Βία: H θεότητα με τα πολλά ψευδώνυμα

*

του Αλέξανδρου Σάντο Τιχομίρ

Υπάρχει μία έννοια στην οποία αποδίδονται πολλά και διαφορετικά ψευδώνυμα: άλλα ως ευλογίες και άλλα ως κατάρες. Το όνομά της είναι Βία και μόνο σε αυτό ακούει. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν που σχηματίζουν τα χείλη μας είναι γιατί ντύσαμε αυτήν την έννοια με τόσα διαφορετικά λεκτικά ενδύματα, γιατί τη βαφτίζουμε ξανά και ξανά, κάθε φορά σε διαφορετική κολυμπήθρα, όταν το όνομά της είναι γνωστό σε όλους. Μία πρώτη εικασία είναι ότι αιτία των παραπάνω αποτελεί το γεγονός ότι η Βία καθίσταται μέσο για διαφορετικό κάθε φορά σκοπό, η ετερότητα του οποίου της αποδίδει και την ανάλογη πλαστότητα. Μία δεύτερη υπόθεση είναι ότι δεν γνωρίζουμε πραγματικά τι σημαίνει Βία, σαν να πρόκειται για ένα φαινόμενο του οποίου δεν υπήρξαμε μάρτυρες, αλλά μάθαμε για τη φύση του μέσα από φήμες ή μαρτυρίες άλλων: μία παρανόηση, μία διαστρέβλωση και μία εξορία της Βίας στον χώρο του μυθικού και κατ’ επέκταση του φόβου. Επιθυμία μας είναι γράφοντας αυτό το δοκίμιο να χαρτογραφήσουμε όσο μπορούμε τα μονοπάτια που διένυσε η Βία, προτού καταλήξει «η θεότητα με τα πολλά ψευδώνυμα».

Εκκινώντας την προσπάθειά μας θα δανειστούμε όρους των φυσικών επιστημών, οι οποίοι θα μας δώσουν μεν έναν λανθασμένο ορισμό της Βίας, θα μας χαρίσουν δε ένα ικανοποιητικό πλαίσιο για τη χαρτογράφηση: Βία είναι η δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα. Αν και σαν ορισμός είναι λογικοφανής, η γενικότητά του τον εξισώνει με την πολλαπλότητα της Βίας και τον εννοιολογικό κατακερματισμό της. Και η γενικότητα αυτή έγκειται στην απροσδιοριστία της δύναμης. Εδώ λοιπόν καλούμαστε να ορίσουμε το ποιόν της. Ίσως μας βοηθήσει ένα παράδειγμα: αναρωτιόμαστε αν είναι Βία ο βασανισμός ενός ζωντανού όντος, όταν η Βία γκρεμίζει τα τείχη της υποδούλωσης για την ανάκτηση μίας μορφής ελευθερίας. Είναι δυνατόν η Βία να είναι απλώς ένα όπλο, ένα μέσο που την ποιότητά του προσδιορίζει ο σκοπός για τον οποίο χρησιμοποιείται; Αν παραδεχτούμε κάτι τέτοιο, επανερχόμαστε στα ψευδώνυμα. Γιατί το εκάστοτε μέσο δεν είναι παρά ο τρόπος που εκδηλώνεται αυτό που εμείς πιστεύουμε ότι είναι Βία, δηλαδή το ψευδώνυμο που της έχουμε αποδώσει. Ας σταθούμε λοιπόν για λίγο στα ψευδώνυμα.

Κτηνωδία, βαρβαρότητα, βαναυσότητα, πόλεμος, αλλά και αγώνας, διεκδίκηση, δικαιοσύνη, είναι μερικά μόνο από αυτά τα ψευδώνυμα. Εύκολα μάλλον καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορεί να ανήκουν όλα στη Βία, ειδικά αν αναλογιστούμε τη σχετικότητα που αυτά λαμβάνουν ανάλογα με την πλευρά που τα επικαλείται. Ένα παράδειγμα: δικαιοσύνη ήταν για τους ναζιστές οι πράξεις τους· δικαιοσύνη ήταν για όσους τους αντιμάχονταν ο αγώνας τους. Είναι και τα δύο δικαιοσύνη; Είναι και τα δύο Βία; Αν ακολουθήσουμε αυτό το μονοπάτι οδηγούμαστε με βεβαιότητα στην απόλυτη σχετικοποίηση, στον μηδενισμό. Οφείλουμε να τοποθετήσουμε τις έννοιες στις θέσεις που τους αρμόζουν. Και εδώ επικαλούμαστε την αριστοτέλεια κλίμακα της μεσότητας.

Δεν χωρά αμφιβολία ότι στην κλίμακα αυτή η κτηνωδία (και οι συγγενικές τις έννοιες) τοποθετούνται στο ένα άκρο. Στο άλλο άκρο, λόγω της ανεξέλεγκτης σφοδρότητας των πρώτων, τοποθετείται η απάθεια, ή καλύτερα η παθητικότητα. Έχει ενδιαφέρον μάλιστα το γεγονός ότι η χρόνια παθητικότητα μπορεί να οδηγήσει στην κτηνωδία. Παραδείγματος χάρη ένα παθητικό άτομο συσσωρεύει εσωτερικά εξωγενή επιθετικότητα· η επιθετικότητα μεταβάλλεται σταδιακά σε ενδογενής· και η τεράστια συσσώρευση (λόγω χρονιότητας και ποιότητας) επιθετικότητας είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε σφοδρή και τυφλή εξωστρεφή επιθετικότητα, σε κτηνωδία. Το έχουμε δει να συμβαίνει σε άτομα που για χρόνια υπήρξαν θύματα και κατέληξαν θύτες. Το έχουμε δει να συμβαίνει σε λαούς που η σκλαβιά και η βαρβαρότητα του κατακτητή, τους έσπρωξε στον φανατισμό. Ακόμη και σε περιπτώσεις κοινωνικών μειονοτήτων που εξεγέρθηκαν με αιματηρό τρόπο. Φυσικά η παθητικότητα που αναφέραμε δεν είναι ο μόνος παράγοντας που οδήγησε στις παραπάνω συνέπειες. Όμως είναι μία αιτία που οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη.

Επιστρέφουμε στην κλίμακα που δανειζόμαστε από τον Αριστοτέλη. Μένει μία θέση κενή: η θέση της μεσότητας. Ανάμεσα στην παθητικότητα και την κτηνωδία τι τοποθετείται; Ο αναγνώστης το υποψιάζεται ήδη και εμείς θα το ομολογήσουμε: η Βία. Εύλογα εγείρεται αμέσως το ερώτημα: τι δικαιώνει αυτήν την απόφαση; Γιατί η Βία αποτελεί μεσότητα; Εδώ λοιπόν καλούμαστε να ορίσουμε τη Βία. Και ο μόνος τρόπος για να δικαιολογήσουμε τον χαρακτηρισμό της ως μεσότητα, είναι να αποδείξουμε ότι η Βία είναι αναγκαία για την ευημερία όχι μόνο του ανθρώπου, αλλά ολόκληρου του κόσμου.

Επιστρέφουμε στον λανθασμένο ορισμό μας: Βία είναι η δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα. Δεν ορίσαμε το «σώμα». Στον χώρο των φυσικών επιστημών σώμα μπορεί να είναι οτιδήποτε, γιατί το σώμα είναι απλώς το σημείο όπου ασκείται μία δύναμη. Θα φέρουμε λοιπόν ορισμένα παραδείγματα σωμάτων· ύστερα θα εξηγήσουμε πώς ασκείται Βία σε αυτά· τέλος θα επιχειρήσουμε με τη συνδρομή αυτών των στοιχείων, να ορίσουμε τη Βία.

Πρώτο παράδειγμα: ένα νήπιο πλησιάζει τη φωτιά στο τζάκι. Ο γονέας που το επιβλέπει του φωνάζει να απομακρυνθεί. Το νήπιο δεν υπακούει και ο γονέας αναγκάζεται να πάρει αγκαλιά το νήπιο για να το απομακρύνει από τον κίνδυνο.

Δεύτερο παράδειγμα: ένα φυτό ζει σε σκιερό μέρος. Έχει ανάγκη το φως. Προοδευτικά απλώνει τα κλαδιά του προς τη μεριά όπου πέφτει το φως του ήλιου. Τελικά κάποια από τα φύλλα του δέχονται το φως. Ύστερα και άλλα. Μια μέρα ξεσπά καταιγίδα. Ο άνεμος φυσά πολύ δυνατά. Είναι σχεδόν έτοιμος να σπάσει ή να ξεριζώσει το φυτό. Όμως εκείνο αντέχει και η δοκιμασία το κάνει πιο ανθεκτικό. Μετά από καιρό επικρατεί ξηρασία. Το φυτό μας αναγκάζεται να απλώσει τις ρίζες του πιο βαθιά για να βρει νερό. Και βρίσκει.

Παράδειγμα τρίτο: ένας άνθρωπος εισάγεται σε ανοίκειο περιβάλλον. Καλείται να αναπτύξει νέους μηχανισμούς άμυνας για να επιβιώσει.

Αρκούμαστε σε αυτά τα παραδείγματα, για να μην κουράσουμε τον αναγνώστη, καθώς είμαστε βέβαιοι ότι η φαντασία του είναι ικανή να προσθέσει και άλλα. Ας τα αναλύσουμε λοιπόν. Παρατηρούμε ότι και στα τρία παραδείγματα παρούσα είναι η ανάγκη. Επίσης βλέπουμε ότι και στα τρία παραδείγματα οι πρωταγωνιστές διέσχισαν τα οικεία τους όρια (ή τα όρια ενός άλλου: πρώτο παράδειγμα)· ότι υπήρχε κίνδυνος· και ότι η παραβίαση των ορίων επέτρεψε τη συνέχεια της ζωής. Όλος ο αγώνας του φυτού στο δεύτερο παράδειγμα το κατέστησε δυνατότερο, υγιέστερο. Στο τρίτο παράδειγμα ο άνθρωπος κλήθηκε να διευρύνει τα όριά του εφευρίσκοντας νέους μηχανισμούς· εδώ σκόπιμα δεν γράψαμε το τέλος, γιατί δεν επιθυμούμε να αποδώσουμε μια αισιόδοξη ψευδαίσθηση: ο αγώνας δεν οδηγεί πάντα στη ζωή, σίγουρα όμως όποιος μάχεται είναι ζωντανός, πιο ζωντανός από τους ζωντανούς. Αφήσαμε σκόπιμα για το τέλος το πρώτο παράδειγμα. Γιατί σε αυτό πιστεύουμε ότι υπάρχει μία λεπτομέρεια που παρουσιάζει ενδιαφέρον: ο γονέας δεν διαπερνά τα όρια (εδώ της βούλησης) του παιδιού όταν το αρπάζει για να το σώσει· αλλά όταν του αρνείται την επιθυμία του (ή και παρόρμηση) να πλησιάσει τη φωτιά, όταν του λέει όχι. Και το «όχι» αυτό είναι η Βία. Κάθε φορά που η ζωή, οι άλλοι ή οτιδήποτε μας λέει «όχι», ασκεί Βία επάνω μας. Γιατί παραβιάζει τα όριά μας. Και αυτή η παραβίαση των ορίων και η στέρηση που συνεπάγεται, είναι αναγκαία. Δίχως αυτή όχι μόνο κανείς από εμάς δε θα εξελισσόταν στη ζωή του· δίχως αυτή δε θα είχαμε ανακαλύψει ούτε τη φωτιά. Δίχως αυτή δε θα υπήρχαν όλα τα αριστουργήματα που τέρπουν τις ψυχές μας, δίχως αυτή καμία ελευθερία δε θα είχε κατακτηθεί, δίχως αυτή –και ας την ονομάσουμε πια: δίχως τη Βία– αναιρείται η ίδια η ζωή. Αν και έχουμε δώσει παραπάνω τον ορισμό μας για τη Βία, θα τον επαναλάβουμε προσθέτοντας μία λέξη: Βία είναι η αναγκαία παραβίαση των ορίων· συνεπάγεται τη στέρηση, που οδηγεί στη ζωή. Και ζωή δεν είναι η εκπλήρωση του σκοπού, η απόκτηση αυτού που στερηθήκαμε· ζωή είναι ο αγώνας που οδηγεί στην εκπλήρωση: αυτό ακριβώς κατά τη γνώμη μας μάς θυμίζει ο Κ. Π. Καβάφης στο ποίημα Ιθάκη.

Ο παραπάνω ορισμός, εφόσον είναι ορθός, αποδεικνύει ότι η Βία είναι μεσότητα. Ότι είναι λάθος να τη συγχέουμε με την κτηνωδία και τους συγγενείς της. Γιατί είναι μία από τις δυνάμεις που κινούν τον κόσμο. Τέλος, επισημαίνουμε ότι οι λέξεις του παρόντος δοκιμίου επιλέχθηκαν με προσοχή. Συνεπώς, όταν για παράδειγμα χρησιμοποιούμε τη λέξη «αγώνας», δεν εννοούμε οποιονδήποτε αγώνα. Είμαστε σαφείς: η Βία, όπως την ορίσαμε, δεν συγγενεύει με τις έννοιες που τοποθετήσαμε στα άκρα. Και όσοι βαδίζουν σε αυτά τα ακραία μονοπάτια, έχουν δυστυχώς τυφλωθεί από έναν ήλιο που δεν υπάρχει. Ελπίζουμε ότι στην έρημό τους θα ακούσουν μια μέρα από ανθρώπινα χείλη το τί με διώκεις; [1]

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΑΝΤΟ ΤΙΧΟΜΙΡ

[1] Πράξεις 9, 4

*

Advertisement