Άγγελος Σικελιανός

«Τρανή ζωή του τραγουδιού σε αδράχνω»: Σπήλιος Πασαγιάννης (1874-1909)

Σκίτσο που απεικονίζει τον ποιητή από το εξώφυλλο της Ελληνικής Δημιουργίας (τχ. 86, «Η Μάνη και οι λογοτέχνες της – Πασαγιάννηδες»).

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Διαβάζοντας τις Λυρικές παραλλαγές του Νίκου Γρυπάρη, δημοσιογράφου, ποιητή και εκδότη («είμαι ποιητής / δεν γράφω στίχους, μα σφιχτοδένω το φεγγάρι / με των αντίλαλων τους ήχους»), το αντάμωμα με ένα άλλο βιβλίο του, τα Νεοελληνικά φιλολογικά παραλειπόμενα, με οδήγησαν σε έναν ομόσταβλό του, τον Σπήλιο Πασαγιάννη, του οποίου η ζωή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως επίσης κι όσα ακολούθησαν μετά τον θάνατό του.

Πλανεμένη φωνή, που με ποτίζεις ήλιο,
εσένα ακούω μονάχα στον αιθέρα.
Τάμα πανέμορφο κρατούν
παρθένες στο κεφάλι,
με το υπερούσιο το κρασί
γιομάτες ωραιοσκάλιστες λαγήνες·
διάπλατα οι θύρες ανοιχτές
με τις θλιμμένες Μάνες,
που άσπρα ντυμένες καρτερούν
να με γαμπροστολίσουν.

Πρωτοπαρουσιάζεται στη λογοτεχνία στην ηλικία των είκοσι ετών, στην εφημερίδα Μούσαι της Ζακύνθου, την οποία εκδίδει ο Λεωνίδας Ζώης, με την «Πρωτομαγιά της Χτικιασμένης», ενώ στη Φιλολογική Ηχώ της Κωνσταντινούπολης δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα.

Γύρνα, καλέ μου, κι άφησε της ξενιτιάς τις πίκρες.
Έλα να σμίξουμε γλυκά. Θυμήσου με και μένα,
που τόσα χρόνια ρέβουμαι στης ερημιάς τους πόνους.
Διάβηκαν χρόνια και καιροί οπού σου τρώει τα νιάτα
η άσπλαχνη η ξενιτιά με το τυράγνισμά της.
Το έρμο το κορμάκι σου στα ξένα παραδέρνει,
και στα πικρά τους βάσανα, και στις ανεμοζάλες,
θα μαραζώσει, θα καεί, θα σβήσει κολασμένο.
Τα ξένα δε σε γέρασαν; δε σ’ έφαγαν τα ξένα;
Φεύγα τα ξένα, κι είν’ οχιές, φίδια φαρμακωμένα,
και φαρμακώνουν και ρουφούν το αίμα σου καλέ μου.
Έλα, γιατί βαλάντωσα και ρέψε την καρδιά μου
αφ’ όντας ξενιτεύτηκες και πήγες σ’ άλλους τόπους.
Έλα να ιδείς το γιόκα μας λεβέντη, παλικάρι
από μωρό που τ’ άφησες και μίσεψες καλέ μου.
Έλα να ιδείς την όμορφη και λυγερή μας κόρη
που μ’ άφησες μικρή μικρή και τώρα θα την εύρεις
με τις πλεξούδες σαν οχιές, παρθένα βυζωμένη.
Έλα να ζήσουμε μαζί μες το νοικοκυριό μας
να ’χουμε τα χωράφια μας, να σπέρνουμε τα στάρια,
που άσκαφτα κι ανόργωτα είν’ τόσα χρόνια τώρα,
Να ’ρχετ’ ο θέρος με καλό, που ’ναι ξανθά τα στάχυα,
μαζί να τα θερίζουμε, μ’ ολόγλυκα τραγούδια,
Και να το τρώμε το ψωμί χωρίς πικρά φαρμάκια.
Να ’ρχετ’ ο τρύγος εύτυχος τ’ αμπέλι να τρυγάμε,
τα ζουμερά σταφύλια του κρασί να τα πατάμε;
Να ’χουμε στο κατώγι μας ολοχρονίς για πιόμα.
Να ’χουμε το λεβέντη μας, και τη χρυσή μας κόρη,
να τραγουδούν στο πλάι μας της νιότης τα τραγούδια,
να μας θυμίζουν τους καιρούς που διάβηκαν για πάντα,
να μας γλυκαίνουν την καρδιά με το χαμόγελό τους,
να μας χαρίζουνε ζωή, παρηγοριά κι ανάσα,
κι έτσι τα χρόνια να περνούν για μας ευτυχισμένα.
Χωρίς καημούς και βάσανα και πόνους και φαρμάκια.
Γύρνα, καλέ μου, κι άφησε της ξενιτιάς τις πίκρες. (περισσότερα…)

«Παναγούδα: θαυμάσια τοποθεσία για τη σκήτη μας»

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΩΑΝΤΩΝΙΟΥ

Στις 28 Νοεμβρίου 1914 ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός μετρούσαν ήδη δέκα μέρες στο Άγιον Όρος. Το προσκύνημα και η αναζήτηση ενός λυτρωτικού δρόμου που από καιρό η ψυχή τους ζητούσε (αξεδίψαστη από τη δόξα που είχαν προαναγγείλει ο Όφις και το κρίνο ή ο Αλαφροΐσκιωτος), τους είχε φέρει μάλλον απροσδόκητα εδώ. Τρεις μόλις ημέρες μετά την συγκλονιστική και για τους δυο γνωριμία τους στην Αθήνα, στις 12 Νοεμβρίου 1914, όπου ευθύς αναγνωρίστηκαν ως αδελφοί, σε μιαν εποχή που ένας ολόκληρος κόσμος γκρεμιζόταν (θυμίζω πως το φθινόπωρο εκείνο η Ευρώπη βυθιζόταν στο τέλμα ενός χωρίς προηγούμενο πολέμου), ένα λεύκωμα που τυχαία τράβηξε ο Καζαντζάκης από τη βιβλιοθήκη του Σικελιανού (αν πιστέψουμε τη μυθοποιημένη εκδοχή για την απόφαση του ταξιδιού, όπως στην «Αναφορά στον Γκρέκο» διαβάζουμε), τους είχε φέρει στο περιβόλι της Παναγιάς. Από τις 18 Νοεμβρίου που πήραν το καραβάκι για το Όρος (μετά από ένα τριήμερο στη Θεσσαλονίκη) ως τις 28 οι δύο νέοι φίλοι είχαν ήδη επισκεφθεί τις μονές Ιβήρων, Σταυρονικήτα και Παντοκράτορος.

Ξεκινώντας το πρωί της 28ης Νοεμβρίου από τη μονή Παντοκράτορος για να πάνε στην παρακείμενη (ρωσική τότε) σκήτη του Προφήτη Ηλία, το μονοπάτι τούς βγάζει στην Παναγούδα, στη δασώδη ασκητική περιοχή της Καψάλας, σε ένα ρημαγμένο κάθισμα της οποίας, πολλά χρόνια αργότερα (το 1979) επρόκειτο να εγκατασταθεί ο όσιος Παΐσιος. Η καταγραφή του Νίκου Καζαντζάκη (ο τίτλος που ήδη διαβάσατε) για εκείνη τη μέρα φαίνεται πως είναι μεταγενέστερη, γράφτηκε μάλλον όταν κοίταξε μετά από δεκαετίες ξανά το ημερολόγιό του, πάντως είναι πολύ πριν η εξηρτημένη από τη μονή Κουτλουμουσίου Παναγούδα πάρει την κατοπινή της δόξα εξαιτίας της παρουσίας του Παϊσίου. Σε μια απόληξη λοφίσκου, μέσα σε πυκνή βλάστηση, στον δρόμο από τις Καρυές προς την Ιβήρων, με το παλαιό εκκλησάκι του Γενέσιου της Θεοτόκου (εξ ου Παναγούδα), στη νοτιοανατολική γωνιά της καλύβης και μια πόρτα να βγάζει στην απλωταριά και τη μαγική θέα προς τις Καρυές, ήταν όντως «θαυμάσια τοποθεσία για τη Σκήτη» τους.

Δεν είναι αυτή η πρώτη ή η μόνη αναφορά του Καζαντζάκη στη φιλοδοξία για μια σκήτη. Από την πρώτη μέρα που βρέθηκαν στο Όρος, στις 19 Νοεμβρίου, στον δρόμο από τις Καρυές για τη μονή Ιβήρων, θαυμάζοντας το περιβάλλον, συνεπαρμένοι από το τοπίο αλλά και την ενδιάθετη μεταφυσική ροπή τους (που ξεκινά από την ασκητική αφοσίωση και φτάνει ως την επιθυμία για… ίδρυση θρησκείας), οι δύο φίλοι συζητούν την ιδέα της οργάνωσης μιας σκήτης. Την ιδέα την καταγράφει ο Καζαντζάκης για πρώτη φορά στην ημερολογιακή σημείωση εκείνης της ημέρας («Σκέψεις να χτίσομε μια σκήτη»), πριν προσθέσει λίγο παρακάτω: «Πρέπει να πάρομε μίαν απόφαση ριζική στη Μοίρα μας». Όταν βρεθούν δυο μέρες μετά στη μονή Σταυρονικήτα, βλέποντας το κοιμητήρι της μονής, ο Καζαντζάκης σημειώνει και πάλι: «Θαυμάσιο υπόδειγμα για τη σκήτη μου». Το αντίκρισμα της Παναγούδας είναι λοιπόν η τρίτη αναφορά για τη σκήτη. Και η τελευταία. Στις 29 Νοεμβρίου, το βράδυ, πριν κοιμηθούν στη μονή Καρακάλλου, συζητούν πλέον για κάτι πολύ σοβαρότερο: «για την ουσία της υπέρτατης επιθυμίας μας – να δημιουργήσουμε μια θρησκεία». Μια σκήτη φαντάζει πια χαμηλός στόχος. (περισσότερα…)

Γενοκτόνοι δημοκράτες

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 05:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Όπως ήδη οι αρχαίοι σφαγείς της Μήλου, έτσι και οι τωρινοί σφαγείς της Γάζας γελοιοποιούν παντελώς τον επίμονο ισχυρισμό ότι οι δημοκρατίες τάχα μου υπερέχουν ηθικά από τα λοιπά πολιτικά καθεστώτα. Η δημοκρατία όμως είναι πρώτα πρώτα κράτος, πάει να πει εξουσία. Και ο φέρων την εξουσία, όποιος και αν είναι αυτός, είτε μονήρης τύραννος είτε δήμος ολόκληρος, υπόκειται στους ίδιους διαχρονικούς πειρασμούς: η ισχύς του είναι συνήθως ευθέως ανάλογη της αυθαιρεσίας του. Ηθική νομιμοποίηση η εξουσία μπορεί να αντλήσει όχι από τον τύπο του πολιτεύματος, αλλά από ένα κριτήριο εντέλει εξωπολιτικό: τη δικαιοσύνη. Ο Σολομών και ο Αριστείδης ήταν άνδρες που η ιστορία τούς αποκάλεσε δίκαιους επειδή υπάκουαν σ’ έναν τέτοιο ηθικό γνώμονα. Ο Νετανιάχου και αυτοί που τον έφεραν και τον κρατούν στην γενοκτονική του εξουσία δεν είναι παρά η ενσάρκωση εκείνου του παλιού εφιάλτη της Χάννας Άρεντ. Ότι δηλαδή θα ’ρθει κάποτε καιρός που μια πλειοψηφία θα αποφασίζει δημοκρατικά να εξολοθρεύσει όποια μερίδα του πληθυσμού κρίνει χρήσιμο. (περισσότερα…)

Γιατί δεν διαβάζουμε σήμερα Σικελιανό;

*

«Από πού να ξεκινήσω;» Εκτός σειράς

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

~.~

Ξεκίνησα πρόσφατα να γράφω ένα άρθρο για τον Άγγελο Σικελιανό στο πλαίσιο της στήλης που κρατώ στο ηλεκτρονικό Νέο Πλανόδιον και φέρει τον τίτλο: «Από πού να ξεκινήσω». Στη στήλη αυτή επιχειρώ να δώσω ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές στον νέο αναγνώστη ώστε να προσπελάσει από το μηδέν μεγάλα ονόματα του ελληνικού ποιητικού κανόνα και να αποφύγει μια ενδεχόμενη μη αντιπροσωπευτική πρώτη εντύπωση που ίσως και να δημιουργούσε ψευδή εικόνα για το έργο τους. Είχα, λοιπόν, αρχίσει να γράφω ένα αντίστοιχο κείμενο για το ποιητικό (και μη) έργο του Σικελιανού, όταν με κατέκλυσαν ιδιαίτερα ορισμένες σκέψεις και με ανάγκασαν να το σταματήσω στη μέση και να το αφήσω ανολοκλήρωτο, δημιουργώντας, αντ’ αυτού, το συγκεκριμένο εντός / εκτός σειράς άρθρο. Αναλογίστηκα πως, ακόμα κι αν έδινα, όπως σκόπευα, συμβουλές προς τον αναγνώστη ώστε αυτός να ξεκινήσει π.χ. από το Πάσχα των Ελλήνων ως την πιο κοντινή στην θρησκευτική μας παράδοση και την αναμενόμενη αφηγηματικότητα συλλογή, να αποφύγει αρχικά τις Συνειδήσεις που προϋποθέτουν βαθμούς και επίπεδα μύησης κτλ., και πάλι η ιδιαιτερότητα του έργου του Σικελιανού δεν θα μπορούσε εύκολα να γίνει κατανοητή από τον αναγνωστικό ορίζοντα του 21ου αιώνα. Ποιοι παράγοντες, όμως, ευθύνονται γι’ αυτό; Γιατί το έργο του Άγγελου Σικελιανού, παρά τα τριάντα πέντε χρόνια της σύγχρονης έμμετρης ποιητικής παραγωγής και παρά την οργανωμένη επαναπροσέγγιση του αντίστοιχου παλαμικού σύμπαντος και κοσμοειδώλου που έχει συντελεστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, δεν έχει λάβει ακόμα μια αξιοσημείωτη νεότερη αναγνώριση; Εντέλει, γιατί δεν διαβάζουμε σήμερα Σικελιανό; Σταχυολογώ πέντε βασικούς κατά την κρίση μου λόγους:

 

-> Η μορφή των περισσότερων έργων του Σικελιανού είναι εξαιρετικά πολύστιχη και εκτεταμένη, σε έναν άξονα που εκκινεί από τις ποιητικές του συνθέσεις, διαπερνά τα κείμενα δοκιμιακής υποστήριξης και συμπληρώνεται με τα θεατρικά του έργα. H πριμοδότηση στη μικρή φόρμα που επικρατεί εδώ και δεκαετίες και έχει πλέον και την διαδικτυακή της ορολογία και απόληξη στην κουλτούρα του «too long, didnt read» δυσχεραίνει εμφανώς την προσπέλαση σε ένα έργο που φαίνεται πως απέχει καθοριστικά και κομβικά από τις συγκαιρινές μας νόρμες. Ταυτόχρονα, η διαρκής χρήση από πλευράς ποιητή πολυσύλλαβων σύνθετων λέξεων, πολλές φορές μάλιστα επινοημένων και δημιουργημένων από τον ίδιο, όπως και η αξιοποίηση εκτεταμένων και πολύστιχων παρομοιώσεων που ενισχύουν την ποιητική αίσθηση και εικονοποιία, καθιστά το (ήδη πολύστιχο ή ακόμα και πολυσέλιδο) ποίημα ακόμα πιο απροσπέλαστο για τον σημερινό αναγνώστη που έχει εθιστεί σε έναν διαφορετικό ορισμό για το τι είναι ποίηση. Εκ των πραγμάτων η εντύπωση αυτή παρασέρνει εξίσου στη λήθη και τις ολιγόστιχες και αποφθεγματικές του διατυπώσεις. (περισσότερα…)

Το πρώτιστο στη μάχη

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 03:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Βαυκαλίζεται η ΕΕ ότι αν ξοδέψει μερικές εκατοντάδες δισ. ευρώ σε εξοπλισμούς θα αντιμετωπίσει το αμυντικό της έλλειμμα, τώρα που οι Αμερικανοί του Τραμπ της στρέφουν την πλάτη. Αυτό που κανείς από τους ιθύνοντές της δεν θέλει να δει είναι ότι ο στρατός και τα όπλα του είναι πράγματα δευτερεύοντα. Το πρώτιστο στη μάχη είναι αυτό που παλιά ονομάζαμε πολεμικό φρόνημα, η στρατιωτική κουλτούρα δηλαδή με την πιο ευρεία της έννοια, που ξεκινάει από τη γαλούχηση των μικρών παιδιών, ιδίως των αγοριών, και φτάνει στην προβολή ιδεωδών όπως ο πατριωτισμός και η αυτοθυσία.

Για λόγους που δεν είναι της στιγμής, ο δυτικός λιμπεραλισμός από τη δεκαετία του 1960 και μετά προέγραψε σταδιακά αυτά τα ιδεώδη, δωρίζοντάς τα στην νεοδεξιά, και συντελώντας έτσι τα μάλα στη γιγάντωσή της. Αρκεί να δει κανείς τα σχολικά εγχειρίδια, και εδώ σε μας, για να το διαπιστώσει. Και αρκεί να τα αντιπαραβάλλει με τα ανάλογά τους σε κράτη όπως το Ισραήλ, η Ρωσσία, η Ουκρανία, η Τουρκία, η Κίνα. Ακόμη και η ίδια η έννοια «πολεμικό φρόνημα» σήμερα εκλαμβάνεται ως «φασιστική» – σε πλήρη αγνόηση της ιστορίας, αφού τον αληθινό φασισμό το πολεμικό φρόνημα των λαών της Ανατολής και της Δύσης ήταν που τον συνέτριψε…

Δεν είναι τυχαίο ότι παρά την οικονομική και τεχνολογική τους υπεροχή οι ΗΠΑ δεν έχουν νικήσει σε κανέναν από τους μείζονες πολέμους στους οποίους συμμετείχαν τις τελευταίες δεκαετίες. Ούτε βέβαια ότι η Ευρώπη, από την κρίση του Σουέζ και εντεύθεν, με την εξαίρεση ίσως του πολέμου στα Φώκλαντ, εκπαραθυρώνεται από παντού – τελευταία οι Γάλλοι από την υποσαχάρια Αφρική.

Ποιοι θα κληθούν να χειριστούν όλα αυτά τα πανάκριβα εξοπλιστικά «πακέτα», αυτό είναι το ερώτημα. Για την ώρα, οι Ευρωπαίοι ούτε τους τωρινούς αναιμικούς στρατούς τους δεν καταφέρνουν να στελεχώσουν…

///

Ο θεός αγάπη εστί, διδάσκει ο Ιωάννης. Και η αγάπη; Αδυναμία! τον συμπληρώνει, εκ πείρας, ο Μπρεχτ. Σημαίνει άραγε αυτό ότι ο Θεός της Αγάπης δεν μπορεί να είναι παρά εκ φύσεως αδύναμος; Πράγματι, «παντοαδύναμο» τον αποκαλεί σ’ έναν στίχο του ο Ηλίας Λάγιος.

(Ότι τον κόσμο ολόκληρο τον έφτιαξε η ανημπόρια ενός ερωτευμένου, τι όμορφη σκέψη ωστόσο…)

///

Ποιο υπήρξε ιστορικά το σημαντικότερο θέμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Αν το ερώτημα ακούγεται ερεθιστικό, ωχριά εμπρός στην απάντηση: η εκδίκηση.

Τι άλλο είναι η Ιλιάδα, αν όχι μια αρμαθιά εκδικήσεων; Οι Έλληνες εκδικούνται τους Τρώες, ο Μενέλαος τον Πάρη, ο Αχιλλέας τον Αγαμέμνονα, ο Αχιλλέας τον Έκτορα, κ.ο.κ., κ.ο.κ. Τι είναι η Οδύσσεια παρά η ιστορία μιας εκδίκησης; Του Ποσειδώνα εις βάρος του πολυμήχανου βασιλιά της Ιθάκης γιατί τύφλωσε τον προσφιλή του γιο Πολύφημο. Και μιας δεύτερης: του ίδιου του Οδυσσέα αυτή τη φορά κατά των Μνηστήρων. Ποιο είναι το θέμα της Ορέστειας, της Μήδειας, της Εκάβης, του Αίαντα, της Ηλέκτρας, τόσων και τόσων τραγωδιών; Ποιο είναι το θέμα των Ιερών Γραφών του μονοθεϊσμού, από τη σφαγή του Χρυσού Μόσχου ώς τις παραινέσεις του Κορανίου για την εξολόθρευση των ειδωλολατρών, αν όχι μια διαρκής εκδίκηση; Τι άλλο είναι η εκδίωξη των Πρωτοπλάστων, τι άλλο είναι η Κόλαση η ίδια, εκείνη των Χριστιανών ή του Δάντη, παρά η εκδίκηση του Θεού για την απείθεια των ανθρώπων; Τι άλλο μας αφηγούνται ο Άμλετ και ο Ληρ, ο Θούριος του Ρήγα και ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, τα Ανεμοδαρμένα Ύψη και ο Κόμης Μοντεχρίστος, το Έγκλημα και Τιμωρία και ο Μόμπυ Ντικ, η Φόνισσα και ο Καπετάν Μιχάλης, αν όχι μια σειρά εκδικήσεων μικρών και μεγάλων, ποθεινών και εμπράκτων, οριστικών και ματαιωμένων;

Είτε ως θεία δίκη είτε ως αυτοδικία προσωπική, η εκδίκηση είναι διαρκώς παρούσα στα λόγια των ανθρώπων. Ίσως επειδή η δικαιοσύνη είναι ισόποσα απούσα από τις πράξεις τους.

/// (περισσότερα…)

Κωστής Παλαμάς – Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς, παράλληλοι

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 6 / 6 ]

~.~

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ – ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΠ. ΓΕΗΤΣ, ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Οι “τύχες” του Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς στην Ελλάδα δεν ανήκουν στις αξιοζήλευτες. Ο Ιρλανδός μεταφράζεται καθυστερημένα, αποσπασματικά και, το κυριότερο, προβληματικά. Καθυστερημένα, επειδή ποίημα δικό του μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά μόλις στα 1941, από την Μελισσάνθη στα Νεοελληνικά Γράμματα, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Γέητς και σχεδόν δυο δεκαετίες μετά το Βραβείο Νομπέλ που του απονέμεται στα 1923[1]. Αποσπασματικά, διότι τα ογδόντα αυτά χρόνια έκτοτε, το ογκωδέστατο έργο του, ποιητικό και άλλο (δραματικό, δοκιμιακό, αφηγηματικό, φιλοσοφικό), αντιπροσωπεύεται στα ελληνικά με μια δεκαριά μόλις αυτοτελείς εκδόσεις και κάποιες σποράδην παρουσίες του σε ανθολογήματα και περιοδικά, σχεδόν όλες ολιγοσέλιδες. Προς σύγκριση, μόνο από το 2010 και εντεύθεν έχουμε πάνω από τριάντα ελληνικές εκδόσεις του Λόρκα, άλλες τόσες του Μπρεχτ, δεκαπέντε του Μαγιακόφσκι και δώδεκα του Έλιοτ, ενός ποιητή που στον ίδιο τον αγγλόφωνο κόσμο θεωρείται συνήθως υποδεέστερος του Γέητς. Αποσπασματικές είναι όμως  οι υπάρχουσες μεταφράσεις και εξαιτίας της σύστασής τους. Μεγάλα κομμάτια του γεητσιανού κόρπους, κάποτε περίοδοι ολόκληρες, υποαντιπροσωπεύονται, ενώ τα κρίσιμα συνθετικά ποιήματά του παρουσιάζονται κερματισμένα, με τρόπο που τα συσκοτίζει.

Πρωτίστως όμως, ο Γέητς μεταφράζεται προβληματικά. Τους λόγους για την ανεπάρκεια των ελληνικών μεταφράσεων ώς το 1995 τους απαριθμεί ο Διονύσης Καψάλης στο σχετικό του δοκίμιο: μικρή τριβή με την αγγλόφωνη ποίηση και το ιστορικό της βάθος· ελλιπής γνώση της κλασσικής προσωδίας που κατ’ αποκλειστικότητα χρησιμοποιεί ο Γέητς· περιρρέουσα λογοτεχνική ατμόσφαιρα που απέχει πολύ από το πνεύμα και την ποιητική του[2]. Ατυχώς, τα προβλήματα αυτά δεν λείπουν και από τις (κατά πολύ περισσότερες) μεταφράσεις ποιημάτων του της τελευταίας εικοσιπενταετίας. Αντιθέτως, σε κάποιες είναι οξυμένα.

Τώρα, η φτωχή αυτή ποσοτικά και ποιοτικά μεταφραστική σοδειά επόμενο ήταν να επηρεάσει και την εικόνα του Γέητς που σχηματίστηκε στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια. Και αυτή είναι κατά τα ουσιώδη της λειψή και παραπλανητική. Ως επί το πολύ, ο Γέητς μάς συστήνεται ως ποιητής που ανοίγει τον δρόμο προς τον «μοντερνισμό», γενικώς και αορίστως. Ή μας παρουσιάζεται ως κήρυκας ποικίλλων, μεγαλοφάνταστων, κάποτε και συγκεχυμένων «οραμάτων και θαυμάτων», για να θυμηθώ τον Μακρυγιάννη. Όσοι προτιμούν την πρώτη ερμηνεία, τον παραλληλίζουν με τον Κ. Π. Καβάφη. Όσοι επιμένουν στη δεύτερη, τον αντιπαραβάλλουν με τον Άγγελο Σικελιανό[3].

Δίχως άλλο, ο Γέητς έχει κοινά και με τον ένα και με τον άλλο Έλληνα ομότεχνό του. Τα όψιμα βιωματικά ποιήματα του Ιρλανδού, αυτή η εκ βαθέων αντιμέτρηση με το γήρας και τη φθορά, θυμίζουν ενίοτε τον τόνο τον καβαφικό. Αντίστοιχα, η διαρκής πάλη του Γέητς με τους μεγάλους μύθους, ο αγώνας του για την αναμάγευση και την ανανοηματοδότηση του κόσμου, φέρνουν στον νου τον Λευκαδίτη ποιητή. Πολύ περισσότερα είναι όμως αυτά που χωρίζουν τον Γέητς από τους δυο Έλληνες. Την καχυποψία του Καβάφη απέναντι στον ιδεαλισμό λ.χ. ο Γέητς δεν την συμμεριζόταν διόλου. Απεναντίας, ώς το τέλος νοσταλγεί τα μεγάλα ιδεώδη του 19ου αιώνα και μυκτηρίζει τους συμπατριώτες του επειδή τα λησμόνησαν. «Είναι ρωμαντικοί, ρωμαντικοί, ρωμαντικοί!» ανέκραζε ο γέρων Αλεξανδρινός στα 1932 κατακεραυνώνοντας τους Αθηναίους ομοτέχνους του. «We were the last romantics», δήλωνε με μαχητική υπερηφάνεια έναν χρόνο προηγουμένως ο Δουβλινέζος στο αυτοβιογραφικό ποίημά του «Coole Park and Ballylee, 1931». Για τον Γέητς την ιστορία την κινούν πρωτίστως τα πάθη, τα όνειρα, οι ιδέες, τα «ανεξέλεγκτα μυστήρια» – κι αυτά οι λεγόμενοι «Ρεαλιστές», σημειώνει,  δεν έχουν μάτια να τα δουν[4].

Hope that you may understand !
What can books of men that wive
In a dragon-guarded land,
Paintings of the dolphin-drawn
Sea-nymphs in their pearly wagons
Do, but awake a hope to live
That had gone
With the dragons? (περισσότερα…)

Σύμβολο του καλοκαιριού

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 07:22
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

«Όριο στήριξης», «επίπεδο αντίστασης», «πρώτη και δεύτερη γραμμή άμυνας» – οι μαθηματικοφανείς χρηματιστηριακές «αναλύσεις» μοιάζουν με τα αστρονομικοφανή κατεβατά των αστρολόγων, με εκείνες τις «συναστρίες» και τους «ανάδρομους» ή «ευθυγραμμισμένους πλανήτες».

Η γλώσσα τους όμως είναι στεγνά μιλιταριστική. Δεν έχει τίποτα από τη σαγήνη του πανάρχαιου ζωδιακού κύκλου, από την ποιητική γοητεία των σύμβολων που έθρεψε τόσες χιλιετίες τώρα η συλλογική φαντασία. Με αυτά τα σύμβολα ο Γέητς και ο Σεφέρης έγραψαν υπέροχα ποιήματα. Με την ορολογία των χρηματιστών ούτε παρωδία δεν μπορεί να γράψει κανείς.

Και δεν συγκρίνω καθόλου την «αντικειμένική» τους αξία. Τα καλογραμμένα ωροσκόπια είναι μια ψυχολογική φαρμακεία, μια καταβύθιση στον ημισυνειδητό κόσμο των πόθων και των φόβων. Οι χρησμοί των χρηματιστηριακών αναλυτών ηχούν σαν τον εμετό της Πυθίας που πέφτει από ύψος σε τενεκεδένιο κουβά. (περισσότερα…)

Παραλειπόμενα τ΄ Άη Νικόλα

*

Πρόδρομες σημειώσεις μιας παράλληλης ανάγνωσης των αγιορειτικών ημερολογίων του Ν. Καζαντζάκη & του Ά. Σικελιανού

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Χάρη στην πρόσφατη εκδοτική επιμέλεια και τον κόπο της Χριστίνας Ντουνιά και της Παρασκευής Βασιλειάδη, έχουμε πια στα χέρια μας το ―από ετών πολλών επιποθούμενο― αγιορείτικο ημερολόγιο του Νίκου Καζαντζάκη ώστε να συμπληρώσει τη ματιά μας στις αγιορείτικες εμπειρίες του αδελφικού ζεύγους Σικελιανού-Καζαντζάκη.[1] Το ταξίδι τους στο Άγιον Όρος πραγματοποιήθηκε από τις 14 Νοεμβρίου ώς τις 22 Δεκεμβρίου 1914 (στις 23/12 έβγαιναν από το Άγ. Όρος για τη Θεσσαλονίκη). Με αφορμή την χθεσινή γιορτή του αγίου Νικολάου (ημέρα ονομαστικής γιορτής του Καζαντζάκη άλλωστε) θα παραθέσω ένα σύντομο σημείωμα σχετικά με τις αντίστοιχες καταγραφές αυτής της ημέρας, από μια συνολικότερη (εν εξελίξει) μελέτη των δυο αυτών ημερολογιακών καταγραφών. (Κι ως εκ τούτου θα περιοριστώ μόνο σε επιμέρους συμπεράσματα που εξάγονται από αυτές μόνον τις καταγραφές).

Πρώτα απ’ όλα ας παραθέσω τις ημερολογιακές εγγραφές των δυο ταξιδιωτών. Ξεκινώ με του Σικελιανού (Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο, εισ.-επιμ. Ιωάννα Κωνσταντουλάκου-Χάντζου, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1988, σ. 201-205):

Σκήτη Καυσοκαλυβίων,
6 Δεκεμ. 914,
Ἁγίου Νικολάου.
 
Ἐπισκεφτόμαστε τοὺς
ξυλογλύπτες.
Ὁ ἕνας μὲ τὰ γκρίζα
μάτια.
Ὁ ἄλλος ξυπνώντας
ἀπ᾽ τὸν ὕπνο, ἁπαλό-//
τατος, ὠχρός,, μὲ τὰ
γένια σὰν μετάξι γύρω
ἀπὸ μυτερὸ πρόσωπο,
καὶ βαθιὰ παρθενικὰ
μάτια. Τὸ χέρι του
εἶναι ἁπαλὸ σὰν κέρι-
νο, ἀλαφρὸ σὰν ἀν-
τίδωρο.
Πηγαίνομε ἔπειτα
Στὸν ξυλογλύπτη Ἀρ-
σένιο, πού ᾽κανε τὸ//
ἐγκόλπιο τῶν Καρυῶν,
τὴ Δευτέρα Παρουσία.
Αὐτοδίδακτος· ἄρχισε
ἀπὸ μικροὺς ἄξεστους
σταυρούς. Δούλεψε
15 χρόνια τὴ Δευτέρα
Παρουσία. Σὲ κάθε
πρόσωπο ἔδωκε ἔκ-
φραση. Στὴν ὄψη του
ἔχει σταλαγμένο τὸ
φῶς τῆς ἐργασίας.//
Στὸ μικρό του δωμά-
τιο, ὅλα τὰ σὐνεργα
τῆς τέχνης του.
Οἱ ἀρχὲς τοῦ ἔργου
ébauche.
Τὸ κοτσύφι του.
Τρώει σμυρτιὰ ἀπ᾽
τὸ χέρι, κουκκὶ
κισσοῦ, ζυμάρι.
Μιὰ πίστη στὸ ἄνθρωπο.
Μαῦρο γυαλιστερό.//
Τὴ νύχτα, ἡσυχία. Ξανα-
θυμοῦμαι τὸν Πανσέληνο
στὴ βεράντα τῶν Ἰωασα-
φαίων. Βαθύτατη
συνείδηση τῆς ἠθικῆς μου
ἀνάτασης στὸ ἔργο ποὺ
δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βρεῖ
μιὰ ἠχώ. Ὅ λ ο μ ο υ
τ ὸ ἔ ρ γ ο π ι ὰ σ τ ε ρ ε ω μ έ ν ο
σ τ ὴ θ έ λ η σ η, ὡ ς σ ὲ β ρ ά-
χ ο, α ἰ ώ ν ι α.  

(περισσότερα…)