Month: Οκτώβριος 2021

Γιώργης Μανουσάκης, Δύο πλατεῖες τῆς Ρώμης

 

Ἐπιμέλεια Ἀγγελικῆς Καραθανάση-Μανουσάκη

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι μικρὸ ἀπόσπασμα (σελίδες χειρογράφου 341-348) ἀπὸ ἀνέκδοτο δίτομο χειρόγραφο βιβλίο ταξιδιωτικῶν ἐντυπώσεων τοῦ Γιώργη Μανουσάκη, ποὺ ἄρχισε νὰ γράφει τὸ καλοκαίρι τοῦ 1997, μετὰ τὰ δύο ταξίδια μας στὴν Ἰταλία (μὲ πλοῖο καὶ πούλμαν) τὰ καλοκαίρια τοῦ 1987 καὶ τοῦ 1996. Ὁ πρῶτος χειρόγραφος τόμος (σελίδες 367, σχήματος Α5) περιλαμβάνει ἐντυπώσεις ἀπὸ Ἀγκώνα, Ρίμινι, Ραβέννα, Μέστρε, Βενετία, Μπολώνια, Φλωρεντία, Ρώμη. Ὁ δεύτερος τόμος (σελίδες 261, σχήματος Α5) περιλαμβάνει ἐντυπώσεις ἀπὸ τὴν Κάτω Ἰταλία: Καλαβρία, Μεγάλη Ἑλλάδα, Σικελία, Νάπολη, Πομπηΐα, Κάπρι. Ὁ τίτλος τῆς παρούσας δημοσίευσης εἶναι τῆς ἐπιμελήτριας.

⸟  ⸞  ⸟

 

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

Δύο πλατεῖες τῆς Ρώμης

 

Ἡ Piazza di Spagna, μιὰ πλατεία σχετικὰ μικρὴ χωρὶς τίποτα τὸ ξεχωριστό, σοῦ χαρίζει τὴ μοναδικὴ θέα τῆς Scalinata, ποὺ στὴν κορφή της ὑψώνεται ἡ ἐκκλησία τῆς Trinita dei Monti. Εἶναι καλοκαίρι καὶ λείπουν οἱ γλάστρες μὲ τὰ κόκκινα καὶ κίτρινα λουλούδια. Ἡ φαρδιὰ σκάλα ἀνεβαίνει γυμνὴ κι ἀστόλιστη. Κοντοστέκεται στὰ τρία κεφαλόσκαλα, χωρίζεται σὲ δυό, σμίγει στὸν πρῶτο ἐξώστη μὲ τὰ κολονάκια γιὰ νὰ ξαναχωριστεῖ μπροστὰ στὸν τοῖχο μὲ τὸν ὀβελίσκο κι ἀγκαλιάζοντας τὴν πλατειούλα, ποὺ σχηματίζεται μπροστὰ καὶ χαμηλότερα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, συνεχίζει τὴν ἄνοδο, ὥσπου νὰ ἑνωθοῦν οἱ δυὸ βραχίονές της ὁριστικὰ μπροστὰ στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ. Ἡ κλίμακα μὲ τὰ διάφορα ἐπίπεδά της, πλαισιωμένη ἀπὸ παλιὰ χτήρια, μὲ τὰ δίδυμα καμπαναριά τῆς Trinita dei Monti νὰ προβάλλεται στὸν οὐρανό, σχηματίζει μιὰ γοητευτικὴ σκηνογραφία. Δὲν εἶναι παράξενο ποὺ τόσοι ντόπιοι καὶ ξένοι ἀνεβαίνουν καὶ κατεβαίνουν ἀδιάκοπα, σταματοῦνε στοὺς ἐξῶστες ν’ ἀπολαύσουν τὴ θέα ἢ κάθονται στὰ σκαλοπάτια νὰ ξεκουραστοῦν. Ἀπὸ ’δῶ δὲν περνοῦν αὐτοκίνητα κι ὅλος ὁ χῶρος ἀνήκει στοὺς περιπατητές.

Μ’ ὅλο ποὺ ἡ ἐκκλησία χτίστηκε τὸ 1495 γιὰ τοὺς Γάλλους καθολικοὺς τῆς Ρώμης, ἔπειτα ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ βασιλιᾶ τῆς Γαλλίας Καρόλου τοῦ Ζ΄, κι ἡ Scaleria ἔγινε τὸ 1723 ἀπὸ τὸ Γάλλο πρεσβευτὴ ποὺ δαπάνησε καὶ τ’ ἀνάλογα χρήματα, ἡ πλατεία πῆρε τ’ ὄνομά της ἀπὸ τὸ Palazzo di Spagna ποὺ οἰκοδομήθηκε τὸ 17ο αἰώνα στὴ νοτιοδυτικὴ γωνιά της καὶ στέγασε τὴν ἱσπανικὴ πρεσβεία.

Ἡ περιοχὴ τῆς Πλατείας ἤτανε παλιότερα τόπος συγκεντρώσεων καὶ διαμονῆς ποιητῶν καὶ καλλιτεχνῶν. Ἐδῶ γύρω κατοικήσανε κατὰ καιροὺς ὁ Ροῦμπενς, ὀ Μπάυρον, ὁ Τέννυσον, ὁ Λίστ, ὁ Βάγκνερ, ὁ Μπαλζάκ, ὁ Σταντάλ. Σ’ ἕνα σπίτι, δεξιὰ τῆς σκάλας πέθανε ὁ Τζὸν Κὴτς τὸ 1821 στὰ εἰκοσιέξι του χρόνια. Τὸν τραβοῦσε κι αὐτὸν ἡ γοητεία τῆς Μεσογείου, ὅπως καὶ τοὺς δυὸ ἄλλους κορυφαίους ἄγγλους ρομαντικούς, τὸν Μπάυρον καὶ τὸν Σέλλεϋ, ποὺ ἀφήσανε τὴν τελευταία  πνοή τους στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Ἰταλία. Γιὰ τὸν Κὴτς συνέτρεχε κι ἕνας πρόσθετος λόγος. Ἀναζητοῦσε τὸ μεσογειακὸ ἥλιο, μήπως καὶ γιατρευτεῖ ἀπὸ τὴ φυματίωση ποὺ ἔπασχε. Ἔμεινε στὸ σπίτι τοῦ φίλου του Τζόζεφ Σέβερν, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ χαρεῖ τὶς ὀμορφιὲς τῆς Ρώμης. Εἶχε συναίσθηση τῆς κατάστασής του ὅταν ἔλεγε: «Ζῶ μιὰ μεταθανάτια ζωὴ καὶ νιώθω κιόλας τὰ λουλούδια νὰ φυτρώνουν ἀπὸ πάνω μου». (περισσότερα…)

Το δαχτυλίδι του Μαρδόνιου

 

ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΜΑΡΔΟΝΙΟΥ

Αγόραζε αγαθά πολυτελή,
χρεώνοντας λογαριασμό του ζάπλουτου συζύγου της
και τα επέστρεφε την άλλη μέρα
εισπράττοντας μέρος της αξίας σε χρήμα.
Μια μέρα έτυχε στης Νέας Υόρκης το Τίφανυς
να δει πολύτιμο δαχτυλίδι «του Μαρδονίου», βαρύ,
πρώτο, στων αρχαιοπρεπών κομματιών τη συλλογή.

Σχήμα ασπίδας, κρύσταλλοι ακριβοί, δέσιμο από χρυσό,
στο κέντρο σμαράγδι αστραφτερό
με σκαλισμένο τον περσικό λέοντα.
Ο πωλητής θαρρεί πως το θέλει για δώρο
στον μακρινό Έλληνα σύζυγο.
Επαινεί τα πετράδια, επιμένει γλυκομίλητα:
«Δαχτυλιδιού του Μαρδονίου αντίγραφο πιστό
λαφύρου των Ελλήνων στων Πλαταιών τη μάχη.
Το πρωτότυπο υπάρχει σε μουσείο ιδιωτικό».
Εκείνη το αγοράζει και την επομένη το επιστρέφει,
όμοια σαν κάθε τι άλλο που πήρε.

ΚΩΣΤΑΣ ΖΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Ἀναστάσης Βιστωνίτης, The Raven

 

Αναδρομές : Μια στήλη του ΝΠ αφιερωμένη σε αξιομνημόνευτες στιγμές της παλαιότερης αλλά και της πιο πρόσφατης ελληνικής λογοτεχνίας. 

~ . ~ . ~  

 

T H E   R A V E N

Στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου τὸ κρύο φῶς τοῦ δωματίου,
κόκκινες πληγὲς τὰ μάτια καρφωμένα στὸ κενό,
στὸ ταβάνι μαῦρο στίγμα καὶ τὸ στῆθος μου ἕνα ρῆγμα,
δηλητηριῶδες μεῖγμα στὸ ποτήρι τὸ νερό –
σπάζουν γύρω μου τοπία μ’ ἕναν πορφυρὸ σπασμό.

Σώματα πελεκημένα καὶ ποτάμια παγωμένα,
πρόσωπα μεταφερμένα σ’ ἕνα μέλλον σκοτεινό,
χάνονται μακριὰ τὰ φῶτα κι ἔχω ἀκάλυπτα τὰ νῶτα –
κομματιάζουνε τὴν πόρτα μ’ ἕναν ξέφρενο ρυθμό.
Ἔχω μέσα μου τὸ φόβο ποὺ μὲ σπρώχνει στὸ κενό.

Τὸ πουλί, βαλσαμωμένο, μοῦ φωνάζει: «Περιμένω
ἕνα χτύπημα στὸ χρόνο, μιὰ ἄγρια νεροποντή».
Πρὶν ἐτούτη ἡ νύχτα λήξει κάποιο χέρι θὰ μὲ πνίξει
καὶ μὲ φόβο θὰ τυλίξει τὴν αὐριανὴ ἀστραπή.
Δίχως φῶς καὶ δίχως χρῶμα θὰ μὲ θάψουν τὴν αὐγή;

Ἀπαντῶ στὸν ἑαυτό μου: «Εἶσαι γέννημα τοῦ τρόμου,
παραλήρημα τοῦ ἀνέμου ποὺ σφυρίζει στὰ κλαδιά,
στάχτη μιᾶς φωτιᾶς σβησμένης, τίποτε δὲν περιμένεις,
γέννημα τῆς πεθαμένης νύχτας ποὺ σὲ κυνηγᾶ».
Λύκοι ἀπ’ τὸ Βορρὰ θὰ σπείρουν αὔριο δόντια καὶ σκουριά.

Ἄνοιξη κομματιασμένη καὶ στ’ ἀγρίμια μοιρασμένη,
πέφτουν τὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων καὶ παγώνουν οἱ πηγές,
ἔτσι ἡ λύπη μου φυτρώνει πάνω σ’ ἕνα ὑγρὸ σεντόνι,
ἔτσι ἡ λύπη μου ματώνει τῶν ματιῶν μου τὶς πληγές.
Ζῶ σ’ ἕνα παρὸν ἀβέβαιο κι ἕνα σπαραγμένο χθές.

Τὸ πουλί, ἀναστατωμένο, μοῦ φωνάζει: «Κατεβαίνω
ἀπ’ τὸν κόσμο τοῦ θανάτου κι ἀπ’ τὴ χώρα τῆς ὀργῆς».
Τρίζουν πόρτες καὶ σανίδια, μπαίνουν ἀπ’ τὶς τρύπες φίδια,
πέτρες, σίδερα, σκουπίδια καὶ μαχαίρια τῆς σφαγῆς.
Ἔχω μέσα μου τὸ φόνο καὶ τὴν τρέλα τῆς φυγῆς.

Ἔτσι πέθανε τὸ μέλλον καὶ ἡ ἐλπίδα τῶν ἀγγέλων
ποὺ δὲν γνώρισαν τὸ πένθος γιὰ νὰ βάψουν τὰ φτερά.
Τρόμος ἔγινε ἡ γαλήνη καὶ τὰ χρώματα μοῦ σβήνει,
γύρω γύρω ἡ νύχτα στήνει τὰ τρελά της σκηνικά –
ὁ οὐρανὸς μοῦ δείχνει νέφη καὶ τὴ σάπια του καρδιά.

Πέφτουν στὸ θολὸ μυαλό μου τὰ πηχτὰ νερὰ τοῦ δρόμου,
μέσα ἀπὸ τὰ μάτια τρέχουν τῶν ἐπίπλων οἱ σκιές,
εἶμαι μόνος μου, κρυώνω καὶ τὴν τρέλα μου πυκνώνω
σ’ ἕνα μεθυσμένο χρόνο πού ’χει γύρω του γραμμὲς
μπερδεμένες μὲς στὸ χῶρο καὶ σ’ ἀνώνυμες φωνές.

Ἕνα φῶς σκελετωμένο, βλέμμα κάποιου κρεμασμένου
μὲ τὰ μάτια πεταγμένα πρὸς τὸ μέλλον καὶ σκληρά,
σὰν ἐξογκωμένος φόνος πέφτει στὴ ζωή μου ὁ χρόνος,
σὲ μιὰ κάμαρα εἶμαι μόνος μ’ ἐφιάλτες καὶ σφυριὰ
κι ἕνα ἐβένινο κοράκι κρώζει καὶ σκορπάει φτερά.

Δὲν μπορῶ να σὲ ρωτήσω. Ἀπὸ τὸ παρόν σου πίσω
κρύβεται, πουλί, μιὰ λάμψη καὶ μιὰ μέθη ἀπὸ φωτιά.
Φιμωμένος στὴ σιωπή μου, χτυπημένος στὴ στοργή μου,
μὲ τὸ χρῶμα τῆς ἐρήμου ποὺ σκοτώνει τὰ φυτὰ
ταξιδεύω σ’ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν γέννησε πουλιά.

ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ

Alone. Ποιήματα στον Ε. Α. Poe, 1975
(τώρα στα Ποιήματα 1971-2008, Καστανιώτης, σ. 79-81)

 

 

 

 

 

Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος Γ΄: Νεκρώσιμη Ακολουθία | Απόδοση Ντίνος Χριστιανόπουλος

 

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης  εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή  για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό.  Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

(περισσότερα…)

Απόκομμα

~.~

του ΓΙΑΝΝΗ ΛΕΙΒΑΔΑ

Η βελόνα ενός τρανζίστορ που ακούγεται κάμποσα μέτρα πιο πέρα, σε μια πλατιά βεράντα, μετακινήθηκε προφανώς από πτώση ή από κάποια κίνηση λανθασμένη και αντηχεί μια μελωδία ραδιοφωνικών παρασίτων τα οποία αιωρούνται σε πολύ χαμηλό ύψος συντονισμένα με τις φωνές των τζιτζικιών.

Το δύο χιλιάδες είκοσι ένα, έτος ενός επερχόμενου χρονικού καταλοίπου, οι ευκαιριακές εντυπώσεις της καθημερινότητας ανάγονται σε κριτική ικανότητα. Oι εντυπώσεις αυτές, φορείς επιφύλαξης απέναντι στην ερεβώδη συνέπεια που διέπει το άπαν, είναι εκείνες που θεσπίζουν όλα τα είδη εκλαϊκευμένου ιδεαλισμού, συμπεριλαμβανόμενης βεβαίως και της πολιτισμικής αυτοϊκανοποίησης.

(περισσότερα…)

Υψηλές κορυφώσεις, πάσχουσα σύνθεση

 

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Μανόλης Πρατικάκης, Τα Δερβενάκια των Rolling Stones, Αρμός, 2021

Τα Δερβενάκια των Rolling Stones, η τελευταία συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη αναμετράται με τον αγώνα του ’21, τον οποίο συλλαμβάνει και στοχάζεται ως την κορυφαία ιδρυτική πράξη του νεοελληνισμού. Μια δουλειά με υψηλές επιμέρους κορυφώσεις, κυρίως στην αποτύπωση του χθόνιου ήθους της γλώσσας και του εθνικού ιδεότυπου, αλλά πάσχουσα εν μέρει στην σύνθεση και κυρίως στην ερμηνευτική πρόταση που προσφέρει στον σύγχρονο αναγνώστη, ο οποίος προσέρχεται μάλλον αμήχανος στα διάφορα επετειακά ανακαλήματα της εθνογένεσης.

Το ’21 είναι ένα κατεξοχήν επικίνδυνο θέμα, καθώς ο δημιουργός που καταπιάνεται με αυτό καλείται να εκχερσώσει τις ιδεολογικές απολιθώσεις και τη στερεοτυπική πρόσληψη περί έθνους που επισώρευσε η κατεστημένη παιδεία, η ημιμάθεια και ο εθνικός φρονηματισμός. Οι πόλοι στους οποίους έχουν έως τώρα κινηθεί οι επιμέρους αναγνώσεις του εστιάζονται από τη μια στην εκ νέου μνημειοποίηση του και από την άλλη στον  αναστοχασμό υπό το πρίσμα του παρόντος,  αναστοχασμός που χρειάζεται να φτάσει έως την αποδόμηση της μουσειακής αγιοποίησής του, αν είναι να προκύψει η αναπαρθένευση της όποιας σχέσης μας με το παρελθόν. Το κύριο ζητούμενο που ανακύπτει από αυτές τις επετειακές υπομνήσεις είναι βεβαίως η σχέση του νεοελληνισμού με τους καταστατικούς μύθους του και τις ιδεολογικές αφετηρίες που ορίζουν οι θεσμικές ερμηνείες της Ιστορίας. (περισσότερα…)

Θοδωρής Καλογερόπουλος (1.8.1955-1.8.2021)

 

 

Τ Ρ Ι Α   Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α

ΑΓΑΠΗΣΕ ΜΕ ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ

Φωτιές ανάβουν στις οδούς
όνειρα καίνε
μέσα σε φλόγες και καπνούς
τα μάτια κλαίνε

Κι εγώ σε μαύρους ουρανούς
είμαι χαμένος
με αλυσίδες σε τροχούς
είμαι δεμένος

Λύσε με τώρα να μπορείς
λευτέρωσέ με
σώσε με τώρα αν μπορείς
και λύτρωσέ με

Πάρε με απόψε από δω
αγκάλιασέ με
απ’ τα σκοτάδια για να βγω
αγάπησέ με

Αγάπησέ με αν μπορείς
αγάπησέ με
έλα απόψε να με βρεις
λευτέρωσέ με

Φωτιές ανάβουν στις οδούς
φεγγάρια καίνε
λόγια μεγάλα μην ακούς
ψέματα λένε

Αυτή τη νύχτα του χαμού
όνειρα καίνε
μα εσύ αστέρι τ’ ουρανού
βοήθησέ με

Πάρε με απόψε από δω
αγκάλιασέ με
απ’ τα σκοτάδια για να βγω
αγάπησέ με

Αγάπησέ με αν μπορείς
αγάπησέ με
έλα πιο κάτω να με βρεις
λευτέρωσέ με (περισσότερα…)

Ο «ριζοσπαστικός αριστοκρατισμός» και η «Μεγάλη Πολιτική» στο έργο του Νίτσε

Μια προσπάθεια ολικής επισκόπησης του ύστερου έργου του

 του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΡΙΤΣΑ

1). Η πορεία προς τη «Θέληση για Δύναμη»

Το έργο του Νίτσε το οποίο προκάλεσε με την έκδοση  τόσο θετικά όσο και αρνητικά σχόλια, ήταν η Θέληση για Δύναμη. Αυτή η κατάσταση αμφιβολίας προέκυψε, επειδή η αδελφή του και μετέπειτα δεδηλωμένη «αντισημίτρια, εθνικίστρια και οπαδός του Χίτλερ» Ελίζαμπεθ Φαίρστερ-Νίτσε επιμελήθηκε να εκδοθούν αυτές οι σημειώσεις, από τη χρονική περίοδο 1883-1888, το 1901, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του αδελφού της. Η “καλοπροαίρετη” θέλησή της να αναδείξει βέβαια το έργο του αδερφού της συνδέθηκε με την επιθυμία της να αισθανθεί ότι βρίσκεται κάτω από την προστασία, πνευματική ή όχι, κάποιου —όχι, μόνο για να πάρει κάποια φήμη η ίδια— πράγμα που επεξηγεί τις μετέπειτα πολιτικές συμπορεύσεις της.[1]

(περισσότερα…)

Εις συκοφάντην

~.~

ΕΙΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΝ

Είναι απ’ τα γέλια να κρατάς στ’ αλήθεια την κοιλιά σου :
με ψέγει ο Κακόκαρπος ότι τον έχω κλέψει.
Φίλος δεν έμεινε ή γνωστός που δεν τον έπιασε ήδη
με σου-σου-σου και ψου-ψου-ψου και τις γνωστές του κλάψες
για να του πει… ενός στίχου του πως βούτηξα τη δόξα !

Στα φόρα δεν κοτάει να βγει, τις τρέμει τις ντομάτες,
απ’ τη λαγουδοτρύπα του το ψέμα λιβανίζει.
Μα τέτοιος είναι, φταίει αυτός ;  Εγώ τα φταίω όλα
που ανέχτηκα τόσο καιρό τα χοιρινά του κόλπα.
Να μη σου πω, πάλι καλά που με διαβάλλει μόνο
(ούτε κι ο πρώτος είμαι δα ούτε κι ο τελευταίος)…
Για σκέψου λέει –ω βάι κι αλί– να μ’ είχε… μεταφράσει !

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ

~.~

Θωμάς Ιωάννου, Δύο ποιήματα

~.~

ΛΑΚΩΝΙΚΑ

Λακωνικά τα μάτια σου
Μου τα ’παν όλα εν ριπή
Τα βλέφαρά τους γέρνοντας στον ώμο μου
Τ’ όνειρο να σκουντήσουν

Πάει καιρός που ήταν άπιαστα
Και μήτε με τη θύμηση δε τα ’φτανα
Τις νύχτες που σημάδευα ψηλά
Τα σιδερένια τ’ ουρανού πουλιά
Να προσγειώσω πάνω μου

Μα τώρα πια σε μέρες γόνιμες
Στις κόγχες τους σαν μπαίνω
Να τα προλάβω ανοιχτά
Προτού ποτέ με κλάψουν
Ή των ομματιών τους πάρουνε
Φέγγουν οι κόρες μας σε πλήρη διαστολή
Σαν κόλπος πριν τη γέννα

Μια τρίχα άσπρη μια ρυτίδα
Κι αν δεν βρήκες πάνω μου
Μες στο κουβάρι των φλεβών
Άραγε είδες όσα έγιναν καπνός
Πίσσα και νικοτίνη στόμωσαν
Το σφυγμικό μου κύμα
Και τράτο πια δεν έχω

Μα με  συνοδηγό το βλέμμα σου
Φουλάρω πάλι την καρδιά

Μ’ ένα σκαρί αβέβαιο
Τέρμα Θεού να φτάσω

~.~

ΤΑΙΝΑΡΟ

Πήγα και ήρθα
Δυο και τρεις
Ως τον αγύριστο
Για να σε δω μια στάλα

Αλλά στο γυρισμό στιγμή δεν πάψανε
Να τρέχουν οι καθαριστήρες στο παρμπρίζ
Γυαλί να κάνουνε τα μάτια μου
Το πρόσωπό σου μη βραχεί
Απ’ του καιρού την μπόρα

Νύχτες σαν παίρνω το αμάξι μου ξανά
Με καρφωμένη την ταχύτητα στην πρώτη
Ν’ ανέβω του λαιμού την ανηφόρα σου
Τον Γολγοθά τόσης σιωπής
Τρεχάτος με τη γλώσσα έξω να διαβώ
Το σταυρουδάκι σου να σύρω
Που βαραίνει πάνω μου
Όσο με χίλιους όρκους

Απάτητο να μην αφήνω πόντο
Απ’ το δέρμα σου
Και ας στερέψει τ’ οξυγόνο μου
Στην πιο ψηλή του αίματός σου κορυφή
Άντρας με άντρα να λογαριαστώ
Με τον Ταΰγετο
Που από μικρή στα πόδια του σε έχει

Μονόπετρο να σου περάσω τον Μυστρά
Στο χώμα σου να μπω
Μέχρι το Ταίναρο

ΘΩΜΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ


Από το επερχόμενο ποιητικό βιβλίο του Θωμά Ιωάννου, Δρόμος ημιαντοχής.

~.~

Ο ψυχαναλυτής Όττο Ρανκ και το “τραύμα” της γέννησης ως αφετηρία του ανθρώπινου πολιτισμού

 

1

 

του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Το κίνημα της ψυχανάλυσης είναι γνωστό και δεν χρειάζεται ειδικές συστάσεις: οι ρηξικέλευθες παρατηρήσεις του Φρόυντ για την παιδική σεξουαλικότητα, τα στάδιά της και τη γενικότερη επίδραση της λίμπιντο (σεξουαλική ενέργεια), συγκλόνισαν την πουριτανική βιεννέζικη κοινωνία των αρχών του 20ού αιώνα, καθώς και την υπόλοιπη Ευρώπη. Ωστόσο, ο ριζοσπαστισμός της ψυχανάλυσης δεν περιοριζόταν μονάχα στην κατάδειξη της σημασίας του σεξουαλικού ενστίκτου, που τότε εθεωρείτο “ταμπού”, αλλά σηματοδότησε και κάτι ακόμη: το ιδανικό του ορθολογικού, συγκροτημένου και πειθαρχημένου ατόμου, που υποτάσσει την άλογη φύση “εξαναγκάζοντάς” τη να του αποκαλύψει τα μυστικά της, υπέρ της βελτίωσης της ζωής του, δηλαδή το κύριο ιδεώδες του αστικού πολιτισμού των Νεώτερων Χρόνων, υπέστη ένα καίριο πλήγμα. Η διάκριση του ψυχισμού σε συνειδητό και ασυνείδητο, θεμελιώδης προϋπόθεση για την ψυχανάλυση, ήταν αρχικά μια εξευτελιστική επίγνωση που οι άνθρωποι δυσκολεύονταν ν’ αποδεχτούν. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, μέσα στον ανθρώπινο ψυχισμό υπάρχει ένα μεγάλο άλογο τμήμα, το οποίο μας επηρεάζει σημαντικά εν αγνοία μας και εκδηλώνεται μέσα από τις γλωσσικές παραδρομές και τα όνειρα. Το μη συνειδητό διαιρείται με τη σειρά του σε δύο τμήματα: αυτό του ασυνειδήτου, που αδυνατεί από μόνο του να γίνει συνειδητό διότι υπέστη “απώθηση” από τον μηχανισμό της αντίστασης, και εκείνο του προσυνειδητού, που είναι απλώς ένα λανθάνον συνειδητό. Κάνοντας μία ακόμη διάκριση, ο Φρόυντ ονόμασε «Εγώ» το συνεκτικό πυρήνα που αντιπροσωπεύει τη λογική και προκαλεί τις απωθήσεις, ενώ αποκαλεί «Αυτό» (η έννοια αντλήθηκε από τον παθολόγο Γκέοργκ Γκρόντεκ, που την είχε δανειστεί με τη σειρά του από τον Νίτσε), το σκοτεινό τμήμα του ψυχισμού που αντιπροσωπεύει τα πάθη. Πάντως, το Αυτό, αντιπροσωπεύοντας τα πάθη, λειτουργεί με βάση την αρχή της ηδονής, σε αντίθεση με το Εγώ που λειτουργεί με την αρχή της πραγματικότητας. Βέβαια, τα όρια ανάμεσα στο Εγώ και το Αυτό είναι αρκετά ασαφή, αφού αυτά επικοινωνούν. (περισσότερα…)

Ηλίας Λάμβδα (5. 7. 1958 – 5. 10. 2005)

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Για τον φιλαναγνώστη, η συγκεντρωτική έκδοση του έργου ενός ποιητή αντιπροσωπεύει πάντοτε μια ιδιαίτερη στιγμή, τη στιγμή της μετατόπισης του βλέμματος. Από τα καθέκαστα και τις λεπτομέρειες που πρώτα προείχαν, όταν κανείς είχε εμπρός του μόνο σκόρπια δημοσιεύματα, η εντύπωση γίνεται τώρα γενική, ο παρατηρητής κάνει ένα βήμα προς τα πίσω και βλέπει τα ξεχωριστά κομμάτια να παραχωρούν τη θέση τους σ’ ένα όλον, ένα πανόραμα που ώς τότε ήταν ακόμη δυσδιάκριτο, μισοκρυμμένο.

Τις πιο πολλές φορές αυτό το όλον, η γενική εικόνα, σαφηνίζει εκ των υστέρων και τα επιμέρους. Τυχόν απορίες ή τυφλά σημεία στην κατανόηση παραμερίζονται, το ένα ποίημα έρχεται να φωτίσει το άλλο, η μία συλλογή την επόμενη, οι κενές ψηφίδες του παζλ παίρνουν την οριστική τους θέση.

Συνήθως.

Στην περίπτωση των Ποιημάτων του Ηλία Λάγιου, αυτού του πολύτιμου τόμου που μας δώρισε ο Ίκαρος και η άοκνη φροντίδα της Άννας Περιστέρη, αυτό το συνήθως, φοβάμαι, προσώρας τουλάχιστον, δεν βρίσκει εφαρμογή. Είναι τέτοιο το ογκώδες περιεχόμενο αυτών των κοντά οχτακοσίων σελίδων, είναι τέτοια η δαιδαλική πολυμορφία της ποιητικής ύλης που μας προσφέρεται, πολυμορφία τεχνοτροπική, υφολογική, θεματική, γλωσσική ακόμη, ώστε το πρώτο ξεφύλλισμα του βιβλίου προκαλεί, ακόμη και στον πολύπειρο, τον περπατημένο αναγνώστη μιαν αίσθηση ανασφάλειας, σχεδόν ιλίγγου. Όσοι γνώριζαν από τον Λάγιο ώς τώρα κάποια μόνο, ας είναι και τα περισσότερα, βιβλία του, και τέτοιοι είμαστε εικάζω οι περισσότεροι εδώ, θα βρέθηκαν περιδιαβάζοντας αυτόν τον τόμο όχι λίγες φορές προ εκπλήξεως. (περισσότερα…)