-> Από πού να ξεκινήσω; #3: Γιώργος Σεφέρης

*

Νιώθουμε συχνά την επιθυμία να ασχοληθούμε σε βάθος με ποιητές, πεζογράφους, καλλιτεχνικά κινήματα και σχολές. Ωστόσο μας δυσκολεύει πολλές φορές ο όγκος τους, η διαφορά του ύφους τους ανά περιόδους και χρονικές φάσεις, καθώς και ο φόβος μιας εσφαλμένης πρώτης εντύπωσης που θα μας αποθαρρύνει. Στο πνεύμα αντίστοιχων εκλαϊκευτικών και βοηθητικών άρθρων για συγγραφείς, σκηνοθέτες, μουσικούς κ.ο.κ., που αφθονούν σε ιστότοπους του εξωτερικού, ο Θάνος Γιαννούδης επιδιώκει να σκιαγραφήσει έναν οδικό χάρτη ανάγνωσης του νεοελληνικού ποιητικού τοπίου. Έναν χάρτη σε καμία περίπτωση πατερναλιστικό, παρά περισσότερο βοηθητικό για τον νέο, καλοπροαίρετο και –κυρίως– απροκατάληπτο αναγνώστη.

~.~

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
1900-1971

-> Από πού να ξεκινήσω;

Κατά τη δεκαετία του 1930, ο Γιώργος Σεφέρης αποκρυσταλλώνει ένα λόγο μοντέρνο που ανοίγει στο σώμα της νεοελληνικής ποίησης τομές κομβικές και πρωτόγνωρες. Κι αυτή η μεταβολή δεν λαμβάνει χώρα τόσο με την περιβόητη (και σε κάθε περίπτωση πολύ αξιόλογη) παρθενική ποιητική συλλογή του, Στροφή, στην οποία ακόμα κυοφορείται αυτό που πάει να γεννηθεί, όσο με το Μυθιστόρημα και το Τετράδιο Γυμνασμάτων, συλλογές που αποτελούν ενδεχομένως και το αντιπροσωπευτικότερο κατώφλι στο ευρύτερο ποιητικό του σύμπαν. Εκεί ο αναγνώστης θα μπορέσει να ανιχνεύσει μοτίβα από την αρχαιότητα και τη μυθολογία αποτυπωμένα μ’ ένα λόγο καθημερινό και με μια ποιητική φωνή που μετέρχεται τη γλώσσα του μοντέρνου κόσμου, ενώ, παράλληλα, θα είναι σε θέση να παρακολουθήσει το διάλογο περί του τι σημαίνει Ελλάδα και πώς μπορεί αυτή να συνομιλήσει με μια ζωή που αλλάζει πλέον στην παγκοσμιότητα σε ραγδαίο βαθμό. Από αυτά τα έργα, μάλιστα, προέρχονται και αρκετές (αν όχι οι περισσότερες) φράσεις του Σεφέρη που έχουν αποκοπεί από τα αρχικά τους συμφραζόμενα και λειτουργούν έκτοτε ως γνωμικά αυτόνομα και υπερχρονικά.

->Τι να διαβάσω στη συνέχεια;

Από κοινού με τις συλλογές που προαναφέρθηκαν, τα τρία Ημερολόγια Καταστρώματος του νομπελίστα ποιητή συνδέουν τις αναζητήσεις του με τα ραγδαία και κοσμοϊστορικά γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και των μεταπολεμικών αντιαποικιακών αγώνων (Κυπριακό) που ο διπλωμάτης – ποιητής έζησε από κοντά κι αποτελούν ένα πολύ καλό βήμα για περαιτέρω εμβάθυνση στην οπτική του Σεφέρη επάνω στα πράγματα, αλλά και στις αλλαγές της φωνής του με το πέρασμα των δεκαετιών. Πλέον, ο αναγνώστης θα είναι σε θέση να εξετάσει σφαιρικά την πολυσχιδή και μείζονα περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη, είτε στα όψιμα, πιο κρυπτικά του έργα, είτε στις (κομβικότατες) δοκιμιακές, ημερολογιακές και μεταφραστικές του καταγραφές είτε ακόμα και στις (συχνά παρασιωπημένες) σατιρικές και χιουμοριστικές απολήξεις του έργου του που συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν το ευρύτερο σεφερικό ψηφιδωτό.

->Από πού να ΜΗΝ ξεκινήσω;

Όσο κι αν έλαβε εκτεταμένη και ανανεωμένη δημοσιότητα κατά τα τελευταία χρόνια με αφορμή την σχετικά πρόσφατη τηλεοπτική του απόδοση, το νεανικό (κι αδημοσίευτο όσο ο ποιητής ακόμα ζούσε) μυθιστόρημα Έξι νύχτες στην Ακρόπολη δεν αποτελεί σε καμία των περιπτώσεων αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του ευρύτερου σεφερικού έργου όπως εκείνο σχηματοποιήθηκε και διαμορφώθηκε στη συνέχεια. Απηχώντας ως αντανάκλαση πρώιμες αισθητιστικές αναζητήσεις του λογοτέχνη κι επικοινωνώντας με τις μορφικές και λεκτικές καινοτομίες της μεσοπολεμικής περιόδου (πολλές εκ των οποίων κατέληξαν σύντομα εντελώς αδικαίωτες), το νεανικό αυτό έργο του Σεφέρη αποτελεί απλά μια φωτογραφία των αναγνωσμάτων και των αναζητήσεών του κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο κι έχει, συνεπώς, περισσότερο ενδιαφέρον να προσπελαστεί σε δεύτερο χρόνο, ως συμπλήρωμα στο κυρίως σύμπαν του ποιητή κι ως παράλληλο ανάγνωσμα σε συναφείς νεωτερικές πεζογραφικές καινοτομίες του ίδιου χρονικού διαστήματος.

->Αν μου άρεσε, πού να στραφώ μετά;

Παραβλέποντας συνειδητά τις πολλαπλές (έμμετρες κι ελευθερόστιχες) ευρωπαϊκές οφειλές και αναλογίες, πρώτη και λογικότερη απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερώτημα θα ήταν η περίπτωση του Οδυσσέα Ελύτη, με τους δύο ποιητές να μοιράζονται μια κοινή μοίρα (ίδια καλλιτεχνική γενιά, παραπλήσιες μορφικές καινοτομίες, συνύπαρξη της ποιητικής με τη μεταφραστική και τη δοκιμιακή ιδιότητα, απονομή του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας σε αμφότερους), ωστόσο οι δύο μείζονες ποιητές προϋποθέτουν μια πολύ διαφορετική προσέγγιση του μοντέρνου κόσμου και μόνο στην πιο ώριμη φάση του έργου τους αυτή η οπτική αντιστρέφεται σχεδόν απόλυτα, με το Σεφέρη να καλοδέχεται το φως και τον Ελύτη να «σκοτεινιάζει». Επιμέρους συνάφειες μπορεί να ανιχνεύσει κανείς και στις ποιητικές περιπτώσεις των Γ. Ρίτσου (ιδίως στο πρώιμο ελευθερόστιχο έργο του) και Τ. Παπατσώνη, παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές τους προσεγγίσεις. Ας συμπληρώσουμε, επίσης, πως ο ώριμος Σεφέρης αξιοποιεί δευτερογενώς αρκετά από τα μοτίβα της καβαφικής ποίησης, με μια ακόμα υψηλότερη, μάλιστα, ειρωνική «θερμοκρασία», επομένως μια συγκριτική εξέτασή τους θα είχε το ενδιαφέρον της. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως η κομβική και πληθωρική παρουσία του Σεφέρη άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη της σε δεκάδες φωνές ποιητικών επιγόνων, είτε αδιάρρηκτα εξαρτημένων από εκείνον κατά το ξεκίνημα του έργου τους (πρώιμη ποίηση των Μ. Δημάκη και Ν. Βαλαωρίτη) είτε ενταγμένων σε μια πληθώρα ποιητικών φωνών της Πρώτης και Δεύτερης Μεταπολεμικής Γενιάς που αγωνίζονται να ξεφύγουν από τη δύναμη της φωνής του και να ορθώσουν (τις περισσότερες φορές ανεπιτυχώς) ένα αυθύπαρκτο ανάστημα, καταλήγοντας συχνότατα, όμως, απλά και μόνο σε μια πλήρη αποδοχή και αξιοποίηση όλων των δικών του προταγμάτων.

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

~.~

*