Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν, «Σαν λιοντάρια» [1/2]

*

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον θα δημοσιεύσει τους προσεχείς μήνες σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Ξεκινάμε σήμερα με την αρχή του Πρώτου Μέρους.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Πρώτο
ΣΑΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ  [1/2] 

Αυτή την πόλη δεν την ξέρω καλά, ούτε τη συμπαθώ. Κι όσο περιμένω τον καλό μου φίλο Ιωάννη Κίνναμο σκέφτομαι: τι κρίμα που δεν έχει καμπάνες η λογοτεχνία, αγγέλους και ιερείς, ένα ευρύ και ταπεινό εκκλησίασμα που θα νηστεύει και θα γιορτάζει, θα παρακολουθεί μαθήματα αγάπης, θα οργανώνει  εκδρομές σε μοναστήρια στους γκρεμούς και θα περιμένει με χαρά τη χαρμολύπη μιας ανάλογης Σαρακοστής. Κι ακόμα: όπως τη Μεγάλη Παρασκευή όπου το χωριό, σύσσωμο, ακολουθεί την περιφορά του επιταφίου, ο καθένας με το κερί του, κι όλες οι αυλές είναι φωτισμένες και οι πασχαλιές μοσχοβολούν, γιατί να μη συγχρονίζονται όλοι ευλαβικά, σε παρέες ή κατά μόνας,  για την παρουσίαση ενός βιβλίου ή για μια ανέσπερη, έστω, ποιητική βραδιά;  Παρατηρώ τα παιδιά απέναντι, στο περίπτερο μπροστά, που έχουν παρατήσει τα ποδήλατά τους ξάπλα και αγοράζουν αυτοκόλλητα – τα κοιτάζω λες και είναι αυτά που θα μου δώσουν την απάντηση. Παρατηρώ τις κυρίες που περνούν, μάλλον μάνα και κόρη, με σακούλες στα χέρια  από το σούπερ μάρκετ. Κοιτώ την κοπέλα στη γωνία, ίσιο σώμα, πεταχτό στήθος, καθώς διέρχεται με τα χέρια στις τσέπες του παλτού της, και στα αυτιά ακουστικά. Η εντύπωση που αποκομίζω, ότι δηλαδή τίποτα δεν είναι πιο άχρηστο για αυτούς από τη λογοτεχνία, με φέρνει αντιμέτωπο με μια πιο δύσκολη υπόθεση:  άραγε ποιος φταίει γι’ αυτό; Η πολιτεία; Οι λογοτέχνες; Τα σχολεία; Ο αγώνας για τον επιούσιο;  Και τότε μια φωνή σφυρίζει στην πλάτη μου: Νικήτα, φωνάζει ο Κίνναμος –  γυρίζω να τον δω. Ο ολύμπιος φίλος μου Ιωάννης Κίνναμος, με κασκόλ, καφέ σακάκι κοτλέ κι ένα χαμόγελο σαν του επαίτη που του ’πες καλημέρα. Χαίρομαι που τον συναντώ, μήνες έχουμε να ιδωθούμε. Αγκαλιαζόμαστε, τον σκουντώ, του λέω ότι ψήλωσε κι εκείνος γελάει. Άρχισες τις μαλακίες, μουρμουρίζει, έχεις ώρα που περιμένεις; Πάμε και θα τα πούμε, αποκρίνομαι. Αργήσαμε, λέει ο Κίνναμος, πάμε να φύγουμε. Και ξεκινάμε για το βιβλιοπωλείο. Σαν δυο έφηβοι που αποφάσισαν να κάνουν κοπάνα.

Περνάμε  μπροστά από ένα πετ σοπ με γαλαζοπράσινους παπαγάλους, ένα επιπλάδικο κι ένα τυπογραφείο –κάνουμε στάση στο τυπογραφείο, ο Κίνναμος για να ανάψει τσιγάρο–, διασχίζουμε μονόδρομους και κάμποσα μέτρα φαγωμένης ασφάλτου, τα άδεια στενά και τις σιτεμένες λεωφόρους που μας χωρίζουν από τον προορισμό μας.

Το βιβλιοπωλείο, πακτωμένο σε ένα τρίστρατο όλο δέντρα και μανάβικα, είναι πιο μικρό από το πώς ποζάρει στις διαδικτυακές του φωτογραφίες. Η τζαζ μουσική και ο συνωστισμός –τα βιβλία απόψε ανταγωνίζονται σε πληθυσμό τις καρέκλες και τα βαμμένα νύχια– μας σπρώχνουν στο βάθος της αίθουσας, στο ξέφωτο, όπου βρίσκουμε θέσεις κάτω από το ράφι της φιλοσοφίας, και ο Κίνναμος ξεκούμπωνει το σακάκι του. Κορφές κεφαλιών, ένα λιβάδι από δαύτες, κρύβουν το έπιπλο, το πάνελ, τα μικρόφωνα, ενώ το άρωμα μιας κοπέλας μπροστά μας είναι σαν χίλιες γυμνές χορεύτριες στις ερήμους του φεγγαριού. Χώρος για καπνιστές κάπου; ρωτώ τον Κίνναμο. Έλα από εδώ, λέει. Βγαίνουμε στην αυλή, στον ακάλυπτο, είναι κι άλλοι εκεί. Δυο πανέμορφες γυναίκες οπισθοχωρούν για να ανοίξει ο διάδρομος, αναγνωρίζω τον συγγραφέα κρυμμένο στις γλάστρες, ιδού, ψιθυρίζει ο Κίνναμος, το αμάραντο στεφάνι της  εθνικής μας λογοτεχνίας. Εγώ θα πάω να του μιλήσω, λέω στον Κίνναμο. Αλλά ότι δεν είναι εύκολο, το ανακαλύπτω όταν, έτοιμος να σταθώ μπροστά στο βουνό, με προσπερνά ένας ψαρομάλλης διαννοούμενος με τραγιάσκα. Πάμε να καθίσουμε, λέει ο Κίνναμος. Να τελειώσουμε πρώτα το τσιγάρο, απαντώ. Κι όλα αυτά ενόσω οι κορνίζες με τους διάσημους συγγραφείς παρακολουθούν τα τεκταινόμενα, κυρίως το κοινό, με απορία. Στη θέση του Κίνναμου βρίσκουμε μια ηλικιωμένη με μαλλιά στο χρώμα της παπαρούνας. Σας πήρα τη θέση; μας ρωτά, και ο Κίνναμος της κάνει νόημα να καθίσει, θα βολευτούμε στον διάδρομο. Είναι πάντως σχετικά αδύνατον να ανοίξεις δρόμο σε ένα λιβάδι αναγνωστών – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και τότε ο συγγραφέας μπαίνει στην αίθουσα. Οι ομιλητές, ένας ψηλός με δερμάτινο καπέλο και ένας εκφωνητής ειδήσεων σε τοπικό κανάλι, έχουν πιάσει τις άκρες του πάνελ και αστειεύονται με κάποιες κυρίες που κάθονται στην μπροστινή σειρά. Είχε δίκιο ο Κίνναμος, δηλαδή ότι δεν ήταν γραφτό μας να περάσουμε καλά – και δεν μιλώ για τα στανικώς επαναλαμβανόμενα οϊμέ ενός εκ των δύο μικροφώνων. Ο βιβλιοπώλης σηκώνεται για την προσφώνηση, ο μικροφωνισμός θυμίζει υπερήρωα στον ουρανό και το κοινό αρχίζει το χειροκρότημα, ένα χειροκρότημα που πιάνει με το τσιμπίδι τις άκρες του στόματος του συγγραφέα για να σχηματίσει στο κακοξυρισμένο του πρόσωπο ένα αναποφάσιστο χαμόγελο   αυταρέσκειας. Παραταύτα: ο πρώτος ομιλητής, από την εναρκτήρια κιόλας πρόταση, μοιάζει να έχει καβαλήσει βαρέλι που παρασύρθηκε από χείμαρο, φαίνεται πώς του είναι δύσκολο να εκφραστεί – άλλωστε τι το σημαντικό έχει να πει; Και σκέφτομαι: είναι οι αναγνώστες, οι επιπόλαιοι, και όχι οι μέτριοι πεζογράφοι,  που ’χουν μπροστά τους τον γόρδιο δεσμό, γι’ αυτό είναι καθηλωμένη η λογοτεχνία μας, σαν τον στρατηλάτη που αδυνατεί να καταλάβει γιατί του ’λαχε το σπαθί και η αρχηγία. Ο ομιλητής δίνει γρήγορα –δέκα λεπτά ρηχού τίποτα περνούν αστραπή καμιά φορά–, τη σκυτάλη στον δεύτερο, και ο δεύτερος  μπαίνει στη συζήτηση με έναν τρόπο που θυμίζει παιδί που φυσάει το κουλουράκι της σερπαντίνας. Κι όμως, δεν πέφτει καρφίτσα, άρα το ζητούμενο είναι, και αρχίζω να κοιτώ τους ανθρώπους γύρω μου, ότι παρόλα αυτά δεν γίνεται να μαζεύτηκε τόσος κόσμος κατά τύχη απόψε εδώ ή δίχως να γυρεύουν κάτι – και φυσικά το θέμα είναι τι; Τι γυρεύουν; Τι γυρεύουν από τη λογοτεχνία; Έστω από τούτη, την κουτσουρεμένη, που συμφύρεται με τις ντοπιολαλιές, παρουσιάζοντας την ατολμία της για αρετή και τη λεξιπενία της ως ένα φιλοσοφημένο κατηγορώ ενάντια σε όσους ο ορίζοντάς της φαίνεται αποπνικτικός και αδιέξοδος. Ο Κίνναμος πάντως δεν προσέχει τις εισηγήσεις, έχει βρει παρηγοριά στο σημειωματάριό του. Κρατάς σημειώσεις; τον ρωτώ ειρωνικά. Δεν μου δίνει σημασία. Προσηλώνομαι στον ομιλητή – προσπαθώ δηλαδή, με εμποδίζει το παρδαλό σκουφί μιας φοιτήτριας. Και τότε ο Κίνναμος μού πασάρει ένα μπιλιετάκι. Μόλις το διαβάσεις, πάμε να φύγουμε ήσυχα, μου λέει. Κάνω με τα βλέφαρα ναι. Το μπιλιετάκι περιείχε, σε ακραία στυλιζαρισμένη γραφή, ένα σατιρικό έμμετρο ποίημα που έλεγε πάνω-κάτω τα εξής:  Στον Κατσαντώνη του Χρηστοβασίλη, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, έχουν σύρει τον Κατσαντώνη –και τον αδερφό του τον Χασιώτη– στη θέση Πλάτανος, που είναι ο Γολγοθάς των κλεφτών και των χριστιανών. Ιδού τα αμόνια και τα σουβλιά, ιδού οι βαριοπούλες, ιδού τα κάρβουνα, ιδού τα πηγάδια με τα τσιγκέλια, οι κρεμάλες οι σαράντα στα κλαδιά. Φαντάσου λοιπόν τώρα, προσπαθούσε να πει ο Κίνναμος, ότι δεν είναι ο Κατσαντώνης δεμένος στο αμόνι, ή ότι δεν είναι εκ της σαρκός του τα ξεσκλίδια αυτά που φτύνει στον αέρα η βαριοπούλα, αλλά κάτι άλλο, κάτι που αρχίζει από λάμδα – μπορείς να φανταστείς τι; Του επιστρέφω το χαρτάκι και τον κοιτώ: περίπου το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ, του ψιθυρίζω, πάμε να φύγουμε, ώρα για τσίπουρο δίχως γλυκάνισο. Και σηκωνόμαστε. Γυρίζουν κάποιοι και μας κοιτούν – ξαφνιάζονται από την κίνησή μας. Ω, μέσα σε τούτη την κοσμοσυρροή είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε μπροστά από το πάνελ, μα θα το κάνουμε γιατί έχουμε ανάγκη και την πιο μικρή γουλιά καθαρού οξυγόνου. Το πόδι του Κίνναμου πάει να μπλεχτεί στα καλώδια, τον σκουντάω και κάνω νόημα στον συγγραφέα  ότι λυπούμαστε μας έτυχε κάτι. Εκείνος κάνει με το χέρι του δεν πειράζει, και στρέφεται στον ομιλητή. Όχι δεν μας έτυχε τίποτα, απλώς ως εδώ με τις μαλακίες, γυρίζει και μου ψιθυρίζει ο Κίνναμος. Μα το μικρόφωνο είναι σιωπηλό και τα λόγια του φίλου μου αντηχούν μέχρι το βάθος της αίθουσας. Στρέφονται όλοι και μας κοιτούν, κοιτούν τις μύγες που κολυμπούν στο ξινισμένο γάλα. Τώρα θα ήθελα να έχω ένα καπέλο, να βγάλω από κει ένα περιστέρι, να δουν όλοι ότι στην πραγματικότητα δεν είμαι ο Νικήτας Ακομινάτος, ο αρχαιολόγος που ονειρεύεται ανασκαφές, δράση, σκόνη, γυναικείους ώμους, ο Ακομινάτος που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα έκθεσης και αρχαίων ελληνικών, πάντα με τη σιγουριά ότι κάτω από το σουλούπι του κρύβεται ένας σπουδαίος λογοτέχνης, αυτός ο λαγαρός Ακομινάτος εν τέλει, ο γεμάτος αρετές και φιλοδοξίες, αλλά ένα άβουλο υποκείμενο, κατεχόμενο από το πνεύμα κάποιου αποτυχημένου γελωτοποιού. Τουλάχιστον απέχουμε εκατοστά από την έξοδο, από τη λύτρωση. Σπρώχνει ο Κίνναμος την πόρτα –δαχτυλιές γεμάτο το κρύσταλλο– και αποχωρούμε σαν ηθοποιοί που είπαν τα λόγια τους. Έξω δεν είναι κανείς να μας υποδεχτεί, και τι βλέπουμε; Μια θλιβερή γειτονιά, τέντες βρώμικες να πέφτουν σαν βλέφαρα σε γκρίζους εξώστες, το φθισικό ξετύλιγμα ενός κρύου απόβραδου του Ιανουαρίου. Αλλά οι θεοί είναι σπλαχνικοί και  αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Ιδού τι ακολουθεί: Βλέπουμε (και τρίβουμε τα μάτια μας, στην αρχή) να έρχεται από το στενό ο Ορφέας, ο γιος της μούσας Καλλιόπης και του Οίαγρου, κι από την άλλη ο Αστερίωνας, με ένα κασκόλ μέχρι τα γόνατα. Να κι Ίφικλος, ο γιος του Αίσονα, και απέναντι οι γιοι του Ερμή,  ο Έρυτος και ο Εχίων, καβάλα σε ένα κοντοπόδαρο άλογο. Πιο πίσω ο Κόρωνος, ο Μόψος και ο Μενοίτιος, το παλικάρι της Οπούντας, και μετά ο Ευρυτίωνας, αλλά κι ο ανδρείος Εριβώτης. Μπράβο και σε σένα, Οϊλέα, ήρθες, γενναίε πολεμιστή, φωνάζω, κι αυτός υποκλίνεται, δεν είμαι μόνος, λέει. Πράγματι, ο Ζήτης και ο Κάλαης, οι γιοι του Βοριά, έρχονται να προστεθούν στην παρέα μας  χτυπώντας τα χέρια τους σαν να είναι φτερούγες. Και ακολουθεί ο Άδμητος, ο ξακουστός βασιλιάς των Φερών, με τη χρυσή του ασπίδα. Και δυο μέτρα πίσω ο Ηρακλέας, ο γιος της Ήρας, με τον Ύλλα να σέρνει τα βέλη και τη  λεοντή. Ιδού και η όμορφη Αταλάντη, οι γιοι του Βίαντα, ο Ταλαός και ο Αρηίος, που χαζεύουν τις βιτρίνες.  Ο Μελέαγρος, ο Περικλύμενος, ο Νάβολος, ο Αμφιδάμας, ο Εργίνος και ο Εύφημος – είναι τόσοι που στο τέλος ξεχνώ τα ονόματά τους. Και ποιος ο λόγος που μας καλέσατε εδώ; ρωτά ο Εριβώτης. Ο Ορφέας χαιρετά στρατιωτικά  τον Κίνναμο: έτοιμο το ζέπελιν, έτοιμη η Αργώ. Ωραία, απαντά ο Κίνναμος. Στρέφεται στον Εριβώτη: Μην έχεις την εντύπωση ότι είναι αληθινές οι πολυκατοικίες αυτές γύρω μας, αδάμαστε φίλε, για ένα φτηνό και ετοιμόρροπο σκηνικό συζητάμε τόση ώρα. Χάρτινα διαμερίσματα μέσα στα οποία οι άνθρωποι κακοπερνάνε, ψευτοζούν και χαμοσέρνονται  σαν ξεστρατισμένα ερπετά. Άρα για να τους σώσουμε κάνουμε τούτο το ταξίδι, ω καημένη πατρίδα! Θα πάμε στον τόπο των Μουσών. Εκεί, κάτω από το χρυσόμαλλο δέρας, δεμένο με λωρίδες από την εσθήτα της θεάς Αθηνάς, μας περιμένει, με τα φύλλα άκοπα, το  μυθιστόρημα που θα αλλάξει τον ρου της νεοελληνικής λογοτεχνίας, άρα και τη ζωή όλων αυτών των καταδικασμένων υπάρξεων – τούτη είναι η αποστολή μας, και αυτός ο φοβερός προορισμός. Κοιτώ τον Κίνναμο, και εν συνεχεία στρέφομαι στον Ηρακλή, ο οποίος  έχει παραδοθεί στις δημαγωγίες του φίλου μου. Ε ψιτ, του λέω,  Ηρακλή, το μυθιστόρημα αυτό θα κλείσει στα μπουντρούμια του όλα τα τέρατα της τρέχουσας λογοτεχνίας. Και πριν προλάβω να το πω,  μια ανεμόσκαλα πέφτει από ψηλά σκίζοντας τους κενούς αιθέρες. Σηκώνω το βλέμμα: ένα καμαρωτό ζέπελιν έχει αγκυροβολήσει στις όχθες της αποψινής ξαστεριάς, με τις  κάννες των πυροβόλων του να αστράφτουν.   Πρώτος ανεβαίνει ο Κίνναμος, τον ακολουθώ. Ανοίγουμε την μπουκαπόρτα και μπαίνουμε – είμαστε τώρα σε ένα  μεζεδοπωλείο, κοντά στο Κάστρο της Λάρισας. Είναι το τρίτο καραφάκι με τσίπουρο που αφήνει στο τραπέζι μας ο σερβιτόρος – δεν θέλω να φάω άλλο, μόνο να πιω. Γεμίζουμε τα ποτήρια μας, βάζουμε με το τσιμπιδάκι πάγο και φωνάζουμε εις υγείαν. Έχουμε αναλύσει κάθε πτυχή του εν προόδω μυθιστορήματός μας, είμαστε ευτυχισμένοι και αισιόδοξοι. Η κοπέλα στο απέναντι τραπέζι γυρίζει και μας κοιτάει, μας τρώει με τα μάτια – το κάνει από την πρώτη στιγμή. Ποιος ξέρει, μπορεί να τη λένε Χρυσάμη και να είναι μια από τις ιέρειες της θεάς Εννοδίας. Να μην είναι καν από σάρκα, αλλά ένας αστεροειδής που πήρε, εισβάλλοντας στην ατμόσφαιρα, τυχαία τη μορφή μιας όμορφης γυναίκας.

Κάνουμε μεγάλες σκέψεις με τον Κίνναμο.

Να το πω αλλιώς: Το φυτίλι παίρνει φωτιά.

Ή αλλιώς: Lux aeterna.

Ή απλώς: Ξεκινάμε!

Συνεχίζεται  )

*

~.~

 

Advertisement