Month: Μαΐου 2025

Περιήγηση στις εσχατιές του χρόνου

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ

Αθηνά Ιωσήφ,
Το ημερολόγιο ενός άϋπνου περιηγητή,
Εκάτη 2024

Ὁ εὐσυνείδητος κριτικὸς λέει μονάχα, δείχνοντας τὸν ποιητή·—

Αὐτὸς εἶναι! Ἀκοῦστε τον· εἶναι ἴδιος μ’ ἐμᾶς, ὅμως εἶναι βέβαιος γιὰ κάτι ποὺ δὲ γεμίζει ἀκόμα τὶς δικές μας καρδιές· γι’ αὐτὸν ἡ αἰωνιότητα εἶναι τόσο προσιτή, ὅπως γιὰ σᾶς ἡ φύση. Ἀκοῦστε τον· δὲν θὰ φοβᾶστε πιὰ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Οἱ φυσικοὶ νόμοι θὰ γίνουν γιὰ σᾶς οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ!—

(Γιῶργος Σαραντάρης, «Γύρω ἀπὸ τὴν κριτική», Άπαντα, τόμ. Α΄, σ. 307)

Αὐτὴ ἡ προσέγγιση τοῦ Σαραντάρη μᾶς φανερώνει ὅτι ἡ ἐπαναστατικὴ ἀνατροπὴ ποὺ φέρνει ὁ ποιητὴς εἶναι ὅτι ἀντιμετωπίζει τὴν τέχνη ὡς μέσο καὶ ὡς ὁδὸ γιὰ τὴν κατάκτηση μιᾶς βαθύτερης πνευματικότητας. Καὶ ὅτι ἡ ἀλήθεια αὐτὴ δὲν λέγεται ποτὲ ὁριστικά. Ἑπομένως, τὰ φιλολογικὰ κριτήρια γιὰ νὰ προσεγγίσουμνε τὴν ποίηση, χωρὶς νὰ χάνουν τὴ σημασία τους, ἔρχονται δευτερεύοντα. Τὸ πρῶτο καὶ βασικὸ κριτήριο εἶναι ἂν ἡ ποίηση μᾶς ἀνοίγει μία ὁδὸ ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ θέα αὐτῆς τῆς βαθύτερης πνευματικῆς ἀλήθειας, τῆς μιᾶς ἀλήθειας ποὺ ὅμως γίνεται ἀντιληπτὴ καὶ ἐκφράζεται πάντοτε μὲ τρόπο προσωπικό, μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο. (περισσότερα…)

Σάββατο 24.5. | Εκδήλωση-Συζήτηση του Νέου Πλανόδιου

*

Tο ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

σας προσκαλεί σε εκδήλωση-συζήτηση αφιερωμένη στις ανθολογικές-αρχαιογνωστικές στήλες της ηλεκτρονικής του έκδοσης (planodion.gr)

το Σάββατο, 24 Μαΐου 2025, 12:00
στο Alsos Lounge Café
Ευελπίδων και Μουστοξύδη – Πλατεία Πρωτομαγιάς
(μεταξύ Πεδίου Άρεως και Δικαστηρίων)

Συζητούν:

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
επιμελητής της στήλης «Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη», πρώτης συστηματικής ποιητικής ανθολόγησης της χιλιετούς Ρωμαίων Βασιλείας

ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
επιμελητής της στήλης «Δοκιμές», όπου μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά κλασικά έργα της λατινικής και λατινογενούς γραμματείας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ
επιμελητής της στήλης «Γραφές της πέτρας», όπου παρουσιάζονται και σχολιάζονται ιστορικές βυζαντινές επιγραφές άγνωστες στο ευρύ κοινό.

Συντονίζει ο διευθυντής του ΝΠ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*

*

*

Ο «περί θανάτου» λόγος στην ποίηση του Γεώργιου Ζαλοκώστα

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Μοι απεκρίθη ευμενής
— Τι με κοιτάζεις τρέμων;
Εγώ δεν είμαι δαίμων,
Ψυχάς να κυνηγώ.

Είμαι θεός του γέλωτος,
Των πονηρών ο τρόμος,
Χαρά των άλλων, Μώμος
Ο σκώπτης είμ’ εγώ.

Οπόσα πάθη σύγχρονα
Σου έσχισαν τα στήθη
Γνωρίζω, μ’ απεκρίθη
Κ’ επίτηδες εδώ,

Σε ήλθα μόνον να ιδώ,
Και να τα βαλσαμώσω
Κατέβην να σε σώσω
Από τον μαρασμόν.

Στο ποίημα «το Κυνήγιον» του Ζαλοκώστα ο θεός του γέλιου, του σαρκασμού και της ειρωνείας Μώμος παίρνει τον ποιητή σε ένα ταξίδι προκειμένου να τον σώσει από τον μαρασμό, την πικρία και τα βάσανα που προκλήθηκαν από τον θάνατο των παιδιών του. Από το ποίημα αυτό λείπει το τέλος. Δεν γνωρίζουμε ποια λύση δίνεται και αν ο Μώμος σαν τα φάντασματα του Ντίκενς στη Χριστουγεννιάτικη ιστορία καταφέρνει να μεταφέρει ξανά κάτι από τη χαρά της ζωής. Αυτή η εκκρεμότητα του τέλους είναι κατά τη γνώμη μου διπλά σημαίνουσα προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Στην πρώτη περίπτωση οι αξιολογικές κρίσεις, οι αποτιμήσεις και οι διαφορετικές ερμηνευτικές προσλήψεις για το έργο ενός ποιητή ή ποιήτριας στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον δεν συνοδεύονται ποτέ από μια οριστική τελεία και παύλα. Παραμένουν διαρκώς ανοιχτές και διλημματικές, εγκιβωτίζοντας την εκάστοτε ιστορικότητα και τους κοινούς τόπους της εποχής, τα διαφορετικά αισθητικά, πολιτικά και ιδεολογικά διακυβεύματα, καθώς και τις υποκειμενικές φωνές κριτικών και αναγνωστών. (περισσότερα…)

Η μυγδαλιά

*

Απέναντι από το σπίτι της, στον φράχτη του απέναντι οικοπέδου, δίπλα στον δρόμο ακριβώς, είναι η μυγδαλιά. Οι γείτονες που τη φύτεψαν και μαζεύουν τους καρπούς έρχονται κάθε καλοκαίρι, όταν το χωριό γεμίζει κόσμο και τα πράγματα αλλάζουν, γενικά, άλλη καθημερινότητα, άλλος ρυθμός. Μετά τον Σεπτέμβρη όμως, μένει σχεδόν μόνη στη γειτονιά, τι σχεδόν, μόνη όλο το πρωινό, αφού κι ο άντρας της φεύγει για τη δουλειά του. Πάει, όμως, να πλύνει τα πιάτα, κι απέναντι ακριβώς η μυγδαλιά. Παίρνει να μαγειρέψει, τη μυγδαλιά βλέπει σηκώνοντας τα μάτια της προς το παράθυρο. Κάθεται στον καναπέ να πιει καφέ, να τη η μυγδαλιά έξω από το τζάμι. Πάει να ξαπλώσει λίγο για μεσημέρι, με το παντζούρι ανοιχτό, μην την πάρει κι ο ύπνος για πολλή ώρα και ξυπνήσει μετά μουρτζούφλω, τη μυγδαλιά έχει στα μάτια της. Δεν γίνεται κι αλλιώς, όλα τα παράθυρα του σπιτιού κατά κει ανοίγουν.

Είναι η καθημερινή της εικόνα, η καθημερινή της ζωή, Να βλέπει τον χειμώνα να έρχεται όταν γυμνώνουν τα κλαδιά της, να περιμένει με λαχτάρα να ανακαλύψει να φουσκώνουν τα μπουμπούκια της λίγο μετά τις γιορτές, να τρελαίνεται από τη χαρά της όταν ανθίζει κάτασπρη κι αέρινη και, μετά το Πάσχα, όταν καλωσυνεύει κι ο καιρός και μπορούν πια να κάθονται στην αυλή, να κόβει και κάνα τσάγαλο για μεζέ στο ούζο. Τα αγαπάει τα δέντρα, τα φροντίζει τα λουλούδια της, αλλά με τούτη τη μυγδαλίτσα είναι σαν φιλενάδες, τρέμει η ψυχή της μήπως και πάθει κάνα κακό. Ώρες ώρες σκέφτεται κιόλας μπας και δεν είναι καλά, τι της κόλλησε; Αλλά πάλι, αυτή τη χαρά, για μήνες, να βλέπει κάθε μέρα τα κλαδάκια να παίρνουν ζωή, να μαλακώνουν, κι ύστερα να έρχεται εκείνη η γιορτή με τα άσπρα, και να γεμίζει ο δρόμος κι η αυλή της αυτή τη μυρωδιά τη μελένια και τα άσπρα πέταλα… Αχ, ευτυχία χωρίς κόπο! (περισσότερα…)

Άνθη που σκάλισε ο ουρανός

*

( Αποσπάσματα )

Δ΄
Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΟΡΕΣΤΗ

Το υγρό φιλί σου σαν την άμπωτη πήρε κάτι από εμένα
ένα μυστήριο κρυμμένο
μες στους κολπίσκους και τις προεξοχές των βράχων
εκεί που το κύμα ερωτεύεται τον θάνατο.

Ξεφλούδισε το σώμα μου απ’ το γλυκό όνειρο
και γυμνός σαν την πείνα του άγριου ζώου
αφουγκράζομαι τη θαλασσινή βοή
την πανάρχαια μάνα της εφηβείας.

Κ’ είναι ο άνεμος ένα κοχύλι στο αυτί μου
το επικίνδυνο κάλεσμα των χορικών τραγουδά
κι ευθύς τα χέρια μου λερώνονται με το πατρικό αίμα.

Είναι το σπίτι μου κοντά
μια καλύβα παραδομένη στους τρόπους της θάλασσας
μα φοβάμαι να μπω.
Έρχονται από μέσα φωνές ακρωτηριασμένες
του γδικιωμού το τραύλισμα
φωνές σκουριασμένες σαν παλιό μαχαίρι.

Είναι το σπίτι μου ένα ρημοκλήσι
με το ταγκό σκοτάδι των αγίων
τη μαύρη κάπα που καλύπτει τους ώμους των ενοχών μου
σαν δηλητηριασμένο πουκάμισο.

Φοβάμαι να μπω
φοβάμαι ν’ ασπαστώ τα μάγουλα του νεκρού πατέρα.
Φοβάμαι να φιλήσω αυτό που θα με σωπάσει.

~.~ (περισσότερα…)

Anne Carson, Να προσέχεις εκείνον που τα γράμματά του αιωρούνται όπως τα καλάμια στον άνεμο

*

Αυτό είναι ένα δοκίμιο με θέμα τα χέρια και τα χειρόγραφα. Θεωρώ το γράψιμο ως έναν τρόπο οργάνωσης της σκέψης μέσω σχημάτων. Μου αρέσουν τα σχήματα. Μου αρέσει να τα οργανώνω. Όμως λόγω πρόσφατων νευρολογικών αλλαγών στον εγκέφαλό μου, βλέπω τα σχήματά μου να καταρρέουν. Δεν μπορώ πλέον να εκπληρώσω αξιοπρεπώς το καθήκον μου προς τις μορφές. Παρ’ όλα αυτά, παραδίδω όσα ακολουθούν με την ελπίδα πως δεν θα σας φανούν ανάκατα ή στενόχωρα.

Για να αποκλείσω ευθύς εξαρχής την πιθανότητα της κατάθλιψης, και επειδή οι αρχές έχουν πάντα σημασία, θα ξεκινήσω παραθέτοντας ένα ποίημα του Ρωμαίου ποιητή Κάτουλλου που έζησε τον πρώτο αιώνα π. Χ. και πέθανε στην ηλικία των 30 ετών. Υπήρξε ο ίδιος η αρχή της ρωμαϊκής λυρικής παράδοσης. Πρόκειται για το «Απόσπασμα 46», ένα ποίημα με θέμα την αρχή της άνοιξης:

Να την η άνοιξη, ξεκλειδώνει!
Να τώρα η ισημερία παύει τις γαλανές του ανέμου τις μανίες,
ήσυχες τώρα σαν σελίδες.
Σου λέω, Κάτουλλε, φύγε απ’ την Τροία, άφησε το χώμα που καίει.
Κοίτα, εμείς θα αλλάξουμε τα πάντα, όλα τα νοήματα,
όλες τις διάφανες πόλεις τις Ασίας, εσύ κι εγώ.
Τώρα ο νους δεν μοιάζει ενθουσιώδης πρώην άστεγη;
Τώρα στα πέλματα φυτρώνουν φύλλα τόσο χαρούμενα που βλέπουν τίνος
τα πράσινα δολώματα αναμένουν.
Ω γλυκείς, μην πάτε
από τον ίδιο δρόμο, βρείτε έναν καινούργιο. [1]

Ο Κάτουλλος ήταν ίσως ο αγαπημένος ποιητής του Σάυ Τουόμπλυ, ενός ζωγράφου που χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στους πίνακές του τη γραφή. Αυτό είχε τραβήξει την προσοχή των κριτικών τέχνης και ο Ρολάν Μπαρτ έγραψε μάλιστα μια σχετική εργασία στον τόμο Η Ευθύνη της γραφής. «Πώς να τραβήξεις μια γραμμή που να μην είναι ηλίθια» ρωτάει στο κείμενό του.[2] Πώς να τραβήξεις μια γραμμή που να μην είναι ηλίθια: δεν είναι αυτό ένα από τα μεγάλα προβλήματα των ανθρώπων; Είτε είμαι η Ανν, είτε είμαι ο Χίτλερ, είτε είμαι ο Βίλχελμ φον Χούμπολτ, εδώ πρόκειται όντως για ένα πρόβλημα της ανθρώπινης ζωής. (περισσότερα…)

Τὸ γρήγορον φῶς

Η κτητορική επιγραφή του Αγίου Γρηγορίου Θηβών, όπως αναπτύσσεται στους δύο λίθους του επιστυλίου.

~.~

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #14
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

Τὸ γρήγορον φῶς

Κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους, η Θήβα ήταν μια από τις πιο σπουδαίες και ανθηρές πόλεις της νότιας Ελλάδας — πολύ πιο σημαντική από τη γειτονική της Αθήνα. Η εμφάνιση του σημερινού οικισμού δεν υποψιάζει τον επισκέπτη ότι την εποχή των Μακεδόνων και των Κομνηνών εδώ υπήρχαν οχυρώσεις, υδραγωγείο, εργαστήρια, αγορά, πλήθος από ναούς και μοναστήρια, από τα οποία εντοπίζονται πια λιγοστά λείψανα. Οι ανασκαφές που γίνονται λόγω της σύγχρονης οικοδομικής δραστηριότητας, έχουν αποκαλύψει σπάνια ευρήματα που μαρτυρούν τον ξεχωριστό πλούτο της βυζαντινής Θήβας, όπως ένα αργυρό πινάκιο με σφραγίδα της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας.

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις εκκλησίες της πόλης φαίνεται ότι είχε ο ναός του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ένα μέρος του οποίου ανέσκαψε το 1921-1922 ο Γεώργιος Σωτηρίου, στη συμβολή των σημερινών οδών Δίρκης και Πελοπίδα. Επρόκειτο για ένα μεγάλο κτήριο, πιθανώς στον τύπο της βασιλικής με τρούλο, πλούσια διακοσμημένο με μαρμάρινα ανάγλυφα. Τα τελευταία, όπως και ο αρχιτεκτονικός τύπος του Αγίου Γρηγορίου, έχουν πολλά κοινά με τη σωζόμενη μεγάλη εκκλησία της Παναγίας Σκριπούς στον Ορχομενό, η οποία μας δίνει μία ιδέα για τη μορφή που θα είχε ο πρώτος. Τους δύο ναούς χωρίζει εξάλλου χρονολογικά μόλις ένα έτος — είναι ουσιαστικά συνομήλικοι. (περισσότερα…)

Η αναμονή

*

Έστεκε ώρες με τους άλλους στην ουρά,
τόσο πού ξέχασε σχεδόν τον λόγο·
μια πόρτα που άνοιγε συνήθως αραιά
και κάποιος έμπαινε, αυτό ήταν όλο.

Οι άλλοι γύρω του ήταν μάλλον απαθείς,
λίγοι γκρινιάζαν, λίγοι αδημονούσαν:
ένα ξανθό παιδάκι μασουλούσε τσιπς·
μπρος σε μια οθόνη μια χρυσοφορούσα

μαντάμ σκυμμένη πολεμούσε μ’ ένα παζλ
ή ένα σταυρόλεξο να καταφέρει·
δυο νεαρές μιλούσαν περί μακιγιάζ
κι ένας πιο κει για κέρδη και για χρέη. (περισσότερα…)

Are you ready, Havanna?

*

του JORGE FORNET GIL

«Are you ready, Havanna?» Με αυτήν τη ρητορική ερώτηση προς το τέλος της συναυλίας του στην πρωτεύουσα της Κούβας, ο Μικ Τζάγκερ άφηνε να εννοηθεί ότι το καλύτερο μέρος τώρα κατέφθανε, ετοιμαστείτε, κυρίες και κύριοι, για να ακούσετε το πιο διάσημο τραγούδι στην ιστορία της ροκ. Και όντως, ήρκεσαν τα πρώτα κιόλας ακόρντα του “Satisfaction” για να αντηχήσουν οι αλαλαγμοί του μισού εκατομμυρίου θεατών. Ναι, η Αβάνα ήταν έτοιμη για την κορύφωση της απρόσμενης συνάντησής της με τους Ρόλιγκ Στόουνς. Εξίσου έτοιμη ήταν και για την επίσκεψη, μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, του πρώτου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών εδώ και έξι δεκαετίες, διατεθειμένου να καπνίσει από κοινού με την κυβέρνηση της νήσου την πίπα της ειρήνης. Τα πράγματα άλλαζαν, δε χωρούσε αμφιβολία. Ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς παρόμοια σκηνικά, ακόμη και δύο ή τρία χρόνια νωρίτερα. Για την ακρίβεια, ήταν αδύνατον πριν την 17η Δεκεμβρίου 2014, οπότε οι πρόεδροι Ραούλ Κάστρο και Μπαράκ Ομπάμα ανακοίνωναν την πρόθεσή τους να αποκαταστήσουν τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των χωρών τους. Εκ των υστέρων, η παράδοση εξουσιών εκ μέρους του απερχόμενου Προέδρου, Φιντέλ Κάστρο, στις 31 Ιουλίου 2006 και η εν συνεχεία πλήρης παραίτησή του από το αξίωμα κάποιους μήνες αργότερα μπορούν να ιδωθούν ως σημείο καμπής, όχι μόνο με όρους συμβολικούς, αλλά και γιατί ο διάδοχός του επιτάχυνε αλλαγές που ήδη είχαν ξεκινήσει ή εισήγαγε άλλες που σταδιακά θα άλλαζαν την κοινωνία της Κούβας, θέτοντας τις βάσεις για περαιτέρω αλλαγές –βαθύτερες ακόμη– που θα έποντο. Και όμως, όπως γνωρίζουμε, οι πιο δραστικές αλλαγές είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα και μάλιστα είχαν προαναγγελθεί στο χώρο της λογοτεχνίας, πριν ακόμη γίνουν ορατές ιστορικά και πολιτικά. Η Μαργαρίτα Ματέο θυμάται με ακρίβεια την 29η Μαίου 1989, οπότε εμφανίστηκε στην Επαναστατική Νεολαία[1] μία κριτική με τίτλο «Πένες με στόχο την ανανέωση. Μία συνάντηση που αποδεικνύει την ύπαρξη μιας υγιούς νεαρής πεζογραφίας στην Κούβα», αναφορικά με την πρόσφατη Εθνική Συνέλευση Νέων Πεζογράφων[2] που είχε πραγματοποιηθεί στην πόλη Κάρντενας. Παρόλο που το Τείχος του Βερολίνου στεκόταν τότε ακόμη όρθιο και δε διαφαινόταν η Πτώση του, η νέα γενιά συγγραφέων που αναδυόταν –αυτοί οι Νέοι, χαρακτηρισμός πρόχειρος που συνοδεύτηκε ωστόσο από ιδιαίτερη τύχη– έμοιαζε να φέρνει νέες προτάσεις. Με την Πτώση, ο ανανεωτικός της χαρακτήρας απλώς ριζοσπαστικοποιήθηκε.

Αρκετές φορές έχω επιχειρήσει να εννοήσω τη λογοτεχνία της Κούβας εντός του πλαισίου της Λατινικής Αμερικής. Το πρόβλημα ωστόσο –πρόβλημα δικό μου– παραμένει και δεν είναι άλλο, από τη δυσκολία συσχετισμού των Κουβανών συγγραφέων με τους υπόλοιπους στο ευρύτερο περιβάλλον τους. Το ξέρω, ιδανικά οι εν λόγω συγγραφείς θα χάνονταν μέσα στο σύνολο και θα συμφύρονταν με τους υπόλοιπους συναδέρφους τους, ωστόσο είναι δύσκολο να υπερνικηθεί η αντίσταση απέναντι σε μια τέτοιου είδους απαλοιφή. Η ιδέα περί λογοτεχνικής ιδιαιτερότητας της νήσου επιδρά τόσο στην πραγματικότητα, όσο και στην υποκειμενικότητα. Σε μεγάλο βαθμό, οι συγγραφείς της Κούβας διαφοροποιούνται μόνο και μόνο επειδή εμείς έτσι τους διαβάζουμε. (περισσότερα…)

Newέλληνες!

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

~

Newέλληνες!

Από τότε που κάποιοι πολύ προχωρημένοι τύποι διαλαλούν ότι μας ξεβλάχεψαν, ζούμε σε παρατεταμένη γλωσσική παρενδυσία. Αλλά τι να κάνουμε οι δόλιοι; Η γλώσσα μας ως γνωστόν είναι πάμπτωχη. Γι’ αυτό, διαπρεπείς κοσμικογράφοι και παρουσιαστές πρωινάδικων έχουν βαλθεί να μας απαλλάξουν από τη ντροπή της, αντιγράφοντας τις ιστορικές ομιλίες του Ζολώτα στην Ουάσιγκτον από την ανάποδη. Εκείνος μίλησε αγγλικά χρησιμοποιώντας ελληνικές λέξεις που έχουν δανειστεί οι Εγγλέζοι, αυτοί μιλούν ελληνικά με αγγλική μεταμφίεση. Διότι σύμφωνα με το new paradigm το αντίγραφο είναι καλύτερο από το πρωτότυπο. Έτσι αποτελεί common symptom να βγαίνουν με το telephone ανά χείρας και να δηλώνουν ότι έχουν μία epic διάθεση αλλά και μία melancholy γιατί πήραν σαράντα γραμμάρια και τώρα θα πρέπει να τρέχουν στον πλησιέστερο διαιτητικό meta-φούρνο! Επιπλέον έχουν mega problem επειδή αναγκάστηκαν να κόψουν κάποιον καλεσμένο on air αλλά συνεχίζουν να πουλάνε αέρα κοπανιστό, εξομολογούμενοι ότι στηθοδέρνονται μπροστά σε βυζαντινές icons που έφεραν από το χωριό τους. Παθαίνουν μία ecstasy όταν βλέπουν στο theater μία famous φίλη τους για την οποία μπορεί καμιά φορά να τρέφουν ανάμεικτα αισθήματα jealousy και sympathy αλλά γενικώς έχουν μεγάλο σεβασμό στους authentic characters.

Ξέρουμε βέβαια από την history ότι η anatomy αυτού του phenomenon δεν συνιστά και therapist method εφόσον οι politicians σε periods παρακμής έχουν micro horizon. Κάνουν παντού economy κι έχουν τόσο στρεβλό criterion και τόσο λίγο eroticism ώστε δεν αντιλαμβάνονται καν την problematic oligospermia της σύγχρονης Hellenic γλώσσας. Για να έρθουμε λοιπόν στα σύγκαυλά μας θα επαναλάβω την ξεχασμένη πατριωτική προτροπή: Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά, πιάσε το penis απ’ τα μαλλιά!

/// (περισσότερα…)

Άρνηση υποψηφιότητας για λογοτεχνικό βραβείο

*

Από τον συγγραφέα κ. Θοδωρή Τσομίδη, λάβαμε και δημοσιεύουμε την ακόλουθη επιστολή. 

///

Αγαπητό Νέο Πλανόδιον

Πληροφορήθηκα πως το βιβλίο μου Η Γέννα περιλαμβάνεται στην βραχεία λίστα για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Αναγνώστης». Η είδηση αυτή με χαροποιεί στο επίπεδο που σημαίνει πως ορισμένοι πεπειραμένοι αναγνώστες, τα μέλη δηλαδή της κριτικής επιτροπής του βραβείου, εντόπισαν ποιότητες στο έργο μου και το έκριναν θετικά. Στις λίστες που ανακοινώθηκαν εξάλλου περιλαμβάνονται πολλά αξιόλογα βιβλία. Δηλώνω ωστόσο πως δεν είμαι σε θέση να δεχτώ την υποψηφιότητά μου για αυτό ή οποιοδήποτε άλλο λογοτεχνικό βραβείο.

Εκτιμώ τα μέλη της κριτικής επιτροπής και την συνεισφορά τους. Πιστεύω εξάλλου στην ανάγκη της εμπεριστατωμένης κριτικής, στην αξιολόγηση –θετική ή αρνητική– κάθε μορφής τέχνης. Τα βραβεία όμως καθαυτά δεν παράγουν κριτικό λόγο. Και ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι την γραφή δεν συνάδει με βραβεύσεις, επαίνους, τιμές. Τα βραβεία υπηρετούν μια λογική ιεράρχησης, επίδοσης και αθλοθέτησης που περισσότερο ταιριάζει στον αθλητισμό παρά στη λογοτεχνία. Κάθε βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου εξάλλου είναι ένα πρόωρο βραβείο.

Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται τον θεσμό των λογοτεχνικών βραβείων ως ένα μέσο προώθησης και ανάδειξης της λογοτεχνίας, μια αφορμή να μιλήσουμε για όσα αγαπάμε σε αυτήν. Και ίσως να είναι πράγματι έτσι. Με την άρνησή μου όμως θέλω να θυμίσω πως ό,τι ονομάζουμε λογοτεχνία δεν τρέφεται από την αναγνώριση και την επιτυχία-γιατί η λογοτεχνία είναι μια υπόθεση χωρίς νικητές. Πως οι τύχες ενός συγγραφέα εξαρτώνται όχι από το αν θα πετύχει να αναγνωριστεί, αλλά από το αν θα αντέξει να μην λάβει καμία αναγνώριση. Πως η ιστορία της λογοτεχνίας είναι γεμάτη από αποτυχίες, ενίοτε φαντασμαγορικές, που αποδείχθηκαν καθοριστικότερες από πολλές επιτυχίες. Πως την λογοτεχνία την έπλασαν όχι μόνο οι συγγραφείς που διαβάστηκαν και επαινέθηκαν στον καιρό τους, αλλά και πολλοί άλλοι που αγνοήθηκαν ή κατακρίθηκαν και αποδοκιμάστηκαν. Πως η λογοτεχνία έχει τους δικούς της χρόνους, προσπερνά την επικαιρότητα και είναι γεμάτη από βιβλία που λησμονήθηκαν για να ξανανακαλυφθούν. (περισσότερα…)

Γιατί δεν διαβάζουμε σήμερα Σικελιανό;

*

«Από πού να ξεκινήσω;» Εκτός σειράς

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

~.~

Ξεκίνησα πρόσφατα να γράφω ένα άρθρο για τον Άγγελο Σικελιανό στο πλαίσιο της στήλης που κρατώ στο ηλεκτρονικό Νέο Πλανόδιον και φέρει τον τίτλο: «Από πού να ξεκινήσω». Στη στήλη αυτή επιχειρώ να δώσω ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές στον νέο αναγνώστη ώστε να προσπελάσει από το μηδέν μεγάλα ονόματα του ελληνικού ποιητικού κανόνα και να αποφύγει μια ενδεχόμενη μη αντιπροσωπευτική πρώτη εντύπωση που ίσως και να δημιουργούσε ψευδή εικόνα για το έργο τους. Είχα, λοιπόν, αρχίσει να γράφω ένα αντίστοιχο κείμενο για το ποιητικό (και μη) έργο του Σικελιανού, όταν με κατέκλυσαν ιδιαίτερα ορισμένες σκέψεις και με ανάγκασαν να το σταματήσω στη μέση και να το αφήσω ανολοκλήρωτο, δημιουργώντας, αντ’ αυτού, το συγκεκριμένο εντός / εκτός σειράς άρθρο. Αναλογίστηκα πως, ακόμα κι αν έδινα, όπως σκόπευα, συμβουλές προς τον αναγνώστη ώστε αυτός να ξεκινήσει π.χ. από το Πάσχα των Ελλήνων ως την πιο κοντινή στην θρησκευτική μας παράδοση και την αναμενόμενη αφηγηματικότητα συλλογή, να αποφύγει αρχικά τις Συνειδήσεις που προϋποθέτουν βαθμούς και επίπεδα μύησης κτλ., και πάλι η ιδιαιτερότητα του έργου του Σικελιανού δεν θα μπορούσε εύκολα να γίνει κατανοητή από τον αναγνωστικό ορίζοντα του 21ου αιώνα. Ποιοι παράγοντες, όμως, ευθύνονται γι’ αυτό; Γιατί το έργο του Άγγελου Σικελιανού, παρά τα τριάντα πέντε χρόνια της σύγχρονης έμμετρης ποιητικής παραγωγής και παρά την οργανωμένη επαναπροσέγγιση του αντίστοιχου παλαμικού σύμπαντος και κοσμοειδώλου που έχει συντελεστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, δεν έχει λάβει ακόμα μια αξιοσημείωτη νεότερη αναγνώριση; Εντέλει, γιατί δεν διαβάζουμε σήμερα Σικελιανό; Σταχυολογώ πέντε βασικούς κατά την κρίση μου λόγους:

 

-> Η μορφή των περισσότερων έργων του Σικελιανού είναι εξαιρετικά πολύστιχη και εκτεταμένη, σε έναν άξονα που εκκινεί από τις ποιητικές του συνθέσεις, διαπερνά τα κείμενα δοκιμιακής υποστήριξης και συμπληρώνεται με τα θεατρικά του έργα. H πριμοδότηση στη μικρή φόρμα που επικρατεί εδώ και δεκαετίες και έχει πλέον και την διαδικτυακή της ορολογία και απόληξη στην κουλτούρα του «too long, didnt read» δυσχεραίνει εμφανώς την προσπέλαση σε ένα έργο που φαίνεται πως απέχει καθοριστικά και κομβικά από τις συγκαιρινές μας νόρμες. Ταυτόχρονα, η διαρκής χρήση από πλευράς ποιητή πολυσύλλαβων σύνθετων λέξεων, πολλές φορές μάλιστα επινοημένων και δημιουργημένων από τον ίδιο, όπως και η αξιοποίηση εκτεταμένων και πολύστιχων παρομοιώσεων που ενισχύουν την ποιητική αίσθηση και εικονοποιία, καθιστά το (ήδη πολύστιχο ή ακόμα και πολυσέλιδο) ποίημα ακόμα πιο απροσπέλαστο για τον σημερινό αναγνώστη που έχει εθιστεί σε έναν διαφορετικό ορισμό για το τι είναι ποίηση. Εκ των πραγμάτων η εντύπωση αυτή παρασέρνει εξίσου στη λήθη και τις ολιγόστιχες και αποφθεγματικές του διατυπώσεις. (περισσότερα…)