της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ
Ντίνος Σιώτης, Σχεδόν αύριο, Καστανιώτης, 2022
Ασύλληπτες αναζωπυρώσεις (Σχόλιο για το χρονικό
μιας άλλης φωτιάς), Κοινωνία των (δε)κάτων, 2021
Ποιητής του παρόντος ο Ντίνος Σιώτης, με τα τελευταία του βιβλία, ανταποκρίνεται εν θερμώ στα οικεία κακά της ελληνικής κι όχι μόνο κοινωνίας: στη χαυνωτική απάθειά της μπροστά σε ακόμα μια φυσική καταστροφή με αφορμή τις φωτιές του ’21, αφενός και στην χαοτική απορρύθμιση ενός συνεκτικού για τη ζωή αφηγήματος, με αφορμή τις σύγχρονες κοινωνικές εξαλλαγές, αφετέρου. Για το Σχεδόν αύριο γράφει στο προλογικό σημείωμα: «Το ποίημα αυτό δεν είναι ένα αλλά πολλά, είναι μια σύνθεση-κολάζ ποιημάτων και ό,τι τα συνδέει: η ασκητική ζωή στο Αιγαίο, ο κορωνοϊός, οι αποχαιρετισμοί, η νεωτερική νοσταλγία, η απώλεια, οι εγκλεισμοί, η πλανητική ταραχή, η κλιματική κρίση, η σαστισμάρα των αρχών, οι αυθαίρετες ηγεσίες, η αυταρχική εξουσία, η επιταχυνόμενες κοινωνικές ανισότητες, η προσπάθεια των ΜΜΕ να πείσουν τον κόσμο ότι η μετριότητα είναι τονωτική, η ιδέα ότι η κατασταλτική δημοκρατία είναι κουλ, η αρπακτικότητα των αστών και η ανυπομονησία των μικροαστών να γίνουν αστοί». Ο τρόπος να χωρέσουν όλα αυτά τα ανήσυχα υλικά της πραγματικότητας είναι η σουρεαλιστική ελαφρότητα που του επιτρέπει μια ποιητική υπερπτήση σε τόπους, χρόνους, ανθρώπους, καταστάσεις που εκρήγνυνται στο μυαλό σε ένα καυτό ρευστό, μ’ όλη την ελευθερία και, συχνά, την ευκολία που αυτή επιτρέπει:
Σε ιπτάμενο δάσος πετώ, πάνω απ’ τα ερείπια της
Χιροσίμα και του Βιετνάμ, αλλά τα ’βγαλα πέρα
σχετικά εύκολα με τους Ναζί και το Ολοκαύτωμα
την απόβαση στη Νορμανδία και στη Μακρόνησο
και στον Κόλπο των Χοίρων, δίνοντας έμφαση στο
επεκτατικό τουρκικό σύνδρομο, κρυμμένοι καλά
οι αυτόμολοι δολοφόνοι, σαν καθαρματάκια που
πέφτουν πάνω σε μπαμπάκια, μικρά ξωκλήσια
ξαπλωμένα σε λόφους, χασαποταβέρνες δίπλα
σε κέντρα λαϊκής κατάνυξης, άγρια φίδια που
πολεμούν με νύχια και με δόντια, αερόπλοια
σθεναρά που σπαταλούν θάρρος λειψανδρίας
[…] από ψηλά οι αρχάγγελοι
τολμούν να πλησιάσουν τη νέα δεκαετία, μας
ρίχνουν βλέμματα στοργής, φέρουν μαζί τους
οπλικά συστήματα καλοσύνης σαν να θέλουν
να μας προστατέψουν απ’ τα ταξίδια μας τα
επικίνδυνα, περίπλοκες αύτανδρες περίπολοι
σουλατσάρουν στη Νέα Σμύρνη δήθεν για να
εξιχνιάσουν ξυλοδαρμούς αθώων πολιτών που
έπιναν αναψυκτικά σ’ ένα παγκάκι
Όλα τα παραπάνω εκφέρονται απνευστί σε ένα ταχύ ρυθμό που στις περιελίξεις του δηλώνει μια σαφή πολιτική θέση καταγγελίας της κανιβαλικής εξουσιαστικής θέσμισης της κοινωνίας. Γι’ αυτό και στο κείμενο συναντώνται τα πιο ετερόκλητα υλικά: το επιτελικό κράτος, η «νεοεκλεγμένη ΣΥΡΙΖΑϊκή αντιπολίτευση», οι αγνοούμενοι φοιτητές του Μεξικού, οι αναπαυτικές πολυθρόνες των αστών, «οι άτοκες αναλήψεις Άστρα Ζένεκα», η Βαβέλ του ύπνου, οι απλήρωτοι λογαριασμοί, η πολιορκημένη από την αδηφάγα τουριστικοποίηση φύση, η εσωτερική περιπέτεια κ.ο.κ. Η πλήθουσα αυτή ύλη παρατίθεται ακατέργαστη, ακαταστάλακτη, ενίοτε γοητευτική, αλλά απελέκητη μέσα στο μάγμα της εντύπωσης. Αυτό παράγει κείμενα παρέμβασης, που συχνά θυμίζουν τις αναρτήσεις στον τοίχο της διαδικτυακής καθημερινότητας του facebook, ένα υλικό αυτοσχέδιο, χωρίς τη δέουσα μορφική μέριμνα ή οικονομία. Το θετικό είναι η ευκολία της ανταπόκρισης στο κοινωνικό γίγνεσθαι και τα φρέσκα αντανακλαστικά στο τώρα, αλλά το αισθητικό αποτέλεσμα δεν έχει περάσει από το γαλβάνισμα των λέξεων που θα το κάνει να υπερβεί το θερμό σχόλιο ενός εν εγρηγόρσει νου στο εκάστοτε συμβαίνον και να αναχθεί σε μια αισθητικά μόνιμη ουσία.
Όπως αναφέρει ο Σιώτης, είναι ένα ποίημα-κολάζ που οφείλει την έμπνευσή του στο Τερατώδες αριστούργημα του Ρίτσου και ακολουθεί κι αυτό την συνειρμική ροή καθώς και την συνεχή κίνηση από το έξω προς το μέσα και τανάπαλι. Αρκετά από αυτά τα κείμενα έχουν δημοσιευτεί αυτοτελώς σε περιοδικά και στο διαδίκτυο, πριν συντεθούν στην παρούσα συλλογή. Σε αντίθεση με τη λυρική διάσταση του Τερατώδους αριστουργήματος όπου ο Ρίτσος προκειμένου να συνθέσει την ποιητική του βιογραφία συστρωματώνει διαρκώς το παρόν με το παρελθόν, εδώ πρόκειται για ένα «ποίημα που γράφεται live», με όλη την ελευθεριότητα που δημιουργεί αυτή η συνθήκη. Δεν ακολουθεί τη συμβατική αισθητική για την αρμόζουσα ποιητική έκφραση, αλλά αντλεί το υλικό του από την ειδησεογραφική επικαιρότητα, τον κομψευόμενο προστατευτισμό των νέων ολοκληρωτισμών, την καθημερινή τυχαιότητα, ενορχηστρωμένη όμως στη νομοτέλεια της αενάως επανερχόμενης αστοχίας της ζωής να αποκτήσει νόημα. Σε αυτά βγάζει τη γλώσσα, φορώντας το καπέλο του ταχυδακτυλουργού, εξαπολύει την ειρωνεία, συστεγάζει καθημερινά συμβάντα και ιστορικά δράματα, αδέσμευτος από χωροχρονικές αλληλουχίες, καταλογραφώντας το ασυνάρτητο παρόν, σε ένα λόγο συνεχή, χωρίς τελείες. Αυτή η αναρχική περιδιάβαση διατηρεί την νωπή υφή του μελανιού που ακόμα δεν στέγνωσε, γι’ αυτό και συχνά διολισθαίνει σε ένα λόγο άγουρα περιγραφικό και άκοπα συσσωρευτικό, που δεν υπερβαίνει το επικαιρικό. Έτσι, παρόλες τις καλές στιγμές της εργώδους ειρωνικής υπονόμευσης, εκπίπτει σε μια εύκολη σχολιογραφία όπως π.χ. στο ακόλουθο:
Ξέρω, ξέρω τι σκέφτεστε, ότι όλοι οι άνθρωποι
είναι πολυάσχολοι, όλα τα επαγγέλματα κι όλες
οι ειδικότητες, ειδικά οι κατασκευαστές αστείων
οι οποίοι εργάζονται πυρετωδώς για το ποιος θα
κατασκευάσει το καλύτερο αστείο, που κάποια
στιγμή θα βραβευτεί και θα γίνει διάσημο στα
πέρατα της οικουμένης, θα το παίξουν στο Υου
Tube και θα αναπαραχθεί από δισεκατομμύρια
χρήστες, αυτό το αστείο μπορεί να ’ναι βρόμικο,
ρατσιστικό ή σεξιστικό αλλά αυτά αρέσουν και
γίνονται ανάρπαστα, αυτά τα αστεία γίνονται
εργαλεία στα χέρια λαοπλάνων πολιτικών και
μ’ αυτά εξουσιάζουν, μ’ αυτά τα αστεία οι ταγοί
βγάζουν συμπεράσματα και καθοδηγούν τις μάζες
προς τη χειραγώγηση
Αυτή η απερίφραστη εξωστρέφεια στην κυριολεξία της, πυροδοτούμενη από την αγανάκτηση και την καταγγελία, τραβά συχνά το δρόμο της οργισμένης πολιτικής μπροσούρας. Η αναλυτική έκφραση, η πλατιά επισκόπηση των φαινομένων, η ενεστωτική ρηματική διατύπωση, η κοινόχρηστη φράση, η πρόχειρη καταγραφή καθιστούν το κείμενο ένα δηκτικό υπόμνημα του παρόντος, αλλά, χωρίς την αυστηρή επεξεργασία της πρώτης ύλης, ο ποιητής όσο πιο πολύ στοχάζεται αυτό το παρόν τόσο αγκιστρώνεται περιγραφικά σε αυτό.
Το ίδιο κίνητρο του επείγοντος κινεί και τις Ασύλληπτες αναζωπυρώσεις (Σχόλιο για το χρονικό μιας άλλης φωτιάς):
Βαρυμπόμπη
Είμαστε αυτοεξόριστοι σ’ ένα σκάρτο καλοκαίρι
μ’ έναν καμένο Αύγουστο να κρατά ισοκράτημα:
για τις φωτιές φταίνε τα δέντρα, για την καυτή
ανάσα φταίνε οι στάχτες, για την αναζωπύρωση
του διχασμού φταίνε τ’ αντιμαχόμενα ψεύδη, δεν
είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα, άλλοι πάνε με κανό,
άλλοι με κότερο, άλλοι με καγιάκ, οι πιο πολλοί
πνιγόμαστε παρ’ ότι φοράμε σωσίβιο, για όσες
συμφορές ακολουθήσουν μετά τις φωτιές φταίνε
πάντα οι άλλοι, από την άλλη, την ύστερη όχθη,
ανασαίνουμε μία πρόβα αποπνικτικής υστερίας
χωρίς να παίρνουμε κανένα μάθημα ιστορίας
Κι εδώ μόνιμη είναι η αναφορά στο ιστορικά και χρονικά εντοπισμένο, αλλά υπάρχουν αρκετές στιγμές που αυτό ακουμπά σε ένα πιο εσωτερικό, πιο πικρό καταστάλαγμα. Σε αυτό επικουρεί και το μικρό κειμενικό σχήμα και η αυτοτέλεια των δομικών μονάδων. Αφορμώμενο από το επίκαιρο, το σχόλιο πάει πιο βαθιά, στις καλύτερες στιγμές του εμποτισμένο λακωνικά στην ειρωνεία, δηκτικά στη γενίκευση. Ωστόσο είναι κι εδώ ορατό το ύφος του επιφυλλιδογραφήματος, σε ορισμένα σημεία, όπως το κείμενο «Πυροσβέστες» που καταλήγει: «τους χρωστάμε ένα ευχαριστώ για τον ανείπωτο / ηρωισμό, είναι γεμάτοι ανθρωπιά και αλτρουισμό».
Το ερώτημα είναι βέβαια ποιες είναι οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις του αναγνώστη από κείμενα που διαλέγονται με το αδιαμόρφωτο διακύβευμα του τώρα. Πολλά από αυτά τα κείμενα αποπνέουν την υψηλή θερμοκρασία της ψυχικής διάθεσης που τα γέννησε και τον λανθάνοντα διδακτισμό που υπαγορεύει η ηθική θέση του δημιουργού τους. Μαρτυρούν τα άμεσα ανακλαστικά στις ιστορικές προκλήσεις και επιχειρούν να απαντήσουν στο αίτημα να εγκαταλείψει η ποίηση την ενδοσκοπούμενη εσωστρέφεια ή την εκλεπτυσμένη σοβαροφάνεια και να αναλάβει τον κοινωνικό ρόλο που της αρμόζει. Ωστόσο, αυτό θα το κάνει με τα δικά της μέσα, που δεν είναι άλλα από τις λέξεις, όχι αυτές του καλλιεργημένου ευαίσθητου πολίτη που σχολιάζει ευφυώς απαυδισμένος την καθημερινή θηριωδία, αλλά του τεχνίτη που μπορεί μεν να παίξει αλέγρα, να σατιρίσει, να αποδομήσει τους στερεότυπους ποιητικούς τρόπους –από καιρό ήδη αποδομημένους–, αλλά να μεριμνήσει για τη μορφή και τη βάσανο του υλικού ώστε αυτό να γίνει, αν όχι τερπνή, πάντως, δραστική ποιητική ύλη.
ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ
*
*