σαγίττες σου, κοντάρι σου ὁ πόνος,
σπαθί σου, τὸ φαρμακερόν, ὁ θάνατος ἀτός του.
Κι’ ἂν ὅλους πάρῃς π’ ἀγαπῶ κι’ ὅσους θὲ ν’ ἀγαπήσω
δὲν σκιάζεις με, πικρόχαρε, τὸ ἀγαπᾶν νὰ πάψω.

[Εἰς μνήμην τοῦ σκύλου Ἕκτορος]

Η δε πίστη που διατρανώνεται στον καταληκτήριο στίχο θα μπορούσε να επιγράψει όλοκληρη σειρά επιγραμμάτων καθώς και πληθώρα άλλων ποιημάτων που αρδεύονται από τον έρωτα του ιδανικού μα και του συγκεκριμένου.

Δώδεκα χρόνους ἔζησες, μικρὴ τριανταφυλλίτσα,
κι’ εὐώδιασες μὲ τ’ ἄνθια σου τὴν ἄχαρη ζωή μας.
Μᾶς γέννησες πολλῶ λογιῶ μικρὲς τριανταφυλλίτσες
κι’ ἐγίνη ὁ βιός μας ὁ ξερὸς περβόλι μυρωδᾶτο.
Εἴθε ὁ δαίμων ὁ καλὸς νὰ σὲ καλοτυχίσῃ,
κι’ ὡσότου ξανασμείξουμε δὲν σ’ ἀπολησμονοῦμε.
Ὅ,τι ἔδεσεν ὁ ἔρωτας ὁ θάνατος δὲν λύνει.

[Ἀποχαιρετισμὸς στὴν γατοῦλα Τσιτσιφρίγκα]

Είδαμε παραπάνω το επίγραμμα για τον χρόνο. Σ’ ένα άλλο ποίημα, εκτενέστερο αυτό, ο ποιητής επιστρέφει στο ίδιο θέμα και στοχάζεται πάνω στο μέγα μυστήριο. Ο χρόνος παρομοιάζεται με σκάλα και η βιοπορεία κάθε όντος με το υποχρεωτικό ανέβασμά της. Οι πανίσχυρες εικόνες ιχνογραφούν το βέλος του χρόνου που έχει μια μόνο φορά –πρόσω– καθώς και τη σκοτεινή του φύση, που δεν υπόκειται στην ανθρώπινη βούληση.

Ὁ χρόνος ἒν ἡ κλίμακα, ὁ χρόνος ἒν ἡ σκάλα,
γεννιέσαι καὶ πρωτοκινᾷς κι’ ἄρχεσαι τὸ ἀναβαίνειν,
καὶ μήτε δύνεσαι σταθῇς, μήτε ν’ ἀργοδιαβῇς την,
μήτε καὶ νὰ πισωστραφῇς, νὰ μπροστοδρασκελίσῃς·
καὶ ὅπου ἐσκαλοβάτησες ῥαγίζει καὶ κρημνιέται,
κι’ ὅλην περνᾷς την ἀστανιόν, ἀθέλητα περνᾷς την,
ὣς τὸ στερνοπλατύσκαλον, τὴν χαίνουσα τὴν πόρταν.
Θάνατος ἒν τὸ πέρασμα, θάνατος ἒν ἡ πόρτα,
γεννιέσαι καὶ πρωτοκινᾷς κι’ ἄρχεσαι τὸ ἀναβαίνειν,
κι’ ἔνε πολλά, Λιζοῦλα μου, τὰ πορτοσκαλοπάτια,
κι’ ἔνι μακρὺς ἀνήφορος ὁ δρόμος οὐρανόσε·
ὅτ’ εἴμεθα τοῦ οὐρανοῦ, ψυχὴ ἐκ τὴν ψυχήν του
καὶ τὴν ψυχὴν ἣν ἔδωκεν ὀπίσω τήνε θέλει,
κι’ ἔχει τὸν χρόνο σκάλα της, σιμά του γιὰ ν’ ἀνέβῃ.
Σὲ καὶ τὴν ἀδελφοῦλα σου πρῶτα σκυλιά μου εἶχα,
ὁποὺ ἀνεβήκαμεν ὁμοῦ λίγα τὰ σκαλοπάτια,
ἀμὴ πολλὰ σὲ ἠγάπησα, σ’ ἐλάτρεψα περίττου,
κι’ ὥσμε τὴν πόρταν σ’ ἀγαπῶ, θαῤῥῶ καὶ παραπέρα·
ὥσμε τὸ σκαλοκέφαλον ποὺ ὁ χρόνος καταλυέται,
καὶ πλειὸν πόρτα δὲν φαίνεται, νηὰ σκάλα δὲν περνιέται,
κι’ ἒν ὅλο ἁπλάδες καὶ δροσιὲς καὶ φῶς ὁποὺ δὲν σβηέται.

[Στὴν Λίζα]

* * *

Μιλήσαμε ήδη για τον έρωτα του ιδανικού αλλά και του συγκεκριμένου, που θερμαίνει την ψυχή του ποιητή και γονιμοποιεί τον λόγο του. Θα δούμε τώρα –με τον μόνο τρόπο που οφείλουμε να κοιτάζουμε, δηλαδή με αναδρομές και αναφορές στο ίδιο το έργο– ότι ο Ευστράτιος Σαρρής πέρα από μέγας επικός είναι και μέγας ερωτικός ποιητής. Εκτός από ιστορητής δηλαδή, είναι και λυράρης. Επικολυρικός, καθώς το σημειώσαμε κιόλας, που θα πει ότι εντός του συναιρεί και συμφιλιώνει δύο καλλιτεχνικές προσωπικότητες και δυνάμεις αδερφικές αλλά και ξέχωρες: τον βάρδο και τον τροβαδούρο, τον υμνητή του ήρωα και τον μελωδό του έρωτα.

Πές μου, θερμοπαρακαλῶ, μίλα μου, σ’ ἱκετεύω.
Εἶμαι σπασμένο ἄγαλμα ’μπρὸς στὰ γυμνά σου πόδια,
εἶμαι πατάρι σκοτεινὸ στὶς φωτεινές σου γρίλιες,
φόβος διαβάτη ἔρημου στοῦ δειλινοῦ τὴν ὥρα.
Ὅταν στραγγίζ’ ἡ ὕστατη βαθύχρωμη πορφύρα
τῆς πόλεως ὁ ἀλλόκοτος ἀχὸς μὲ περιζώνει,
φαντάζει πέρ’ ἀλαργινὴ ἡ ἀχτῖδα τῆς αὐγῆς σου.
Ὁ Ἄρης μπαίνει στὸν Σκορπιό, ῥώμη βουτᾷ στὰ πάθη,
βουβὸς στὴν γῆ στυλώνομαι καὶ ἀτενίζω τ’ ἄστρη,
κι’ ὅλ’ ἡ φωτιά των σύγκορμη δὲν καίει ὡς τοῦ κορμιοῦ μου.
Σπιθοβολῶντας φλέγομαι, σύμπαν ἀκέρηο λάμπω,
καὶ διαστέλλομαι γοργὰ κι’ ἀστροπορῶ γιὰ σένα.

Κατηφορίζω τὴν Συγγροῦ, πατῶ τὴν Ἐγνατία,
δὲν εἶναι γύρω κτήρια, μήτ’ ἅμαξες κι’ ἀνθρῶποι,
μόνον περβόλια μυστικὰ κι’ ὀνειροκῆποι μίλια,
θολοὶ κι’ ἀποβροχάρηδες μὲ μονοπάτια γέμουν.
Στὶς ἄνορες ἐκτάσεις των πόρτα ξεκρίνω μία.
Κυρία, ὑποδέξου με! Κυρία, ἄνοιξέ μου!
Νὰ περατώσω τὴν ψυχὴ στὴν σάρκινή σου ἀγκάλη.
Ἰδού, νεκρὰ σωριάζονται τ’ ἄλογα τῶν αἰώνων,
κι’ ἰδού, οἱ λόγχες τοῦ κακοῦ ἐπλέξαν μ’ ἀνθοσμάρια,
ἥλιος μόλις μ’ ἐθώρησε τὸ ἡλιακό σου βλέμμα.
Βράχος ἤμουν ἀδέσποτος καὶ ἄνυδρος πλανήτης,
κι’ ὅλο γεμίζ’ ὠκεανούς, δασώνομαι γιὰ σένα.

Δὲν ντρέπομαι ὁλόγυμνος στὰ μάτια σου νὰ μείνω,
δειλοὺς ὁ ἔρως δὲν τιμᾷ καὶ ντροπαλοὺς δὲν στέργει,
κι’ ἂν θέλῃς χάσου, σβῆσε με, φεύγα, λησμόνησέ με.
Μὲς στὸ κελλί μου τ’ ἀχαμνὸ καίγει τὸ μονοκέρι
κι’ ὁ ἥσκιος μου σὰν φάντασμα τὸν ἥσκιο σου γυρεύει,
νὰ σμείξουν μπρὸς στήθια γυμνά, πίσω στὶς πλάτες χέρια.
Ἐδῶ σιωπή, ἐδῶ θανή, τοῦ κάτω κόσμου στάχτη,
σκαλίζω ἐντός της ποιήματα, σκάλιζε τὴν ἀγάπη,
κι’ ἄλλο ῥηγᾶτον ἄπαρτο στὴν στάχτη δὲν φυτρώνει.
Κισσὸς μὲ φύλλα κόκκινα κι’ ὁ οὐρανὸς δακρυώνει,
πίνω ἀπ’ τὸ ποτήρι μου τοῦ Βάκχου πύρινο αἷμα,
ἐλπίδα ὁμοῦ μ’ ἀπόγνωσι θὰ ὀνειρευτῶ· γιὰ σένα.

[Γιὰ σένα (Περίπατος), σσ. 62-63]

Αλλά και ως ερωτογράφος ο Ευστράτιος Σαρρής διατηρεί τον επικό του πυρήνα, την επική του –για την οποία τόσες φορές μιλήσαμε– ψυχή: την αντικειμενική κατά βάση περιγραφή και την απόδοση υγιών ψυχικών δυνάμεων διά της χρήσεως συμβόλων και αρχετύπων καθολικών και διαιώνιων. Δεν εκπίπτει ποτέ σε ανοστόλογες ερωτοτριβές ή σε μικρολόγους ψυχολογισμούς. Ο κραταιός πλατωνισμός του από τη μια και η σθεναρή ανδροπρέπειά του από την άλλη χρωματίζουν την ερωτογραφία του με κάτι το αγέρωχο και δίνουν ακόμη και στην αμεσότερη έκφραση του ηδονισμού τού ιδανισμού την υψηλήν ευγένεια. To χοϊκό συμπλέκεται αξεχώριστα με το ουράνιο.

Δεξιά ’χω κόρην ἐγδυμνή, ζερβὰ τὸ κρυὸν σπαθί μου,
κάτω μου ὁγρὴ ἁπλών’ ἡ γῆς κι’ ἀπάνωθέ μου τ’ ἄστρη
κι’ ἄγρυπνος συλλογίζομαι καὶ λογισμοὶ ἀγρυπνοῦν με:
Πὼς κεῖμαι, λέει, κορφομεσίς, στοῦ κόσμου τὸ γιοφύρι,
κι’ εἰς τό ’να στόμα ὁ θάνατος κι’ εἰς τ’ ἀντικρὺ ἡ ἀγάπη,
κι’ ὁ χρόνος κάτω ἀφροκυλᾷ κι’ ὁ αἰῶνας πανωφέγγει,
καὶ μ’ ἀνακράζουν, μὲ καλοῦν κι’ «ἄνθρωπο» μ’ ὀνομάζουν
κι’ ἐγὼ εἰς αὐτοὺς ποκρίνομαι κάθε ποὺ ἐμὲ φωνάζουν.
«Εἶμαι ὑγιὸς τῆς μάννας γῆς καὶ τ’ οὐρανοῦ βλαστάρι,
κι’ ἂν εἶστε οἱ τρεῖς ἡ μοῖρα μου, ἡ ἀγάπη εἶν’ ὁ ἀγών μου,
ἡ τελευτὴ κι’ ὁ χρόνος μου, μήτρα μου, πατρικόν μου».
Κι’ ὁρμὴν ὁ χρόνος μ’ ἔδωκεν κι’ ὁ θάνατος νηὰ χάρι·
τοὺς λογισμοὺς ἀπόδιωξα κι’ ὁλόκορμος πυρώνω
κι’ ἐστράφην στὸ ἐγδυμνὸ κορμὶ κι’ ἀγκάλιασα τὴν κόρη
κι’ εἰς τὸν ἀγρὸν ἐχώθηκα τὰ οὐράνια νὰ τρυγήσω.

[Ὀρφικὸν ἐρωτικὸν, σ. 47]

Ποιητής πλήρης και ισόρροπος, ο Ευστράτιος Σαρρής φέρνει στον Πόλεμο κάτι από το ήθος του εραστή, και στον Έρωτα κάτι από το ήθος του πολεμιστή. Έτσι, ούτε ο Πόλεμος ξεστρατίζει ποτέ προς την ωμότητα ούτε ο Έρωτας προς τη μαλθακότητα. Τούτη η σύγκραση των δύο στοιχείων, του πολεμικού και του ερωτικού, είναι εμφανής ακόμη και στην εικονοποιία. Το ποίημα που ακολουθεί, από τις πιο πρόσφατες δημιουργίες του ποιητή, είναι όλο, από τον πρώτο μέχρι τον έσχατο στίχο, μια αριστουργηματική παρομοίωση. Αναρίθμητες φορές έχει παραλληλιστεί το θανάσιμο γυναικείο κάλλος, η ομορφιά που σκοτώνει, με όπλο φονικό, με ξίφος ή με μαχαίρι, αλλά ποτέ έτσι. Ο Ευστράτιος Σαρρής παραλαμβάνει τον αισθητικό αυτόν κοινό τόπο και, ταιριάζοντας μια σκήνη του σήμερα μ’ έναν μύθο του χθες, του δίνει ύψος ιλιγγιώδες.

Σὰν τὸ γυμνὸ Ἐξκάλιμπερ, τὸ λιθοστερηωμένο,
ποὺ γλείφει το ψιλόβροχον, τυλίγουν το οἱ ἀντάρες,
τὸ οὐδεὶς νὰ εὑρέθη σύρῃ το, τὸ οὐδεὶς ν’ ἀποτραβήξῃ,
τὸ οὐδεὶς χεροζυγιάσῃ το, περάσῃ στὴν ζωστρή του,
νὰ εἰπῇ του «Εἶμ’ ὁ ῥῆγας σου καὶ σὺ ἡ δύναμίς μου»,
οὕτως ὀρθὴ ἐλούετον, στητὴ καὶ γυμνωμένη.
Κι’ ἦτο ἡ κορμοστασιὰ σπαθί, πέτρα οἱ λουτροψηφῖδες,
κι’ οἱ ὑδροῤῥοὲς ψιλόβροχον κι’ οἱ ὑδρατμοὶ ἀντάρες.
Κι’ ἐπόθουν νά ’μπω εἰς τὸ λουτρό, νὰ τὴν σφιχταγκαλιάσω,
στήθια νὰ σμείξουν κι’ ἂς κοπῶ, χέρια νὰ πισωπιάσω,
νὰ εἰπῶ της «Εἶμαι μοῖρα σου καὶ σὺ κρυφὴ ψυχή μου».

[Ἐξκάλιμπερ]

Στη «Γυμνογραφία» πάλι, ένα υμνητικό ποίημα που κορυφώνεται σε μια εικόνα λατρευτικής παγανιστικής τελετουργίας, η λέξη, ο λόγος γιορτάζει και δοξάζει, αποθεώνει τη σάρκα.

Τ’ ὁλόγυμνο κορίτσι * τὸ ἐνώπιον τοῦ καθρέφτη
θαυμάζει τὸ κορμί της, * ῥέει κι’ ὀνειρονυφαίνει.
Ζάλευκη ὡς τὸ χιόνι, * μελαχροινὴ ὡς ἡ νύχτα,
τὸ ἁρμονικό της στῆθος * φουχτώνει κι’ ἀπομένει.
Ὀρθή, στητή, μπρός, πίσω, * τ’ ἀστρόβλεμμά της φέγγει
κάθε γραμμὴ καὶ τόπο, * κάθε ἀκρινὸ καντόνι.
Στὴν γῆ τοῦ ἀντικαθρέφτη * ὁ δαίμων καίει κι’ ἱδρώνει,
ξιφάρι πάγου-λάβρας, * σαγίττα ποτισμένη.
Κρίκος στὴν κάθε ῥῶγα, * κρίκος στὸν ὀμφαλό της,
τὸ φωτοτρίγωνό της * στὸ ἡμίφως λαμπυρίζει.
Γυμνότριχο τὸ αἰδοῖον * μὲ τοὺς χυτοὺς μηρούς της
γῆν ἄλλη τριγωνίζει * κι’ ἀχνὴ ὁδὸς τὰ ἑνώνει.
Τὸν χρόνο καμπυλώνει * ἡ ἀπόκρυφη κλεψύδρα,
μετρᾷ, γεμίζει, ἀδειάζει * τὴν ὑπερκόσμιαν ὥρα.
Τ’ ὁλόγυμνο κορίτσι * στὴν κλίνη του πλαγιάζει,
ἀνάσκελη ῥεμβάζει * κι’ ἀναγερτὴ καπνίζει.
Βράδυ, κοιμᾶται τώρα· * πύλη καὶ βένθος κι’ ὄναρ,
ἀνεδομήθ’ ἡ κτίσις, * ξέφωτο δασοτόπι.
Θωρεῖ τὸν ἑαυτό της, * σ’ ἀρχαῖο βωμὸν ἀπάνω
ἐνήδονη γυμνότης, * γύρω δαυλοὶ ἀναμμένοι.
Θαμπὰ τὰ πρόσωπά των, * ἀνέγνωροι ἄντρες, ξένοι,
ζευγάρια χέρια πλήθια * λαίμαργα τὴν ἀγγίζουν.
Κάθε γραμμὴ καὶ τόπος, * κάθε ἀκρινὸ καντόνι
ξάφνου σκουριὰ καὶ πέφτει, * νηὰ σάρκα ἀναδυέται.
Ἡ ἁγνότης καταλυέται, * τραβιοῦνται ὁμοῦ τὰ χέρια,
γύρω οἱ δαυλοὶ σβησμένοι, * μὰ ἐρωτοστράφτει μόνη…
Τοῦ πρωινοῦ οἱ ἥσκιοι, * χέρια ἡλιοκαμμένα,
ἀντρίκεια, φλεβιασμένα * γαλήνια τὴν θωπεύουν.
Πλέον ὁ χρησμὸς ἐδόθη, * τὸ κάλλος δικαιώθη,
στοῦ ἔρωτος τὴν θέρμην * μέταλλο ὑγρὸ θὰ λειώσῃ.
Στῆς πείρας τὸ ἀμόνι * θὰ τὸ ἀργάσουν σφῦρες
ἡρώων καὶ σατύρων· * σπάθη χρυσῆ νὰ λάμψῃ.
Καὶ σφίγγει τὸ κορίτσι * στὰ στήθη τὸ σεντόνι·
κεῖνο πίνει τὴν ἅψι, * τὴν δρόσο καὶ τὸ μύρον.

[Γυμνογραφία]

Στον κόσμο του Ευστράτιου Σαρρή ο «Έρως-Ήρως» δεσπόζει. Σαν να συνεργάζονται και να συμπολεμούν, ο ηρωικός έρωτας από τη μια και ο ερωτικός ήρωας από την άλλη δίνουν πνοή σε μια γενναιότερη και αγνότερη, ωραιότερη και πιο περήφανη ανθρωπότητα. Ενάντια σε μυριάδες αντιξοότητες, στη μικρότητα και στην ευτέλεια της εποχής προπάντων, αγωνίζονται και οι δυο από κοινού τόσο για την κατίσχυση του αγαθού όσο και για τη νίκη της αγάπης. Σε πείσμα ενός υποκριτικού, χυδαίου και πορνοκρατούμενου πολιτισμού, που έχει ευτελίσει τον Έρωτα αποψιλώνοντάς τον από κάθε πνευματικότητα, που μαγαρίζει και μυκτηρίζει καθετί που λειτουργεί ακόμη και ως μνεία ελάχιστη του υψηλού, ο ποιητής, μεταξύ άλλων, καινουργώνει το ερωτικό εγκώμιο και ξαναχτίζει το λαμπρό Ερωτόκαστρο για να επανεγκαταστήσει τον Έρωτα στον θρόνο που του πρέπει.

***
Σταχυολογώ μερικές ακόμη, ελάχιστες, κορυφώσεις ενός μεγαλεπήβολου ποιητικού έργου. Κάτω απ’ την εκπληκτική του συμπάγεια και ομοιομορφία, αστράφτει ένας ολόκληρος κόσμος απαρτιζόμενος από πανταχού παρούσες επιμέρους επιτεύξεις που κρύβονται στις λεπτομέρειες. Αν η εποπτική ανάγνωση μάς φέρνει αντιμέτωπους με το ασύλληπτο εύρος αυτού του πνευματικού τοπίου, ο εκ του σύνεγγυς ετασμός αποκαλύπτει κρυμμένες ομορφιές και πλούτη.

Ακολούθως, για παράδειγμα, και επιστρέφοντας στο εναρκήριο ποίημα της συλλογής «Η τέχνη για το κάλλος», απαντάμε μια δαντικής πνοής εικόνα φερμένη στον καμβά του δημοτικού μας τραγουδιού, όπου το τρισένδοξο ασύνδετό του σχήμα υπογραμμίζει το απροσμέτρητο πλήθος των τεθνεώτων. Να πώς η ιταλική τερτσίνα από τη μια και ο ελληνικός δεκαπεντασύλλαβος από την άλλη αποδίδουν αλλοτρόπως το ίδιο νόημα, σύμφωνα πάντα με την ιδιαίτερη ευαισθησία κάθε λαού. Εκεί που ο Ιταλός, μαθηματικότερος, υποδηλώνει την έννοια του απείρου αποφατικά, πυκνώνοντας τον λόγο, ο Έλληνας ζωγραφικότατος απλώνεται παρασταίνοντας οικείες εικόνες. Ο Φλωρεντίνος άγει τον νου προς την αφαίρεση και τον αιθέρα των εννοιών, ο Μακεδόνας τον φέρει προς τις ξεκάθαρα περιγεγραμμένες μορφές και τη γη του συγκεκριμένου.
Ιδού ο Δάντης, στην καινούργια, έμμετρη και υποδειγματική για τη διαύγειά της, μετάφραση του Δημήτρη Μαυρίκιου:

στρατιές σέρνονται πίσω του τα πλήθη
τόσα, που δεν θα πίστευα ποτέ μου
πως θέρισε του Χάρου το δρεπάνι.

Και να, κοιτώντας τον στα μάτια, ο Ευστράτιος Σαρρής:

«Καὶ τί ’τονε, Σουλτᾶνε μου, τὸ τρομερὸν ὁπού ’δες;»
«Τῶν ἀσωμάτων τὴν στρατιά, τῶν ἄσαρκων τ’ ἀσκέρι,
τῶν ποθαμένων, τῶν νεκρῶν, τῶν νεκροσκλαβωμένων,
φαντάσματα ὡσὰν καπνιά, φουσσᾶτο μὲς στὸ πούσι,
ἀτέλειωτοι παρέλαυναν, χιλιάδες καὶ μυριάδες.
Ἄλλοι βογγοῦσαν, σπάραζαν, γοερὰ μοιργιολογοῦσαν,
κι’ ἄλλοι βουβοὶ ἐβάδιζαν, μὲ μάτια ἀδειασμένα […]

Από την κατάβαση στον Κάτω κόσμο και την αναμέτρηση με το Μηδέν, ο ποιητής ανασύρει ένα ακόμη ισχυρό ποίημα γραμμένο σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα.

Στῆς κόλασης εὑρέθηκα τὴν ἀγκαθένια θύρα,
μπῆκα τὸν τόπο νὰ ἰδῶ, τοῦ ἁμαρτωλοῦ τὴ μοῖρα.
Κι’ ὁ δύστυχος ὑπάγαινα κι’ ἄπαυτα περπατοῦσα,
ἐρήμους μπρὸς κατάπινα κι’ ἐρήμους προσπερνοῦσα.
Καζάνια ποῦ νὰ ἐκόχλαζαν, δαιμόνοι νὰ ὠλολύζαν,
τῶν κολασμένων οἱ ψυχὲς μὲ πόνους νὰ γογγύζαν;
Τὸ Τίποτα κεῖ σέρπονταν καὶ τὸ Μηδὲν γυρνοῦσε,
τὰ ποὺ λογιόμουν ἔπνιγε, τὰ ποὺ ἔνιωθα ῥουφοῦσε.
Κι’ ὁ δράκων κουλλουριάστηκε στὴν σπίθα ἀπ’ τὴν ψυχή μου,
κοῦρσος ν’ ἁρπάξῃ ἐζήταγε τὸ ἀθάνατο κερί μου.
«Δῷς μοι τὸ ἄσβεστόν σου πῦρ ποὺ ἀθάνατον σ’ ἐκράτει,
σὺ νὰ σκορπίσῃς στὸ μηδὲν κι’ ἐγὼ νὰ ὑπάρξω κάτι».
Ξυπνῶ ἀπ’ τὸ καρδιοπλάκωμα, κλαίγω ἀπ’ τὸν μαῦρο τρόμο
καὶ πάλε σὰν τ’ ἀνιστορῶ, ῥιγῶ κι’ ἀπομαργώνω.

[Ὑπνοφαντασιὰ]

Μα οι υπνοφαντασιές και οι ονειροφαντασιές δεν κρατούν πολύ. Το υπερπέραν μπορεί να περιμένει. Το «Μηδέν» και το «Τίποτα» θα μείνουν με άδεια χέρια. Ο ποιητής ανήκει στη ζωή και κάθε κατάβαση στα χθόνια δώματα την ορμή του για ζωή εκατονταπλασιάζει και κάθε φορά με τη ζωή συνάπτει συμβόλαιο νέο. Η πραγματικότητα ζητά τα εαυτής και ο άξιος ποιητής τής τα δίνει. Πόσο αναζωγονητικό και ψυχωφελές ν’ ακούμε ξανά μια ρωμαλέα φωνή που μιλά χωρίς να ντρέπεται για απλές, διαχρονικές, πανανθρώπινες αξίες, για πράγματα που πάντα μας πληγώνουν και πάντα μας καίνε, με λόγια καθαρά και ξάστερα και φυσικά υψηλά· όταν μιλάμε για την ποίηση του Ευστράτιου Σαρρή μιλάμε πάντα και ανεξαιρέτως για ύψος. Για την αλήθεια καιγόταν και πεινούσε παραπάνω, για δικαιοσύνη διψά και φλέγεται τώρα.

Ὢ Δίκηο! Μακρυχαίτικο, πλατύστερνο ληοντάρι,
κι’ ἀπ’ τὲς ἀχτῖδες τοῦ ἡλιοῦ βασιλοκρατημένο,
πού ’χες τὰ δόντια σουβλερά, τὰ νύχια ἀκονισμένα,
πού ’σουν στὸ θώρι ἡ δύναμις, στὸ διάβαινες ἡ χάρις,
κι’ ὅντες βρουχιόσουν λούφαζαν τ’ ἀδικοκαμωμένα,
κι’ ἐκέρωνε κάθε κακό, στράγγιζε δίχως θάῤῥη,
καὶ ἠτρέμαν σε τ’ ἀνάξια, μὲ τ’ ἀστανιὸ σὲ ὑμνοῦσαν,
τῆς ἀξιοσύνης τὸν ἀνθὸ καρπόδενε ἡ βουλή σου,
καὶ τὸ πρεπὸ καντάριαζες, τοῦ δουλευτῆ, μοιράδι,
κι’ ὅλοι ποὺ εἰς σένα ἤλπιζαν κι’ ἀμῶναν κι’ ἀγαποῦσαν,
τώρα σὲ συζητοῦν κιοτή, σὲ κράζουν γιὰ ψωριάρη,
ἀμ’ σκιάζονται καὶ περπατοῦν μακριὰ ἀπὸ τὴν ὀργή σου.
Τώρα στ’ ἀτσάλινα κλουβιὰ γυρνᾷς τῶν μεγιστάνων,
κι’ ἔχεις λουρὶ στὸν τράχηλο, φιογκάκι στὴν οὐρά σου,
σαλτάρεις γύρους μὲ φωτιά, κάμεις τὸν τσαρλατᾶνο,
γατοῦλα, τρέχεις καὶ κυλᾷς τῶν πλούσιω τὸ κουβάρι,
σ’ ἐκειοὺς τρίβεσαι, γουργουρᾷς, κοιμιέσαι στὴν ποδιά τους,
καὶ τὸν μικρούλη πρὶν γευτῇς, ποντίκι, τυραγνεύεις,
φαφούτικο ἀνημπόρεψες, κρηὰς μαλακὸ γυρεύεις,
δὲν κόφτουν τὰ σαγόνια σου, τὰ νύχια σου δὲν σκίζουν
σκληρόπετσους τῆς ἀνομιᾶς κι’ ἀδίκους τῶν ἀρχόντων,
νοικοκυραίους μασουλᾶν, μὲ σάρκες πλέμπας τρίζουν,
τσανακογλείφτη κάθε βιᾶς, τοῦ ἰμπέριου βασταγάρι,
ὢ Δίκηο! Μοχτηρὸ θεργιό, μοβόρε ξεδοντιάρη.

[Ὁ ξεδοντιάρης λέων, σ. 34]

Μεσα στα τόσα που έχει κατορθώσει ο Ευστράτιος Σαρρής, ο ακρίτης του επικού λυρισμού, πανάξιος κληρονόμος μιας μείζονος ποιητικής παράδοσης, έχει δώσει –πράγμα επόμενο– και νέα ζωή στον αρχετυπικό ακρίτη, στον Διγενή της βυζαντινής εποποιίας και ασματογραφίας. Ακούστε:

Κάλεσε τὸν ὑγιόκαν του ὁ Διγενὴς σιμά του
κ’ ἐχούφτωνε βαρὺ σπαθὶ κι ἄδραχνε καὶ δρεπάνι,
κι ὁλόρθα τὰ ἐσήκωνεν καὶ τά ’δειχνεν τοῦ ἀγούρου.
Ἀτσάλινο ἦτον τὸ σπαθί, σίδερο τὸ δρεπάνι,
κι ἀστραφτερὸ ἦτον τὸ σπαθὶ καὶ γκρίζο τὸ δρεπάνι,
κ’ ἔμορφον κ’ ἴσιον τὸ σπαθί, γαμψὸ ἦτον τὸ δρεπάνι,
καὶ σκαλισμένο τὸ σπαθί, γδυμνὸ ἦτον τὸ δρεπάνι.
Κι ὁ Διγενὴς ἠρώτησεν μετὰ πονηροσύνης:
«Ὑγιέ μ’ ποιός ἔν’ ὁ δέσποτας; Ποιός ἔν’ ὁ ὑπηρέτης;»
Καλοστοχάστη ὁ ἄγουρος νὰ δαχτυλοδιαλέξει:
«Δρεπάνι νὰ ἔν’ ὁ δέσποτας, σπαθίον ὁ ὑπηρέτης;
Σπαθίον τάχα ὁ δέσποτας, δρεπάνι ὁ ὑπηρέτης;
Οὐδείς, κύρη μου, ὁ δέσποτας, οὐδεὶς κι ὁ ὑπηρέτης,
μόνε συντρόφοι, ξύμμαχοι, τῆς προκοπῆς ἀργάτες.
Τό ’να κερδίζει τὴν ζωήν, τ’ ἄλλο τοῦ ὀχτροῦ χαλνάει.
Τό ’να αὐγαταίνει πλούτια, βιὸν καὶ τ’ ἄλλο τὰ φυλάει.
Τό ’να θερίζει τοὺς καρπούς, τ’ ἄλλο θερίζει δάκρυ.
Τό ’να χαρίζει τὴν τιμή, τ’ ἄλλο τήνε βλεπίζει…»
Ἐσταύρωσεν ὁ Διγενὴς σπαθὶ μὲ τὸ δρεπάνι.
«…κι ὅσον ὁμοῦ παλεύουσιν, ἡ λευτεριὰ γεννιέται…»
Ἐχώρισεν ὁ Διγενὴς σπαθὶν ἀπ’ τὸ δρεπάνι.
«…κι ὅντες ἀνάντια περπατοῦν ἡ ἀσκήμια βασιλεύει…»
Βροντογελᾶ ὁ Διγενὴς καὶ ὁ πέργερος τραντάχτη
καὶ θηκαρώνει τὸ σπαθὶ κ’ ἐζώστη τὸ δρεπάνι
κ’ ἔπαιξε κι ἀνεκάτωσε τὴν κεφαλὴ τοῦ ὑγιοῦ του.
«Θύρα, κλινάριν καὶ σκεπὴν ὄνομα ἔχουν σπίτιν,
τὸν γεωργὸν πολεμιστὴν γνωρίζουν τον ἀκρίτην.
Σὰν τὸν Ἀνταῖον ὁποὺ ἡ γῆς ἄτρωτο τόνε φτειάνει,
ἀκαταγώνιστα σπαθιὰ μᾶς θρέφει τὸ δρεπάνι.
Τὸ σύντροφοι δοξάζει τα, τὸ χώρια τ’ ἀτιμάζει,
τό ’να εἰς τὸ κοῦρσος καταντᾶ, τ’ ἄλλο ἡ σκλαβιὰ ῥημάζει».

[Τὸ σπαθί καὶ τὸ δρεπάνι, σσ. 21-22]

Όσες φορές και να διαβάσει κανείς αυτό το ποίημα δεν νομίζω ότι μπορεί να το χορτάσει. Πρόκειται, αναμφίβολα, για μία από τις δραστικότερες, τις απολύτως κορυφαίες ποιητικές αλληγορίες που έχουν γραφτεί στη γλώσσα μας. Τι να πρωτοπεί κανείς και τι να πρωτοθαυμάσει. Η ιδέα ότι η τίμια, αληθινά παραγωγική εργασία μαζί με το πάντα εγρήγορο πολεμικό ήθος γεννούν τα σπουδαία έργα, τις ζωντανές κοινωνίες και τους λαμπρούς πολιτισμούς, ελέγχοντας και παράλληλα δυναμώνοντας το ένα το άλλο σαν ζουν αδερφωμένα και σε ισορροπία αγαστή, εξεικονίζεται λαμπρότατα, μ’ έναν πραγματικά απαράμιλλο τρόπο. Ο ποιητής για μιαν ακόμη φορά με τις ολοζώντανες εικόνες του μορφοποιεί τη σκέψη του και πλάθει μιαν αλησμόνητη παραβολή. Ο άξιος του ονόματος άνθρωπος είναι δουλευτής και πολεμιστής μαζί, πολίτης και οπλίτης, ομοούσιος και ένας και αδιαίρετος. Αυτός είναι ο πλήρης άνθρωπος, ο αυθεντικός δημιουργός, ο αληθινός νικητής της ζωής.

Η ωμή δύναμη εξευγενίζεται και ο καθημερινός μόχθος παίρνει φτερά και περηφάνια. Έτσι μόνον στοχάζεται ο ποιητής, με τις λέξεις, τις εικόνες και τους ρυθμούς του ως αδιάσπαστο σύνολο, με τη «δίκαιη λύρα στον ώμο». Μα το ποίημα τούτο είναι μαζί με όλα τ’ άλλα και μια ηθική επιταγή, ένας αμετάθετος κανόνας ζωής, ένα αισθητικό και μαζί ηθικό γεγονός, όπως είναι στις υψηλότερες στιγμές της κάθε τέχνη.

* * *

Απ’ το βραχύ τούτο μελέτημα δεν θα μπορούσε ν’ απουσιάζει η αναφορά, συντομότατη έστω, και στο μεταφραστικό έργο του ποιητή, το οποίο διαφέρει σημαντικά, όπως και η πρωτότυπη εργασία του, από τ’ αντίστοιχα εγχειρήματα των συναδέλφων του. Θα δούμε αμέσως γιατί.

Σε παλαιότερο κείμενό μας και με άλλη αφορμή σημειώναμε το εξής: Ο ελληνικός μεταμοντερνισμός δεν είναι παρά η αέναη ανακάλυψη του μοντερνισμού των άλλων. Ρίχνοντας μια ματιά στο απελπιστικά ελλειμματικό μεταφραστικό ισοζύγιο των τελευταίων –πολλών– δεκαετιών, εκτός από τις μελαγχολικές σκέψεις που γεννά η απουσία της εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγής στο διεθνές στερέωμα, διερωτάται κανείς τι εξυπηρετεί, τι νέο τέλος πάντων κομίζει στα ελληνικά γράμματα η νιοστή μετάφραση ενός πολυμεταφρασμένου μοντερνιστικού έργου τη στιγμή που τόσα άλλα της μεγάλης ευρωπαϊκής παράδοσης, στην οποία (υποτίθεται ότι) θέλουμε ν’ ανήκουμε, παραμένουν αμετάφραστα ή πλημμελώς μεταφρασμένα.

Εκατό και πλέον χρόνια μετά την ακμή του μοντερνισμού, αναμηρυκάζουμε τα όποια του παραδείγματα και διδάγματα αντί να τα έχουμε προ πολλού αφομοιώσει για να προχωρήσουμε επιτέλους παρακάτω. Θα έλεγε κανείς πως για την πλειονότητα των Ελλήνων συγγραφέων, ακαδημαϊκών, κριτικών, δημοσιογράφων, εκδοτών κ.ά., όσων τέλος πάντων απαρτίζουν τη σύγχρονη κοινότητα των «γραμματανθρώπων», κατά την ευρηματική φράση του Παύλου Νιρβάνα, ποίηση αξιόλογη πριν από τον μοντερνισμό σχεδόν δεν υπήρξε και μετά τον μοντερνισμό δεν έχει ακόμη υπάρξει. Το μεν πριν σκεπάζει μια θηριώδης άγνοια και λήθη, το δε μετά μια εξίσου θηριώδης άγνοια και περιφρόνηση.

Ως μεταφραστής ποίησης, ο Ευστράτιος Σαρρής, λιγότερο προγραμματικά και περισσότερο ακολουθώντας αυθόρμητα τις αναγνωστικές του αγάπες, θεραπεύει μέρος αυτού του προβλήματος. Μεταγράφει στο ποιητικό του ιδίωμα έργα αγγλόφωνων κυρίως ποιητών από τον θυελλώδη 19ο αιώνα αλλά και από τις αρχές του 20ού. Ένας βραχύς (και ουχί εξαντλητικός) κατάλογος κάποιων ονομάτων είναι ενδεικτικός των προτιμήσεών του: Σέλλεϋ, Γουόρντσγουορθ, Μπλέηκ, Κητς, Πόε, Κριστίνα Ροσσέτι και Όσκαρ Ουάιλντ, αλλά και Χάρολντ Χαρτ Κρέην,Έιμυ Λώουελ, Φράνσις Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς και Ρόμπερτ Έρβιν Χάουαρντ.

Ας σταθούμε λίγο στον τελευταίο, στον ευφάνταστο δημιουργό του Κόναν του Βάρβαρου, καθώς παραπέμπει στην άλλη μεγάλη αγάπη του Ευστράτιου Σαρρή – το φανταστικό, που τη μαρτυρούν τόσο οι πολλές και άριστες μεταφράσεις του (έμμετρες και πεζές) όσο και οι πυκνές συνεργασίες του στη Φανταστική Λογοτεχνία, την περιοδική έκδοση της πολύ δραστήριας Φ.Λε.Φα.Λο. (Φοιητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας). Κι εδώ βέβαια εκείνο που τον θέλγει είναι το ηρωικό, το υπερμέγεθες, το υπερφυσικό· με μια φράση, το μεγαλειώδες και το υψηλό, που έρχονται και φυσικότατα θηλυκώνουν στον επικό χαρακτήρα της πρωτογενούς δημιουργίας του.

Από τους συγγραφείς του φανταστικού τώρα, μας συστήνει, αρκετά συστηματικότερα μάλιστα όπως υποδηλώνει και η πληθώρα των μεταφράσεων που φιλοτεχνεί, τον εν πολλοίς άγνωστο ποιητή Χ. Φ. Λάβκραφτ, που το ελληνικό κοινό γνωρίζει και τιμά βέβαια, δεκαετίες τώρα, σχεδόν αποκλειστικά ως πεζογράφο.

Προκειμένου ο αναγνώστης να σχηματίσει μια ιδέα και για τη μεταφραστική τέχνη του Ευστράτιου Σαρρή, αντί άλλων σχολίων, θα παραθέσω τις μεταφράσεις τριών ευρέως γνωστών ποιημάτων της αγγλόφωνης γραμματείας. Προσώρας δεν θα επεκταθώ στις ενδογλωσσικές μεταφράσεις του, μολονότι κι εκεί έχει να επιδείξει επιδόσεις ζηλευτές.

* * *

Πρώτος, ο «Αλαντίν» του Αμερικανού Τζέημς Ράσελ Λώουελ, η πονεμένη αναπόληση της παιδικής ηλικίας και της σύμφυτης με αυτήν δημιουργικής φαντασίας. Ο ποιητής ατενίζει νοσταλγικά τις μακρυσμένες νήσους των περασμένων από τις ακτές της ωριμότητας.

Μικρὸς σὰν ἤμουν πάμφτωχο ἀγόρι,
κι’ ἐζοῦσα σ’ ἕνα κάθυγρο κελλάρι,
δὲν εἶχα φίλο, μήτε καὶ παιχνίδι,
ἀμ’ εἶχα τοῦ Ἀλαδίνου τὸ λυχνάρι.
Σὰν ἄγρυπνος κρατιόμουν γιὰ τὸ ψῦχος
ἔκαιγα, μὲς στὸ νοῦ, φωτιὰ πλουσία,
κι’ ἔχτιζα, χρυσοσκέπαστα, δικά μου
πανώρηα κάστρα, ἐκεῖ, στὴν Ἰσπανία.

Πάει καιρός, μόχτησα νύχτα μέρα
κι’ αὐγάτισα παράδες, δύναμι ἔχω,
μὰ ὅλους τοὺς ἀργυροῦς μου λύχνους δίνω
γιὰ ἐκεῖνον ὁποὺ πλέον δὲν κατέχω.
Λάβε ἀπὸ μένα, Τύχη, ὅ,τι διαλέξῃς…
πλούτη ὅπως φέρνεις φέρνεις καὶ πενία·
ὅ,τι κι’ ἂν χάσω δὲν θὰ μὲ πονέσῃ,
κάστρα δὲν ἔχω, πειά, στὴν Ἰσπανία.

Ακολουθεί το λυρικότατο σονέτο του Τζων Κητς, που μοιάζει υπαγορευμένο από το γκαιτικό «Πνεύμα της Γης» και που θα μπορούσαν να επικαλεστούν ή και να θέσουν ως μότο στα ομότιτλα έργα τους ο Μάλερ και ο δικός μας Μυριβήλης. Ο λόγος για τα δύο «Τραγούδια της Γης», το πασίγνωστο του Αυστριακού μουσουργού και το προς ανακάλυψη, από ένα ευρύτερο κοινό, του Έλληνα συγγραφέα.

Ἡ ποίησις ποὺ βγάζ’ ἡ γῆ μηδέποτε πεθαίνει:
Ὅταν μαραίνῃ τὰ πουλιὰ τοῦ λάβρου ἥλιου ἡ πύρα
κι’ ἀράζουν στὶς δεντροδροσιές, φωνὴ γροικιέται γῦρα
σὲ λειβαδιοῦ θαμνόφραχτου χλόη φρεσκοκομμένη.

Εἶν’ τῆς Ἀκρίδος ἡ φωνή – κείνη παίρνει κεφάλι
στοῦ θέρους τὴν γλυκειὰ βολή, – καὶ τελειωμὸν δὲν ἔχει
μὲ τὶς χαρές· γιὰ ὡς κουραστῇ ἀπ’ τὸ τρελό της κέφι
κάτω ἀπ’ ἀγριόχορτο τερπνὸν ἀνέτως ἀναθάλλει.

Ἡ ποίησις ποὺ βγάζ’ ἡ γῆ ἀναπαημὸ δὲν κάνει:
Στὸ ἔρμο χειμέριο σύθαμπο, ποὺ ὁ παγετὸς ἀργάζει
σιωπήν, ἀπ’ τὴ θερμάστρα νά μὲ ἤχους λιγυροὺς

τοῦ Γρύλλου τὸ τραγούδισμα, στὴ ζέστα πάντ’ αὐξάνει,
κι’ εἰς ἕναν ποὺ ἀποκάρωσε μισάγρυπνος φαντάζει
σὰν τῆς Ἀκρίδος ὅπου ἀχεῖ σὲ λόφους χλοερούς.

Τέλος, γνωστότερο απ’ τα δύο προηγούμενα ποιήματα, και το γνωστότερο μάλλον σήμερα ποίημα του Σέλλεϋ εν Ελλάδι, ένα ακόμη σονέτo, ο περίφημος «Οσυμανδίας».

Ἔσμειξα μὲ ταξειδιώτη πού ’ρθεν ἀπὸ ἀρχαία γῆ,
μοῦ ’πε: «Δυὸ γιγάντεια πόδια, λίθινα, δίχως κορμί,
ἐντὸς τῆς ἐρήμου στέκουν… Καὶ παρέκει, ἀπὸ τὴν ἄμμον
ὄψι ὅλο ῥωγμὲς προεξέχει κι’ ἡ ἀπαρέσκεια πού ’χει πάνω

στὰ συνωφρυωμένα χείλη κι’ ἡ στυγνοῦ δεσπότου χλεύη,
μᾶς γνωρίζουν πὼς ὁ γλύπτης καλῶς ξέκρινε τὰ πάθη,
ὥστε ἐπιζοῦν ἀκόμα, στ’ ἄψυχου ὑλικοῦ τὴν σκάφη,
καὶ ἡ χεὶρ ποὺ τὰ ἐμιμήθη κι’ ἡ καρδιὰ ποὺ εἶχαν θρέψει.

Κι’ ἕνα ἐπίγραμμα στὸ βάθρο, μὲ παρόμοια λόγια, κεῖται:
Βασιλεὺς τῶν βασιλέων, ὁ Ὀσυμανδύας εἰμί:
Σεῖς, τὰ ἔργα μου ὁρᾶτε, δυνατοί, καὶ ἀπελπιστῆτε!

Τίποτε σιμὰ νὰ ἐσώθη. Τὸν ἀργὸ θάνατο, ζώνουν,
τοῦ κυκλώπειου ἐρειπίου, δίχως ὅρια καὶ γυμνοί,
ἔρμοι κι’ ὁμαλοὶ ἀμμοτόποι ποὺ ὣς τὰ πέρατα ἁπλώνουν».

Τεχνουργημένες με λεπταισθησία και ακρίβεια, οι μεταφράσεις του Ευστράτιου Σαρρή ανήκουν στ’ αρτιότερα επιτεύγματα της μεταφραστικής τέχνης των τελευταίων ετών. Το λεκτικό τους, η ρυθμολογία τους και η μορφική τους εντέλεια, η πνοή τους προπάντων, όλα μαρτυρούν τον πολύπειρο τεχνίτη, που προσεγγίζει τα κείμενα όχι με φόβο αλλά με σεβασμό, κατορθώνοντας αποτελέσματα ισοϋψή των πρωτοτύπων.

Είναι μάλιστα τόσο εμπνευσμένες, ώστε δικαιούμαστε να επαναλάβουμε την οξυδερκή απόφανση του Ζήσιμου Λορεντζάτου, αν θυμάμαι καλά, για την ποιότητα των καρυωτακικών μεταφρασμάτων: «Προσαρτούν νέες επικράτειες στη γλώσσα μας». Όχι μόνο γιατί μεταφράζουν πολλά μέχρι πρότινος αμετάφραστα αλλά γιατί πράγματι εξελληνίζουν με τρόπο φυσικό τα μεταφρασμένα.

* * *

Συχνά πυκνά κάνουμε λόγο για τις δυσκολίες που συναντά μια καινούργια φωνή προκειμένου να επιβληθεί, ξεχνώντας πως η ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία είναι το να γίνει. Το αν τελικά θα επιβληθεί ή όχι συνιστά κυρίως υπόθεση συγκυρίας. Πολλές φορές τύχης νέτα σκέτα. Η ιδιοφωνία ωστόσο (όταν εξυπακούεται επιτευχθεί) έτσι όπως την κοιτάζουμε κατ’ ανάγκην πάντοτε αναδρομικά –το υστερόχρονο της κριτικής και το προτερόχρονο της ποίησης είναι πράγματα αναπόφευκτα– δημιουργεί την ψευδαίσθηση του πεπρωμένου κι ας ξέρουμε ότι τα πάντα πραγματώθηκαν εν κινδύνω και με την πιθανότητα η πορεία προς την αυθεντική δημιουργία ν’ ανακοπεί ανά πάσα στιγμή.

Ουδείς υπεράνω κριτικής υπό τον ήλιον. Οι μείζονες δημιουργικές προσωπικότητες ωστόσο δικαιούνται ν’ ανταπαντούν στις όποιες κριτικές απόπειρες σωπαίνοντας. Δικαιούνται μάλιστα να επαναλαμβάνουν πότε πότε τα λόγια του αγαθού γίγαντα της Αμερικής, του αξεπέραστου σε υγεία και ρώμη Ουίτμαν: «What we are we are, nativity is answer enough to objections».

Ο μέγας ποιητής είναι επιτέλους αυτό που είναι και η γέννηση του ποιήματός του, η πραγμάτωσή του, η γυμνή του ύπαρξη και πράξη, αν θέλετε, είναι η μόνη ουσιαστική και απολύτως επαρκής απάντηση που οφείλει – αν δεχθούμε ότι υπάρχουν οφειλές σε τέτοιας λογής ζητήματα. Διότι υπο μία έννοια, τίποτε δεν οφείλει και σε κανένα. Όλα τα υπόλοιπα, όσα απαρτίζουν και συγκροτούν καλώς ή κακώς τη λεγόμενη φιλολογική ζωή, οι συζητήσεις, τα σχόλια και οι διαμάχες συνδέονται ως επί το πολύ με τα καθήκοντα των κριτικών και των φιλολόγων, των γραμματολόγων και των ιστορικών. Αυτοί καλούνται να εξηγήσουν, να ερμηνεύσουν, να χρονολογήσουν, να γενεαλογήσουν, να κατατάξουν, ν’ αποτιμήσουν κ.ο.κ – όχι ο ποιητής. Εκείνος δεν χρειάζεται ούτε να δικαιολογηθεί ούτε να επιχειρηματολογήσει για το οτιδήποτε. Έγραψε και γράφοντας κέρδισε το δικαίωμα να σωπαίνει. Κατέθεσε το έργο του και τώρα μπορεί να κάνει δύο ή και περισσότερα βήματα πίσω για ν’ ανέλθει εκείνο στο βήμα. Το πώς θα υποδεχθούν τώρα το έργο του η κοινωνία και η εποχή του είναι άλλης τάξεως ζήτημα που δεν έχει να κάνει με την καθαυτό δημιουργία.

Ο Ευστράτιος Σαρρής, ενστικτωδώς αλλά και συνειδητά, τηρώντας μια στάση άκρως συνεπή, δείχνει να κατέχει αυτή την πολύτιμη σοφία. Μια σοφία που του χαρίζει μια γαλήνη και μια περηφάνια εντελώς σπάνιες κι ένα, θα έλεγε κανείς, «βασιλικό σημάδι στο μέτωπο», σημείο υπεροχής και ισχύος, σαν αυτό που έλεγε ο Έσσε ότι διακρίνει τους αληθινούς ποιητές και τους κάνει αναγνωρίσιμους ακόμη κι όταν κυκλοφορούν προσπαθώντας να περάσουν απαρατήρητοι μέσα στο πλήθος.

* * *

Όπως, όσο κι απ’ όποιους κι αν αναλύεται και ανατέμνεται η καλλιτεχνική δημιουργία, ο πυρήνας της παραμένει ένα μυστικό κι ένα μυστήριο. Δεν αγαπά να κρύβεται μόνον η φύση μα και η τέχνη. Από την τελευταία μπορούμε να εξηγήσουμε επαρκώς μόνον την τεχνική που τη στηρίζει και την καθιστά ενέργημα ανακοινώσιμο και μεταδοτό. Κάτι άλλο όμως βαθύτερο και εν πολλοίς άρρητο είναι εκείνο που τη θεμελιώνει.

Ο ίδιος ο ποιητής ωστόσο, μολονότι κι εκείνος δεν θα μπορούσε να μας εξηγήσει πλήρως τον εαυτό του και το έργο του, δεν φυλάσσει ζηλότυπα τα μυστικά της τέχνης του. Τουναντίον, μιλά –στις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού συνεντεύξεις του– όσο σαφέστερα μπορεί για τη μεθοδολογία της εργασίας του.

Ὅσον ἀφορᾶ τὴν γλώσσα, ἐπέλεξα νὰ χρησιμοποιήσω τὴν πρωτοδημοτική, λόγω τῆς πλαστικότητάς της καὶ τῆς δυνατότητας ποὺ παρέχει γιὰ ἁρμονικὸ συνταιριασμὸ στοιχείων ἀρχαϊκῶν καὶ νέων, τυπολογικῶν καὶ λεξιλογικῶν μορφῶν. Ἄλλως τε, ἔχει συνδεθεῖ στὴν συνείδησι τῶν Ἑλλήνων αὐτὴ ἡ γλώσσα μὲ τὴν παράδοσι, τὸ ἡρωϊκὸ καὶ παραμυθιακὸ στοιχεῖο καὶ τὴν δημιουργία τοῦ ἀναλόγου κλίματος καὶ ὕφους ὥστε νὰ ἀφηγηθεῖς μιὰν ἱστορία τέτοιου εἴδους.

Στην «πρωτοδημοτική» ετούτη, όπως είμαι βέβαιος ότι έχει ήδη αντιληφθεί ο αναγνώστης, θέση ξέχωρη και πρώτη κρατούν τα σύνθετα, που από τον μοντερνισμό κι έπειτα για πολλούς θεωρούνται ένδειξη λογοτεχνικού επαρχιωτισμού και γενικότερης πνευματικής καθυστέρησης. Επί γενιές ολόκληρες μέσω μιας συζητήσιμης ποιητικής αγωγής καλλιεργήθηκε μια δυσανεξία στις σύνθετες λέξεις που έφτασε τα όρια της αποστροφής. Το πόσο ζημιώθηκε η εκφραστική μας, και μάλιστα από την άποψη της οικονομίας, λόγω της περιστολής αυτής που τελικά προσέλαβε διαστάσεις αυτοακρωτηριασμού θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής συζήτησης.

Ο Ευστράτιος Σαρρής από την άλλη, ολότελα αδέσμευτος από τέτοιες προλήψεις, όχι μόνο δεν αποστέργει τη σύνθετη λέξη αλλά τουναντίον την αποθεώνει. Τα σύνθετά του είναι, όπως σημειώσαμε σε παλαιότερη εργασία μας, «σκληροί πυρήνες υπέρτατης αισθητικής και νοηματικής πύκνωσης που εγκλείουν τεράστιες ποσότητες λυρικής ενέργειας και συμβάλλουν αποφασιστικά στην οικονομία του λόγου. Εκεί που θα απαιτούνταν δυο και τρεις στίχοι, ένα και μόνο σύνθετο, σαν μονοκοντυλιά, αρκεί για να εξεικονίσει –και πόσο παραστατικότερα μάλιστα– την έννοια και το πράγμα».

Ὅσον ἀφορᾶ τὴν τεχνική, δὲν κάνω τίποτα ξεχωριστό, παρὰ χρησιμοποιῶ τὶς τεχνικὲς τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν καὶ τῶν δημωδῶν μεσαιωνικῶν μας ποιημάτων.

Ως ιστορητής, ο Ευστράτιος Σαρρής δεν χρειάζεται να χάνει πολύτιμο χρόνο επιδιδόμενος σε μορφολογικούς πειραματισμούς. Αυτούς τους αφήνει στους λυρικούς κυρίως ποιητές που η τέχνη τους επιδέχεται μέχρι και το φανταιζίστικο στοιχείο. Εκείνος έχει ν’ αφηγηθεί τις ιστορίες του και τίποτα δεν πρέπει να εμποδίζει την αφήγηση ή ν’ αποσπά την προσοχή από τη δράση. Ο επικός ποιητής δεν επιζητά ούτε πληθώρα μέτρων ούτε ποικίλα και προπαντός περίπλοκα στροφικά σχήματα. Προκειμένου να ιστορήσει, χρειάζεται κατά βάση στίχο ευρύ και ομαλό, τέτοιον που να επιτρέπει την άνετη περιγραφή και να προάγει αβίαστα το πέρασμα από επεισόδιο σε επεισόδιο. Από την άποψη αυτή, ο δεκαπεντασύλλαβος είναι ο ιδεώδης στίχος και –όταν παρίσταται η ανάγκη χρήσης συγκεκριμένου στροφικού σχήματος– το τετράστιχο, έτσι όπως είναι «στρογγυλό» και συμπαγές, η ιδεώδης στροφή.

Τι τύχη να έχουν περάσει πριν από εμάς δάσκαλοι πολλοί και μαΐστοροι μυριάδες, επώνυμοι και ανώνυμοι, άνθρωποι που πάλεψαν με αναρίθμητα και παντοειδή προβλήματα, που τα επέλυσαν και κέρδισαν για λογαριασμό αμέτρητων γενεών τον αγώνα της μορφής, ώστε να μην χρειάζεται εμείς ν’ αρχίσουμε απ’ το μηδέν. Τι ευλογία να προϋπάρχουν όλοι αυτοί που τόσα έδωσαν, αρκεί εμείς να ξέρουμε να παραλαμβάνουμε και να αξιοποιούμε. Δεν χρειάζεται ν’ ανακαλύψουμε εκ νέου την ποιητική φωτιά ούτε να επανεφεύρουμε τον στιχουργικό τροχό, μα να τα αναδεχτούμε για να πορευτούμε κατόπιν στον δικό μας δρόμο.

Αλλά την οφειλή ο Ευστράτιος Σαρρής την ξεπληρώνει και με το παραπάνω. Είναι ο ποιητής στον οποίον οφείλουμε ασυζητητί τους πιο ρωμαλέους ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους από τη Φλογέρα του βασιλιά και εντεύθεν.

* * *

Kαθώς βαδίζουμε προς την ολοκλήρωση του παρόντος, θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής και να καταθέσω τρόπον τινά τα διαπιστευτήριά μου στον αναγνώστη. Ξέρω ότι παρουσιάζομαι ως θιασώτης του Ευστράτιου Σαρρή – ανερυθρίαστα. Συνειρμικά μου ’ρχεται τώρα η λέξη «θορυβωτής» του Ψυχάρη. Στην προκειμένη περίπτωση, μου φαίνεται μέχρι και ταιριαστή, και παραδέχομαι πως θα την άκουγα και με περηφάνια ακόμη. Ανερυθρίαστα λοιπόν αλλά όχι αβασάνιστα. Διότι δεν δίνω τυχαία στο παρόν κείμενο τόνο πανηγυρικό. Ο τόνος αυτός απορρέει όχι απλώς από έναν αμέριστο θαυμασμό αλλά από μιαν ακλόνητη πίστη. Η πίστη τούτη τώρα εκπηγάζει από τη μακρά και κατ’ εξακολούθησιν δοκιμή.

Ομολογώ λοιπόν ότι μετά την πρώτη μου επαφή με το έργο του Ευστράτιου Σαρρή και τον αυθόρμητο ενθουσιασμό που μου προξένησε προσπάθησα να υποβάλω τον ενθουσιασμό μου και μαζί με αυτόν και το ίδιο το έργο σε αυστηρό έλεγχο. Ήθελα με δυο λόγια να δω αν λαθεύω και αν γελιέμαι. Γύρευα να ξεκαθαρίσω οριστικά αν έχω πέσει θύμα κι εγώ μιας νοσταλγίας αντιμοντερνιστικής ή κάποιας οφθαλμαπάτης, αυτουργός της οποίας ήταν ένας ικανότατος μάγος των λέξεων που ήξερε να παρουσιάζει το τίποτα για κάτι, αποκρύπτοντας την ένδεια του περιεχομένου πίσω από τη λεκτική φαντασμαγορία και την αμηχανία του μπροστά στον σύγχρονο κόσμο πίσω απ’ τον εξωτισμό της επιστροφής σ’ ένα προνεωτερικό παρελθόν. Κι ακόμη, αν όλο ετούτο το πρόδηλο πολεμιστήριο ήθος δεν ήταν παρά κεκαλυμμένη φυγομαχία μπροστά στα επείγοντα προβλήματα της εποχής.

Σκέφτηκα λοιπόν πολύ με τις όποιες δυνάμεις μου πάνω στους στίχους του, σκέφτηκα με τον μόνο τρόπο που ίσως ενδείκνυται να σκεφτόμαστε πάνω στα ποιήματα, όχι καταφεύγοντας σε αναγνώσματα αλλότρια για να επικυρώσω ή ν’ αναιρέσω την όποια μου εντύπωση, αλλά διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντάς τα – σχεδόν μέχρι αποστήθισης. Φρονώντας ότι και η ανθεκτικότερη φρεναπάτη θα διαλυθεί ύστερα από τέτοια και τόση επαφή, ότι η εγγύτητα ως άλλη λυδία λίθος θα δείξει τα ψιμύθια και θα φέρει στο φως τα ελαττώματα και τις ελλείψεις που αποκρύπτει η απόσταση, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ανθρώπους δηλαδή, θ’ άφηνα τα ίδια τα ποιήματα να μου αποκαλύψουν τον εαυτό τους.

Κι ωστόσο από την αναστροφή αυτή, που κατά περιόδους έπαιρνε τη μορφή τακτών και κάποτε καθημερινών συναντήσεων που τραβούσαν σε μάκρος, ο αρχικός ενθουσιασμός δεν ελαττωνόταν· το αντίθετο μάλιστα, όλο και μεγάλωνε, όλο και εμπεδωνόταν, όλο και άνοιγε νέους και πλατύτερους ορίζοντες θαυμασμού. Είχα ορκιστεί ν’ ανακαλύψω πάση θυσία το ψεύτικο και το πεποιημένο. Αντ’ αυτών προσέκρουα παντού πάνω στο αληθινό και στο ποίημα. Ήθελα να συλλάβω διαμιάς το χαλκείο της απάτης και αντ’ αυτού σιγά σιγά η τριβή μ’ έμπαζε στο εργαστήρι του χαλκιά. Γύρευα ν’ αποκαλύψω το τέχνασμα και την ταχυδακτυλουργία, την ποιητική λαθροχειρία που ξεγελούσε την όραση, και να που μπροστά μου ο αυθεντικός καλλιτέχνης σκορπούσε απλόχερα την ποίηση και την αλήθεια.

* * *

To πώς ακριβώς κατορθώνεται κάτι τέτοιο παραμένει αξεδιάλυτο μυστήριο. Ξέρω καλά ότι χέρι ανθρώπινο τα τεχνούργησε όλα ανεξαιρέτως, μα δυσκολεύομαι ν’ ανιχνεύσω στον καμβά τ’ αποτυπώματα από τις κινήσεις του χρωστήρα. Η ποίηση ετούτη επιβάλλεται όχι ως καλλιτεχνικό επίτευγμα αλλά ως τοπίο πνευματικό, ως κάτι μείζον και προϋπάρχον της ματιάς που το συναντά, ως κάτι που γεννήθηκε άγνωστο πώς πολύ παλιά και τώρα βρεθήκαμε εμείς καταμεσής του. Λες και ξεδιπλώνεται μπροστά μας όχι μια μεγάλη τέχνη αλλά μια μεγάλη φύση.

Θ’ άξιζε, νομίζω, η εξέταση και πλησία ανάγνωση του συνολικού έργου του Ευστράτιου Σαρρή από ικανούς νεοελληνιστές προκειμένου να τεκμηριωθούν επακριβώς οι επιρροές από τη δημώδη βυζαντινή γραμματεία. Φρονώ πως θα έφερνε στο φως άκρως ενδιαφέροντα ευρήματα. Νομίζω πως και οι επαΐοντες θα συμφωνούσαν ότι δεν υπάρχει Έλληνας ποιητής, του Παλαμά περιλαμβανομένου, με αντίστοιχη γνώση της εν λόγω γραμματείας.

Ως αναρμόδιος, εγώ μπορώ να σημειώσω μόνον ερωτήματα. Πώς γίνεται και τα γραφτά του Ευστράτιου Σαρρή δεν ηχούν ως κακέκτυπα της δημώδους και της βυζαντινής Mούσας; Πώς δεν πνίγεται από τις πολλές και σαφείς οφειλές του; Πώς δεν θάβεται κάτω από τις πρόδηλες απηχήσεις των ξένων και των παλαιών; Με μια φράση, πώς –ενώ τα πρότυπά του είναι τόσο ξεκάθαρα πανταχού παρόντα και ισχυρά– οι δικές του ποιήσεις στέκουν αυτοτελείς και αυτοδύναμες; Πώς επιτέλους επιτυγχάνει εκεί που τόσοι άλλοι εξόφθαλμα αποτυγχάνουν;

Πάρτε έναν οποιοδήποτε δημοτικοφανή σύγχρονο στίχο και βάλτε τον δίπλα στους στίχους του Ευστράτιου Σαρρή για να δείτε τη διαφορά. Ο πρώτος ελέω μεταμοντερνισμού κλείνει διαρκώς το μάτι στον αναγνώστη και δίνει, όπως κι αν μασκαρευτεί, πάντα την εντύπωση του πεποιημένου. Ο σάρρειος στίχος, περήφανος και αυτάρκης, με τον αναγνώστη δεν παίζει ποτέ. Είναι αυτός που είναι και μιλά «ως εξουσίαν έχων» από το δικό του βάθρο. «Ιδού εγώ και ο κόσμος μου», λέει.

Το πόθεν και το γιατί του κόσμου τούτου παραμένει σε μεγάλο βαθμό αίνιγμα. Όπως αίνιγμα παραμένει εν πολλοίς κάθε αληθινή, κάθε μεγάλη δημιουργία. Ο Αιμίλιος Βεράρεν στο βιβλίο του για τον Ρέμπραντ το είπε καλά: «Κανείς δημιουργός πρώτου μεγέθους δεν μπορεί να εξηγηθεί ολότελα από την εποχή του». Αν ίσχυε τούτο, θ’ αρκούσε μια γνώση των βασικών συνθηκών και ορισμένων ακόμη ειδικών παραμέτρων ή τουλάχιστον αυτών που εμείς εκλαμβάνουμε ως τέτοιες για να μπορέσουμε να προβλέψουμε ή, ποιος ξέρει, ακόμη και ν’ αναπαραγάγουμε τα εκάστοτε καλλιτεχνήματα in vitro. Αλλά η ποίηση, η ικανή να συγκινήσει και να συνεπάρει, να προβληματίσει και να συγκλονίσει, να εξετάσει και να φέρει στο φως πτυχές της πραγματικότητας ανίδωτες ή δυσκολοΐδωτες, η ποίηση που επιτέλους μάς δείχνει την καρδιά της ζωής, μ’ όλη την εργαστηριακή δουλειά που οπωσδήποτε ενέχει και προϋποθέτει, γράφεται πάντα in vivo.

Κοιτάζοντας τα έργα του Ευστράτιου Σαρρή στο σύνολό τους, θυμάμαι τα λόγια του αρχιμουσικού Χέρμπερτ φον Κάραγιαν για τον Σιμπέλιους, τον μέγιστο Φινλανδό συμφωνιστή. Νομίζω μάλιστα πως ταιριάζουν τέλεια στην περίπτωση του Νεοέλληνα επικού: «Είναι ένας συνθέτης που δεν μπορεί πραγματικά να συγκριθεί με κανέναν άλλο. Είναι με τον τρόπο του σαν τους πλάνητες λίθους. Στέκουν εκεί, είναι κολοσσιαίοι, έρχονται από μιαν άλλη εποχή και κανείς δεν ξέρει πώς βρέθηκαν ανάμεσά μας. Γι’ αυτό και είναι προτιμότερο να μην ρωτάμε το γιατί. Αυτό είναι για μένα ο Σιμπέλιους».

Αυτό λοιπόν είναι και για μένα ο Ευστράτιος Σαρρής. Ένας πελώριος μονόλιθος που –άγνωστο πώς και γιατί– έπεσε από τον ουρανό της δημώδους βυζαντινής γραμματείας στις μέρες μας. Το μόνο που θα μπορούσα να προσθέσω, παραφράζοντας τον Ρομαίν Ρολλάν, είναι τούτο: «Mέθυσε από το πνεύμα των παλαιών επών. Μελετώντας, κι ακόμη περισσότερο ζώντας κι ανασαίνοντας την επική ποίηση, έκανε μιαν επική ψυχή».

Το έργο του συνιστά την εκδίπλωση αυτής της επικότητας. Το παν εκεί μέσα ογκούται και διαστέλλεται, πολλαπλασιάζεται και μεγεθύνεται, απλώνεται και υψώνεται, προσλαμβάνοντας διαστάσεις μυθικές, που δεν χωρούν στη συνήθη καθημερινότητα και ξαναδίνουν στον άνθρωπο κάτι από την απολεσθείσα, την πρωτόπλαστή του περηφάνεια.

* * *

«Η τέχνη για το κάλλος». Με αλαλαγμούς χαράς θα έπρεπε να γίνεται δεκτό ένα τέτοιο και κάθε τέτοιο βιβλίο. Στο παρόν μελέτημα ωστόσο, όπως θα διαπίστωσε ήδη κατ’ επανάληψιν ο αναγνώστης, δεν περιοριστήκαμε αποκλειστικά σε αυτό, που το χαιρετίσαμε ωστόσο σαν γεγονός φιλολογικό, γιατί και ο ίδιος ο ποιητής δεν χωρά στο βιβλίο του. Πώς να κλείσεις μια τεράστια καστροπολιτεία, όχι – μια σωστή δρακοχώρα σ’ εβδομήντα σκάρτες σελίδες; Δεν γίνεται.

Εύχομαι λοιπόν να δούμε σύντομα τυπωμένο το σύνολο αυτού του έργου μήπως και καταφέρουμε επιτέλους να το εποπτεύσουμε συγκεντρωμένο, αρθρωμένο και αρχιτεκτονημένο όπως ο Ευστράτιος Σαρρής στην πληρότητά του το συνέλαβε, ώστε να συλλάβουμε κι εμείς με τη σειρά μας ποιος είναι εκείνος που στέκει δίπλα μας και τι είναι αυτό που οικοδομεί ανάμεσά μας.

Ο Γερμανός ποιητής Γκόττφρηντ Μπεν λέει κάπου: «Ένα νέο ποίημα σημαίνει πάντα για τον συγγραφέα να δαμάσει ένα λιοντάρι και για τον κριτικό να κοιτάξει ένα λιοντάρι». Εδώ, προσπαθήσαμε να κοιτάξουμε το λιοντάρι – κατάματα.

* * *

Ας μιλήσουμε λίγο ακόμη για λιοντάρια. Στις μέρες μας εξάλλου, δεν είναι πολλά. Αποτελούν τις σπανιότατες εξαιρέσεις στις οποίες αναφερθήκαμε ήδη.

Στον χώρο του πνεύματος, εκεί που η προσωπική περιπέτεια μετασκευάζεται σε λόγο, η Ιστορία μεταβολίζεται σε ποίηση και η δημιουργική συνείδηση διακηρύσσει την ελευθερία της διά της εντέλειας των μορφών, αρκεί άραγε μια εξαίρεση για ν’ αμφισβητήσει έναν εδραιωμένο από καιρό κανόνα; Η απάντηση είναι «βεβαίως ναι, υπό τον όρο η εξαίρεση να είναι πράγματι σημαίνουσα». Και μπορεί μεν να μην φτάνει η εξαίρεση μέχρι του σημείου ν’ αναιρέσει τον κανόνα, αλλά ούτε και ο κανόνας δύναται να την εξαλείψει. Θα λέγαμε ότι κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να την ανεχθεί.

Αν ο κανόνας είναι ο μονόλιθος που ορθώνεται αυστηρός και σχεδόν απόλυτος, γόητρο και φόβητρο μαζί, ασκώντας τρομακτική δύναμη ελκτική και απωστική ταυτοχρόνως, η μεγάλη εξαίρεση είναι το λιονταρίσιο νύχι που του κάνει την ανεξίτηλη χαραγή.

Η χαραγή εκείνη γίνεται ενίοτε ρωγμή και μεθαύριο ίσως μια δειλή χαραυγή. Ο μονόλιθος πάντα στέκει αλλά η ραγισματιά είναι κι αυτή εκεί, ένα φλογερό «και όμως», ένα παραμόνιμο «παρά ταύτα», που θρασαύχενη αμφισβητεί τη συμπάγεια του μεγάλου βράχου με τη βαριά σκιά και τελικά την ίδια την καθολικότητά του. Μέσα σε αυτές τις ρωγμές φυτρώνουν κάποτε τα πιο πολύτιμα άνθη που με όλη τους την ευθραυστότητα αντιμάχονται τον τυραννικό κανόνα και του διαμφισβητούν τη μονοκρατορία. Η ποίηση του Ευστράτιου Σαρρή είναι μια λιονταρίσια χαραγματιά στις τρυφερές ως επί το πολύ παρειές της σύγχρονης ποίησης και ποιητικής αλλά και κάτι ακόμη: μια λεόντεια χαραγή στο φρικτό ως επί το πλείστον πρόσωπο της εποχής μας.

* * *

Λένε πως κάθε σημαντική καλλιτεχνική εκδήλωση αποκαλύπτει εκφραστικές δυνατότητες καινούργιες και δυσκολομάντευτες. Όσο αληθές είναι όμως ότι μια σπουδαία αισθητική πραγμάτωση μπορεί όντως να διανοίξει καινούργιους εκφραστικούς δρόμους άλλο τόσο αληθεύει ότι μπορεί και να τους κλείσει. Να πραγματώσει κάτι μέχρι τις έσχατες δυνατότητές του και τρόπον τινά να το εξαντλήσει – τουλάχιστον για το προβλεπτό μέλλον. Πιστεύω ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τη μοναδική περίπτωση του Ευστράτιου Σαρρή.

Αυτός που τόσο γόνιμα θήτευσε στους αλλότριους τρόπους μιας εποχής σχεδόν μυθικής στα μάτια μας, όπου κανείς έξω από τους ειδικούς ιστορικούς και μελετητές δεν ξέρει καλά καλά να διακρίνει την ιστορία από τη μυθολογία της, και που –άγνωστο πώς– κατάφερε να μην συντριβεί από την επίπονη και πολυετή καθώς εικάζουμε μαθητεία του, είναι σχεδόν αδύνατον να βρει με τη σειρά του συνοδοιπόρους στο συναρπαστικό επικολυρικό του ταξίδι. Η αρτίωση αυτής της τέχνης μοιάζει να κλείνει και τον δρόμο πίσω της. Γκρεμίζει τις γέφυρες και κατακαίει τις τριήρεις. Κανείς δεν μπορεί να τον ακολουθήσει δίχως να τσακιστεί. Αυτό που είναι πλατιά δημοσιά για τον ίδιο γίνεται στενό και απόκρημνο μονοπάτι για όλους τους υπόλοιπους. Σαν να περπατά μέσα στις λόχμες μιας οργιώδους ζούγκλας, ανοίγει προς στιγμήν τον δρόμο αλλά η ζούγκλα κλείνει αμέσως πίσω του, το ίδιο πυκνή. Υπάρχουν και αυτές οι περιπτώσεις, μοναχικές και μοναδικές, ξέχωρες πραγματικά, στην ιστορία της γραφής και της τέχνης.

Η βαθιά φλέβα σπάνιου μεταλλεύματος που χτύπησε με τη γραφίδα του ο Ευστράτιος Σαρρής δεν μπορεί ν’ αποτελέσει –προσώρας έστω– αντικείμενο κοινής εκμετάλλευσης. Ό,τι είναι να εξορυχθεί από αυτήν, λίγο ή πολύ, θα το εξορύξει αυτός και κανείς άλλος.

Μπορεί όμως –και πρέπει– το πολύτιμο μετάλλευμα να γίνει κοινό κτήμα.

* * *

Προϊόντος του χρόνου, και καθώς τη διαίσθηση επικυρώνει η καθημερινή εμπειρία, η υποψία που σχημάτισα από τα νεανικά μου χρόνια κρυσταλλώνεται σε εδραία πεποίθηση: το παρόν και κατ’ επέκταση το μέλλον, το όποιο μέλλον, αν δεχθούμε πως μπορεί ακόμη να υπάρξει, της ελληνικής τουλάχιστον ποίησης, παίζεται αλλού – όχι στην απατηλή επιφάνεια της λιγότερο ή περισσότερο αναιμικής δημοσιότητας που σήμερα της αναλογεί, όχι στις προθήκες, στις βιτρίνες και στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, όχι στις πανομοιότυπες εκδηλώσεις και βιβλιοπαρουσιάσεις, όχι στις δήθεν αντισυμβατικές πολιτιστικές δράσεις, όχι στις συντηρητικές κατ’ ουσίαν πολιτιστικές στήλες των περιοδικών και των εφημερίδων, όπου αποτυπώνoνται με θαυμαστή ακρίβεια περισσότερο οι προσβάσεις στη δημοσιότητα και οι όποιες θεμιτές και αθέμιτες συναλλαγές, και φυσικά όχι στην αενάως βραδυπορούσα κριτική που μετεωρίζεται μονίμως μεταξύ επιλεκτικής προγονολατρίας και επείγουσας εξόφλησης γραμματίων στη βιβλιαγορά. Πού αλλού λοιπόν; Μα φυσικά σε κάποιους μικρούς και εν πολλοίς αόρατους θύλακες που διατηρούν πεισματικά και εναντίον όλων των παραπάνω κάτι από την πρωθόρμητη αγνότητά της. Τέτοια είναι και η ποίηση του Ευστράτιου Σαρρή.

Δεν μας ενδιαφέρουν τα πάμπολλα αφρόψαρα με τα λαμπερόχρωμα λέπια που κινούνται στα ρηχά ούτε τα κοπάδια που όλο και πληθύνονται στ’ αβαθή και κοντά στις ακτές αλλά τα λιγοστά μεγάλα κήτη που πλέουν αργά στα βάθη της θάλασσας, οι φυσητήρες και οι μεγάπτερες φάλαινες, που βγαίνουν πότε πότε στην επιφάνεια και δηλώνουν την παρουσία τους από μακριά τινάζοντας τους υδάτινους πίδακές τους για να χαθούν σύντομα ξανά στα ωκεάνια σκοτάδια, μακριά από τα κοντόθωρα μάτια των πολλών και τ’ αστεία δίχτυα των κριτικών αλιέων, αυτών που επιπολάζουν αποκλειστικά στα χιλιοχαρτογραφημένα νερά και δεν ξανοίγονται ποτέ στ’ ανοιχτά και στ’ άγνωστα.

* * *

Η συνήθης βραδυπορία της καθ’ ημάς κριτικής είναι βέβαια γνωστή. Ορισμένες φορές ωστόσο, ιδίως εκεί που παρουσιάζεται θεσμικά κατοχυρωμένη και λανσάρεται ως έγκριτη και επίσημη, μοιάζει από περιέργως ανεξήγητη έως εντελώς αδικαιολόγητη. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, είναι ακόμη και σκανδαλώδης, ιδίως όταν αδυνατεί όχι στοιχειωδώς ν’ αποτιμήσει αλλά ούτε καν απλώς να επισημάνει την παρουσία μιας πανίσχυρης φωνής. Και τέτοια είναι η φωνή του Ευστράτιου Σαρρή.

Ας μην προβληθούν ως δικαιολογία τα μόλις δέκα χρόνια (από το 2011 και εξής) δημόσιας παρουσίας του ποιητή ως περιόδου δήθεν ανεπαρκούς για τη μόρφωση ολοκληρωμένης και υπεύθυνης γνώμης. Για μια κριτική σοβαρή, δηλαδή όντως μάχιμη, δέκα χρόνια αδιάλειπτης ποιητικής δημιουργίας δεν είναι –δεν θα έπρεπε να είναι– λίγα. Κάθε άλλο. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, τα χρόνια αυτά και μόνο αρκούν για να συντελεστεί ένα πλήρες έργο ή τουλάχιστον ο βασικός του κορμός, εκείνος δηλαδή που φανερώνει τον μοναδικό χαρακτήρα και το ανεπανάληπτο αποτύπωμα της δημιουργικής συνείδησης που το έφερε στη ζωή.

Όχι σπάνια, η καθαυτό δημιουργική περίοδος σπουδαίων ποιητών συμπυκνώνεται σε εξαιρετικά εντατικές περιόδους, που ενίοτε δεν υπερβαίνουν τη δεκαετία. Ο Χάρολντ Μπλουμ λ.χ., αναφερόμενος στον Ουίτμαν και στον Γουόρντσγουρθ, λέει ότι χρειάστηκαν δέκα χρόνια όλα κι όλα για να ολοκληρώσουν το ουσιαστικότερο τμήμα του έργου τους, ενώ ο δικός μας Γιάννης Δάλλας τιτλοφορεί –όχι τυχαία– μια από τις πιο ενδιαφέρουσες συναγωγές μελετημάτων του Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη.

Τα δέκα χρόνια δημόσιας παρουσίας (σεμνής μεν, δημόσιας δε) και πρώτιστα η ποιότητα αλλά και η έκταση του συντελεσμένου έργου αρκούν και με το παραπάνω για τη συμπερίληψη του Ευστράτιου Σαρρή στους πρώτους των πρώτων. Και τίποτε νέο να μην προσθέσει εφεξής ο ποιητής στην ήδη πλούσια εργογραφία του, ανήκει αυτοδικαίως στις τάξεις των κραταιότερων φωνών του καιρού μας. Αυτό είναι κάτι που μπορούν να το παρασιωπήσουν μα όχι και να του το πάρουν.

Το γεγονός είναι ότι η κριτική έχει ήδη μπροστά της ένα έργο κι ένα χρέος. Να δει καθαρά, να ζυγίσει δίκαια, να ερμηνεύσει ειλικρινά και να φέρει επιτέλους την ποίηση στο κοινό αλλά και το κοινό στην ποίηση.

Προσώρας πάντως, ο Ευστράτιος Σαρρής συνιστά ένα από τα καλύτερα φυλαγμένα «μυστικά» της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ένα μυστικό που ελέω διαδικτύου βρίσκεται εντούτοις σε κοινή θέα. Ένα επικολυρικό όρος που υψώνεται όχι στο βάθος κάποιου μακρινού παρελθόντος, αλλά δίπλα μας, τώρα, ενόσω μιλάμε και γράφουμε, ένα βουνό που ψηλώνει ώρα την ώρα, στίχο τον στίχο, ποίημα το ποίημα – ασταμάτητα.

Καιρός λοιπόν το πράγμα ετούτο ν’ αλλάξει, το μυστικό να κοινολογηθεί και να κυκλοφορήσει από στόμα σε στόμα κι από γραπτό σε γραπτό. Καιρός να διαδοθεί όσο γίνεται πλατύτερα και γρηγορότερα για να βρει επιτέλους τη θέση που του αξίζει ως τραγούδι στα χείλη και ως ήθος στις καρδιές των ανθρώπων. Το κέρδος θα είναι δικό μας.

Το έργο έχει συντελεστεί. Το έργο συντελείται. Το έργο είναι εκεί – και περιμένει.

Δεκέμβριος 2022

*

*