Άννα Σπυράτου

Τα νησάκια

* * * 

Νοέμβρης· τα νησάκια μπαίνουν στον ορό
με μια γερή γροθιά πέφτουν σε νάρκη
μέχρι το Πάσχα (τύπου Ανάσταση θαρρώ…).

Κλειστές ταβέρνες, στοιχειωμένα πάρκινγκ,
ξεθωριασμένα διαφημιστικά εκδρομών,
χωριά ερημωμένα – άλλοτε αυτάρκη…

Οι επιχειρηματίες –οι πιο πολλοί– υπ’ ατμόν
φεύγουν, να διαχειμάσουνε και πάλι
στις πολιτείες των φώτων, των ευκαιριών

κι ύστερα με το λάπτοπ στη μασχάλη
και μ’ άπταιστη αγγλική θα ’ρθούν σε υποδοχή
ορδών με παρεό και με σανδάλι.

Νησιά πεντόβολα σε φαύλη χούφτα· ηχεί
φάλτσα το Άξιον Εστί εντέλει…
Νησιά πηχτά στη λασπουριά και στη βροχή

που ο ήλιος μισθωμένος ανατέλλει. (περισσότερα…)

Εκεχειρία

*

Και νά η λυτρωτική εκεχειρία!
Πώς αναδύεται όλο υποσχέσεις
μεσ’ από τ’ άλικο νερό της λίμνης
της προαπαιτούμενης σφαγής… Κοιτάξτε
πώς ανεμίζει το λευκό πανί της
το υφασμένο με τις παρεμβάσεις
τις έγκαιρες και τις μελετημένες,
το στριφωμένο με αγαθοσύνη…
Οι ειρηνευτές τα στήθη παρατάσσουν
μνηστήρες φαύλοι στην αυλή του Νόμπελ.
Σε άλλο πλάνο, μειωμένης λάμψης,
μέσα στο χασαπόχαρτο τα μέλη
τυλίγονται προσεκτικά· πακέτα
στα ράφια της κατάψυξης της μνήμης
–χέρια άδεια, πόδια αβάδιστα, μονήρη–
στοιβάζονται με τάξη· να χωράνε
τα επόμενα, μιας άλλης συγκυρίας…

Μα ας είναι· το “μετά” ας μας εκπλήξει.
Ας αρκεστούμε πια στην αίσια λήξη.
Τώρα γιορτή, κι όλα νερό κι αλάτι…
Εμπρός λαοί, υμνείστε την απάτη!

ΑΝΝΑ ΣΠΥΡΑΤΟΥ

*

*

*

Η Άννα Φρανκ στη Γάζα

*

Ογδόντα χρόνια φύγαν μες στο μνήμα
που μ’ εγκιβώτισε ο λιμός κι ο τύφος
κι έλεγα ο κόσμος τώρα θα ’χει αλλάξει,
θα ’χει η σκληρή καρδιά του μαλακώσει…
Το μίσος όμως μένει μίσος πάντα
κι ο φόβος ίδια μυρωδιά αναδίδει·
η πείνα, ο θάνατος, η πολιορκία,
πάντα ίδια· ο χρόνος και ο τόπος μόνο
αλλάζει, και η λίστα των θυμάτων.
Η ιστορία μια σιδερένια ρόδα
κι οι αυλακιές στις πλάτες των αθώων
προδίνουν την αέναη τροχιά της.
Φυτρώνεις όπου σ’ έσπειρε το ζάρι
κι ύστερα έρχεται η φάκα και σε κλείνει·
να ψάχνεις να κρυφτείς στον προβολέα
να ονειρεύεσαι ψωμί και γάλα
τα λιγδερά μαλλιά σου να λουστράρουν
την μπότα που συνθλίβει τη ζωή σου… (περισσότερα…)

Βασική απορία

*

Απ’ τους βραχίονες φυτρώνουν σωληνάκια
ίδια κισσοί, κλωνάρια αναρριχητικά.
Στο τραπεζάκι αντισηψίες και μπαμπάκια

μια εικονίτσα διαβασμένη, μερικά
περιοδικά του συνοδού παρηγορία
κι ένας παλμός μεταφρασμένος ψηφιακά,

ήχος διακεκομμένος· η παθολογία
του ασθενούς κι η ηλικία απαιτεί
συμβατικούς Θεούς (και μη) και συνεργεία,

σε μία τέλεια ενορχήστρωση όλοι αυτοί. (περισσότερα…)

Κυνόδοντας και άλλες τερτσίνες

*

ΚΥΝΟΔΟΝΤΑΣ

Του άπιαστου ο πόθος τα σπλάχνα μου τρώγοντας
θρέφεται· θρέφει και μια πείνα μύχια.
Είναι  το  αν  στην  αν-άγκη  ο  κυνόδοντας,

μπήγεται, αρπάζει, σε ορθώνει στα νύχια.
(Τι θα γινόμουν χωρίς ανεκπλήρωτο
και για ποιο λόγο να ζήσω στ’ αλήθεια;)

Μας κατοικεί αυτό το πάθος αδήριτο
δεν μας αφήνει βορά στη ραστώνη
στέκει το σώμα, τεντώνει στο αμπόρετο

κι όσο τεντώνεται τόσο ψηλώνει.
Το υγρό μαντήλι του μόχθου στα όρια
της αντοχής, μ’ ασημένιο βελόνι,

έμπειρο χέρι η μοίρα η γαζώτρια,
ράβει σημαία· της ψυχής αντιστύλι·
ξέχωρη μέσα σε λάβαρα αλλότρια

που ποιος τολμάει να σ’ την υποστείλει; (περισσότερα…)

Σάπιο νερό και άλλες τερτσίνες

*

ΣΑΠΙΟ ΝΕΡΟ

Βαστώ μιαν ανάσα φωτιά στο πνευμόνι·
φελλοί στα ρουθούνια, στο στόμα πανί.
Η σάρκα μου αλέθεται, σπάζει, παλιώνει

κι αλέθει: φορέματα, δείπνα, ηδονή.
Γωνιές σκαληνών ανεκπλήρωτων λειαίνω
να γίνουνε τσέρκια, δακτύλιοι στιλπνοί·

κυλάνε μακριά μου και πίσω ξεμένω,
σαν πάσσαλος μοιάζω μπηγμένος στη γη.
Και ποιο είν’ ενός πάσσαλου το πεπρωμένο;

Να στέκει. Το σώμα του όλο πληγή·
μ’ αγκίστρια και σύρμα τα μέλη μπλεγμένα·
λιγότερος μένει από δύση σ’ αυγή

καθώς η σκουριά τα ’χει κανονισμένα…
Φορές σαν διαβαίνω από έλη κοντά
–σαν τραύματα χάσκουν κακοφορμισμένα–

η εικόνα σε κάποια απορία απαντά:
«Ποια είμαι; Ποιας βίο διάγω;» Τι κρίμα
εδώ ο εαυτός σου να σε συναντά

στις λάσπες του βούρκου… Αβάδιστο βήμα
σ’ αργό σημειωτόν ξοδεμένο, νωθρό· (περισσότερα…)

Στο Όρος των Ελαιών

*

Στο δέντρο μόνο θα τα πω και στο βουνό
σαν υποχείριο καθώς βρίσκομαι ’δω πέρα…
Σου ’χω παράπονο βαρύ –τ’ ακούς, Πατέρα;–
που μ’ έστειλες να σφαγιαστώ σαν τον αμνό.
Τη γη δε χόρτασα σε τριάντα τρεις στροφές·
νιώθω το χνώτο του βοδιού σαν να ’ταν χτες.

Νικούν τον άνθρωπο, μου λες, οι πειρασμοί·
μα εν σοφία δεν εποίησες να ρέπει
κει που τον πάει το κορμί κι όχι το “πρέπει”;
Τι μηρυκάζεις μ’ εμμονή “Εγώ ειμί”
και στον σταυρό και στον ανήφορο με πας;
Μήπως κι ο βίος δεν είν’ ένας Γολγοθάς; (περισσότερα…)

21 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

*

Γ Ε Ν Ν Α

Ρυθμοί στο αίμα μου βροντούν και λόγια·
το χέρι ανάξιο να τα εγκλωβίσει.
Άνευρα δάχτυλα κι άτολμη φύση
μου τα κεντάνε ξανά υποδόρια.

Πασχίζω, μάχομαι με το μολύβι·
μοχθώ να κάνω την παλίρροια λέξη
αφού ξαστόχησε να με σαϊτέψει
το Χέρι που ευλογάει και που συνθλίβει.

Σπαράζω, αγκομαχώ σ’ ωδίνες γέννας·
δύσκολη ώρα κι άγρια και αγιασμένη
κι ας μην κρατά το χέρι μου κανένας.

Στο φως με κλάματα το βρέφος βγαίνει·
μ’ άσπρες σελίδες το διπλοφασκιώνω
και τ’ ορμηνεύω να βαδίσει μόνο.

ΑΝΝΑ ΣΠΥΡΑΤΟΥ

*

*

*

Θέατρο σκιών

***

ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ

Έχω ένα θέατρο σκιών στο σεντονάκι μου
κι είναι τα μάτια μου τις νύχτες προβολέας.
Ο καραγκιόζης είμαι, στ’ άθλιο κονάκι μου,
όσο κι αν φλέρταρα τον ρόλο της μοιραίας…

Κάνω αστεία και κολπάκια και πειράγματα,
άλλοτε πονηρά και κάποτε μ’ αφέλεια·
εξευτελίζω τα πιο πάγια διδάγματα
και οι φιγούρες ξεκαρδίζονται στα γέλια.

Είμ’ ελαφρύς! Είμαι τρελός! Είμαι περίγελως!
Δες ο βεζίρης πώς κοιτάζει τον λαιμό μου!
Φτύνει το στόμα μου καρφιά, γίνομαι άβολος·
είμ’ ευτυχής, είμαι ο βασιλιάς του δρόμου!

Και νιώθω εκεί, μέσα στης κάμαρας το έρεβος,
ισορροπώντας στο πανί και στο σανίδι,
ότι για μένα είσαι μαζί: κι ο Μεγαλέξανδρος,
και το σπαθί, και το καταραμένο φίδι…

/// (περισσότερα…)

Ρουφήχτρα

*

ΡΟΥΦΗΧΤΡΑ

Κάτω από τα φουστάνια μου, σφυρίζει μια ρουφήχτρα·
τη σέρνω στις παρέες μου, με παίρνει απ’ τη χαρά μου·
κουρνιάζει μες στο στρώμα μου, ρουφάει τα όνειρά μου
κι είμαι εγώ λεβέντισσα κι αυτή λεβεντοπνίχτρα.

Δεν τη νικώ, δε με νικά, μα δε με λευτερώνει.
Δεμένη είναι στα πόδια μου, σαν μπάλα από μολύβι·
χώνει στον κόρφο της το φως, τις ομορφιές μου κρύβει·
στον κάτω κόσμο με τραβά, σαν με πετύχει μόνη.

Στέκω η μισή στο στόμα της· κι η άλλη μισή που μένει,
αρπάζεται απ’ όπου βρει: μνήμες, κλαδιά, σεντόνια·
με τη ζωή και με το φως βαθιά ερωτευμένη·

μα λύνονται τα δάχτυλα απ’ την ορμή, απ’ τα χρόνια…
Άραγε θα με σπλαχνιστεί και θα μ’ αφήσει πίσω,
ή τάχα εγώ, κατάκοπη, τα χέρια μου θ’ αφήσω;

~.~

(περισσότερα…)

Ο χρόνος

*

ΠΕΡΙΔΙΝΗΣΗ

Κι αν μας ευλόγησαν οι καιροί με ανακωχές
ή αν μας καταράστηκαν με μάχες
μη γελιέσαι·
δεν είναι που το αξίζαμε, μήτε τό ’να, μήτε τ’ άλλο.
Καβαλάρηδες βρεθήκαμε μονάχα
σε μια σπείρα του τρυπανιού της ιστορίας,
που στρέφεται και προχωρεί
σε μιαν αέναη διάτρηση του χρόνου.
Κι είναι η μόνη που μας μένει επιλογή
να λικνιστούμε στον ρυθμό της περιδίνησης.

~.~

Ο ΧΡΟΝΟΣ

Ανακωχή ζητώ η τρελή
στου χρόνου τ’ άτιμο σκυλί,
μα εκείνο, δε φιλιώνει·
είναι διώκτης μου γοργός
ο χρόνος ο σιδηρουργός·
με πελεκάει στ’ αμόνι.

Ο χρόνος ντύνεται γιατρός·
και σύμμαχος· και κηπουρός·
φυτεύει στην αυλή μου
του παραδείσου τη μηλιά,
βάτους, βοτάνια, περγουλιά,
και ρόδο της ερήμου.

Ο χρόνος είναι συνοδός·
μ’ έχει αγκαζέ του συνεχώς·
τις τσέπες μου γεμίζει
μ’ ορμήνιες σε παλιόχαρτα,
στου κόσμου την εξώπορτα
ως με ξεπροβοδίζει.

ΑΝΝΑ ΣΠΥΡΑΤΟΥ

*

*

*

«Τρεις εναντίον ενός» και άλλα σονέτα

*

ΣΤΑΓΟΝΑ

Μονάχα η θάλασσα του διάβρωνε τη θλίψη·
στο τραύμα το αίμα τού το ξέραινε τ’ αλάτι.
Ξάπλωνε το κορμί του στη νερένια πλάτη·
ήξερε· κείνη δεν θα τον εγκαταλείψει…

Παιδί ερωτεύτηκε το βότσαλο, το φύκι
την αχιβάδα που ανοιγόκλεινε τα χείλη·
το λάγνο κάλεσμα στο ξύπνημα του Απρίλη:
«Δώς’ μου τα μάτια σου να πλύνω από τη φρίκη…»

Εκεί τ’ ακούμπαγε τα μαύρα μυστικά του
κι αυτή τον βάφτιζε πάλι άνθρωπο· και πάλι·
και τού ’παιρνε μέχρι τον φόβο του θανάτου!

‘Ώσπου μία μέρα, μια μορφή στην υγρή αγκάλη·
ήταν του Αλέξανδρου του βασιλιά η γοργόνα!
Τα χέρια του άπλωσε και γίνηκε σταγόνα…

~.~

(περισσότερα…)