Month: Αύγουστος 2025

Karel Matěj Čapek-Chod, Ἡ Προσευχή τοῦ Κηπουροῦ

*
Ὤ Κύριε, εὐδόκησε ὥστε κάπως
νά γινόταν νά βρέχει κάθε μέρα,
γιά παράδειγμα ἀπό τά μεσάνυχτα περίπου
ὥς τίς τρεῖς τό ξημέρωμα.

Ὅμως, ξέρεις, ἡ βροχή πρέπει νά ’ναι σιγανή καί θερμή,
γιά νά μουσκεύει, ποτιστική·
εὐδόκησε ὥστε ταυτοχρόνως δέν θά βρέχει
στήν σιληνή, τό ἅλυσσο, τόν ἡλίανθο, τή λεβάντα καί ἄλλα πού
Ἐσύ στήν ἄπειρη σοφία Σου γνωρίζεις
πώς ἀγαποῦν τήν ξηρασία –
θά Σοῦ γράψω τά ὀνόματά τους σ’ ἕνα χαρτάκι
ἄν θέλεις – (περισσότερα…)

Πέτρος Ράμους, Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

ΠΕΤΡΟΣ ΡΑΜΟΥΣ

Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης

[ 2/2  ]

Ας επικεντρωθούμε τώρα στο κύρος και στη μέθοδο του Γαληνού και ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη διδασκαλία ενός τόσο σημαντικού άνδρα. Διότι από όλους τους σχολιαστές του Αριστοτέλη για τους οποίους μίλησα στο πρώτο βιβλίο, κανείς δεν υπερέχει, κατά τη γνώμη μου, του Γαληνού. Του αρμόζουν ύψιστοι έπαινοι. Το πνεύμα του είναι μοναδικό. Η δε ευγλωττία του, παρόλο που φαντάζει νεανική και υπέρ το δέον ‘ασιατική’ και παρατραβηγμένη, για εκείνους, πάντως, που έχουν να διαθέσουν τον χρόνο, δεν αποδεικνύεται δυσάρεστη. Η ενδελέχειά του στη συγγραφή είναι μοναδική, μα, πάνω από όλα -και αυτό το τιμώ απεριόριστα- τη φιλοσοφική του στάση διακρίνει ένας πηγαίος και αχειραγώγητος ζήλος: προτάσσει τον σκοπό των πραγμάτων, διακρίνει μεταξύ της χρηστικότητας των τεχνών καθώς και της τελικής ευχαρίστησης και αλήθειας προς την οποία συντείνουν. Ακολουθώντας τη γραμμή μιας επιχειρηματολογίας, όχι μόνον θα συστήσει θερμά αυτό που βρίσκεται σε συμφωνία με την αρετή, μα, πιστός στην ίδια επιχειρηματολογία, θα ασκήσει δριμεία κριτική και σε ό,τι συνδέεται με μια ροπή προς το σφάλμα. Θέτει στο στόχαστρό του προηγούμενούς του φιλοσόφους που πίστεψαν προπετώς πολλές θεωρίες και φαντασιοκοπίες τις οποίες είχαν απλώς διαβάσει ή ακούσει. Τούτοι δεν μπήκαν στον κόπο να εξετάσουν εάν όσα διάβαζαν ή άκουγαν είναι αληθή, ούτε τα αντιπαρέβαλαν με κριτήρια της αλήθειας όπως η αίσθηση και η εμπειρία.

Ωστόσο, παρόλο που υπήρξε τόσο σημαντικός φιλόσοφος σε τόσα πράγματα, πρέπει να εξετάσουμε τι δίδαξε ο Γαληνός ως προς τη μέθοδο. Διότι κάνει ενίοτε λόγο για μέθοδο, άλλοτε για θεωρία -όπως ο Σιμπλίκιος- και άλλοτε για διδασκαλία σχετικά με την τάξη. Ας επικεντρωθούμε στην ουσία και όχι στην ορολογία που χρησιμοποιεί. Πιστεύω, λοιπόν, ότι, από τη στιγμή που βρει κανείς την ύλη μιας ολόκληρης τέχνης -τους ορισμούς, τους κανόνες, τις διαιρέσεις της-, έχουν δε αποκρυσταλλωθεί όλες οι βασικές παραδοχές και έχει κριθεί ποια ακριβώς είναι η ύλη αυτής της τέχνης, η επιστημονική και έντεχνη διάταξη αυτής της ύλης μπορεί να επιτευχθεί με έναν και μόνον τρόπο: ξεκινώντας από εκείνα που είναι πρότερα και γνωριμότερα κατά τη φύση. Με την άδειά σου, εγώ αυτό το αποκαλώ ‘μέθοδο’. Εάν τώρα εσύ, θεωρώντας ότι ως προς τον όρο ‘μέθοδος’ αλλά και ως προς τον ορισμό του, επιθυμείς να παρουσιάσεις τον Γαληνό ως αντίπαλό μου, τονίζοντας ότι τούτος εισήγαγε ποικίλους τρόπους διάταξης μιας τέχνης, εγώ ξεκάθαρα το αρνούμαι. Για να αποφύγουμε όμως μια διαφωνία που θα στρέφεται απλώς γύρω από τον όρο, θεωρώντας ότι ο Γαληνός μπορεί να εννοούσε κάτι διαφορετικό από αυτό που εννοούμε εμείς, επίτρεψέ μου να προσδιορίσω το θεμέλιο της αντιπαράθεσης. Εσύ επικαλείσαι την αυθεντία του Γαληνού· εγώ θα επικεντρωθώ στη βάση της διαφωνίας.

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, πώς, κατά τη γνώμη σου, ορίζει ο Γαληνός τι είναι ‘μέθοδος’: «εγώ ισχυρίζομαι», λέει, «ότι θα είσαι σε θέση να βρεις την αλήθεια των υπό διερεύνηση πραγμάτων εάν πρώτα αναγνωρίσεις την αρχή του δρόμου που οδηγεί σε αυτήν· γιατί αν χάσεις την αρχή, θα περιπέσεις σε πολλά λογικά σφάλματα. Με τα ίδια δε κριτήρια με τα οποία βρήκες την αρχή, θα βρεις το δεύτερο και το τρίτο έρεισμα, καθώς και όλα όσα έπονται»[1]. Τη μέθοδο που εξηγώ εδώ, φαίνεται, λοιπόν, να περιέγραψε ο Γαληνός στο ξεκίνημα του ένατου βιβλίου του Περί των Ιπποκράτους και Πλάτωνος δογμάτων. Ο ίδιος ορισμός επαναλαμβάνεται λίγο αργότερα στο ίδιο βιβλίο, εκεί όπου αναφέρεται η παρατήρηση του Ιπποκράτη πως για να κατανοηθεί τι χαρακτηρίζει το πρόσωπο ενός ανθρώπου που νοσεί, πρέπει αυτό να αντιπαραβληθεί με το πρόσωπο ενός ανθρώπου υγιούς. Σημειώνει, λοιπόν, ο Γαληνός: (περισσότερα…)

Πέτρος Ράμους, Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

Για να κατανοήσει κανείς την ιδεοϊστορική σπουδαιότητα της επεξεργασίας της έννοιας της μεθόδου από τον Πέτρο Ράμους (1515-1572) πρέπει να παραμερίσει πρώτα τον δημοφιλή εκείνο μύθο που θέλει τον Ντεκάρτ να εγκαινιάζει τάχα μία νέα εποχή στη φιλοσοφία πραγματευόμενος πρώτος και διεξοδικά την έννοια αυτή. Ο όρος μέθοδος εισάγεται στη φιλοσοφία ήδη από τον Πλάτωνα και συνδέεται πρωτίστως με τη θεμελίωση της διαλεκτικής· απαντά δε έκτοτε ευρέως τόσο στη φιλοσοφική παράδοση όσο και σε άλλες επιστήμες, έως τη βαθιά ύστερη αρχαιότητα. Ο όρος σήμαινε, όπως σε κάποιο βαθμό και σήμερα, τον «έντεχνο», δηλαδή τον συστηματικό, εγνωσμένο, έλλογο τρόπο προσέγγισης ενός ζητήματος (ή ενός συνόλου ζητημάτων), καθώς επίσης και τη σύνοψη ή τη βράχυνση των διαφόρων δρόμων ή οδηγιών για τη διαπίστωση του αληθούς και την άφιξη στον ποθητό γνωστικό προορισμό. Πολύ πιο σπάνια σηματοδοτούσε τον τρόπο οργάνωσης ενός ολόκληρου κλάδου του επιστητού. Η συζήτηση περί μεθόδου κορυφώνεται στον Γαληνό (129-περ.216), ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο πάνω από πεντακόσιες φορές, ενώ απασχολεί έντονα και όλους σχεδόν τους συγγραφείς της φιλοσοφικής σχολιαστικής παράδοσης. Στη Δύση, πρώτος ο Βοήθιος εισκομίζει τον όρο methodus, έναν όρο ο οποίος, παρόλο που δεν υιοθετείται στις μεσαιωνικές λατινικές μεταφράσεις του Αριστοτέλη, αξιοποιείται ευρέως στη σχολαστική γραμματεία.

Αναφέραμε ήδη ότι ο όρος συνδέθηκε πρωτίστως με την τέχνη της διαλεκτικής. Στο πρώτο βιβλίο των Τοπικών ο Αριστοτέλης γράφει χαρακτηριστικά: «τοῦτο δ’ ἴδιον ἢ μάλιστα οἰκεῖον τῆς διαλεκτικῆς ἐστιν· ἐξεταστικὴ γὰρ οὖσα πρὸς τὰς ἁπασῶν τῶν μεθόδων ἀρχὰς ὁδὸν ἔχει»[1]. Στη μέση και ύστερη σχολαστική περίοδο, η διαλεκτική (ως Λογική) θεωρείται, πράγματι, η «τέχνη των τεχνών» (ars artium), η «επιστήμη των επιστημών» (scientia scientiarum), καθώς μπορεί να αξιοποιηθεί για να εξετάσει τις βάσεις των «μεθόδων» όλων των υπολοίπων επιστημών. Στον μεσαιωνικό νου, βέβαια, το πρόσημο παραμένει αυτονόητα αριστοτελικό, και οποιαδήποτε συζήτηση περί μεθόδου δεν αξιοποιείται σθεναρά προς χάριν μιας διακριτής ή σημαίνουσας ανακατεύθυνσης της θεμελίωσης ή του περιεχομένου της φιλοσοφικής σκέψης. Όταν, όμως, οι ανθρωπιστές του 15ου αιώνα, με πρωτεργάτη τον Λορέντσο Βάλλα (περ. 1407-1457), ρίχνονται στη μάχη της αναβάθμισης της ρητορικής σε κορωνίδα των τεχνών, και παρόλο που αποφεύγουν αρχικά ως σχολαστικό και εξεζητημένο τον όρο methodus, επεκτείνουν αποφασιστικά το περικείμενο της σχετικής συζήτησης ως εξής: για να αποκαθηλωθεί η διαλεκτική, πρέπει να αποδειχθεί ότι η ρητορική παρέχει μια ασφαλέστερη βάση θεμελίωσης των τεχνών από την αντίπαλό της. Με άλλα λόγια, η ρητορική πρέπει να αναδειχθεί σε τελική εγγυήτρια για τον εξής απλό λόγο: εκείνη κομίζει ακριβώς αυτό που κατά βάθος απαιτείται, δηλαδή, μια ανεκζήτητη, ταχυβάδιστη, ορθή πορεία (processus, via, ratio) αρτίωσης και διδασκαλίας των τεχνών. Τη σπερματική ιδέα του Βάλλα αναπτύσσουν ο Ρούντολφ Αγκρίκολα (1444-1485) και ο Γιοχάννες Στουρμ (1507-1589), με το έργο των οποίων είναι εμφανώς εξοικειωμένος και ο Πέτρος Ράμους (1515-1572). Περί το 1540 δε, το ζήτημα της μεθόδου (ο ορισμός της, η σπουδαιότητά της, ο αποδεκτός αριθμός έγκυρων «μεθόδων», η ακριβής λειτουργία που μια μέθοδος επιτελεί κ.ά.) έχει ήδη ανασκαλευτεί αισθητά ανά την Ευρώπη, εξέλιξη η οποία συνδέεται επίσης με την εκδοτική και πνευματική δραστηριότητα της εποχής -ενδεικτικά και μόνον: διάχυση του πλατωνισμού, εμφάνιση του προτεσταντισμού, επανεξέταση των θεμελίων της παιδαγωγικής, δημοτικότητα της αντισχολαστικής διαλεκτικής γραμματείας, εκδόσεις του γαληνικού corpus,  εκδόσεις της ελληνικής σχολιαστικής παράδοσης κ.ά.

(περισσότερα…)

Μετά το Άουσβιτς

*

Εδώ και μήνες
ο θάνατος
συμμάχησε για τα καλά
με το παράλογο.
Γι’ αυτό
ο Αύγουστος του καρπουζιού
δεν έχει σημασία πια.
Τι σημασία έχει η ιστορική παιδεία
κι η καλή καρδιά
όταν μετά το γαμημένο Άουσβιτς
στα μάτια
κάποιου χορτασμένου εβραιόπουλου
μπορείς να δεις
τα πληγωμένα μάτια
κάποιου πεινασμένου κοριτσιού
που ζει
μες στα φριχτά ερείπια
στην ισοπεδωμένη  Γάζα. (περισσότερα…)

«Κλασσικοί» τελευταίας εσοδείας

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 08:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Διαβάζω πάντα με ενδιαφέρον για όλες αυτές τις λίστες που στήνονται εδώ και έξω: Τα 100 καλύτερα βιβλία του 21ου αιώνα, Τα 10 καλύτερα μυθιστορήματα της εποχής μας, Οι 20 κορυφαίοι συγγραφείς μετά το 1970, κλπ., κλπ… Και στις άλλες τέχνες, τις έχουσες μακρά παράδοση τουλάχιστον, τα ίδια.

Χρήσιμα είναι κάποτε όλα αυτά, ως δηλώσεις κριτικής προτίμησης. Σε ότι αφορά όμως την αντοχή της αξιολόγησης, ο κόπος είναι μάταιος. Κανόνες, έργα από τα λογιζόμενα «κλασσικά», ο καιρός μας δεν μπορεί να δώσει. Όχι επειδή δεν υπάρχουν κείμενα με αρετές συγκρίσιμες με εκείνες των κλασσικών του παρελθόντος – το ταλέντο ποτέ δεν στερεύει, αν δεν πάψει η καλλιέργειά του. Αλλά επειδή δεν υπάρχει η «περιρρέουσα ατμοσφαίρα», για να θυμηθώ τον Ροΐδη, που καταξιώνει και υψώνει τους «κλασσικούς». Ο παράγων χρόνος, προπάντων.

«Κλασσικό» είναι πάντα το έργο αναφοράς, που μας ελκύει ή μας απωθεί, αδιάφορο, αλλά πάντως είναι αδύνατο να αγνοήσουμε. Και που ως εκ της παρουσίας του απασχολεί διαρκώς όχι απλώς μια δράκα ή μια αγέλη afficionados, αλλά την ευρεία συλλογικότητα. Πού γίνεται επίκεντρο διαχρονικών συζητήσεων και παθών, σημείο προσανατολισμού, και θεμέλιο των κοσμοεικόνων μας.

Αυτού του είδους την καθοδηγητική, οιονεί θρησκευτική σημασία του έργου τέχνης, ο τωρινός ηδονικός ατομοκεντρισμός την έχει εξατμίσει. Τα έργα δεν είναι προορισμοί στους οποίους οι γενεές επανερχόνται διά βίου. Είναι πρόσκαιρες και ευκαιριακές στάσεις για την τάδε ή τη δείνα ομάδα, που δεν δεσμεύουν κανέναν άλλο πλην εκείνης και, το κυριότερο, δεν δημιουργούν συνήθως γραμμές κατιόντων, μαθητών ή επιγόνων.

Ποιος μαθητεύει εξάλλου σήμερα; Για το αυτοπραγματούμενο άτομο, και η ίδια η έννοια της διδαχής είναι προσβολή, πατρωνάρισμα ανεπιθύμητο της αυτογενούς του και ανυπέρθετης ανεξαρτησίας.

Και ακόμη, για ποια πάθη μιλάμε; Οι αγάπες μας ξεθυμαίνουν το ίδιο εύκολα με τα μίση μας. Έτσι μας θέλει ο εσωτερικευμένος καταναλωτισμός μας, να κορδωνόμαστε για τους πέντε-δέκα «κλασσικούς» τελευταίας εσοδείας που έχουμε στοιβάξει στο κομοδίνο μας, αλλά ανίκανους να δοθούμε, να αφοσιωθούμε σε κανέναν. Πώς να αντλήσουμε το μέγιστο από έναν συγγραφέα λοιπόν, ποιο βιβλίο έχει την ευκαιρία να μετρήσει πράγματι, όχι στην ατομική (σ’ αυτήν κι ένα φυλλάδιο διαφημιστικό μπορεί να φέρει τα πάνω-κάτω), αλλά στη συλλογική μας βιοπορία;

Όμως, όπως προείπα, το λάθος εδώ δεν είναι –δεν είναι αποκλειστικά, τουλάχιστον– των συγγραφέων. Κανείς συγγραφέας, όσο σημαντικός και αν είναι, δεν αντέχει την συνέκθεση με τους χιλιάδες άλλους κατώτερους που συνωστίζονται πλάι του. Στείλε τον Όμηρο ή τον Σαίξπηρ σε μια Διεθνή Έκθεση Βιβλίου και θα πάρεις έναν ακόμη γραφιά που ιδρώνει για να αποσπάσει λίγη προσοχή από τους παρατρεχάμενους. Για την Παλατινή Ανθολογία έχουν να πουν ότι μέσα της «αλληλοσυντρίβονται αριστουργήματα». (περισσότερα…)

Εννιά καλοκαιρινά χαϊκού

*

Πάνω στα στάχυα
μωρά μιας πεταλούδας
γλυκοκοιμούνται

///

Ψάθινος τρύγος
σταφύλια του Σωτήρος
μια στάμνα μέλι

///

Στα γόνατά σου
ολόγυμνη και πλήρης
σαν πανσέληνος

///

Φουσκώνουν δάκρυα
στα μάγουλα μιας κρήνης
νερό πηγαίο (περισσότερα…)

Η Μάκαινα

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

~.~

Οι τίμιοι άνθρωποι είναι οι αριστοκράτες της εποχής μας.
ERNEST RENAN

Ο αξιωματικός υπηρεσίας βάραγε μύγες εκείνη την μέρα στην Αστυνομική Διεύθυνση Λευκάδας. Ζέστα, κατακαλόκαιρο. Ο ιδρώτας έτρεχε κρουνός απ’ το πρόσωπό του και ράντιζε το χαρτί που μουντζούρωνε μπροστά του αμήχανα. Ο ανεμιστήρας αγκομαχούσε, κάνοντας ένα εκνευριστικό «κρακ-κρακ», που αποκοίμιζε αντί ν’ ανησυχεί τον γλαρωμένο αστυνομικό.

Απ’ έξω έφτανε η φασαρία των διερχόμενων οχημάτων, μυρμηγκιά ολόκληρη, στρατιά παραθεριστών που βούλιαζε το νησί κι ύστερα πάλι βούιζε στους δρόμους και στα στενοσόκακα η ερημιά.

Το «τικ-τακ» του ρολογιού στον τοίχο, συνομιλούσε με το «κρακ-κρακ» του φτηνιάρικου ανεμιστήρα.

«Τικ-τακ: κάποιος έρχεται».

«Κρακ-κρακ: ποιος να είναι;»

Τα βήματα ανέβαιναν γοργά την ξύλινη σκάλα, λες κι ένα σώμα φτιαγμένο από λάστιχο αψηφούσε το θανατερό κάμα και πέταγε σχεδόν προς τα πάνω.

Ο αξιωματικός υπηρεσίας ξεγλάρωσε για τα καλά όταν ο επισκέπτης μπήκε στο γραφείο του.

«Παρακαλώ…» είπε όσο μπορούσε ευγενέστερα. Ενώ, δίχως να το πει, διαβάζονταν πεντακάθαρα στην φάτσα του: «Τι θέλεις μεσημεριάτικα, ρε γύφτο;»

Ο νεαρός, που σκίαζε με το παράστημά του το δωμάτιο, ήταν ολοφάνερο πως ανήκε στην φυλή των Αθίγγανων. Τα πεντακάθαρα ρούχα του κι οι φινετσάτοι τρόποι του δεν πρόδιδαν κάτι τέτοιο, μα υποδήλωναν έμφυτη αρχοντιά. Ο μαύρος οψιδιανός του δέρματός του, όμως, μιλούσε για λιοπύρια και λιόκρισες, η τυλωμένη φλέβα του λαιμού για το χοχλάτο αίμα του, και οι σπίθες μες στα μάτια που σιγόκαιγαν, μιλούσαν για την μεγάλη φωτιά του καταυλισμού που δεν έσβησε ολότελα. (περισσότερα…)

Μικρή εισαγωγή στην ποίηση του Βαγγέλη Τασιόπουλου

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Ο ποιητής Βαγγέλης Τασιόπουλος, με εννιά ποιητικές συλλογές και μια πρόσφατη συλλογή διηγημάτων στο ενεργητικό του, αποτελεί έναν διακριτό ποιητή της Γενιάς του 1980 ή αλλιώς Γενιάς του ιδιωτικού οράματος,[1] ο οποίος, ενώ στην αρχή της ποιητικής του πορείας παραμένει ως επί το πλείστον περίκλειστος ποιητικά εντός του ιδιωτικού λυρισμού, εξελικτικά και κλιμακωτά αποκλίνει από την ποιητική περιχαράκωση στο ιδιωτικό πάθος-όραμα και ανοίγεται στον ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό και ιστορικό χώρο, προσφέροντας μιαν ευρύτερη θέαση του συλλογικού. Στο παρόν κείμενο, επομένως, θα εστιάσουμε (όσο αυτό είναι δυνατόν στο πλαίσιο ενός μικρού  κειμένου) αφενός στην προαναφερθείσα εξελικτική πορεία της ποιητικής του Τασιόπουλου, η οποία προϋποθέτει παράλληλα και μια σημαίνουσα μορφολογική μετατόπιση από το λυρικό-ποιητικό προς το αφηγηματικό-πεζοποίημα, και αφετέρου στην ανάδειξη κεντρικών θεμάτων της ποίησής του που επανέρχονται βασανιστικά και επίμονα με τρόπο που μας επιτρέπει να μιλήσουμε, κατά την άποψή μου, για ένα ποιητικό έργο εν προόδω. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. (περισσότερα…)

Τα ταυ του έρωτα

*

Ἔρως ἀνίκατε μάχαν

Κι άν του έρωτα το γλυκερό
ψωμί δέ σε χορταίνει,
και μοιάζει κιόλας το φτερό
κομμένο απο χαρτόνι,

σεβάσου, μήν υποτιμάς
το μπράτσο-του το αφράτο.
Δέν τό ’χει τίποτα μεμιάς
να φέρει πάνω κάτω

λαχτάρες, όνειρα, ακριβές
κι ατράνταχτες αλήθειες,
αγαπημένες μέχρι χτές
παλιές καλές συνήθειες,

τις πατερίτσες της καρδιάς,
του νού τα δεκανίκια…
Κι άν κάνεις πως τον σταματάς,
σηκώνει τα μανίκια,

τραβάει απ’ τα χαλάσματα
το πιό χοντρό καδρόνι
και με παιδιάστικη χαρά
μπροστά-σου το κραδαίνει! (περισσότερα…)

Βασική απορία

*

Απ’ τους βραχίονες φυτρώνουν σωληνάκια
ίδια κισσοί, κλωνάρια αναρριχητικά.
Στο τραπεζάκι αντισηψίες και μπαμπάκια

μια εικονίτσα διαβασμένη, μερικά
περιοδικά του συνοδού παρηγορία
κι ένας παλμός μεταφρασμένος ψηφιακά,

ήχος διακεκομμένος· η παθολογία
του ασθενούς κι η ηλικία απαιτεί
συμβατικούς Θεούς (και μη) και συνεργεία,

σε μία τέλεια ενορχήστρωση όλοι αυτοί. (περισσότερα…)

Φαντασμαγορία

*

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ | 25.viii.25
Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

ΦΑΝΤΑΣΜΑΓΟΡΙΑ

Κοκκινωπές ξεφτισμένες φυλλωσιές που τις μάδησε το φως του δειλινού. Χρυσές ανταύγειες με βαθιές ραβδώσεις παλιών αναμνήσεων. Κι εδώ, σήμερα, στο σημείο αυτό, δεν μπορώ να πω πολλά πράγματα. Μένω ενεός. Κι εσείς αφήστε με να πετάω. Να ονειρεύομαι.

*

* (περισσότερα…)

Federigo Tozzi, Κτήνη

*

Προλόγισμα-Μετάφραση
Χρίστος Κρεμνιώτης

~.~

Ο Φεντερίγκο Τότσι (Σιένα, 1883 – Ρώμη,1920) είναι, όχι μόνον εκτός αλλά και εντός της χώρας του, μία από τις λιγότερο γνωστές φυσιογνωμίες της ιταλικής τέχνης. Αφορμώμενος από τον Βέργκα, συνέχισε εξοπλίζοντας τη γραφή του με τη μελέτη της αναδυόμενης τότε ψυχανάλυσης χωρίς όμως να την καταστήσει αυτοσκοπό του έργου του και δίχως ποτέ να παραγκωνίσει την ποιητική του λόγου. Όπως ο Μοράβια είχε παρατηρήσει, ενώ στον Σικελό έχουμε την τελειότητα της περιγραφής των ηττημένων, στον Τότσι έχουμε τον συγγραφέα να μιλά ως ένας από αυτούς. Δημιουργός ευρηματικός, λακωνικός, ρέκτης του ανθρώπινου ψυχισμού και θαρραλέος προβολέας της παραμόρφωσής του, έχει χαρίσει έργο του οποίου τα πιο επιτυχημένα αποτελέσματα είναι αντίστοιχου επιπέδου με εκείνα του πιο γνωστού παγκόσμιου λογοτεχνικού πανοράματος. Σε ιταλική κλίμακα, τα διηγήματα και οι νουβέλες του, για παράδειγμα, στέκουν δίπλα σε εκείνα του Πιραντέλλο, o οποίος προσπάθησε  να τον στηρίξει.

Τα παρόντα «μικροδιηγήματα», είναι πέντε μόλις από τα περίπου εβδομήντα που συναποτελούν το έργο του Κτήνη, το οποίο εκδόθηκε το 1917. Σε αυτά, στις πιο απλές ανθρώπινες καταστάσεις, ένα ζώο –ένα κτήνος– εμφανίζεται πότε ως καταλύτης της έντασης, πότε ως μιαν ανταύγεια μέσα στη μονοτονία της καθημερινότητας.  Αποτελεί έργο του οποίου η μεν πρωτοτυπία δεν εμποδίζει το ανθρώπινο βλέμμα, η δε «ταχύτητα» δεν αναστέλλει τον λυρισμό και την ακρίβεια. Ένα από τα αριστουργήματά του, το έργο του Τρεις σταυροί, θα κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες από τις Εκδόσεις Ίνδικτος. — Χ.Κ.

 ///

 –42–

Χτυπήθηκα από τύφο και ο πυρετός ανέβαινε διαρκώς. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να κάθεται μαζί μου όσο ήθελε κι έτσι, έπρεπε να την περιμένω στο κρεβάτι με τις ώρες· μόνος. Απ’ το παράθυρο που έστεκε μισάνοιχτο, με τα τζάμια του ακαθάριστα από τότε που ήμουν καλά, έβλεπα τα σύννεφα να προσπερνούν και την κορφή μιας κερασιάς ν’ ανατριχιάζει, ακριβώς όπως και εγώ όταν με έκαιγε ο πυρετός. Κάποιο πρωί, πήρα το φάρμακο, πεινούσα· και δεν ερχόταν κανείς. Ήθελα να σηκωθώ μα, πιο πολύ, να κλάψω. Τα σκεπάσματα ένιωθα να με καταπλακώνουν, άπλωναν επάνω μου όπως απλώνουν τα βουνά και, εκείνα τα σύννεφα, έκαναν τα πάντα να με βαραίνουν περισσότερο. Στο κεφαλάρι του κρεβατιού υπήρχε το ηλεκτρικό κουδούνι, όμως δεν τολμούσα να το πατήσω γιατί ο ήχος του χειροτέρευε την κατάστασή μου. Ήμουν έτοιμος να ουρλιάξω, έντρομος από τα σκεπάσματα που ανασηκώνονταν από τα γόνατά μου και μέσα σε μια κατάσταση παραίσθησης νόμιζα πως ανέβαιναν ως το ταβάνι για να μου επιτεθούν και να με πνίξουν. Μία μέλισσα ήρθε. Γύρισα το κεφάλι μου για να τη δω. Χτύπησε στα παράθυρα, ο βόμβος της ξεκίνησε να αντηχεί αλλά, μ’ έναν τρόπο τόσο γλυκό που καταλάγιαζε την κατάστασή μου. Παρευθύς, ήρθαν στον νου μου τα γινομένα σύκα και ένα σωρό άλλοι καρποί. Είχα τη γεύση τους στο στόμα μου! Ποιος ξέρει πώς θα μοσχοβολούν οι κάμποι τούτη την ώρα! Η μέλισσα πέταξε στην οροφή, πήγε από δοκάρι σε δοκάρι και γύρισε στο παράθυρο. Δεν έκλαιγα πια. Είχα απορροφηθεί από τη μονοτονία του θορύβου της που, εκείνη τη στιγμή, μού φαινόταν σαν μια μουσική που έπρεπε να έντυνα με στίχους. Η μητέρα μου επέστρεψε, την έδιωξε· και δεν μου άρεσε. Και όλη την ημέρα σκεφτόμουν μόνο αυτό, έκπληκτος που δεν μπορούσα να σκέφτομαι τίποτα άλλο, παρά μόνο αυτό. (περισσότερα…)