Για την ποίηση του Θεοδόση Βολκώφ: Ο πάσχων Λόγος

*

Ο Θεοδόσης Βολκώφ δεν είναι απλώς ένας καλός ποιητής. Είναι ένας παιδαγωγός. Η ποίησή του καταφέρνει να σμιλέψει την ψυχή του αναγνώστη και να την οδηγήσει όπως ο Ορφέας την Ευρυδίκη: γιατί το τέλος της είναι μια συντέλεια, μια πανωλεθρία.

Μέσα στους στίχους του Βολκώφ ελλοχεύει ένας κίνδυνος αναπόφευκτος: είναι ο έρωτας που γεννούν στην ψυχή του αναγνώστη για εκείνη την αφαίρεση που οδηγεί στην ομορφιά. Μια ομορφιά μπωντλαιρική, ψυχρή, σκληρή και ρωμαλέα, μια ομορφιά που σε κατασπαράζει. Αυτός ο έρωτας, ο τόσο πλατωνικός (ο άστεγος, ο αλήτης, ο ασκητικός έρωτας), μολονότι στις πρώτες συλλογές στρέφεται προς ένα Εσύ ολοκληρωτικά σαρκικό, στη συλλογή «Επτά» φαίνεται ότι απευθύνεται πλέον στην ανάμνησή του, όχι όμως ως παρελθόν, αλλά ως τη συνέχεια του Άλλου. Παρόλο δηλαδή που η ποίηση του Θ.Β. υπήρξε ως τώρα παροντική, πλέον γίνεται «παρελθοντικά μελλοντική». Κι ο ποιητής διανύει την ίδια ασκητική πορεία με μεγαλύτερη ένταση, καθώς όσο το Εσύ εξαϋλώνεται, τόσο ενσαρκώνεται η έλλειψη.

Έτσι η πράξη μετατίθεται στον στοχασμό, ο οποίος καταφέρνει να αγγίζει τα σώματα με περισσότερη αλήθεια, όπως βυθίζεται μέσα στην ουσία τους. Κι ο Βολκώφ στήνει πραγματικά ένα δάσος σωμάτων, του οποίου η σκηνοθεσία δεν είναι άλλη από τη δομή του δικού του σώματος. Με άλλα λόγια, σκηνοθέτης αυτού του δράματος είναι το ίδιο του το πάθος. Ένα πάθος όχι αρχαίο ελληνικό, αλλά χριστιανικό, όπως εκφράζεται από τις τερατόμορφες μορφές των δυτικών ναών. Κι από αυτήν την άποψη ο Βολκώφ είναι ένας από τους πολλούς (Ρεμπώ, Μπωντλαίρ, Λωτρεαμόν κ.ά.) παίδες εν καμίνω, των οποίων το πνεύμα τραγουδά τα πάθη της σάρκας.

Όπως ο Καβάφης (αλλά κι όλοι οι ποιητές λίγο πολύ), ο Βολκώφ ανεβαίνει το απόκρημνο βουνό της επιθυμίας. Μόνο που, σε αντίθεση με την καβαφική ποίηση, οι βολκωφικοί στίχοι υψώνονται σαν ένα παλίμψηστο Θεών, που, παρά την πολλαπλότητά τους, ενώνονται από τη δύναμη του Ενός. Αυτό το Ένα μαρτυρά η επιλογή της μορφής των ποιημάτων, αυτό και το περιεχόμενό τους. Και η βαθιά συγγένεια που διαφαίνεται μεταξύ μορφής και περιεχομένου στην ποίηση του Θ.Β. υπονοεί κι έναν τρόπο ζωής. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, όπως κατά τη διάρκεια της κρητικής Αναγέννησης το λογοτεχνικό είδος όριζε τη γλώσσα των ποιημάτων, στον Βολκώφ είναι το περιεχόμενο που διαλέγει τη μορφή, σε βαθμό που η μορφή καθίσταται περιεχόμενο.

Σαν άλλος Μπαλζάκ, ο Θεοδόσης Βολκώφ συνθέτει τη δική του Ανθρώπινη κωμωδία, όπου το ελάχιστο είναι το μείζον, βλέποντας κι αυτός με τη σειρά του τον υποκριτή αναγνώστη ως «αδερφό, που του μοιάζει». Και είναι το ελάχιστο που αρθρώνει εδώ αυτήν την ηθογραφία της σάρκας, συνενώνοντας στοιχεία πολλών επιπέδων της παγκόσμιας και ελληνικής λογοτεχνίας. Έτσι αφομοιώνει τρόπους από τον ρεαλισμό, κάποτε τον νατουραλισμό, αλλά και από τον ρομαντισμό και τον παρνασσισμό, δίχως να πολιτογραφείται στα παραπάνω ρεύματα. Μια ηθογραφία, όχι όπως αυτή που ανέδειξε κάποτε η Εστία, αλλά μια μελέτη «χαρακτήρων του σώματος», της ανθρώπινης κατάστασης στην πλέον υλική της υπόσταση. Γιατί ο Λόγος στα ποιήματα του Βολκώφ δεν είναι απλώς σαρκικός: είναι πολύ περισσότερο πάσχων. Αυτή όμως η χριστιανική θεώρηση δεν συνεπάγεται μια χριστιανική ποίηση, αλλά την προμηθεϊκή εξέγερση. Ακόμη καλύτερα θα λέγαμε ότι αν λάβουμε ως σημείο αναφοράς τον Θεό, η ποίηση του Θ.Β. έχει έναν διττό χαρακτήρα: εκφέρεται ως δέηση, αλλά και ως εξέγερση, στήνοντας έτσι την αρένα μιας διπλής πάλης: αγώνας ενάντια στον Θεό/αγώνας ενάντια στον άνθρωπο. Και από αυτήν την οπτική γωνία το ποιητικό εγώ στον Βολκώφ συγγενεύει με τον Φάουστ του Γκαίτε, συνομιλώντας επίσης με την καζαντζακική, τη σικελιανική και την παλαμική γραμματεία.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ποιητικό υποκείμενο, όπως τέμνεται σε τρεις ηλικίες: το παιδί, τον άνδρα και τον γέρο, σαν την απάντηση στο αίνιγμα της Σφίγγας. Το παιδί εκφράζει την εξέγερση, αλλά και μια τρυφερότητα σχεδόν μητρική. Ο άνδρας είναι ταυτόχρονα ο θάνατος και αυτός που παλεύει με τον θάνατο, είναι η πράξη και το τέλος της. Ο γέρος ζωοδοτεί το φιλοσοφικό υπόβαθρο της βολκωφικής ποίησης, υποταγμένος στις δυνάμεις με τον τρόπο των αρχαίων θεών. Η μνήμη όμως πηγάζει και από τους τρεις, γεγονός που προσδίδει σε αυτήν την ποίηση όλες τις διαφορετικές της αποχρώσεις, αλλά και νομοθετεί την απαράβατη ενότητά της. Γιατί όποιος διαβάσει το σύνολο της βολκωφικής ποίησης, θα διαπιστώσει την πτήση της γύρω από ένα κέντρο, την τροχιά του γερακιού που κυνηγάει. Έτσι τα θέματα επαναλαμβάνονται σαν τα αλλεπάλληλα λαξεύματα του τεχνίτη πάνω στο μάρμαρο.

Μέσα στην αχανή παράδοση της Δυτικής λογοτεχνίας που ρέπει προς τον διανοητισμό, ο Θεοδόσης Βολκώφ τραγουδά τη σάρκα, σαν απόγονος του Ουίτμαν.

«Πρέπει ξανά ξανά στον άνθρωπο να εγκύψεις
ο Λόγος αίμα στο αίμα πάλι ν’ ακουστεί
θανάτωσέ με αν έτσι θέλησες μα πες μου –
εκεί που Εγώ εκεί που Εγώ μαζί μου εσύ»,

γράφει και γίνεται ταυτόχρονα ο ουρανός κι ο Άτλαντας που τον στηρίζει.

Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ

*