Ο επικός λυρισμός του Ευστράτιου Σαρρή [1/2]

του ΘΕΟΔΟΣΗ ΒΟΛΚΩΦ

Ευστράτιος Σαρρής, Η τέχνη για το κάλλος,
Εκδόσεις Θεοδόση Αγγ. Παπαδημητρόπουλου, 2021
Κ’ είμαι κ’ εγώ που γράφω τα και την αντρειά ’φηγούμαι.
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΣΑΡΡΗΣ

Αλλιώς, ομολογώ, σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος, αλλά και με τρόπο κάπως επισημότερο καθώς τού πρέπει, λογάριαζα να πρωτολογήσω για τον ποιητή Ευστράτιο Σαρρή.

Όσοι όμως καταγίνονται με το γράψιμο, ιδίως σε συνθήκες που αντικειμενικά δεν ευνοούν την ομαλή του εκτύλιξη, ξέρουν καλά πόσα συγγραφικά σχέδια καθυστερούν, αναβάλλονται προσωρινά ή και οριστικά ματαιώνονται – για χίλιους δυο λόγους· πόσο συχνά ο πρωθόρμητος ενθουσιασμός, πάντα παρών στα εναρκτήρια κινήματα ενός έργου στη φαντασία, παραχωρεί τη θέση του στην παραίτηση και στην παραδοχή της αδυναμίας για βιώσιμη συνέχεια – συχνά όχι δίχως κάποιαν αίσθηση ντροπής. Και ξέρουν ακόμη πόσο μπορούν τέτοια ημιτελή εγχειρήματα να στοιχειώσουν τη σκέψη, να βαρύνουν και να περιπλέξουν τον ψυχισμό σαν χρέος ηθικό που ολοένα τοκίζεται, μέχρις ότου γίνουν κανονικότατη τύψη συνειδησιακή και βραχνάς δυσβάστακτος.

Σε ανολοκλήρωτο λοιπόν μελέτημα για την ποίησή του σημείωνα τα εξής: «O Ευστράτιος Ευ. Σαρρής (γ. 1973), ένας γονιμότατος Θεσσαλονικεύς ποιητής, ένας μεγαλόπνοος καθώς θα δούμε βάρδος, δεν έχει τυπώσει ακόμα σε αυτοτελές βιβλίο ποιήματά του, κι ας διανύει πλέον την ηλικία που είθισται ν’ αποκαλούμε ωριμότητα. Επιμένει να προσφέρει αφειδώς τα όσα τού υπαγορεύει η τόσο ιδιαίτερη και γενναιόδωρη Μούσα του ελεύθερα στο διαδίκτυο».

Και λίγο παρακάτω συνέχιζα: «Η διαδικτυακή παρουσία του λοιπόν, που ενδεχομένως συμπίπτει και με την επίσημη εμφάνισή του στα γράμματα, χρονολογείται, αν δεν κάνω λάθος, από το 2011 και συνεχίζεται αδιάλειπτη και πυκνή μέχρι τις ώρες που γράφονται τούτες οι γραμμές. Ακόμη και σε καθαρά ποσοτικούς όρους εκφρασμένο, το αποτέλεσμα της άοκνης αυτής συγγραφικής δραστηριότητας είναι αξιοσημείωτο: περί τα 300 πρωτότυπα ποιήματα, πολλά εκ των οποίων εκτενέστατα για τα σημερινά δεδομένα, και τουλάχιστον 60 μεταφράσματα έχουν αποκατασταθεί στη δημοσιότητα μέσα σε χρονικό διάστημα οκτώ μόλις ετών. Με λίγα λόγια, μια σωστή ποιητική ήπειρος, ανασυρμένη απ’ τον ωκεανό της ελληνικής γλώσσας, περιμένει τους σκαπανείς και τους εξερευνητές της».

Τούτες οι λιγοστές προκαταρκτικές παρατηρήσεις είναι του 2018 και ήδη χρειάζονται γενναία ενημέρωση προκειμένου ν’ ανταποκριθούν στα σημερινά δεδομένα. Διότι κατά την τετραετία που μεσολάβησε, η συγγραφική εργασία του ποιητή συνεχίστηκε αδιάλειπτη και αδιάπτωτη στον απ’ αρχής ανοιγμένο δρόμο και με την ίδια πάντοτε, ακλόνητα σταθερή, φορά. Τα πρωτότυπα ποιήματα πλήθυναν, τα ποιητικά μεταφράσματα αυξήθηκαν και το έργο στο σύνολό του κέρδισε περαιτέρω σε όγκο και εύρος. Εκτός αυτών έλαβε χώρα κάτι που για εμάς, τους τελευταίους μιας γενιάς αναλογικής σ’ έναν ψηφιακό και ολοένα ψηφιοποιούμενο κόσμο, μπορεί και να μετρά ακόμη ως ορόσημο: το πρώτο βιβλίο του Ευστράτιου Σαρρή είναι πλέον γεγονός. Επείγομαι λοιπόν τώρα να καταθέσω εγγράφως όλα όσα στοιβάζονται μέσα μου για χρόνια.

Στο παρόν, συγκριτικά σύντομο μελέτημα, συνοψίζονται δύο τρία βασικά στοιχεία από την εν προόδω εκτενέστερη μελέτη, με την ελπίδα πως συν τω χρόνω η κριτική μου οφειλή θα εκπληρωθεί στο ακέραιο. Η οφειλή –τονίζω τη λέξη– σε μια ποίηση που θεωρώ –και το διαλαλώ απερίστροφα– σπουδαία.

«Ένα σκαρί», όπως έγραφα, «βαρύ πολύ και ασυνήθιστα ογκώδες, μα καλοκάμωτο πάντα στα μάτια τα δικά μου και αρμονικότατο παρά το πελώριό του το μέγεθος, που παρακολουθώ στο συναρπαστικό ταξίδι του εδώ και χρόνια, εντελώς κατάπληκτος, ομολογώ, τόσο με τη ρότα που έχει διαλέξει όσο και με τη συνέπεια που την ακολουθεί δίχως την παραμικρή παρέκκλιση, σαν να έχει βρει την πυξίδα του, την ολότελα δική του, την εσωτερική αυτή κατευθυντήρια γραμμή που οι περισσότεροι, μέσα και έξω από την ποίηση, ματαίως όσο και απελπισμένα αποζητούμε…»

* * *

Στον μικρό μα όντως ανεπίληπτα φροντισμένο τόμο που τυπώθηκε στις εκδόσεις του συγγραφέα Θεοδόση Παπαδημητρόπουλου και τιτλοφορείται «Η τέχνη για το κάλλος», από το πλατωνικής πνοής αριστοτέχνημα που επιλογίζει τη συλλογή, ο ποιητής συναθροίζει τμήμα της πρωτογενούς δημιουργίας του, πενήντα ποιήματα εν όλω (για την ακρίβεια, 49 έμμετρα ποιήματα και ένα σύντομο πεζό αφήγημα).

Αριθμός μικρός βέβαια σε σχέση με τον εντυπωσιακό όγκο τού μέχρι ώρας δημοσιευμένου του έργου αλλά επαρκής για να καταλάβουμε τι λογής συγγραφέας στέκει απέναντί μας: ένας μέγας του λυρισμού επικός. Κάποιος που με χέρι ασυνήθιστα σίγουρο και στιβαρό επαναφέρει στον αναγνωστικό μας ορίζοντα την επικολυρική αφηγηματική ποίηση – χωρίς τυμπανοκρουσίες (τουτέστιν ηχηρές διαφημίσεις και αυτοδιαφημίσεις, μεγαλόστομες διακηρύξεις, πολεμικά μανιφέστα, επιστημονικοφανείς ή ψευδοφιλοσοφικές θεωρίες κ.λπ.), αλλά με ακαταμάχητο δυναμισμό, σε όλη της την ένταση και λάμψη.

* * *

Αυτήν ακριβώς την ποίηση, ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα –ίσως και νωρίτερα ακόμη– πάμπολλοι κήρυκες, ταγμένοι θα ’λεγε κανείς σε κάποιαν «ειδολογική θανατολογία», ανακήρυξαν νεκρή ή τέλος πάντων διά παντός παρωχημένη. Δεν είναι ούτε η ώρα ούτε ο τόπος να συζητηθούν εδώ ζητήματα ακραιφνώς γραμματολογικά, ζητήματα που μια τέτοια ποίηση ενδεχομένως εγείρει – κατά τρόπο λιγότερο ή περισσότερο άμεσο. Θα θίξουμε λοιπόν αναγκαστικά και επί τροχάδην μόνο ένα δυο σημεία.

Όταν ένα λογοτεχνικό είδος δεν καλλιεργείται συστηματικά, όταν για τον άλφα ή βήτα λόγο εγκαταλείπεται επί μακρόν, η επανεμφάνισή του, ιδίως όταν αυτή συντελείται μάλλον ξαφνικά και δη σε έδαφος που μοιάζει εντελώς απρόσφορο (και το ελληνικό έδαφος και υπέδαφος σήμερα μοιάζει ακατάλληλο για τα πάντα εκτός από τις μεγαλύτερες ασχημίες), επόμενο είναι να προσκρούει στην αδιαφορία ή στην επιφυλακτικότητα του αναγνωστικού κοινού από τη μια και στην καχυποψία των ειδημόνων από την άλλη. Οι τελευταίοι, συχνά από κάποιαν αλλόκοτη (αν όχι αλλοιωμένη) αίσθηση επαγγελματικού καθήκοντος και θεωρώντας εαυτούς θεματοφύλακες όχι μόνο του «καλού γούστου» αλλά και του «θεμιτού» στην τέχνη, δείχνονται πολλές φορές φιλύποπτοι (αν όχι φιλόψογοι) ως προς τα σύγχρονά τους λογοτεχνήματα.

Ο Χάινριχ Βέλφλιν, o περιώνυμος Ελβετός τεχνοκρίτης, έγραφε ότι «δεν είναι όλα δυνατά σε όλες τις εποχές». Βέβαια, το τι τελικώς είναι ή δεν είναι αισθητικά κατορθώσιμο στην εκάστοτε εποχή, τι ανήκει και τι όχι στις «εσωτερικές της δυνατότητες» κατά τη συναφή σπενγκλεριανή ορολογία, συνιστά θέμα πολυσύνθετο που σηκώνει συζήτηση πολλή και μακρά.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα πάντως, δηλαδή εκείνη ακριβώς την περίοδο που κατά μια στενά ιστορικιστική αντίληψη το μεγάλο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα εκτόπισε οριστικά και με τρόπο πανηγυρικό το έπος, μια λακωνική αλλά ισχυρή συνηγορία του ηρωικού ιδεώδους θα έρθει μεταξύ άλλων και από μια μάλλον απροσδόκητη πλευρά: από την ισχυρή πένα που κρατούσε ένα ιδιαιτέρως αβρό γυναικείο χέρι. Η Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ, η περίφημη Αγγλίδα ποιήτρια των Πορτογαλικών σονέτων, γράφοντας το σχοινοτενές αφηγηματικό ποίημα «Ωρόρα», θα επιμείνει πως «η επική μορφή του ηρωισμού είναι δυνατή σε όλες τις εποχές».

Σαν να ενωτίστηκε κι επιπλέον να εγκολπώθηκε τον βαρυσήμαντο λόγο της μακρινής συναδέλφου του, σαν να ξεδιάλυνε αυτός μόνος τον ξεχασμένο μα μονάκριβο ποιητικό της χρησμό, ένας Έλληνας ποιητής, ακμάζοντας στον 21ο αιώνα, ανανεώνει ολομόναχος (το ξανατονίζω) την επική ή επικότροπη παράδοση λες και του είναι μοιράδι πατρογονικό, αναιρώντας με τη ρωμαλέα ποιητική του πράξη τα δόγματα, τις προλήψεις και τις προκαταλήψεις σωρείας φιλολογικών ληξιάρχων που ενδημούν εντός αλλά και εκτός των ακαδημαϊκών σπουδαστηρίων. (Για ορισμένους σύγχρονους ξένους ποιητές που συνεχίζουν την επική παράδοση, και μάλιστα με επιδόσεις άκρως εντυπωσιακές, ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να γράψω μιαν άλλη φορά. Εν πολλοίς πάντως, ισχύει κι εδώ εκείνο που γράφει ο Γκότφριντ Μπεν για τους λυρικούς ποιητές: σε κάθε δεκαετία είναι διάσπαρτοι σε διάφορες χώρες, γράφουν σε διαφορετικές γλώσσες και συνήθως αγνοούν ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο καθένας δημιουργεί ανεξάρτητα απ’ όλους τους υπόλοιπους. Υπ’ αυτή την έννοια λοιπόν, το «ολομόναχος» παραπάνω είναι, νομίζω, ακριβές.)

Aν στα χρόνια που έρχονται –και μετά το μεγάλο ναυάγιο της Δύσης– περισωθεί και αποκατασταθεί μαζί με την ποίηση και μια κάποια ευθυκρισία για τα ποιητικά, ποιος ξέρει, δεν αποκλείεται μπροστά στα φτερωτά πόδια της μεγαλεπήβολης ετούτης πράξης αργά ή γοργά να συρθούν γονατιστές η νυσταλέα θεωρία και η βραδυπορούσα κριτική· θ’ αναγκαστούν τότε αυτές οι δύο που δεν την έβλεπαν να την αντικρίσουν, αυτές που την περιφρονούσαν να τη σπουδάσουν, αυτές που την παραγνώριζαν να την αναγνωρίσουν – να την αναγνωρίσουν και να την περιλάβουν στα χρονικά και στις γραμματολογίες τους, στις αφηγήσεις και στα ερμηνευτικά σχήματά τους. Έστω και απρόθυμα, έστω και ως εξαίρεση ή και ως παραδοξότητα ακόμη στον όποιο Κανόνα θα έχουν τότε θεσπίσει.

Εδώ και πολλές δεκαετίες, πλείστες όσες φιλολογικές συζητήσεις περιστρέφονται ατελείωτα γύρω από ποικιλώνυμους κανόνες: κανόνες μικρούς και Κανόνες μεγάλους, Κανόνες δυτικούς και μη, κανόνες κάθε προέλευσης και λογής. Οι ίδιοι οι συγγραφείς, νέοι και γέροι, μεγάλοι και μικροί, άσημοι και διάσημοι, με μια μέριμνα δείχνουν να πορεύονται, να πολιτεύονται και να διαγκωνίζονται: να «κανονικοποιηθούν». Άπαντες έχουν τον καημό του Κανόνα. Σήμερα όμως –το λέμε εδώ, θα το ξαναπούμε και στο τέλος αυτού του κειμένου– η λογοτεχνία κρύβεται, εμφωλεύει, γεννιέται, υπάρχει, ζει, συνεχίζει, ανθοφορεί και καρπίζει, ευδοκιμεί και κάποτε μεγαλουργεί, πραγματικά μεγαλουργεί… στις εξαιρέσεις. Σε πείσμα όλων, και κυρίως σε πείσμα του καιρού και του τόπου, θριαμβεύει εν τη σκοτία.

Ας μιλήσουμε λοιπόν για εξαιρέσεις. Για την εξαιρετική –και με τις δύο έννοιες του όρου– ποίηση του Ευστράτιου Σαρρή.

* * *

Έχοντας κατά νου τους αναγνώστες που διερωτώνται σοβαρά και καλόπιστα περί της δυνατότητας ή αδυνατότητας του έπους ως «είδους νόμιμου», τουτέστιν ως είδους ακόμη ζωντανού, άρα και ικανού να αρθρώσει λόγο αντιπροσωπευτικό και γνήσιο στην εποχή μας, σπεύδω να επισημάνω ότι ο Ευστράτιος Σαρρής ως επικολυρικός κατά βάση ποιητής δεν είναι εποποιός – τουλάχιστον όχι με την αυστηρή έννοια του όρου. Από την πολυαίωνη επική παράδοση αντλεί βέβαια τις ηρωικές μορφές, τον υψηλό και σεμνοπρεπή τόνο, και φυσικά την αφήγηση – γνωρίσματα του έπους αναφαίρετα μα όχι και αποκλειστικά.

Εξάλλου, αιώνες ιστορικής πορείας και πείρας μάς δίνουν το δικαίωμα να μην ταυτίζουμε πλέον το ηρωικό πνεύμα αποκλειστικά με την πολεμική αρετή και τις ανδραγαθίες στα πεδία των μαχών, ιδίως από τότε που ο πόλεμος λόγω των εξελίξεων της τεχνοεπιστήμης δεν είναι αυτό που μέχρι πρότινος υπήρξε. Η περηφάνια, η αξιοπρέπεια και η αγωνιστικότητα του ανθρώπου οδηγημένες στην υπέρτατη ένταση ηρωικές γίνονται και ηρωισμό υποδηλώνουν ακόμα κι αν δεν ενδύονται τον ζωηρόχρωμο και παμπάλαιο μανδύα του αλλά φορούν απεναντίας τα ρούχα ή και τα ράκη ακόμη μιας άχαρης και πεζής καθημερινότητας.
Ο ίδιος ο ποιητής μάλιστα αυτό ακριβώς θα επισημάνει σε πρόσφατη συνέντευξή του (από τις ελάχιστες που έχει παραχωρήσει), αποκαλύπτοντας παράλληλα κάτι από τη μεθοδολογία της εργασίας του.

Εἶχα συνθέσει ἕνα ἐπύλλιο βασισμένο στὴν ἀληθινὴ ἱστορία 550 Ναυπλιωτῶν προσφύγων καὶ τοῦ ἀρχηγοῦ τους, οἱ ὁποῖοι πολεμοῦσαν ὡς μισθοφόροι ἱππεῖς τοῦ βασιλέως τῆς Ἀγγλίας καὶ συνέτριψαν σὲ μία μάχη ὑπερδιπλάσιους κατάφρακτους Φράγκους ἱππεῖς. Πολλοὶ φίλοι ὅταν τὸ διάβασαν μοῦ εἶπαν πόσο τοὺς ἐμψύχωσε τὸ ποίημα, καὶ πιστεύω ταυτίστηκαν ὄχι γιατὶ ἦσαν πολεμιστὲς ὅμως εἶναι πολεμιστὲς τῆς ζωῆς, ὄχι γιατὶ ἦσαν ἀρματωμένοι πρόσφυγες ἀλλὰ κάποιοι ἦσαν οἰκονομικοὶ πρόσφυγες, ὄχι γιατὶ ἀντιμετώπισαν ὑπέρτερους ἐχθροὺς στὸ πεδίο τῆς μάχης ἀλλὰ γιατὶ ἀντιμετωπίζουν ὑπέρτερες δυνάμεις στὸ πεδίο τοῦ καθημερινοῦ βίου. Σημασία λοιπὸν γιὰ μένα ἔχει ἡ μεγάλη πρᾶξι· τὰ πρόσωπα, ὁ χρόνος, ὁ τόπος καὶ ὅλα τὰ πέριξ στοιχεῖα ἁπλῶς ἀποτελοῦν τὸ σκηνοθετικὸ περιβάλλον τῆς δράσεως.

Ο υψηλός τόνος πάλι είναι φυσικότατη τάση της ανθρώπινης φωνής. Δεν μιλάμε πάντα και μόνο σιγαλόφωνα και ψιθυριστά, ούτε υποτονθορίζουμε συνεχώς και αδιαλείπτως. Η αφήγηση τέλος, το περίφημο «storytelling» των αγγλόφωνων θεωρητικών, είναι ανάγκη από τις πλέον θεμελιώδεις του ανθρώπου, τόσο αρχέγονη όσο ο χορός και το τραγούδι.

Στην εποχή της κατακρήμνισης των μεγάλων μύθων, κατά την οποία η καθαυτό μυθική παράδοση –που εξέθρεψε αιώνες επί αιώνων την ψυχική ζωή των λαών– έχει τόσο ατονήσει, η ζωηρή, η οργιώδης μυθοπλασία δεν είναι απλώς ανθεκτική· είναι πανταχού παρούσα και θριαμβεύουσα. Αναρίθμητα τα κατ’ έτος εκδιδόμενα μυθιστορήματα και απειράριθμες οι πολυδάπανες και δημοφιλέστατες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές που μονοπωλούν την προσοχή εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον κόσμο. Και τα μεν και οι δε την ίδια ανεκρίζωτη ανάγκη θεραπεύουν. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα με τρόπο εξαίρετο και ζηλευτό, και τηρουμένων των αναλογιών εφάμιλλο ίσως των καλύτερων μυθιστορημάτων των περασμένων δύο αιώνων.

Ως τέτοια λοιπόν, αφήγηση, τόνος υψηλός και ηρωικό ιδεώδες δεν ευδοκιμούν σε μιαν ορισμένη εποχή ή τόπο, ούτε απαντούν σε συγκεκριμένα μόνο είδη του έντεχνου λόγου διότι δήθεν απάδουν προς τη φύση άλλων. Απεναντίας τα βρίσκουμε σταθερά παντού και πάντοτε. Διακρίνονται για την καθολικότητα και την εκπληκτική χωροχρονική τους εμβέλεια, κι επιπλέον περνούν κατά τρόπο εξόχως ομαλό από γένος σε γένος κι από είδος σε είδος. Κατά τη διαδικασία αυτή μεταμορφώνονται και μεταμορφώνουν, ανανεώνονται και ανανεώνουν, γονιμοποιούνται και γονιμοποιούν τα λογοτεχνικά γένη και είδη σε όλους τους καιρούς και σε όλους τους τόπους.

* * *

Το έργο του Ευστράτιου Σαρρή δείχνει το τι μπορεί να είναι η επικολυρική ποίηση σήμερα ή ακριβέστερα μια μείζων εκδοχή της: ένα πιο συγκρατημένο στην έκταση αλλά δουλεμένο μέχρι τις έσχατες λεπτομέρειές του πολύστιχο ποίημα που εκτυλίσσεται κατά κύριο λόγο γραμμικά ακολουθώντας βασικούς, απαρασάλευτους θα έλεγε κανείς, αφηγηματικούς κανόνες.

Αρχιτεκτονημένα ως «επύλλια», ως μικρογραφημένα δηλαδή κατά κάποιον τρόπο έπη, και δουλεμένα ως συνθέματα λυρικά, τα ποιήματα του Ευστράτιου Σαρρή ξαναφέρνουν στο προσκήνιο έναν τρόπο ξεχασμένο (απωθημένο και αποδιωγμένο ίσως, παρεξηγημένο και συκοφαντημένο ενδεχομένως) και μαζί με αυτόν φέρνουν στην ποίησή μας και μιαν άλλη πνοή που μολονότι έρχεται από πολύ παλιά διακρίνεται για την ανανεωτική και αναγεννητική της ορμή.

Ώρα λοιπόν να δούμε από κοντά μια ποίηση που ξεχωρίζει χάρη στον εξαίσια υψηλό της τόνο, τον λαμπρό αφηγηματικό της χαρακτήρα και το χαλύβδινο ηρωικό της ήθος. Το ήθος αυτό διέπει κάθε της στίχο και διαποτίζει κάθε της λέξη. Ας ακούσουμε τον ποιητή να χτίζει διά του λόγου του όχι «έναν μεγάλο ναό στ’ αφτί», κατά τον λυρικότατο Ρίλκε, αλλά ως μαθητής του Ομήρου επικότατος αυτός, «μια πελώρια τοιχογραφία στον οφθαλμό του νου», επαληθεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο εμπράκτως και για πολλοστή φορά τον αντικειμενικό και διαιώνιο χαρακτήρα μιας ορισμένης ποιητικής τυπολογίας: ο λυρικός ποιητής εισδύει στην καρδιά διά της ακοής, ο επικός ποιητής διά της όρασης. Αλλιώς ειπωμένο: Ο λυρικός μελωδεί, ο επικός ραψωδεί. Ο μεν ένας γοητεύει με τη μουσικότητα, ο δε άλλος δεσμεύει με την πλαστικότητα. Ο πρώτος διαπλάθει την υποβλητική μελωδία, ο δεύτερος λαξεύει τον επιβλητικό όγκο. Εκεί που ο λυρικός ακροπατά με τη λυγεράδα του χορευτή, ο επικός προχωρά με το βαρύ πάτημα του οπλίτη. Ο λυρικός είναι αέρας και νερό, ο επικός είναι σίδερο και πέτρα.

Ας ψαύσουμε λοιπόν, για μια πρώτη γνωριμία μαζί του, τον πέτρινο και σιδερένιο στίχο του Ευστράτιου Σαρρή.

* * *

Αν η φιλολογική μας ζωή ήταν υγιέστερη, η εκτενής παράθεση στίχων του ποιητή ίσως και να περίττευε. Οι διαδικτυακά δημοσιευμένες ποιήσεις του θα είχαν γίνει ευρύτερα γνωστές πριν καν τυπωθούν σε βιβλίο και θα είχαν φιλοξενηθεί στα περισσότερα λογοτεχνικά περιοδικά, χαρτώα και ηλεκτρονικά. Πέραν τούτου, θα είχαν κριτικώς προσεχθεί και επαρκώς συζητηθεί, ενώ και το βιβλίο του θα είχε ήδη χαιρετιστεί ως γεγονός, δηλαδή όχι απλώς σαν ένα ακόμη κείμενο που βρήκε τον δρόμο για το τυπογραφείο, αλλά ως συμβάν βαρύνουσας σημασίας για τα γράμματα του τόπου. Κι από κοντά, ο υπογραφόμενος θα είχε την ανακουφιστική βεβαιότητα ότι άπαντες οι αναγνώστες του, όσοι και όποιοι τέλος πάντων, γνωρίζουν ήδη περί τίνος γράφει.

Έτσι όπως έχουν τα πράγματα όμως, προκειμένου να δημιουργηθεί μια ελάχιστη βάση συζήτησης, τα παραθέματα οφείλουν να είναι κάποιας έκτασης. Ο χώρος βέβαια δεν επιτρέπει την παράθεση κάποιου από τα πλέον πολύστιχα αφηγηματικά ποιήματα στην ολότητά του. Ο ίδιος ο ποιητής εξάλλου, από την εξαίρετη σειρά των μακροσκελών συνθεμάτων του, στη συλλογή του περιέλαβε μόλις ένα, το οποίο όμως δεν συνιστά απλώς τη μεγάλη αψίδα διά της οποίας οδηγούμαστε στα ενδότερα του βιβλίου του, αλλά και τα λαμπρά προπύλαια που μας εισάγουν στην ποίηση και στην ποιητική του εν γένει.

Από το θαυμαστό ετούτο μακρόστιχο ποίημα που τιτλοφορείται «Το όνειρο του πατισάχ», θα παραθέσω τους εναρκτήριους στίχους και μερικά αποσπάσματα, και θα συνεχίσω με λίγα ακόμη, αντιπροσωπευτικά κατά το δυνατόν, ποιήματα.

* * *

Στην καρδιά της επικής σύνθεσης φέγγει η ιστορική πραγματικότητα. Ο επικός ποιητής ραψωδεί μείζονα γεγονότα και αποφασιστικές της Ιστορίας καμπές. Γύρω από τον σκληρό αυτό πυρήνα διατάσσει και αναπτύσσει το υλικό του. Ξέρει μάλιστα καλύτερα απ’ τον καθένα ν’ ανακαλύπτει την ποίηση της Ιστορίας κι ακόμη να μεταπλάθει την Ιστορία σε Μύθο και ν’ αποστάζει απ’ τον Μύθο τον Θρύλο. Ξέρει επιπλέον να γοητεύει και να συγκινεί, ορθότερα – να συναρπάζει όχι τον κατά μόνας αναγνώστη, όπως συνήθως κάνει ο λυρικός με την παθητική του τέχνη, μα τα μεγάλα ακροατήρια, με τη σταθερή και στεντόρεια φωνή του.

Ας αποφαίνεται ο μεγαλόνους Αριστοτέλης από τα βάθη των αιώνων ότι «φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν». Η Καλλιόπη και η Κλειώ, όμαιμες και ομογάλακτες, αδιαφορούν για τέτοιας λογής κατατάξεις και αποτιμήσεις, ακόμη κι όταν τις υπογράφουν γίγαντες σαν τον Σταγειρίτη. Αδερφές πολυαγαπημένες, συμπορεύονται, συνομιλούν, συνεργάζονται και συνάδουν πολύ συχνότερα απ’ όσο φανταζόμαστε. Οι δε μεγάλοι ιστορικοί –σε πείσμα της υπερεξειδίκευσης και του σχολαστικισμού των τελευταίων δεκαετιών που έχουν υποβιβάσει την ιστοριογραφία σε μικρολόγο και ανιαρό ασχόλημα αναιρώντας τον αφηγηματικό της χαρακτήρα– είναι και ποιητές, συγγραφείς και τεχνίτες ολκής, πολλές φορές από τους συναρπαστικότερους, και αφηγητές από τους πιο γοητευτικούς. Ο Καρλάιλ από τον μακρινό 19ο αιώνα δογματίζει: «Η μόνη ποίηση είναι η Iστορία, αρκεί να την αφηγηθούμε σωστά».

Έτσι κι εδώ. Αφετηρία του ποιήματος αποτελεί ένα κομβικής σημασίας για τη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία γεγονός. Βρισκόμαστε στην Πόλη, γύρω στα 1683. Επίκειται, καθώς συνάγουμε απ’ την ανάγνωση, η μεγάλη μάχη της Βιέννης μετά τη δεύτερη, δίμηνη, πολιορκία της απ’ τους Οθωμανούς.

Ο ραψωδός εκτός από αφηγητής μεγαλόπνοος είναι και ζωγράφος αριστοτέχνης. Ως τέτοιος, εχθρεύεται την αοριστία κι έχει πάντα το συγκεκριμένο εν όψει. Το σημειώσαμε κι αλλού, το επαναλαμβάνουμε κι εδώ: τέχνη είναι η αποθέωση του συγκεκριμένου. Διά της φωτοσκίασης και της εμμονής στη λεπτομέρεια, το συγκεκριμένο γίνεται πια χειροπιαστό, τουτέστιν εποπτεία όχι μόνον ακουστική και οπτική αλλά και σχεδόν απτική. Ο επικός ποιητής κατά τη βούλησή του αλλά και τις επιταγές του έργου του γίνεται τοπιογράφος, σκηνογράφος και προσωπογράφος. Παροντοποιώντας τ’ αλλοτινά και τα μακρινά, με τον ακούραστο λεκτικό του χρωστήρα ζωντανεύει ολόκληρους κόσμους. Εν προκειμένω μια πολύφημη και πολυάνθρωπη πολιτεία ασύγκριτη, βασίλισσα μέσα στις πρωτεύουσες του κόσμου, «την πανώρια Βοσπορίτισσα τη μία» – την Πόλη.

Ξημέρωμα, φθινόπωρον καὶ βράδυ τοῦ Σεπτέμβρη
καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις σὰν ζωγραφιὰ κοιμᾶται.
Κοιμοῦνται τ’ ἀρχοντόσπιτα κι’ οἱ φτωχομαχαλλάδες,
κοιμοῦνται τὰ πολλὰ τζαμιὰ ποὺ οἱ χότζες ντελαλίζουν,
καὶ τοῦ Βοσπόρου τὰ νερὰ τ’ ἀστέρια καθρεφτίζουν.

Κι απ’ την εικόνα της Πόλης εστιάζουμε στο παλάτι του σουλτάνου, το ονομαστό Γενί Σεράι, που είναι κι αυτό παραδομένο στον ύπνο. Ο μέγας δεσπότης όμως αδυνατεί να κοιμηθεί. Μια βασανιστική έγνοια τον κρατά ξάγρυπνο:

Κοιμοῦνται κι’ ὅλοι οἱ αὐλικοὶ μὲς στὸ γενὶ σεράϊ,
μὰ ὁ σουλτᾶνος ὁ Μεμέτ, στοιχειό, δὲν γαληνεύει.
Τρὶς σφάλισεν τὰ βλέφαρα καὶ τρὶς χλωμὸς πετάχτη·
τὴν μιὰ πετάχτη σὰν πανί, τὴν ἄλλην σὰν λεμόνι,
τὴν τρίτη ἀσκώθη κάτασπρος, σὰν τοῦ βουνοῦ τὸ χιόνι.

Πλάι στον σουλτάνο, μια ημίγυμνη γυναικεία μορφή ανακάθεται στο κρεβάτι:

Ξύπνησε ἡ Ῥεθυμνιώτισσα ποὺ ἀγγελικὰ κοιμότουν
κι’ ἀνασηκώθη πλάϊν του, τὰ στήθη γυμνωμένα:
«Σουλτᾶνε μου τί τρώγει σε καὶ τί σὲ κατατρέχει;
Ποιοί ὀνειροδαίμονες σκληροὶ τὸν ὕπνο σοῦ ξορίζουν
καὶ μιὰ πετιέσαι σὰν πανί, τὴν ἄλλην σὰν λεμόνι,
καὶ κάτασπρος τὴν ὑστερνή, σὰν τοῦ βουνοῦ τὸ χιόνι;
Ξήγα μου ποὺ ὀνειρεύεσαι, κομμάτι ν’ ἀλαφρώσῃς».

Κι ο σουλτάνος εκμυστηρεύεται στην Ελληνίδα παλλακίδα του τον τρομακτικό του εφιάλτη, που προλέγει τη συντριβή του στρατού του απ’ τις συνασπισμένες ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Ο ποιητής εξαπολύει έναν ασυγκράτητο εικονοπλαστικό χείμαρρο και μας παρασύρει με τη μεγάλη πνοή και τη ζωγραφική του τέχνη, τον αστείρευτο γλωσσικό του πλούτο και τη ρωμαλέα του ρυθμοτονική αγωγή, που εκβάλλει στον αψεγάδιαστο δεκαπεντασύλλαβο.

Καὶ ὁ σουλτᾶνος ξήγησιν κινάει ἀλαφιασμένος:
«Εἰς τόπον ἄγριο κι’ ἄξενο μονάχος περπατοῦσα,
κλεισούραν ἀνεγνώριστη, παντέρημον δερβένι,
καὶ μ’ ἔτρωγ’ ἡ κουφόβρασις καὶ τὸ συννεφοκᾶμμα.
Χορτάρια κεῖ δὲν χλόϊζαν κι’ ἀνθοὶ δὲν εὐωδοῦσαν,
δέντρη δὲν ἡσκιοδρόσιζαν, αὖρες δὲ κρυοφυσοῦσαν,
γύρω ἁψηλὲς βραχοπλαγιές, τρόχαλοι καὶ στουρνάρια,
κι’ ἐπέρνα φιδογυριστὰ μιὰ φαγωμένη στράτα,
ὅλον μ’ ἀγκάθι στὶς ὀχθιές, λιθόστρωτο στὴ μέσιν.
Δὲν ξεύρω κεῖ ποὺ στέκομουν ὥρα νὰ λογαριάσω,
κι’ ἀλλιῶς ὁ χρόνος περπατεῖ κι’ εἰς τ’ ὄνειρον κυλάει,
κι’ εἶδα ἱππότη καὶ σπαχὴ καὶ μαῦρον καβαλλάρη
κι’ ἦτον ὡσὰν νὰ ἐκέντρισε σκορπιὸς μὲς στὴν καρδιά μου.
Πίσω ἀπὸ βράχον ζάρωσα, λουφάζω φυλαγμένος,
καὶ πλειότερον ποὺ ζύγωνε, κλεφτὰ συχνοτηροῦσα,
κι’ ὅσο τὸν καλοξέταζα, βαριὰ σεκλετιζόμουν.
Κοντάριν ἐκουβάλαγεν, μαῦρο πανὶ δεμένον,
μαῦρα σκουτιὰ ἐφόραγεν, μαῦρα καὶ τὰ χειρόκτια,
μαῦρο καὶ τὸ ζωνάριν του, μαῦρα καὶ τὰ τζεγκιά του,
κι’ ἡ ζάβα εἰς τὸ στῆθος του δαχτυλιδοϋφασμένη,
μὲ δαχτυλίδια ἀνθρωπινὰ χρυσαλυσοπλεγμένη.
Κι’ ἡ κάππα του πηχτὸς καπνός, διαβολεμμένη ἀσβόλη,
σὰν τὴ νυχτιὰν ἐπλάκωνε τοῦ μαύρου τὰ καπούλια,
κι’ εἰς τόπο ἀπάγκειο ἀνέμιζεν καὶ ζωντανὴ ἐκυμάτει.

Έπεται η περιγραφή του κατάφρακτου πολεμικού ίππου.

Κι’ ὁ μαῦρος του κατάφραγος, χαλκοφολιδωμένος,
χαλκοντυμένο κούτελον, χαλκοντυμένο στέρνο,
μαῦρο τουφὶ στὴν κεφαλή, μαῦρο τουφὶ γιὰ γένι,
τριπόδιζε ἀκαπίστρωτος κι’ ἀγριωπὸς χλιμίντρα,
κι’ ἐξέρναγεν τηςὰ χνῶτα του παγοκρουσταλλωμένα,
κι’ ἀπὸ τηςὸ πεταλόκρουσμα σειόταν ἡ λιθοστράτα.

Κι ο ποιητής, ως νέος και πανάξιος ομηρίδης, συνεχίζει ζωγραφίζοντας την αρματωσιά του καβαλάρη με τα λαμπρότερα χρώματα. Η περικοπή μοιάζει ν’ απηχεί την περιγραφή των παραστάσεων που κοσμούν την ασπίδα του ομηρικού Αχιλλέα.

Τ’ ἀλλόκοτο κασσίδιν του, στραφταλιστό, χαλκᾶτον,
μορφὲς θεργιῶν παράσταινε καὶ προτομὲς μιμότουν,
καὶ τὴν μορφὴ ποὺ ἐθώρας μιᾶς, δεύτερη δὲν φαινότουν.
Κι’ ἐτήραες ληοντοκεφαλή, τάχατες ποὺ βρυχᾶται,
καὶ λύκον ὅπου ξάσπριζε τὰ δόντια λυσσιασμένος,
ἀητόν, κυνηγογέρακα, κουφαροβόρο ἀγιοῦπα,
καὶ τράγο στριφτοκέρατον, κάπρον μὲ χαυλιοδόντες,
ῥῆσον καὶ ταυροκεφαλὴ καὶ δράκο ἀγκαθοχαίτην,
κι’ ἄλλα λογιῶν ποὺ σ’ ἔφερναν σύγκρυο καὶ κομμάρα.
Κι’ ἦτον ῥιχτὸ εἰς τὴν πλάτη του ξυλόφραγο σκουτάριν,
μαυρόθωρον, μυγδαλωτό, χαλκοστεφανωμένο,
μ’ ὀχιὰν ποὺ πτέρνα ἐδάγκωνε χρυσοζωγραφισμένο.
Κι’ ἐκρέμονταν, παράμηρα, εἰς σκαλιστὸ θηκάριν,
ἡ σπάθα του ἡ φαρμακερὴ καὶ ἡ γερτὴ κοπίδα,
στὴν σέλλα τὸ βαρδούκιν του, τ’ ἀκιδωτὸ ῥαβδίν του,
σαγιτοφόρο κούκκουρον κι’ ἀνέσπλαχνο δοξάριν.
Κι’ ἐχρύσιζεν ἡ ἀρματωσιὰ κι’ ἀνέμιζαν τὰ μαῦρα,
σὰν μαυρονέρης ποταμὸς μὲ χρυσαφένιο κῦμα.

Στους ενδεικτικούς αυτούς στίχους αποκαλύπτεται ήδη όχι μόνον ο άριστος τεχνίτης, ο σκληρά δουλεμένος δουλευτής, αυτός που κατέχει στην εντέλεια τα μυστικά της τέχνης του, αλλά και ο μεγαλόπνευστος ποιητής, εκείνος που έχει να πει πράγματα και τα λέει μ’ έναν απαράμιλλο τρόπο.

Παράλληλα ερχόμαστε σε άμεση επαφή με τα κυριότερα γνωρίσματα της ξεχωριστής και –στο σύγχρονο ποιητικό τοπίο ιδωμένης– παράταιρης και παράκαιρης τέχνης του: τον στίχο και τα ρητορικά σχήματα του δημοτικού τραγουδιού, τo ηρωικό πνεύμα των μεσαιωνικών επικών κύκλων, το πάθος των βυζαντινών μυθιστοριών και ασφαλώς το πλούσιο και πολύχυμο γλωσσικό του ιδίωμα, με την εκπληκτική δαψίλεια των παλαιότερων λεκτικών τύπων, αναγόμενο σε μια γλώσσα βαθύρριζη, που μέσα της ταμιεύεται πείρα ζωής και ιστορίας αιώνων. Κι όλα ετούτα αναχωνευμένα στο εργαστήρι του σημερινού δημιουργού και δοσμένα ξανά μ’ ένα σπάνιο φινίρισμα, ένα φινίρισμα που φτάνει μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια χαρίζοντας σε κάθε ποίημα μια στίλβη και μια εντέλεια μορφική που συχνά λείπει ακόμη και από τα μεγάλα του πρότυπα.

* * *

Παρένθεση… παράφωνη πλην αναγκαία. Πριν καν σβήσει ο απόηχος των λιγοστών αυτών στίχων, από το πρώτο μόλις ποίημα, μαντεύω κιόλας τα σηκωμένα φρύδια κι ακούω ήδη –όπως είμαι βέβαιος ότι κι ο ποιητής αναρίθμητες φορές έχει υπομείνει– σωρό τις επικρίσεις και τις ενστάσεις. Πίσω από αυτές διακρίνω ξεκάθαρα την απαξίωση και την άρνηση, ζωγραφισμένες φαρδιά πλατιά στα ειρωνικά βλέμματα και στα σουφρωμένα χείλη.

Κάποιοι, και δεν είναι λίγοι, αυτοί που έχουν πάντα εύκολες τις φιλολογικές καταδίκες, και που μάλιστα επαίρονται γι’ αυτό σαν να πρόκειται για αδιαμφισβήτητο σημάδι καταγωγικό μιας «κριτικής αριστοκρατίας», αρνούνται στον ποιητή κάθε αξία: «Τούτος εδώ πραγματικά δεν έχει τον Θεό του! Δεν φτάνει που μας ζαλίζει ανερυθρίαστα, άντρες και γυναίκες εμάς του 21ου αιώνα, με ποιήματα αφηγηματικά και σχοινοτενή, το κάνει και με τρόπο άκρως προκλητικό, σε μια γλώσσα παλιακή, αραδιάζοντάς μας λέξεις ξεσηκωμένες – Κύριος οίδε πόθεν. Όλα ετούτα είναι τόσο μα τόσο παλιά και ξεπερασμένα από τη ζωή και την Ιστορία. Και πρώτα πρώτα η γλώσσα! Αυτή κυρίως. Μα επιτέλους τι γλώσσα είναι αυτή; Γίνεται ποίηση με γλώσσα αντιγραμμένη από τα λεξικά; Ποίηση βγαλμένη ολόκληρη από το “Μεσαιωνικό” του Κριαρά γίνεται; Δεν γίνεται!»

Υπάρχουν βέβαια και οι κατά τι μετριοπαθέστεροι, ολιγαριθμότεροι αυτοί, πιο συγκρατημένοι στις εκφράσεις τους, «γόνοι αριστοκρατικοί» όμως οπωσδήποτε κι εκείνοι, που σκορπούν τη συγκατάβαση από καθέδρας και συνηθέστερα έχουν πρόχειρη τη θεωρητικολογία: «Όλα ετούτα», τους ακούμε να λένε, «δεν είναι παρά πολύ καλά καμωμένα παστίς, ασκήσεις ύφους, περίτεχνες το δίχως άλλο, αλλά σε τελική ανάλυση μιμήσεις και τίποτα περισσότερο, που μπορεί μεν να μας δίνουν τη δυνατότητα να θαυμάσουμε την άρτια τεχνική του συγκαιρινού μας συγγραφέα, πλην όμως δεν μπορούν να ελπίζουν σε καμία σοβαρή απήχηση από την πλευρά του σύγχρονου αναγνώστη. Μόνον κάποιους από τους ομοτέχνους του μπορεί να εντυπωσιάσει ο ποιηματογράφος και πάλι μόνον όσους τυχαίνει να γοητεύονται ακόμη από συγκεκριμένες όψεις της παράδοσης που φαίνεται ν’ αρδεύουν τη θεματογραφία και το γλωσσικό υλικό του, δηλαδή ελάχιστους».

Κι άλλοι πάλι, πιο φιλοπαίγμονες, με ροπή στη στιχουργία ίσως, επίγονοι ενός Αλέξανδρου Σούτσου αυτοί, συνηθισμένοι να βγάζουν γρήγορα τη γλώσσα στο οτιδήποτε χωρίς να το καλοεξετάσουν και να το πολυσκεφτούν, μυκτηρίζοντας αδιακρίτως δικαίους και αδίκους, δεν αποκλείεται να σκαρώσουν κανένα περιπαικτικό στιχάκι ή να σκαρφιστούν κάποιο δηκτικό ευφυολόγημα: «Μα ο Ευστράτιος Σαρρής, εποποιός μεγάλος, / σκοπίμως απαρνήθηκεν της γλώσσης μας το κάλλος. / Ιδέαι όμως πλούσιαι ρετρό ενδεδυμέναι / δεν είναι δι’ αιώνιον ζωήν προωρισμέναι».

Μακάρι βέβαια τα «βάσανα» του ποιητή να τέλειωναν εδώ. Κι άλλα πολλά, με τους ζωηρότερους τόνους που η ευγλωττία της άρνησης συχνά επιστρατεύει, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε γεμίζοντας σελίδες επί σελίδων. Διότι πράγματι το πνεύμα της άρνησης είναι πάντα εξαιρετικά εύγλωττο: Βρίσκει κανείς να πει τόσα πολλά όταν θέλει να κατηγορήσει. Για να ψέξεις, δεν χρειάζεται καν να ψάξεις. Οι Μώμοι έχουν πάντα πρόχειρες τις φαρμακερές φράσεις και μπορούν να επιχειρηματολογούν ασταμάτητα. Όταν μάλιστα τυχαίνει να φιλολογούν, ε τότε πια γίνονται σχεδόν ασυναγώνιστοι…

* * *

«Αλλ’ ο Ευστράτιος δε βλέπει / κι αν τα βλέπει, τ’ αψηφά», υποκύπτω στον πειρασμό ν’ απαντήσω, με στίχους κι εγώ, παραφράζοντας Παλαμά, στον επίδοξο σατιριστή και στους λοιπούς επικριτές του ποιητή. Διότι ο Ευστράτιος Σαρρής έχει ήδη δώσει την απάντησή του προκαταβολικά σε όλα αυτά και σε ακόμη περισσότερα, και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: χωρίς να εμπλακεί σε καμία ανώφελη προσωπική αντιδικία, αλλά γράφοντας ένα ακόμη σπουδαίο ποίημα, που ξεχωρίζει για την υψηλοφροσύνη και το ήθος που διδάσκει.

Το ποίημα, που –δυστυχώς– δεν περιλαμβάνεται στο βιβλίο, τιτλοφορείται «Η αίγλη του θανάτου». Το αντιγράφω με άγρια χαρά.

Μοῦ εἶπαν «Πόλεμον ποιητικὸ σοῦ στῆσαν!»
«Τί νὰ μὲ νοιάξῃ ὁ χαρτοπόλεμος» γελῶ·
καὶ συνεχίζω «Οἱ τρισμέλανες φτεροῦγες
τοῦ χάροντα καὶ τῶν κηρῶν μὲ σκιάζουν δῶ.
Τρεῖς συγγενεῖς τὸ θέρος τοῦτο κοιμηθῆκαν,
ποὺ χρόνους λειῶναν ἢ ἐντελῶς στὰ ξαφνικά·
κι’ ἄλλοι ἐπάλεψαν στὰ κρύα νοσοκομεῖα,
κι’ ἄλλους κυκλώνουν τῆς ἀῤῥώστιας τὰ ἑρπετά.
Κηδεῖες, μνημόσυνα κι’ ἀγρύπνιες καὶ καφέδες,
κάθε μου δείλι σὲ μνημούρια καὶ σταυρούς·
νὰ στέκω μπρὸς σὲ τάφους νηοὺς ὅπου μαρμαίρουν,
νὰ φέρνω γύρα τὰ καντήλια στοὺς παληούς.
Κι’ ἂν κάποιοι ὀχτρεύωνται τὸ ἔργο μου εἶν’ ἀδέλφια,
κοινὸ ῥέει αἷμα στὰ ῥυάκια τῶν φλεβῶν·
ὕδωρ ταγμένο νὰ κυλάῃ καὶ ν’ αὐγατίζῃ
τὸν μαυρονέρη, ὑπόγειο, μέγα ποταμόν.
Χάρτινες δόξες θὰ μετράω; Χάρισμά τους!
Μὲ ἀνυψώνει ἡ μαύρη αἴγλη τοῦ θανάτου».

[Η αίγλη του θανάτου]

Σημειώστε τους στίχους του ποιητή: «Κι’ ἂν κάποιοι ὀχτρεύωνται τὸ ἔργο μου εἶν’ ἀδέλφια, /κοινὸ ῥέει αἷμα στὰ ῥυάκια τῶν φλεβῶν». Ακόμα και όσους ομοτέχνους απαξιώνουν τη δική του εργασία, τούς λογιάζει αδερφούς. Και στη συνείδησή του –ασυγκρίτως περισσότερο κι από την όποια άρνηση ή αποδοχή του έργου του– βαραίνει ετούτο: ότι κι εκείνοι, κατά τις δυνάμεις και τις αντιλήψεις τους ο καθένας, υπηρετούν κάποιο ιδανικό ομορφιάς – ας είναι διάφορο ή και αντίθετο απ’ το δικό του. Κι αυτό είναι κάτι που το αναγνωρίζει ολοθύμως, διδάσκοντας παράλληλα το σθένος απέναντι στην αρνητική κριτική και συνακόλουθα την περήφανη και βαθιά αξιοπρεπή στάση μπροστά στις αναρίθμητες και πολλές φορές ακατονόμαστες μικροπρέπειες του συγγραφικού σιναφιού.

Αλλά βέβαια στο ποίημα υπάρχει και κάτι άλλο ευρύτερο: ένα πενταπόσταγμα σοφίας, σοφίας και αρετής, που προχωρά πολλά βήματα παραπέρα καθώς ο ποιητής θεάται τα ζητήματα και τα προβλήματα του βίου από μιαν υγιή απόσταση, μακριά από ανώριμες συναισθηματικές εμπλοκές και παιδαριώδεις εμπάθειες. Τι βάρος μπορεί να έχουν οι φιλολογικές έριδες και οι πληγωμένοι εγωισμοί λογίων και ποιητών μπροστά στα μεγάλα της ζωής και φυσικά μπροστά στο μεγαλύτερο όλων, τον θάνατο που μονίμως τη σκιάζει; Και μάλιστα όχι τον θάνατο τον προσωπικό ενός εκάστου αλλά τον μόνο που μπορεί να βιωθεί, τουτέστιν τον θάνατο των αγαπημένων;

Ανυψωμένος απ’ τον μεγάλο, τον απαρηγόρητο πόνο, από τη «μαύρη αίγλη του θανάτου», ο ποιητής μπορεί να κοιτάζει από ψηλά τις ματαιοσχολίες των ανθρώπων. Από ψηλά μεν, αλλά όχι «αφ’ υψηλού». Γι’ αυτό και δεν γελά όπως ο νιτσεϊκός προφήτης, με το γέλιο εκείνο που είναι μαζί καγχασμός και περιφρόνηση, απέχθεια και αηδία. Χαμογελά μελαγχολικά με τις μεγάλες και καθώς φαίνεται αθεράπευτες αδυναμίες των ανθρώπων, αλλά μ’ ένα χαμόγελο ταπεινόφρονος συγκατάβασης και συγχώρεσης.

Τούτο το απελπιστικά δυσεύρετο αρρενωπό ήθος απουσιάζει σήμερα περισσότερο από καθετί άλλο όχι μόνο από τα ποιήματα αλλά και από τους ίδιους τους ποιητές. Και όπου το συναντούμε δεν μπορούμε παρά να το χαιρόμαστε και να το εξαίρουμε, ακριβώς γιατί το έχουμε τόσο πολλή ανάγκη.

Είναι και τούτο χαρακτηριστικό της μεγάλης, της αυθεντικής δηλονότι, τέχνης. Κι όταν ακόμη ογκώνει, μεγεθύνει και επιτονίζει, όταν διαστέλλει τα πράγματα έως τον υπερθετικό τους βαθμό, αυτό που εντέλει κάνει είναι να τα επανατοποθετεί στις οικείες τους θέσεις και να τα επαναφέρει στις πραγματικές τους διαστάσεις. Παρέχει τα αναγκαία ζύγια, τα απολεσθέντα μέτρα και σταθμά. Εφευρίσκει εξ αρχής ή επανεφευρίσκει τα κριτήρια και χαρίζει αληθινή προοπτική.

To «καίριο ρήμα» δεν διορθώνει μόνο το βλέμμα αλλά και το βήμα· με μια φράση τα «κανονίζει», πότε δίνοντας την αναγκαία απόσταση, πότε πετυχαίνοντας τη χρειαζούμενη εγγύτητα. Η μεγάλη τέχνη, ας διαμαρτύρονται οι κάθε λογής εστέτ και οι θιασώτες της «καθαρής ποίησης», δεν είναι απόλαυση αισθητική και μόνο. Σε ορισμένες, εξαιρετικά πολύτιμες περιπτώσεις, υψώνεται μέχρι και σε κανόνα βίου: Τότε είναι που η «δίκαιη λύρα» συντονίζει την κίνηση της συνείδησης μ’ έναν ρυθμό υπέρτερο – ακόμα κι αν (ή ακριβώς επειδή) σύμπασα η γύρω της ζωή βυθίζεται στο χάος και στην αταξία.

* * *

Παράταιρος και παράκαιρος λοιπόν ο Ευστράτιος Σαρρής απ’ όποια σκοπιά κι αν τον κοιτάξουμε – στην αφετηρία και στον προσανατολισμό του, στην εξάρτυση και στη στοχοθεσία του, στην τεχνοτροπία και στη θεματολογία του, στην ανάσα και στην περπατησιά του· παράταιρος και παράκαιρος σε όλα του και πρώτιστα στο οργιώδες του λεκτικό.

Τούτη η επιστροφή σε παλαιότερα και παλαιότατα γλωσσικά ριζώματα, η προγραμματική και ολική επαναφορά ενός πλήρους γλωσσικού σύμπαντος, o γλωσσικός αυτός φονταμενταλισμός, ας τον αποκαλέσουμε έτσι, είναι βέβαια και το στοιχείο που κυριότατα τον διακρίνει –τόσο χτυπητά και στην πρώτη ματιά– από τους συντέχνους του ειδικά και τους συγχρόνους του γενικότερα.

Στα χέρια ενός κατώτερου συγγραφέα μια τέτοια πρακτική εφαρμοσμένη σε ανάλογη έκταση είναι μάλλον βέβαιο πως θα καταντούσε ανήκεστος γλωσσοκεντρισμός και ότι η γλώσσα δεν θα γεννούσε αλλά θα γονάτιζε και στο τέλος θα κατάπινε την ποίηση. Το έχουμε δει εξάλλου να συμβαίνει κάμποσες φορές και μάλιστα εσχάτως όχι μόνο στην ποίηση αλλά και στην πεζογραφία μας.

Στην περίπτωσή του ωστόσο, ακριβώς γιατί έχουμε να κάνουμε με το έργο μιας συγκροτημένης και άκρως συνειδητοποιημένης καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας, όπου χάρη σε μιαν ευτυχή συναστρία η ποιητική βούληση και η ποιητική χάρη συναντήθηκαν και συνταίριαξαν αρμονικά, ποίηση και γλώσσα, γλώσσα και ποίηση γεννιούνται μαζί, ακατάπαυστα και αξεχώριστα, ορθώνοντας μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας πότε πλήρη κυκλώπεια οικοδομήματα και πότε μεμονωμένα επιβλητικά αγκωνάρια – τα μακρόστιχα και τα βραχύστιχα ποιήματά του.

Τόσο γάργαρη μάλιστα φαίνεται τούτη η νερομάνα απ’ όπου αενάως αναβλύζουν η ποίηση και η γλώσσα του Ευστράτιου Σαρρή, που λες ότι δεν ανακαλύφθηκε κατόπιν απόφασης και προσπάθειας, αλλά πως γεννήθηκε αυθόρμητη και αυτοδύναμη μονομιάς· ακριβέστερα, ότι τη γέννησε η ίδια η δίψα που την επικαλέστηκε γιατί δεν μπορούσε να ξεδιψάσει με τα τρέχοντα λογοτεχνικά ηδύποτα.

Η αυθεντική ποίηση γεννιέται πάντα από μιαν αυθεντική ανάγκη.

Μὴν κλαίγεσαι, Θερσίτη μου, καὶ μὴν πολυλυπᾶσαι
ποὺ σ’ ἔδειρε μὲ τὸ ῥαβδὶν ὁ βασιληὰς Δυσσέας
κι’ ὅλοι μ’ ἐσὲν γελάσασιν οἱ ἀρχοντογεννημένοι.
Κάποτε καὶ τὸ γένος σου στ’ Ἄργος θὰ βασιλέψῃ.
Καὶ θά ’ναι οἱ δοῦλοι ἄρχοντες καὶ οἱ ἀρχόντοι δοῦλοι,
οἱ χαραμῖτες θά ’ναι ἀξοί, δασκάλ’ οἱ τιποτένιοι,
περίγελως τῶν κιότηδων τ’ ἄτρομα παλληκάρια.

[Παρηγοριά στον Θερσίτη]

Μέσα στη μίζερη ελληνική πραγματικότητα, όπου ανελλιπώς το μικρό πνίγει το μεγάλο και το ασήμαντο επισκιάζει το σημαντικό, όπου από τη μια το χυδαίο καθημερινά αποθρασύνεται και καταλαμβάνει όλες τις έδρες, δηλητηριάζοντας με το παράδειγμά του το σύνολο του κοινωνικού σώματος, και από την άλλη η αρετή ντρέπεται για τον εαυτό της τόσο που ν’ αποτραβιέται όλο και περισσότερο στο περιθώριο, την ποίηση του Ευστράτιου Σαρρή γέννησε αυτό που μόλις αναφέραμε, μια μεγάλη ανάγκη: η επιθυμία του υψηλού και του μεγαλειώδους, του ευγενούς και του γενναίου, του υπερήφανου και του απροσκύνητου, με μια φράση – ο δριμύς έρωτας του ηρωικού. Και η ανάγκη, όταν είναι πραγματική, αργά ή γρήγορα θα βρει ή θα πλάσει τη δική της λαλιά, τη δική της γλώσσα.

Στο ανωτέρω ποίημα, σε μόλις εφτά δεκαπεντασύλλαβους, αποτυπώνεται το αναποδογύρισμα των αξιών, ο εξοβελισμός του ηρωικού ήθους και η νίκη των χθαμαλών επί των αληθινών και των μεγάλων. Εκεί που κάποτε διαφέντευαν «οι πρώτοι», τώρα τη θέση τους κατέλαβαν «οι τελευταίοι», τα χαμαντράκια. Τη λεβεντιά και την παλικαριά διαδέχονται η ασχήμια, το θράσος και η δειλία, το ψέμα και η ευτέλεια, η ατιμία και η μικρότητα, που γίνονται οι άρχοντες της ημέρας, πάει να πει της εποχής, εγκατεστημένοι «σε ναούς και σε θρόνους».

Αυτή η δυσφορία προς τον σημερινό ξεπεσμό στον οποίον αποδίδονται διαστάσεις καθολικότητας είναι μια από τις σταθερές της ποίησης του Ευστράτιου Σαρρή και εκφράζεται αρκετές φορές ρητά στα συντομότερα ποιήματά του με τη μορφή μιας νοσταλγίας ακαταίσχυντης, όπως εδώ:

Ὡσὰν τὴν Ἔχιδνα, ἀπέθαντη νεράϊδα,
ποὺ κατοικεῖ σὲ κούφια γῆ, μὲς στοὺς Ἀρίμους,
τῶν τωρεσνῶν ἀνθρώπων οἱ ψυχὲς ὁμοιάζουν.
Πάνωθε ἄδολες, γλυκόλαλες παρθένες,
κάτωθε ὀφίδια τρομερὰ ποὺ σαρκοτρώγουν.
Μακάρι νά ’τον σ’ ἄλλους χρόνους νὰ γεννιόμουν.

[Ὡσὰν τὴν Ἔχιδνα, σ. 26]

Ή εδώ, όπου προσλαμβάνει έκφραση πολεμικότερη, και γυρεύει να επιστρέψει –πού αλλού;– στους μυθικούς χρόνους που ραψωδεί ο μέγιστος ποιητικός προπάτορας, ο Όμηρος:

Καβουροπένσες καὶ σφυριά, κλειδιά, διαολοκλείδια,
ἀπ’ τὸ ταχὺ παιδεύομουν, τελεύω μεσημέριν.
Τὰ τέτοια δὲν πλερώνονται μὸν τὴν ψυχὴ σὲ τρώγουν,
μὲ ἀβαριὲς νὰ πολεμᾷς, χειμῶνα στ’ ἀγριοκαίριν.
Πόσ’ ἤθελά το νά ’μουν νηὸς στοὺς χρόνους τ’ Ἀγαμέμνου,
νά ’χα, ποὺ λέγαν, κτίμενα καὶ φυταλιὲς κι’ ἀροῦρες,
νά ’σαν γιομᾶτα ληόδεντρα, στάρια, συκιὲς κι’ ἀμπέλια.
Νά ’χα κοπάδια πρόβατα, χοιρομαντριὰ καὶ βόδια.
Νά ’μενα σ’ ἀρχοντόσπιτον, νὰ συγκερνῶ τοὺς φίλους,
νά ’χω ζευγάριν ἄλογα, νὰ σεργιανίζω στ’ ἅρμα.
Νὰ πηαίνω κι’ εἰς τὸν πόλεμον, τοῦ πρωτορῆγ’ ἀκράνης,
νὰ κάνω μάννες δίχως γυιούς, γυναῖκες δίχως ἄντρες…

[Στους χρόνους τ’ Αγαμέμνου]

* * *

Με τα παραπάνω ποιήματα, αγγίζουμε κιόλας τις παρυφές της δεύτερης μείζονος επαρχίας της θαυμαστής αυτής ποιητικής χώρας: το επίγραμμα.

Το σχοινοτενές αφηγηματικό ποίημα από τη μια και το βραχύσωμο επίγραμμα από την άλλη αποτελούν τις δύο βασικότερες μορφικές επιλογές που ο Ευστράτιος Σαρρής προκρίνει σταθερά για το χτίσιμο του ποιητικού του κόσμου.

Ο Έλληνας ποιητής που τα τελευταία χρόνια έχει δώσει τα περισσότερα, τα εκτενέστερα και τα ισχυρότερα αφηγηματικά ποιήματα, είναι ταυτόχρονα κι ένας απ’ τους κορυφαίους επιγραμματογράφους μας. Τα πρώτα ποιήματα που δημοσιεύει μάλιστα είναι, νομίζω, επιγράμματα.

Ματαίως θα γυρέψει κανείς και στα πρώιμα εκείνα δημοσιεύματα κάτι που να προδίδει έναν ελάχιστο δισταγμό στη σύλληψη, κάποιαν αμφιβολία στον προσανατολισμό ή μιαν αστοχία στην εκτέλεση. Στο έργο του Ευστράτιου Σαρρή, ο μελλοντικός φιλόλογος δεν θα βρει πρωτόλεια, σκαλαθύρματα, σχεδιάσματα. Θ’ απαντήσει ευθύς εξαρχής έργα τελειωμένα. Από την πρώτη κιόλας στιγμή ο ποιητής ξεπροβάλλει πανέτοιμος, αλλά με δεδομένο το πολεμιστήριο ήθος που διαπνέει όλο του το έργο, προσφυέστερη μοιάζει η λέξη πάνοπλος. Τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν λείπει. Κοφτά, σαν χαραγμένα σε ολόλευκο μάρμαρο, τα επιγράμματα του Ευστράτιου Σαρρή αστραφτοκοπούν στον ήλιο.

Kι εκεί βρίσκουμε, μικρογραφημένες αλλά έκτυπες, τις αρετές που ζωογονούν και την αφηγηματική ποίησή του: περιγραφική ακρίβεια, σκηνοθετική μαεστρία, οικονομία λόγου φυσικά και εικονογραφική δύναμη εντελώς ασυνήθιστη. Έτσι, με τα ολιγόστιχα αυτά ποιήματα δίνεται η δυνατότητα ακόμη και στον αγύμναστο αναγνώστη να έρθει σ’ επαφή με τον κόσμο του Ευστράτιου Σαρρή κάπως ευκολότερα αλλά και να ξεδιαλύνει διερωτήσεις που τυχόν έχουν γεννηθεί από την περιδιάβαση στις μεγαλύτερες συνθέσεις.

Σε όσους φερ’ ειπείν επιμένουν να ταυτίζουν το ηρωικό ιδεώδες με την αιμοδιψία και την πολεμόχαρη διάθεση, ο ποιητής απαντά προκαταβολικά μ’ ένα από τα ωραιότερά του επιγράμματα. Εννέα στίχους χρειάζεται όλους κι όλους για ν’ ανασκευάσει με μια υπέροχη εικόνα και μια για πάντα την αστόχαστη τούτη γνώμη. Το επίγραμμα πέφτει σαν ξίφος στιβαρό πάνω στον δεσμό της ανούσιας περιπλοκής και τον κόβει. Ο πολεμιστής, μας λέει, δεν αγαπά τον πόλεμο αλλά την ελευθερία. Κι ο έρωτας της ελευθερίας είναι αυτό που του κραταιώνει το φρόνημα. Γίνεται λοιπόν πολεμιστής γιατί είναι πρώτιστα εραστής. Διότι πολεμιστής αληθινός δεν είναι ούτε ο πολεμοχαρής ούτε βέβαια ο πολεμοκάπηλος, αλλά ο φλογερός εραστής της ελευθερίας.

Δὲν βρέθηκαν ἀκράνηδες νὰ πλέξουν μοιριολόγιν,
μηδὲ παρθένες κι ἀδερφὲς νὰ νεκροτραγουδήσουν,
τὸ σιδερὸ κοντάρι σου, ἔρμο, θρηνολογοῦσεν.
«Ἀφέντη ἀκόμα μὲ βαστᾷς, σφιχτά, στ’ ἄψυχο χέρι,
κι ὁ Χάρος στέκει-ἀναρωτᾷ π’ ἀρνιέσαι νὰ μ’ ἀφήσῃς:
Μὴν ἀγαπᾷ τὸ πολεμᾶν; Τὸ πλέκει μὲσ’ στὸ γαῖμα;
Κ’ ἐγὼ τοῦ Χάρου ἀντίλεξα, κοφτὰ τοῦ ἀποκρίθην:
Δὲν ἀγαπᾷ τὸ πολεμᾶν, τὸ πλέκει μὲσ’ στὸ γαῖμα,
μὸν ἀγαπᾷ τὴν λευτεριὰν καὶ τὸ ψηλὰ κεφάλι».

[Ἐπίγραμμα στὸν πολεμιστὴ Τήλεφον
ὁποὺ ἔπεσε στὴν μάχη τοῦ Καντὲς, σ. 17]

Να κι ένα ακόμη που μαρτυρεί την εξαιρετική του δεινότητα στο πλάσιμο γνωμικών στίχων σπάνιας εντυπωτικής δύναμης.

Ἀγκάθι ὅπου φυτρώνεσαι, μεσοδρομὶς φουντώνεις,
δὲν βρέθη χέρι ἀνθρωπινὸ νὰ σὲ ξεχορταριάση;
Φαίνεται χρόνια ἀπάτητο θάναι τὸ μονοπάτι.
– Ὀλιγοστοὶ διαβαίνουσιν εδῶθε καβαλάρη,
ὁτί ’ναι ἡ στράτα π’ ὁδηγᾶ στῆς ἀρετῆς τὸ κάστρο,
κι ὅταν πατοῦν με σπόρο νιὸ ῥίχνω, ξαναφυτρώνω
κι ὣς νὰ φανοῦν οἱ ἑπόμενοι πληθαίνω καὶ φουντώνω.

[Μεσοδρομίς, σ. 43]

Πολλοί απ’ τους υπέροχους γνωμικούς στίχους που συχνά εμπνέεται θα μπορούσαν να λάβουν τη θέση στιχηρής παροιμίας, όπως το ακόλουθο δίστιχο.

Γοργή σαγίττα δεν πετά με λάσκα το δοξάρι,
χωρίς τ’ αμόνι σίδερον δεν σειάζει το σφυρί

Ή το επόμενο μονόστιχο:

όσα το ζεύγος καταχτά ο γεις δεν τα ζυγώνει

[Στοὺς ὁμομητρίους κύνες Βροῦτο καὶ Λεοπόλδο]

Ή αυτό:

Πικρὸς ἔνι ὁ κάματος μά ’χει καρπὸ σὰν μέλι.

[Πικρὸς ἔνι ὁ κάματος]

Κάποιοι άλλοι στίχοι πάλι, απευθυνόμενοι στους απανταχού χαυνοπολίτες που ζουν παραδομένοι στην ψευδευφορία της στιγμής όταν τα βασικά της ζωής κινδυνεύουν, ηχούν σαν ατιμωτικά ραπίσματα.

Οἱ λεγεῶνες –μέσαγρα– τὸ βιός μας καταλύουν
κι’ ἐσεῖς βρονταλαλάζετε στὴν μέσι τῶν χορῶν.

[Προς Καρχηδονίους, σ. 19]

Ή σαν σαλπίσματα εθνεγερτήρια:

Ἀνάβρυσαν κρηνοπηγὲς κι’ ὡρμῆσαν στὰ ποτάμια,
κι’ ὁ ποταμὸς τῆς ἀρετῆς τρανοφουσκονεριάζει,
κι’ οἱ Θερμοπύλες τρίστενες καὶ τὸ νερὸν ὑψώθη,
καὶ μετρημένο χύνεται κι’ ὀλιγοστὸ κυλάει,
κι’ ἐκ τὸν καιρὸ παραπερνᾷ κι’ ὅλον παρκάτω ῥέει,
κι’ ἄλλ’ ἤπιαν κι’ ἐσηκώθησαν κι’ ἄλλοι σκυμμένοι πίνουν
κι’ ἄλλοι σκυφτοὶ προσμένουν το, νὰ πιοῦν νὰ σηκωθοῦνε.

[Εἰς τὲς Θερμοπύλες]

Ο μέγας σύγχρονος βάρδος του ηρωισμού δεν μπορεί να ησυχάσει αν δεν μεταδώσει κάτι, ελάχιστο έστω, απ’ το ηρωικό πνεύμα που τον φτερώνει και στους γύρω του. Πρόκειται για ένα ηθικό αίτημα που διασαλπίζει σε όλους τους τόνους αλλά και που, σχεδόν αυθόρμητα, αναβλύζει απ’ όλους τους πόρους του ποιητικού του σώματος.

Στο ακόλουθο επίγραμμα ορκίζεται στη δική του Αγία Τριάδα. Η «Ομορφιά», η «Αλήθεια» και η «Ελευθερία», μας θυμίζει, το τριπλό οδηγό αστέρι της ζωής, είναι ένα και το αυτό, και δεν υπάρχει η μία χωρίς την άλλη. Κι αν θέλουμε να τις ονοματίσουμε μ’ ένα μόλις, περιληπτικό όνομα και τις τρεις, «Έρωτα» θα τις πούμε.

Ἀλήθεια εἶσαι ἡ ἐμμορφιὰ καὶ σὺ Ἐμμορφιὰ ἡ ἀλήθεια,
κι’ ὦ Λευτεριὰ εἶσ’ ἐμμορφιὰ κι’ ὦ Λευτεριὰ εἶσ’ ἀλήθεια,
κι’ Ἀλήθεια εἶσαι ἡ λευτεριά, Μορφιὰ εἶσ’ ἐλευθερία.
Τρεῖς φαίνεστε, τρεῖς σᾶς καλοῦν, μιὰν ἔχετε οὐσία.
Τὲς τρεῖς κυράδες προσκυνῶ, στὴν δόξα σας ἀμώνω,
καὶ τὸ ἕνα σας τὸ πρόσωπο «Ἔρωτα» τὸ δηλώνω.

[Τριὰς ὁμοούσιος]

Οι απόηχοι ενός βιωμένου ώς τα τρίσβαθα τις συνείδησης και σαρκωμένου στον καθημερινό ποιητικό λόγο πλατωνικού ιδεαλισμού είναι, νομίζω, ξεκάθαρα ακουστοί. Ο Ευστράτιος Σαρρής είναι θρεμμένος με τον Πλάτωνα, την άλλη μεγάλη του αγάπη πλάι στη δημώδη ποίηση των Βυζαντινών. Δεν τον έχει διαβάσει απλώς, τον έχει κάνει σάρκα από τη σάρκα του. Ακούστε τι λέει ο ίδιος:

Ὅμως τὸ κείμενο τὸ ὁποῖο μὲ καθώρισε ἦταν κάποιος πλατωνικὸς διάλογος ὁ ὁποῖος βρέθηκε τυχαῖα στὰ χέρια μου. Ὅταν τὸν διάβασα ὁμολογῶ ὅτι δὲν κατάλαβα πολλά· ἦταν ἡ ἀπόλυτη αἴσθησι καθαρότητος καὶ διαύγειας, μία κρυστάλλινη ἐπίγευσι, ὅπου μοῦ ἐντυπώθηκε βαθύτατα καὶ ἔκτοτε δὲν τὸν λησμόνησα. Ἀρκετὰ χρόνια μετά, περὶ τὰ 25 μου ἔτη, ἐνθυμούμενος πάντα τὸν διάλογο, ἀποφάσισα ὅτι εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ μελετήσω τὰ ἔργα τοῦ Πλάτωνος. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν 2-3 ἑπομένων ἐτῶν οἱ διάλογοι ἦσαν τὰ μόνα βιβλία τὰ ὁποῖα μελετοῦσα, ξανὰ καὶ ξανά. Τὸν θεωρῶ πνευματικό μου πατέρα, καθόμουν καὶ συνωμιλοῦσα μαζί του μὲ τὸ βιβλίο στὸ χέρι, ἄλλαξε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν ψυχονοητική μου δομή, δὲν ἤμουν πλέον ὁ ἴδιος ἄνθρωπος.

Βέβαια, αυτό που πραγματικά μετράει –και εδώ, όπως και οπουδήποτε αλλού– δεν είναι το τι διατείνεται ο ποιητής πως κάνει, αλλά το τι όντως κάνει: η ποιητική του πράξη, που ασφαλώς δεν είναι άλλη από το ποίημα. Στην περίπτωση του Ευστράτιου Σαρρή, αυτά τα δύο, η αυτοεικόνα του ποιητή και το κατορθωμένο του έργο, βρίσκονται σε πλήρη εναρμόνιση. Το επόμενο ποίημα μοιάζει ν’ αποσπάστηκε ολότμητο από έναν πλατώνειο βράχο του πλατωνικού όρους διά χειρός ενός πλατωνιστή γλύπτη.

Τὴν Λήθη σφιχτοχέριασα, τὸν ἄστρεφτο λαιμό της,
κι’ ἀνήλεα τὸν αὐλάκωσε κι’ ἤπι’ αἷμα τὸ σπαθί μου,
κι’ ὡς ἐσωριάζετο ἄλαλη ἀγρίως ξερνᾷ ἡ ψυχή μου
βαθιὰ στ’ ἄφλογα μάτια της τὸν ἄρειο, ἁψὺ κρωγμό της.

Σπαρνῶντας ἐθηκάρωσα, βουνὸ ξεκρίνω πέρα,
στὴν κλωναρόπλεχτη νυχτιὰ βαδίζω τὴν φυγή μου·
νὰ βγῶ ἀπ’ τὰ ἐρέβη τῶν δεντρῶν τὸν δρόμον ὁδηγεῖ μου
ἀκρόκορφα ἕνα μέγαρο ποὺ λάμπει ὡς θέρους μέρα.

Ἡλιοκυρά μου ἀνέσπερη, ὦ Μνήμη,
ποὺ ἀπ’ τοῦ μεγάρου σου τοὺς προμαχῶνες
ἀνήσκιωτους γνωρίζεις τοὺς αἰῶνες,
δεῖξε τῆς λευτεριᾶς τὸ στενοῤῥύμι.

Μὰ κι’ ἂν τὴν Λήθη ἐφόνευσα πρῶτον καὶ μύριους φόνους,
κακὸ στοιχειὸ ἀνασταίνεται, χυμάει καὶ μὲ δαγκώνει,
στοὺς ἀβυσσαίους δρόγγους της μὲ σέρνει καὶ μὲ χώνει,
στραγγίζει κάθε θύμησι, πίνει ζωὲς καὶ χρόνους.

Γήτεψε τὸ σπαθί μου, μάϊσσα Μνήμη,
τὸν δαίμονα μιὰ κι’ ὄξω νὰ τελειώσω·
στοῦ Ἐγὼ τὴν πρώτη ἀνάβρα νὰ ζυγώσω,
νὰ θυμηθῶ, νὰ θυμηθῇ κι’ Ἐκείνη…

[Παρακλητικόν, σ. 59]

Μ’ έναν τέτοιο ψυχοπνευματικό οπλισμό, λουσμένος μονίμως απ’ το υπερούσιο φως αυτού του ακατάβλητου πλατωνικού ιδανισμού, ο ποιητής αντιστέκεται στην παντοκρατορία του χρόνου, της φθοράς και του θανάτου, που δεν πιστεύει ότι έχει την τελευταία λέξη. «Κι ο θάνατος δεν θα ’χει εξουσία», γράφει ο Έλληνας επικός σε σφριγηλούς βυζαντινούς δωδεκασύλλαβους.

Ὁ ἔχων, ὁ εἶχεν, * ὁ ἐπιθυμῶν κι’ ὁ θά ’χῃ
πλούτη κι’ ἡδονές, * γνῶσι, ἀρετὲς κι’ ἀγάπη,
ὀνειρεύεται· * μᾶς γελᾷς, μᾶς χλευάζεις
πρώταρχε σκληρέ. * Ἂν ὄχι δῷς μοι κάτι
ποὺ ἀπ’ τὴ φοῦχτα μου, * σκόνη, νὰ μὴ λιχνίσω…
Ζωὲς θὰ μετρῶ * κι’ ἀκάταρτος θὰ ἱππεύω
κύματα, δῖνες, * μέχρι ν’ ἀμμοπατήσω,
θαλασσόδαρτος, * σὲ γῆ ποὺ δὲν ξουσιάζεις.

[Εις τον Χρόνον, σ. 53]

Και ο ίσκιος του λυρικού Ουαλού χαμογελά – και κατανεύει.

[ Τέλος Πρώτου Μέρους ]

*