Πάστα Ντίβα και άλλες ιστορίες

*

Πάστα Ντίβα

Τρελαινόταν για γλυκά. «Από τον ουρανίσκο στον έβδομο ουρανό», έλεγε στους συναδέλφους της, όταν στα καμαρίνια έτρωγε με λαιμαργία τις πάστες, που με περισσή προσοχή έβγαζε από το κουτί του γλυκοπωλείου που είχε στη τσάντα της. Λυρική σοπράνο με μεγάλη καριέρα σε όλα τα λυρικά θέατρα της χώρας. Κλίμακες, τρίλιες, ατελείωτες μελωδίες των Ιταλών συνθετών της όπερας ήταν για εκείνη a piece of cake. Δεν φοβόταν ούτε τις ψηλές νότες, ούτε τους δύσκολους ρόλους, ούτε τη ζάχαρη. «Όταν μπαίνεις στη μάχη, δεν πρέπει να περιμένεις το χειρότερο», είχε πει στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε στο Μιλάνο. Μια βδομάδα μετά την συνέντευξη, την βρήκαν νεκρή στο καμαρίνι της. Δίπλα της βρέθηκε μια μισοφαγωμένη σοκολατίνα.

~.~

Το κλειδί

Έκλεινε για χρόνια τα μάτια και τ’ αφτιά της ορμητικά. Όταν το απαίτησε ο χρόνος κλείδωσε. Σπούδασε, ταξίδεψε πολύ, ερωτεύτηκε παράφορα, παντρεύτηκε. Γέννησε τρία παιδιά, στο τρίτο κόντεψε να πεθάνει. Εκείνη έζησε, ο γάμος της αιμορραγούσε όμως χρόνια. Κάποιος έπρεπε να μεγαλώσει τα παιδιά. Κάποιος έπρεπε να σηκώνει τα βάρη της καθημερινότητας, τα χρέη της τράπεζας και της Ιστορίας. Στεκόταν όρθια σαν δέντρο σε ξερότοπο. Άποτη καλοκαίρια και χειμώνες. Άνθιζε, κάρπιζε, γυμνωνόταν ξανά και ξανά, μα στεκόταν όρθια σε μια αμετάκλητη φθορά.Τι να κάνει τώρα πια το κλειδί; Έπρεπε κάπως να ορίσει τι αφήνει ανοιχτό, τι ελέγχει, ποιος μπαίνει μέσα, ποιος μένει έξω και ποιος φεύγει. Το πέταξε στο ποτάμι. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα.

~.~

Κατηχητικό

Της είπαν πως στο κατηχητικό θα άκουγε για τις αλήθειες της πίστεως, τα ήθη και τα έθιμα των χριστιανικών εορτών, για την προσευχή και τη νηστεία. Τα άκουγε στο μάθημα των Θρησκευτικών, ποιος ο λόγος να χάνει τα μεσημέρια του Σαββάτου για έξτρα δόση πίστεως; Η μάνα της όμως επέμενε. Δεν είχε άλλη επιλογή. Στην έκτη τάξη του Δημοτικού ξεκίνησε η Σαββατιάτικη κατήχηση για να γίνει μια καλή χριστιανή. Ευτυχώς πήγαινε με την κολλητή της. Όση ώρα μιλούσαν εκεί για τις αλήθειες της πίστεως, εκείνη σκεφτόταν τις πάστες στο συνοικιακό ζαχαροπλαστείο και τα πολύχρωμα μολύβια στο χαρτοπωλείο του κυρ-Θέμη. Πάντα κρυφά και γρήγορα. Η μια κράταγε τσίλιες κι άλλη τ’ άρπαζε. Γεύσεις και χρώματα του απαγορευμένου.

ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΑΟΥΡΗ ΧΙΛΜΕΡ

 

*

*