*
του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
«Θα το έχετε ασφαλώς καταλάβει ότι δεν είμαι φιλόδοξος και ότι δεν περιμένω από το κοινό να κατανοήσει την μουσική μου με την πρώτη κιόλας ακρόαση. Θα ήμουν ευχαριστημένος αν με την δέκατη πέμπτη ακρόαση έπαυε απλώς να την απεχθάνεται». Γραμμένη στα 1937 σε ιδιωτική του επιστολή, η φράση αυτή του συνθέτη Άρνολντ Σαίνμπεργκ, εμπνευστή και σημαιοφόρου του μουσικού μοντερνισμού, δεν ομολογεί παρά κάτι γνωστό. Το τεράστιο χάσμα που χωρίζει τις προτιμήσεις της μεγάλης πλειοψηφίας των ακροατών της λόγιας μουσικής από το τεχνοτροπικό ιδίωμα που εκείνος εγκαινίασε.
Ήδη στα 1924, ο ιδιοφυέστερος μαθητής του Σαίνμπεργκ, Άλμπαν Μπεργκ, είχε δοκιμάσει να ερμηνεύσει το φαινόμενο. Στο κλασικό δοκίμιό του «Γιατί η μουσική του Σαίνμπεργκ είναι τόσο δυσνόητη;» εντόπιζε το πρόσκομμα σε ένα στοιχείο ενδιάθετο στο έργο του δασκάλου του: στην δομική ασυμμετρία των φράσεων και των περιόδων που το διέπουν. Η αυτοπεριγραφή του ίδιου του Σαίνμπεργκ είναι και εδώ διαφωτιστική:
«Τα θέματά μου ποικίλλουν διαρκώς, δεν καταφεύγω σχεδόν ποτέ σε απαράλλακτες επαναλήψεις, κάνω αιφνίδια άλματα στα πλέον απομακρυσμένα εξελικτικά στάδια της σύνθεσης και προσδοκώ από τον πεπαιδευμένο ακροατή να είναι σε θέση να βρει από μόνος του τις ενδιάμεσες μεταβάσεις.»
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, οι ελπίδες που ο Βιεννέζος συνθέτης έτρεφε για την ανταπόκριση του κοινού αποδεικνύονται φρούδες. Οι ακροατές οι ικανοί να παρακολουθήσουν την διανοητική περιπλοκότητα των έργων αυτού του είδους, χωρίς το δέλεαρ μιας κεντρικής μελωδικής ιδέας, είναι εξαιρετικά ολιγάριθμοι. Και τούτο παρά το γεγονός ότι ο εκφραστικός δρόμος που ο Σαίνμπεργκ υπέδειξε έγινε εν τω μεταξύ πολυσύχναστος και κοινός. – Από τον Ξενάκη ώς τον Καίητζ κι από τον Στοκχάουζεν ώς τον Μπουλέζ, οι γνωστότεροι εκπρόσωποι της λόγιας μουσικής του μεταπολέμου μπορούν να θεωρηθούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δικοί του επίγονοι.
Σήμερα, ακόμη και οι «πεπαιδευμένοι ακροατές» παραμένουν πιστοί στον προνεωτερικό κανόνα. Μια ματιά στο πρόγραμμα των κλασσικών οχρηστρών το φανερώνει αμέσως. Η συντριπτική πλειονότητα των έργων που εκτελούνται είναι της προνεωτερικής περιόδου. Οι σημερινοί ακροατές της λόγιας μουσικής, εγγονοί και δισέγγονοι της γενιάς του Σαίνμπεργκ, τη μουσική του δεν την αγαπούν. Απλώς, με τον καιρό, εκείνη η πρώτη απέχθεια έχει μετατραπεί σε ανοχή – και παγερή αδιαφορία.
Βέβαια, όπως ήδη οι πρωτεργάτες του μουσικού μοντερνισμού, έτσι και οι κατοπινοί συνεχιστές του προβληματίστηκαν περιστασιακά γι’ αυτό. Σε αντίθεση όμως με την ειλικρίνεια των δασκάλων τους, οι δικές τους εξηγήσεις συχνά αποδείχτηκαν ρηχές. Όταν δεν σήκωσαν με προσποιητή αφέλεια τούς ώμους τους, αρκούμενοι σε εύκολες αυτοπαραμυθίες του τύπου ότι η σπουδαία τέχνη προορίζεται τάχατες για τις ελάχιστες μειονότητες, προτίμησαν να επιρρίψουν την ευθύνη σε όλους τους άλλους πλην του εαυτού τους.
Έτσι μέμφθηκαν την παρεχόμενη μουσική παιδεία και την απουσία συστηματικής καλλιέργειας, την εμπορευματοποίηση της τέχνης και τον τρέχοντα αισθητικό λαϊκισμό. Προβλήματα βεβαίως υπαρκτά, που από μόνα τους όμως δεν εξηγούν τίποτα. Στο κάτω της γραφής, οι σημερινοί συνθέτες δεν φιλονικούν μεταξύ τους για την εύνοια των οπαδών της ποπ. Τους ακροατές που ακούν τη μουσική ενός Μπαχ ή ενός Μότσαρτ διεκδικούν. Και είναι αυτούς ακριβώς που αδυνατούν να κερδίσουν.
Και αυτοί δεν είναι καθόλου λίγοι. Σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 1870, οι συναυλίες της κλασσικής μουσικής στη Γερμανία σήμερα κόβουν ώς και δεκαέξι φορές περισσότερα εισιτήρια, σημείωνε το 2018 στην FAZ o αρθρογράφος της εφημερίδας, Γιαν Μπράχμαν. Οι κύκλοι των εκδηλώσεων πληθύνονται, τα έσοδα των φεστιβάλ αυξάνουν, καινούργιες αίθουσες ανεγείρονται κ.ο.κ., κ.ο.κ. Όμως οι φἰλοι της κλασσικής μουσικής σπανίως τιμούν τα κοντσέρτα όπου παίζονται έργα του Σαίνμπεργκ και της σχολής του. Και οι τωρινοί τους επίγονοι, και με το «τωρινοί» εννοώ αυτούς των τελευταίων εκατό και βάλε ετών, ελάχιστο ρόλο διαδραματίζουν στα Μέγαρα και στα φεστιβάλ μας, και ρόλο συνήθως διακοσμητικό.
Στην πρώτη δεκάδα των πιο πολυπαιγμένων την τελευταία δεκαετία έργων και συνθετών της κλασσικής μουσικής δεν υπάρχει ούτε ένα ή ένας που να ανήκει στην περίοδο του μοντερνισμού. Στους 42 πλέον ανεβασμένους συνθέτες όπερας την πενταετία 2011-2015, ένας μόνο ήταν εν ζωή, ο Φίλιπ Γκλας, κι αυτός στη 41η θέση (και όχι ακριβώς επίγονος της Β΄ Σχολής της Βιέννης…).
Είναι αλήθεια ασφαλώς ότι όλο αυτό το διάστημα ποτέ δεν έλειψαν και οι αντίρροπες τάσεις, οι δημιουργοί δηλαδή που συνειδητοποίησαν εγκαίρως τον θλιβερό εγκλεισμό της σύγχρονης μουσικής στα ερμητικά τείχη της μοντερνιστικής συντεχνίας και ζήτησαν με το έργο τους να τον άρουν. Από τον Ιγκόρ Στραβίνσκυ και την στροφή του προς τον νεορρομαντισμό ώς το «Μανιφέστο της Πράγας» του Χαννς Άισλερ και το εκεί προβαλλόμενο αίτημα για μια μουσική ικανή να συγκεράσει την υψηλή ποιότητα με την μέγιστη δυνατή λαϊκότητα. Και από τον «μετασυμφωνισμό» του Μίκη Θεοδωράκη ώς την αισθητική του ελάχιστου στο έργο του Άρβο Παιρτ, αρκετοί ήταν οι συνθέτες που κατόρθωσαν πράγματι να ανακτήσουν για λογαριασμό της απαιτητικής μουσικής το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου ακροατηρίου. Ωστόσο, αυτοί υπήρξαν συνήθως η εξαίρεση. Για την πλειονότητα των ομοτέχνων τους, η ιδεολογική σαγήνη των συνθημάτων του ακραίου μοντερνισμού παραμένει μέχρι σήμερα απαραμοίωτη.
«Μια πραγματική και διαρκής επιτυχία προϋποθέτει την ικανότητα να προσεγγίσουμε τόσο το ακαλλιέργητο όσο και το λεπταίσθητο τμήμα του κοινού. Αυτό το τελευταίο δημιουργεί το πρεστίζ, δίχως το οποίο θα ήμασταν χαμένοι, όπως ακριβώς και αν στερηθούμε την αγάπη των πολλών», έγραφε στα 1909 ο Ούγκο φον Χόφμαννσταλ, ο ανάμεσα στ’ άλλα και λιμπρετίστας του Ρίχαρντ Στράους. Τα εύγε των Σοφιστών αλλά και την εύνοια του Δήμου διεκδικούσε την ίδια εποχή ο Κ. Π. Καβάφης. Η μεγάλη τέχνη από τη φύση της δεν μπορεί παρά να είναι και «τέχνη διασκεδαστική», απευθυνόμενη δηλαδή και στο ευρύ ακροατήριο, δίδασκε ο Γρ. Ξενόπουλος.
Η σύγκριση των εμμονών του υπερώριμου πλέον μοντερνισμού με τα αυτονόητα μιας άλλης περιόδου, μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τη διαδρομή που οι εκπρόσωποί του (στην μουσική, άλλα όχι μόνο) διένυσαν τα τελευταία εκατό χρόνια. Προ πάντων όμως μας δίνει τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε γιατί αυτή τους η διαδρομή ήταν αναπότρεπτο να τους οδηγήσει εκεί που τους οδήγησε – στο περιθώριο.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
*