περαστικά & παραμόνιμα | 12:21

*

Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ένας από τους κεντρικούς μύθους του ατομικισμού είναι ότι ο μεμονωμένος άνθρωπος υπερέχει σε δημιουργική δύναμη της συλλογικότητας. Ο αντιρρησίας καλλιτέχνης είναι ανώτερος της τέχνης της κανοναρχούμενης από την παράδοση, η ιδιωτική πρωτοβουλία στην οικονομία βάζει τα γυαλιά στον κρατικό σχεδιασμό, η προσωπικά αποκτημένη γνώση είναι σοφότερη του κοινού νου, το ασυμβίβαστο άτομο είναι ηθικότερο των συμβάσεων της ομάδας, κ.ο.κ.

Πρόκειται βέβαια για μύθους, όπως προείπα. Τα μεγαλύτερα δημιουργήματα της παγκόσμιας τέχνης είναι γεννήματα υπερατομικά, μιας συλλογικής παράδοσης ή και της άμεσης παρέμβασης του κράτους ενίοτε. Ο Όμηρος και το αττικό δράμα, ο Παρθενώνας και η Αγία Σοφία, η βυζαντινή αγιογραφία και το δημοτικό τραγούδι, για να μείνω μόνο στα καθ’ ημάς.

Στην οικονομία ισχύουν αντίστοιχα. Η καταπληκτική άνθηση του καπιταλισμού τους τελευταίους δύο αιώνες, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, συμβαδίζει με τη γιγάντωση του δημόσιου τομέα, που από ποσοστό μικρότερο του 10% κυμαίνεται σήμερα μεταξύ 40-50% του ΑΕΠ σε όλα τα προηγμένα κράτη, κάποτε και πιο πάνω. Η εκβιομηχάνιση είναι γέννημα ευθείας κρατικής παρέμβασης από την εποχή της ατμομηχανής στην Αγγλία ώς τον Μπίσμαρκ και από τα Σοβιέτ ώς την Κίνα. Η σημερινή έκρηξη της τεχνολογίας είναι αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας στρατών ολόκληρων από επιστήμονες και αρμάδας θεσμών, πανεπιστημίων, ινστιτούτων, εταιρειών κ.ο.κ.

Και η Αρχαιότητα και ο Μεσαίωνας είχαν κι αυτές βεβαίως φωτεινές ατομικές μορφές τις οποίες λάτρευαν: τον Ήρωα και τον Άγιο. Εδώ όμως επρόκειτο για πρότυπα συλλογικά, για στυλοβάτες της κοινότητας, για καλλιεργητές της συνέχειας. Μόνο η Νεωτερικότητα, κυνηγημένη από τη μόρα της προόδου ως αυτοσκοπού, της εξεγέρσεως χάριν της εξεγέρσεως, φτάνει στο σημείο να λατρεύει τον Επαναστάτη χωρίς Αιτία, το νευρόσπαστο δηλαδή του πιο μηχανικού, του πιο αυτοματικού προμηθεϊσμού.

Ο Φάουστ του καιρού μας, αυτό είναι το κύριο γνώρισμά του, δεν λογοδοτεί καν στον Μεφιστοφελή, καμία υπέρτερη τάξη δεν τον χαλιναγωγεί. Ούτε, εξυπακούεται, διακρίνει πουθενά καμιά Ελένη ικανή να τον θέλξει.

* * *

Όσο μαραγκιάζει, όσο αποχυμώνεται ένας πολιτισμός, τόσο τα πρωτογενή έργα του καταχωνιάζονται στα Μουσεία. Γραμματικοί και αρχαιομέτρες πιάνουν τότε δουλειά. Τα πάντα, αποφαίνονται με ύφος, χρήζουν κατεπειγόντως επεξηγήσεως και υπομνηματισμού, υποστηρίξεως και ανορθώσεως, υποδόριας ερμηνείας και υπεριώδους φωτισμού.

Και επειδή –θεός φυλάξοι!– τα μνημεία τα ίδια, κείμενα ή ιστάμενα, ως άπεφθος χρυσός πρέπει να μένουν αμάλαγα από τις ξένες παρεμβάσεις, ό,τι τυχόν αποτολμήσουν οι ίδιοι να τους επιδαψιλεύσουν, κάθε είδους κριτικό ικρίωμα, η παραμικρή ορθογραφική αναμαρμάρωση, πρέπει να δηλούται στεντορείως. Ο φιλαναγνώστης και ο φιλότεχνος, όλα κι όλα πρέπει να ξέρουν καταλεπτώς τι γέννησε η Χειρ του Δημιουργού, και τι επρόσθεσε των ειδημόνων η οτρηρή πανεπιμελειότης!

Νά σου λοιπόν τα εκδοτικά σημάδια: οι οβελοί, οι αστερίσκοι, οι ποικιλόγωνες αγκύλες, οι ημιμακάβριοι σταυροί, οι κάθε είδους καταριθμήσεις, οι κονκορντάντσιες, οι αποσπασματοθήκες.

Και νά σου τα αναστηλωτικά έμπλαστρα: αυτά τα κατάσπρα ως χιών, λ.χ., μάρμαρα, που γυαλίζουν πλάι στην πατίνα της παλιάς πέτρας όπως γυαλίζει στον ήλιο η λεύκη πάνω στην υγιή επιδερμίδα. Ή εκείνα τα φιλόδημα τσιμέντα που υπόσχονται άνετο σουλάτσο εις πάντα φιλοπερίεργο, μεγαλοχορηγό ή μικροτουρίστα.

Ο Γέητς σατίρισε στο περίφημο ποίημά του «Οι γραμματικοί» αμίμητα, πάνε εκατό χρόνια σχεδόν, αυτή την κατάσταση. Αν ήξερε τι γίνεται σήμερα, θα είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά…

Φαλάκρες που ξεχνάν τα κρίματά τους,
φαλάκρες γέρικες λογίων σεβαστές
στίχους ψειρίζουν στα υπομνήματά τους
που τους εμπνεύστηκαν νεαροί ποιητές
όταν στου έρωτα αγρυπνώντας τα δεινά
την ακατάδεκτη ανυμνούσαν ομορφιά.
Όλοι τους σέρνονται· όλοι βήχουνε μελάνι·
πήγαινε κι έλα φθείρουν όλοι το χαλί·
όλοι τους κάνουν ό,τι ο κόσμος όλος κάνει·
στου γείτονα όλοι τους γνωστούς είναι γνωστοί.
Θε μου, τι θα ’γραφαν στους τόμους τους χοντρούς
ο Κάτουλλός τους αν σερνόταν σαν αυτούς;

(Στην αριστερή εικόνα, δείγμα από «αναλυτική έκδοση» των Ελευθέρων Πολιορκημένων του Σολωμού. Και δεξιά, δείγμα από τις «αναστηλωτικές εργασίες» στην Ακρόπολη.)

* * *

Μετά το εκδοτικό, έκλεισε και το σχολείο των επιμελητών του ΜΙΕΤ. Η διαμαρτυρία των παλαιών αποφοίτων λίγο προσέχθηκε προ ημερών, όπως άλλωστε λίγη δημοσιότητα δόθηκε γενικά στο γεγονός της απαξίωσης ενός ιδρύματος από τα ελάχιστα άξια του ονόματος στον τόπο.

Κι όμως, από μια πλευρά η τύχη του ΜΙΕΤ είναι το πιο βαρύνον πολιτικό γεγονός των τελευταίων ετών. Δείχνει ποια είναι η τύχη που περιμένει όχι μόνο τα ελληνικά γράμματα, τη γλώσσα, τη λογοτεχνία μας, αλλά γενικά τη χώρα αν συνεχίσει τον κατήφορο που έχει πάρει.

Όταν συστηματικά ως κράτος βαφτίζεις «επενδύσεις» τον αφελληνισμό των επιχειρήσεων σου, των τραπεζών, των παραγωγικών σου μονάδων, όταν αποκρατικοποιείς μέχρι μυελού οστέων το έχει σου, εκποιώντας λιμάνια, αεροδρόμια, υποδομές, όταν δίνεις τα κλειδιά των πάντων στους ξένους για να συνεχίσεις λίγο ακόμη να παρασιτείς και να τρέφεις τον πελατειακό σου μηχανισμό, τι περιμένεις; Ότι τα hegde funds που ελέγχουν την Εθνική θα ενδιαφερθούν για την παράδοση και την ιστορία σου; Αστεία υπόθεση!

Ιστορία και παράδοση έχουν οι χώρες που μπορούν να θρέψουν οι ίδιες τον εαυτό τους. Ιδιοπροσωπία και ταυτότητα έχουν τα έθνη που παράγουν, που δημιουργούν,  που φτιάχνουν κάτι για λογαριασμό τους, όχι οι τρεχέδειπνοι και οι μεταπράτες. Τα γκαρσόνια ούτε έχουν ούτε χρειάζονται πολιτισμό. Έχουν τον πολιτισμό των πελατών τους. Και πολιτικούς «ηγέτες»-εκποιητές κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν.

* * *

Άδικα διαμαρτύρεται η επιστημονική κοινότητα για την απείθεια του κόσμου στις υποδείξεις της τώρα με την πανδημία. Οι κοινωνίες που ευπειθούν είναι εκείνες που σέβονται, που τιμούν την αυθεντία, είτε θρησκεία λέγεται αυτή, είτε παράδοση, είτε γνώμη των γεροντότερων και των «σοφών». Και που επιπλέον έχουν τον τρόπο να το κάνουν: την υπομονή, την καρτερία, την πίστη σε μια ύπερθεν δικαίωση και την αντοχή που αντλεί κανείς απ’ αυτήν εμπρός στα ξαφνικά και μεγάλα δεινά.

Η επιστήμη, είναι αλήθεια προσπάθησε μεταδιαφωτιστικά να πάρει τη θέση τους, τους άσκησε σκληρή κριτική και ζήτησε να υποκαταστήσει τα διδάγματά τους με τη δική της μέθοδο. Στον θρόνο των σοφών εγκατέστησε τους δικούς της ειδήμονες. Όμως επειδή στον πυρήνα της δεν απογαλακτίστηκε ποτέ εγκαίρως από τη θεολογία (διότι ακριβώς δεν είχε άλλον τρόπο να τη νικήσει…), το παράκανε. Αποδόμησε όχι μόνο τη θρησκεία ή την παράδοση, αλλά κάθε είδους αυθεντία, κάθε είδους συλλογική πειθάρχηση σε μια ιεραρχία. Έταξε κι εκείνη τη Σωτηρία στις μάζες για να την ακολουθήσουν, και μάλιστα όχι στους μέλλοντες καιρούς, αλλά εδώ και τώρα. Και δεν κατάλαβε ότι αναγορεύοντας τον κριτικισμό, την αέναη αμφισβήτηση των πάντων από τους πάντες, ως μόνο τρόπο άξιο του ελεύθερου ανθρώπου, άνοιξε τον δρόμο για τη δική της αποδόμηση. Πόσο μάλλον όταν (αποδεικνύεται ότι) δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της….

Σ’ έναν κόσμο που έχει γαλουχηθεί με τα συνθήματα του Μάη, το καρτεσιανό cogito είναι η προβαθμίδα του μαζικοδημοκρατικού volo: «Θέλουμε τα πάντα και τα θέλουμε τώρα», μόνον έτσι μπορούμε να υπάρξουμε! Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που χιλιάδες βγαίνουν στον δρόμο και απαιτούν όχι τα πάντα, αλλά την στοιχειώδη ελευθερία που οι απαγορεύσεις τούς στερούν. Από πού κι ώς πού η δημόσια υγεία έχει υπέρτερη αξία από την ιδιωτική επιθυμία, ποιος είναι αυτός που θα το κρίνει αυτό; Όλοι μια ψήφο δεν έχουμε, όλοι δεν έχουμε τα ίδια δικαιώματα, ποιος είναι περισσότερο εμπειρογνώμων από το ιερό, απαραβίαστο (και ψηφοφόρο…) Εγώ;

Νά γιατί στην κάλπη αυτού του διηνεκούς referendum, η γνώμη του λοιμωξιολόγου είναι ίσια κι όμοια με τη γνώμη του τελευταίου «αντιεμβολιαστή». Νά γιατί το Υπουργείο Υγείας δεν μπορεί παρά να φοβερίζει αμήχανο τον κάθε «ψεκασμένο».

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ