*
Προλόγισμα-Ανθολόγηση ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
Παρά κάτι μήνες εκατόχρονος, εκμέτρησε το ζην προχθές ο Αλέξης Πάρνης (συγγραφικό ψευδώνυμο του Σωτήρη Λεωνιδάκη, 24 Μαΐου 1924 – 10 Μαρτίου 2023). Ιστορικός μάρτυς μιας εποχής βαριάς, δύσκολης μα και κοσμοϊστορικής, έδωσε με τη στάση, τη ζωή και το συγγραφικό του έργο το ιδιαίτερο πολιτικό και κοινωνικό μαχητικό παρών ― και πλήρωσε και το τίμημα. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό της εκτίμησης και της ανιδιοτελούς φιλίας και γενναιοδωρίας προς το πρόσωπό του από τον Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ μεταφέρει ο Στέλιος Ελληνιάδης:
«Στη Μόσχα, ο Χικμέτ τον είχε φέρει σε επαφή με μία φίλη που μπορούσε να του παραχωρήσει ένα δωμάτιο στο μεγάλο της διαμέρισμα για να μένει σε καλές συνθήκες, κοντά στη σχολή του, χωρίς να πληρώνει ενοίκιο. Μόνο όταν ξαναβρέθηκε στη Μόσχα το 1989, έμαθε ο Πάρνης την αλήθεια: ο Χικμέτ πλήρωνε 200 ρούβλια ενοίκιο έχοντας συμφωνήσει με την οικοδέσποινα να το κρατήσει μυστικό από τον Πάρνη».
Από τις εξαιρετικές μεταφράσεις της ρώσικης ποίησης που μέχρι σήμερα μας επιδαψίλευσε (Ρωσικός Παρνασσός: Ανθολογία ρωσικής ποίησης, Καστανιώτης, Αθήνα 2016), κορφολογούμε το μικρό τούτο απάνθισμα.
Γαίαν έχοι ελαφράν!
~.~
ΜΙΧΑΗΛ ΓΙΟΥΡΕΒΙΤΣ ΛΕΡΜΟΝΤΟΦ
Βγήκα μόνος στου γκρεμού τα μονοπάτια,
μες στην πάχνη της νυχτιάς φέγγουν θολά…
Στο Θεό γυρίζει η έρημος τα μάτια,
άστρο μ’ άστρο κουβεντιάζει εκεί ψηλά.
Ουρανός θριαμβικός και μαγεμένος!
Στο γαλάζιο το βαθύ κοιμάται η γη…
Γιατί νιώθω τάχα τόσο πικραμένος;
Τι μου πήραν, τι προσμένω απ’ τη ζωή;
Δε ζητάω πια τίποτ’ από κείνη,
για το χτες δεν έχω λύπη και καημό.
Λευτεριά θέλω μονάχα και γαλήνη,
ύπνο μόνο λησμονιάς κι αναπαμό.
Όχι αυτόν μέσα σε τάφο παγωμένο…
Θα ’θελα ν’ αναπαυθώ παντοτινά,
όμως στη ζωή κοντά να μένω
με το στήθος ν’ ανασαίνει ζωντανά.
Για ν’ ακούω στο βαθύ μου καταφύγι
της αγάπης τη φωνή να τραγουδά,
κι από πάνω μου ολοπράσινη να σκύβει
μια βαθύσκια θαλερή βελανιδιά.
1841
~•~
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ
Χτύπησε τέσσερις.
Βαριές σαν βαριά.
«Του Θεού στο Θεό – τα Καίσαρος τω Καίσαρι».
Όμως ένας όπως εγώ
Σε ποια ν’ απαγκειάσει μεριά
μια κρυψώνα βρίσκοντας εύκαιρη;
Αν ήμουν μικρός
όσο κι ο Μεγάλος Ωκεανός,
στις μύτες θα στεκόμουν των κυμάτων,
θ’ άλλαζα χάδια στην παλίρροια με τη σελήνη.
Πού να βρω μια γυναίκα
στα μέτρα μου εδώ κάτω;
Δυστυχώς
στον ουρανό μας το μικρό δε θα χωρούσε εκείνη.
Ω, και να ’μουν φτωχός
σαν κροίσος στη γη!
Τι σημαίνουν τα λεφτά για την ψυχή μας;
Κλέφτες που την κλέβουν μακροχρόνια.
Τα όνειρά μου δυνατά τρέχουνε σαν ορδή,
δεν τα χορταίνει ούτε ο χρυσός της Καλιφόρνια.
Αν χειριζόμουν άσχημα λόγια και γραφίδα
σαν τον Δάντη
και τον Πετράρχη
θα μπορούσα να λατρέψω τη μοναδική.
Με στίχους την ψυχή της να λιώνω…
Τα λόγια}κι η αγάπη μου
θα ’ταν θριάμβου αψίδα.
Γαι αν διαβούν και να χαθούν εν τάχει
οι ερωμένες όλων των αιώνων.
Ω, και να ’χα την ευχέρεια
να γίνω αθόρυβος
όπως τ’ αστροποκέραυνα.
Θα τράνταζα του κ΄σομου τις ετοιμόρροπες σκήτες.
Αν δυνατά εγώ τα ’ριχνα
με πάταγο απ’ τον ουρανό,
τα χέρια θα ’σπαγαν οι κομήτες
κι από την πλήξη θα πέφταν στο κενό.
Θα μπορούσα το σκοτάδι να ροκανίσω
αν ήμουν θαμπός
σαν τον ήλιο.
Θέλω πολύ
με τη λάμψη μου να ποτίσω
της γης το μαραμένο βασίλειο.
Σβαρνίζοντας
την αγάπη μου θα βγω στο σεργιάνι.
Σε ποιο βαθιονύχτι
θεότρελο
κι άρρωστο
ποιοι Γολιάθ μ’ έχουν κάνει
τόσο μεγάλο
κι άχρηστο;
1916
~•~
ΣΕΡΓΕΪ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΒΙΤΣ ΓΕΣΕΝΙΝ
Φεύγουμε σιγά σιγά για πέρα,
όπου απλώνεται η μακάρια σιωπή.
Ίσως και για μένα φτάνει η μέρα
να ‘τοιμάσω τα μπαγκάζια μου για κει.
Οι χαρούμενες σημύδες, το ρουμάνι,
οι κοιλάδες, τα χωράφια, η αμμουδιά…
σάμπως όνειρα μακραίνουνε και πάνε
πλημμυρώντας νοσταλγία την καρδιά.
Γιατί λάτρεψα όλα κείνα που τυλίγουν
την ψυχή μας με της σάρκας τα φτερά.
Βλογημένες οι νερόλευκες που σκύβουν
καθρεφτίζοντας τα κλώνια στα νερά.
Έχω πίσω μου πολλά τραγούδια αφήσει,
συλλογίστηκα πολύ στη σιωπή
κι είμαι τυχερός γιατί έχω ζήσει
και χαρεί σ’ αυτή τη γη τη σκυθρωπή.
Γιατί φίλησα γυναίκες στην αράδα,
πάτησα τα χόρτα στις βραγιές
και τ’ αδέλφια μου τους σκύλους με σκληράδα
στο κεφάλι δεν τα χτύπησα ποτές.
Ξέρω πως εκεί δεν έχει δάση
και το στάχυ σαν τον κύκνο δεν σκιρτά…
Την ψυχή που τόσα θαύματα θα χάσει
ένα ρίγος την παγώνει δυνατά.
Ξέρω πως εκεί δε θ’ αντικρίζω
της ιτιάς τη βραδινή μαρμαρυγή.
Και γι’ αυτό τόσο πολύ για μένα αξίζουν
όσοι ζούνε κι αναπνέουν σ’ αυτή τη γη.
1924
~•~
Η ζωή μας είναι απάτη, όμως ωραία.
και γι’ αυτό έχει τόση δύναμη θαρρώ.
Γράφει πάντα κάτι γράμματα μοιραία
μ’ ένα χέρι αλύπητα σκληρό.
Ξεκουράζω κάποτε το βλέμμα
και μιλάω στην καρδιά μου σοβαρά.
«Είναι απάτη!» – λέω. «Όμως το ψέμα
γίνεται συχνά τρανή χαρά.
Μάντεψε το μέλλον στη σελήνη,
στον ουράνιο θόλο τον σταχτί.
μη ρωτάς για την αλήθεια… Υπάρχει εκείνη
που δεν πρέπει να ξέρουν οι θνητοί».
Είναι ωραία σε καιρούς ανθοφορίας
να βρεθείς – κι όλα να ’ναι ιδανικά…
Ας προδόθηκα από φίλους ευκαιρίας
κι ας με γέλασαν τυχαία θηλυκά.
με το φθόνο ας με χτυπάνε και τα μίση
ή με λόγο ας με χαϊδεύουν τρυφερό.
Έχω αγόγγυστα τα πάντα συνηθίσει
και πανέτοιμος τα πάντα καρτερώ.
Οι κορφές αυτού του κόσμου με παγώνουν
κι είναι κρύα των άστρων η φωτιά.
Όσους λάτρεψα πολύ μ’ αφήσαν μόνο,
όσους έθρεψα μ’ έχουν ξεχάσει τώρα πια.
Όμως έτσι σα φυγάδας και δεσμώτης,
χαμογελώντας κάθε πρωινό,
σ’ αυτή τη γη και σ’ ό,τι είναι δικό της
για πάντα τη ζωή θα ευγνωμονώ.
Αύγουστος 1925
~•~
ΜΑΡΙΝΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ ΤΣΒΕΤΑΕΒΑ
Δεν θέλω δόξες κι έρωτες –
αυτά σε κάνουν μεθυσο.
Εγώ δεν πόθησα ποτές
μήλο να πιάσω ολόχρυσο.
Κάτι με κυνηγάει ωστόσο,
αστροπελέκια ακούω πολλά…
Θα ’θελα τόσο,
θα ’θελα τόσο –
να πεθάνω αθόρυβα κι απλά.
Ιούλιος 1920
~•~
Εγώ το χάραξα σε πλάκες ιερές,
στην άμμο – πλάι στο γιαλό και στα ποτάμια.
Στις πτυχωτές βεντάλιες τις τεφρές,
στα παγοδρόμια και τα τζάμια.
Και στους εκατόχρονους κορμούς – κι εκεί…
Και τελικά παντού για να το δείξω,
πως είσαι αγάπη, αγάπη, αγάπη μου μοναδική,
έβαλα σαν υπογραφή το ουράνιο τόξο.
Ήθελα κι άλλοι ν’ άνθιζαν εκλεκτοί
μες στη σκιά μου, σαν τους αθανάτους…
Αλίμονο! Διέγραψα σκυφτή
απ’ τα χαρτιά μου για πάντα τ’ όνομά τους.
Όμως εσύ, που μου σπαράζεις την καρδιά,
που δε σε πρόδωσε ο γραφιάς ο πουλημένος,
στη βέρα μου και στα βιβλία τα ιερά
παντοτινά θα μείνεις χαραγμένος.
18 Μαΐου 1920
~•~
Οι στίχοι αυτοί, που βγήκαν μάνι μάνι
πριν νιώσω ακόμα ποιητής,
που τιναχτήκανε ψηλά σα σιντριβάνι
και σαν φως της αστραπής,
που σαν δαιμόνια σταλμένα από τον Άδη
μπήκαν σε χώρους θυμιατού και προσευχής,
τα ποιήματά μου για το φως και το σκοτάδι
που δεν αξιωθήκαν προσοχής,
που σκονισμένα στέκονται στο ράφι,
σε μαγαζιών αζήτητο σωρό,
καθάριο θα λογιάζονται χρυσάφι
–σαν τα παλιά κρασιά– με τον καιρό.
Κοκτεμπέλ, 13 Μαΐου 1913
~•~
Σαν δυο χέρια –το δεξί κι αριστερό–
οι ψυχές μας πλάι πλάι στον καιρό.
Μας ταιριάξαν η χαρά κι η θαλπωρή.
Δυο φτερούγες – δεξιά κι αριστερή.
Και μια θύελλα γεννάει τη συμφορά
και σαν άβυσσος χωρίζει τα φτερά.
10 Ιουλίου 1918
~•~
ΑΝΝΑ ΑΝΤΡΕΕΒΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ
Στο τελωνείο μια σημαία ξεβαμμένη,
η κίτρινη πάνω απ’ την πόλη καταχνιά.
Νιώθω την καρδιά μου να πεθαίνει
κι η κάθε ανάσα με πονά.
Της ακτής το κορίτσι να γινόμουν πάλι,
στα ξυπόλυτα πόδια σαντάλια να φορώ,
να ’χω τον κότσο κορόνα στο κεφάλι,
να τραγουδάω με πάθος φλογερό.
Απ’ το σπίτι να βλέπω το θόλο
του ναού της Χερσώνας μακριά.
Να μην ξέρω προσώρας καθόλου
πόσο μας φθείρει η δόξα κι η χαρά.
Φθινόπωρο 1913
~•~
( Απόσπασμα )
Γλυκιά η φωνή με σημασία
μου ’λεγε ενδόμυχα: «Έλα δω!
Άσε για πάντα τη Ρωσία,
τη σκοτεινιά και το κακό.
Τα γαίματα και τ’ όνειδός σου
θα τα ξεπλύνω για καλά
κι όνομα νέο θα σου δώσω
σβήνοντας βάσανα παλιά».
Τ’ αυτιά μου εγώ τα ’κλεισα ωστόσο
στο κήρυγμα το δολερό.
Δεν ήθελα να κηλιδώσω
τον πόνο μου τον ιερό.
Φθινόπωρο 1917
~•~
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΩΤ
Ο δίκαιος εβάδιζε στον άγγελό του πλάι
πελώριος κι ολόφωτος στη σκοτεινή βουνοπλαγιά.
Κι άκουγεν η γυναίκα του τον πανικό της να μιλάει:
«Γύρνα και πίσω αγνάντεψε όσο δεν είναι αργά.
τα κάστρα τα κοκκινωπά κοίταξε των Σοδόμων,
τα μέρη που τραγούδαγες κι έδρεπες τη σοδειά,
το σπίτι σου με τ’ αδειανά παράθυρα στο δρόμο,
εκεί που τόσα γέννησες παιδιά…»
Εκοίταξε και πάγωσε μεμιάς πόνο γεμάτη,
στέρεψε των ματιών της η πηγή
και το κορμί της έγινε διαφανές αλάτι,
όταν τα πόδια της ριζώσανε στη γη.
Ποιος θα την κλάψει τάχα; Έχουν πληθύνει
οι απώλειες κι άλλοι νεκροί έχουν πρωτιά…
Κι όμως εγώ θυμάμαι τη γυναίκα εκείνη
που τη ζωή της έδωσε για μια ματιά.
24 Φεβρουαρίου 1924
~•~
ΡΕΚΒΙΕΜ
( Αποσπάσματα )
Όχι σε ξένους ουρανούς από κάτω
κι ούτε κρυμμένη στα ξένα φτερά.
Ζούσα με το λαό μου κοντά του
όταν παράδερνε στη συμφορά
1961
[ … ]
ΑΦΙΕΡΩΣΗ
Τα λυγίζει τα βουνά μια πίκρα τέτοια
κι ο μεγάλος δεν κυλάει ποταμός.
Δυνατά της φυλακής μας τα λουκέτα
και πιο πίσω του κελιού μας η κουκέτα
και ο θανάσιμος της νοσταλγίας καημός.
Για τους άλλους δροσερό φυσάει τ’ αγέρι
και το δείλι τούς χαϊδεύει τρυφερά.
Η δική μας η ψυχή σ’ αυτά τα μέρη
πώς στριγκλίζει η κλειδαριά μονάχα ξέρει
και το βήμα το βαρύ που ’χει η φρουρά.
Απ’ τον όρθρο μάς ξυπνούσανε και βάδην
στης πρωτεύουσας την άγρια ερημιά
σμίγαμε πιο ξέπνοες κι απ’ τον Άδη,
πιο θαμπές απ’ της ομίχλης το μαγνάδι,
μοναχά με την ελπίδα συντροφιά.
Καταδίκη… Κι είσαι απ’ όλους ξεκομμένη
και τα δάκρυα κυλάνε σα βροχή.
Η καρδιά σου απ ‘τη ζωή ξεριζωμένη,
λες την έχουν στο χαντάκι πεταγμένη,
Και πορεύεται… Σκοντάφτει… Μοναχή…
Πώς περνάτε, σκλαβωμένες φίλες, τώρα,
Αδελφές στο δίχρονό μου κολασμό;
Τι σας λέει της Σιβηρίας η άγρια μπόρα;
Τι θυμίζει το φεγγάρι αυτή την ώρα;
Το στερνό μου σας μηνάω χαιρετισμό.
Μάρτιος 1940
[ … ]
Την αυγή σε πήραν συνοδεία,
κλαίγαν στο σπίτι τα παιδιά.
Σ’ ακολούθαγα σα να πήγαινα σε κηδεία,
της Παναγιάς τσιρίζαν τα κεριά.
Τα χείλια σου σαν την εικόνα της παγωμένα.
Το θανάσιμο ιδρώτα δεν ξεχνώ.
Στο Κρεμλίνο θα με δούνε κι εμένα
σαν τις γυναίκες των Στρέλτσι να θρηνώ.
Μόσχα, 1935
[ … ]
Δεκάξι μήνες σε καλώ
στο σπίτι μας και τρέμω,
χάρη απ’ το δήμιο ζητώ,
γιε μου και σπαραγμέ μου.
Μπερδεύτηκα για πάντα, πια
δεν ξέρω ποιο ’ναι το θεριό,
ποιος έχει μέσα του ανθρωπιά,
τι τέλος φτάνει φοβερό…
Λουλούδια μες στον κουρνιαχτό
κι ήχος από το θυμιατό
κι αχνάρια για το πουθενά.
Κι ίσια στα μάτια με θεωρεί
το Μέγα Αστέρι που μπορεί
το τέλος μου να προμηνά.
1939
[ … ]
Χτυπιόταν η Μαγδαληνή για το θάνατο
κι ο λατρεμένος του πέτρωσε μαθητής.
Όμως εκεί που στεκόταν η μάνα του
δεν τόλμησε να κοιτάξει κανείς.
Φοντάνι Ντομ, 1940
[ … ]
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα πρόσωπα έχω δει πως βαθουλώνουν
σαν ο τρόμος στα μάτια τους χωρά.
Και πώς τα κλινικά δελτία του πόνου
στην όψη καταγράφει η συμφορά.
Έχω δει να γίνονται χιονένια
τα μαλλιά τα μαύρα ή τα πυρά
κι αγέλαστα τα χείλη τα σκιαγμένα –
το γέλιο τους μόνο τον τρόμο μαρτυρά.
όμως για μένα δεν προσεύχομαι τη μόνη.
Ήταν πολλές με παρόμοια τύχη,
στου Γιούλη την κάψα, στου χειμώνα το χιόνι,
κάτω απ’ τα κόκκινα θεότυφλα τείχη.
[ … ]
~•~
ΜΠΟΡΙΣ ΛΕΟΝΙΝΤΟΒΙΤΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ
Δεν έχει η δόξα σημασία,
δε σε ψηλώνει η προβολή.
Για τα βραβεία και τ’ αρχεία
μη νοιάζεσαι τόσο πολύ.
Το πλέριο δόσιμο σκοπό σου
να ’χεις στην τέχνη. Είναι ντροπή
όταν χωρίς ν’ αξίζεις τόσο
γίνεσαι θρύλος και βουή.
Άσε τους κομπασμούς και στάσου,
έτσι που να ’ρθει μια στιγμή
να δεις τα σύμπαντα κοντά σου,
ν’ ακούσεις τ’ Αύριο τη φωνή.
Να βρεις τον τρόπο ν’ αναπλάσεις
τη μοίρα κι όχι το χαρτί,
κεφάλαια ολόκληρα και φράσεις
διαλέγοντας απ’ τη ζωή.
Και στην αφάνεια τυλιγμένος
από τον κόσμο να περνάς
σαν ένας κάμπος σκεπασμένος
από το γκρίζο της καταχνιάς.
Τ’ αχνάρια, τους δικούς σου δρόμους
κάποτε ο κόσμος θα διαβεί.
Εσύ μην ξεχωρίζεις όμως
τη νίκη από τη συντριβή.
Και μην υποχωρείς καθόλου,
μείνε στο είναι σου πιστός.
Και ζήσε, ζήσε – αυτό είναι όλο.
Ζήσε ως το τέλος ζωντανός.
1956
~•~
Αν ήξερα τι θα μου τύχει
σαν αρχινούσα το στρατί.
Σκοτώνουν κάποτε οι στίχοι
όταν με γαίμα έχουν γραφτεί.
Δε θα ’κανα ποτές αστεία
σε τέτοιο θέμα σοβαρό.
Φαινόταν εύκολη η θητεία
στης νιότης τον παλιό καιρό.
Το γήρας μοιάζει με τη Ρώμη.
Γι’ αυτήν τα λόγια είναι φθηνά.
Ζητάει θέαμα… Κι ακόμη
να σκοτωθείς στ’ αληθινά.
Όταν οι στίχοι γίνουν πόνοι,
στέλνουν το σκλάβο στη σκηνή…
Κι η τέχνη τότε πια τελειώνει,
αρχίζει η μοίρα κι η ζωή.
1932
~•~
ΣΥΜΕΩΝ ΙΣΑΑΚΟΒΙΤΣ ΚΙΡΣΑΝΟΦ
Θρόισε ο κήπος και μούσκεψε τα φύλλα η βροχή,
έγινε ο κόσμος Εδέμ πλασμένος απ’ την αρχή.
Πέφτει το φως απ’ τα νέφη στον καθρέφτη του λιβαδιού.
Έλατα βλέπω, σκαθάρια, την αστραπή του φιδιού.
Ω εσείς κλωστές κρυστάλλινες, βροχή μανιταριού,
δώσε στα δέντρα, στους θάμνους τη χαρά του νερού.
Χάρισέ τους τα φώτα, το ρεύμα μυριάδων κεριών.
Φτάσε ως τη γη και τη ρίζα τη βαθιά των καιρών.
Κοίταξε εντός μου, ηλιαχτίδα, και δείξε μου πώς
της ψυχής μου θα φύγει το σκότος κι η σκόνη κι ο ρύπος.
Παύει η βροχή και χάνεται στο δάσος ο κεραυνός.
Τρέχουν στα τζάμια τα δάκρυα του σπιτιού σαν κρουνός.
1962
~•~
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΤΡΙΦΟΝΟΒΙΤΣ ΤΒΑΡΝΤΟΦΣΚΙ
Στις προσβολές, στις αδικίες, στα βάσανά σου,
συμπαραστάτες μη ζητάς εσύ.
Ζήσε όπως έμαθες, στητός κι άγρυπνος στάσου
δίχως εκπτώσεις κι «όμφακες εισίν».
Απ’ τη δική σου μην ξεφεύγεις στράτα,
να μένεις ίδιος στις ενάντιες εποχές,
τη μοίρα σου να την ορίζεις όπως θες…
Μ’ αυτή τη μοίρα του πλησίον τη μοίρα κράτα,
με την ψυχή σου ζέστανε κι άλλες ψυχές.
1968
~•~
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ ΣΙΜΟΝΟΦ
Περίμενέ με και θα ’ρθώ.
Αλλά περίμενε πολύ,
όταν στης θλίψης το βυθό
σε ρίχνει η κίτρινη βροχή.
Καρτέρα με στην παγωνιά
είτε σε κάψα πνιγερή,
όταν μονάχα η λησμονιά
για κάποιους άλλους καρτερεί.
Περίμενέ με όταν καιρό
δε σου ‘γραφα από κει,
όταν το βρίσκουν ανιαρό
να καρτεράς πολύ.
Περίμενέ με και θα ’ρθώ,
μην έχεις έλεος κι ανθρωπιά
σ’ όσους σφυρίζουν σα σκοπό
το «ξέχασέ τον πια”.
Ας με λένε πια νεκρό
μάνα και παιδί,
ας με κλαίνε ένα σωρό
φίλοι γκαρδιακοί
πίνοντας κρασί
πλάι στη φωτιά…
Μη βιαστείς να πιεις κι εσύ
για παρηγοριά.
Περίμενέ με και θα ’ρθώ.
Κι ας είναι χάρος ο καιρός…
Πολλοί σα θα με δουν ορθό
θα πουν πως ήμουν «τυχερός».
Αυτοί δεν πρόσμεναν πιστά,
δεν ξέρουν μιαν αλήθεια απλή:
Βγήκα γερός απ’ τη φωτιά
γιατί με πρόσμενες πολύ.
Πως ξέφυγα της συμφοράς
το ξέρουμε μονάχα εμείς.
Μπόρεσες να με καρτεράς
όσο δεν μπόρεσε κανείς.
1941
~•~
ΓΙΟΥΡΙ ΓΚΕΟΡΓΚΙΕΒΙΤΣ ΡΑΖΟΥΜΟΦΣΚΙ
ΜΟΝΑΞΙΑ
Στη δουλειά θα ριχτώ δίχως άγχος –
σιωπή και τσιγάρου μυρωδιά…
Τη χαρά να μένεις μονάχος
δεν την ξέρουν τα νέα παιδιά.
Την αστρόφωτη ο Πήγασος βάρδια
κάνει αβίαστα χωρίς βουρδουλιές.
Τα τετράστιχα μοιάζουν σημάδια
από τέσσερις σβέλτες οπές.
Τι μεγάλο κι ωραίο προνόμιο
με το στίχο να φωτίζεις το στρατί.
Η μοναξιά δεν είναι το κώνειο,
είναι το νέκταρ του ποιητή.
Μέχρις ότου το σύνορο περάσει
και φανεί το τίμημα βαρύ…
Των συγγενών αραιώνουν τα δάση
και των φίλων η φυλλωσιά φυλλορροεί…
Κι ως να δεις, ερήμωσε το σπίτι:
ούτε γιος ούτε γυναίκα ούτε μιλιά.
Τίποτα δεν έχω στην πλανήτη
έξω απ’ της σιωπής την αγκαλιά.
Και στο εαυτό μου λέω: Κρατήσου!
Με τ’ αφόρητο χτυπιέμαι ριζικό.
Αχ, πώς στάθηκε σκληρή η ζωή μαζί σου,
τι παιχνίδι σου ’παιξε κακό!
Κι είναι οδυνηρή λαβή πλοκάμου
στην καρδιά μου η θλίψη η δυνατή.
Κάθε μέρα κυνηγάω τη σκιά μου,
κάθε νύχτα κυνηγιέμαι εγώ απ’ αυτή.
Είναι η σιωπή πέλαγος άγχους,
το τηλέφωνο σιωπά όλη τη βραδιά.
Το μαρτύριο να μένεις μονάχος
δεν το ξέρουν τα νέα παιδιά.
~•~
ΝΤΜΙΤΡΙ ΜΙΖΓΚΟΥΛΙΝ
(Άγγελος εωθινός, Καστανιώτης, Αθήνα 2016, 2η έκδοση)
Κρατάει πολύ ο καιρός της κρίσης!
Μας ξέχασε ο Θεός ξανά;
Βλέπεις τα ίδια όπου γυρίσεις,
τα χιόνια, η λίμνη, η θημωνιά…
Κρώζει πετώντας το κοπάδι
στου κήπου τη φεγγοβολιά.
Κι είναι τόσο βουβό το βράδυ
όπως τα χρόνια τα παλιά.
Τράβα της Ιστορίας το νήμα,
ζακόνια κοίταξε του χτες,
της αλλαγής θα βρεις το νόημα
μες στις πληγές τις ανοιχτές,
λέγοντας σα δικαιοκρίτης:
«Δε βλέπαν τόσο καθαρά».
Μιλάς σα βλάκας ή προφήτης;
Καμιά δεν έχει διαφορά…
~•~
Δαρμένοι απ’ την παγκόσμια πλημμύρα
όνειρα κάναμε τρανταχτά.
Μιαν ευρωπαϊκή ποθώντας μοίρα
με στόματα χαζεύαμε ανοιχτά.
Δεν έγινε όμως το τσιμούσι,
τα ’φερε αλλιώς η εποχή:
οι πλούσιοι γίνανε πιο πλούσιοι
και πιο φτωχότεροι οι φτωχοί.
Αλήθεψε μες στην πορεία
η πείρα η λαϊκή του χτες:
ισότητα κι ελευθερία
έννοιες μοιάζουνε φτιαχτές.
Τάχα για μας τους μυγοχάφτες
οι Γάλλοι να μοιρολογάν;
Σε κάποιες άλλες τώρα στράτες
τραβάει το κάρο μας αργά.
Διώξε της θλίψης το σκοτάδι,
τους φταίχτες μη χτυπάς σκληρά.
Δε θ’ αφήσει ο θεός το κοπάδι
αφύλακτο στη συμφορά.
~•~
Το θέμα για την πρόοδο δεν έχει απόψε βάση.
Απ ‘του μεσονυκτίου τη ζώνη μακριά
ο καπνός της σόμπας τρέχει στα δάση
κι η καταχνιά στον κάμπο σέρνεται βαριά.
τι μοίρα κι αυτή τ’ ανθρώπινου γένους –
νιώθοντας τις νοσταλγίες περιττές,
δίχως θλίψη για χρόνους περασμένους,
τις μνήμες κουρελιάζεις του χτες.
Ποιοι είμαστε, τι θέλουμε επιτέλους;
Όλοι τρέχουμε κι όλο τρέχουμε στο πουθενά.
Κάποιο θαύμα προσμένοντας κι έλεος
δίχως μάχη παραδίνουμε τα στενά.
Μια ζωή για τα λεφτά και το καμάρι.
Άδικα το ρολόι κοιτάς. Σιγεί!
Έχει ποτίσει τ’ αψηλό χορτάρι
με σταγόνες σμαραγδένιες τη γη.
~•~
Της ζωής απλό το νόημα:
το αιώνιο είναι στιγμή.
Απ’ το λίκνο ως το μνήμα,
σα λεωφορείου γραμμή.
όντα, μοίρα, χρόνος – όμοια!
Της ζωής ένας σωρός.
Σχολειά, δουλειές, νοσοκομεία…
και να, του τάφου ήρθε ο καιρός.
Σ’ όλους η χαρά της ζήσης
μια φορά έχει χαριστεί.
Εδώ θα πρέπει να ρωτήσεις
το σοφό εκκλησιαστή.
Όταν έρθει ο γερο-χάρος
γίνεται ο λογαριασμός.
Είναι μάταιο το θάρρος,
ματαιότης ο σωσμός.
Τ’ αστέρια σβήνουν ολογύρα
κι έχει γίνει η γη στενή.
Δεν είναι αργά! Χτύπα τη θύρα,
θα την ανοίξουν οι ουρανοί.
~•~
*
*