~.~
του ΓΙΑΝΝΗ ΛΕΙΒΑΔΑ
Η βελόνα ενός τρανζίστορ που ακούγεται κάμποσα μέτρα πιο πέρα, σε μια πλατιά βεράντα, μετακινήθηκε προφανώς από πτώση ή από κάποια κίνηση λανθασμένη και αντηχεί μια μελωδία ραδιοφωνικών παρασίτων τα οποία αιωρούνται σε πολύ χαμηλό ύψος συντονισμένα με τις φωνές των τζιτζικιών.
Το δύο χιλιάδες είκοσι ένα, έτος ενός επερχόμενου χρονικού καταλοίπου, οι ευκαιριακές εντυπώσεις της καθημερινότητας ανάγονται σε κριτική ικανότητα. Oι εντυπώσεις αυτές, φορείς επιφύλαξης απέναντι στην ερεβώδη συνέπεια που διέπει το άπαν, είναι εκείνες που θεσπίζουν όλα τα είδη εκλαϊκευμένου ιδεαλισμού, συμπεριλαμβανόμενης βεβαίως και της πολιτισμικής αυτοϊκανοποίησης.
Μιλώ, εν ολίγοις, για μια αποπραγματοποίηση του κόσμου όπου ακριβέστερη επιρροή και συνθήκη είναι ο λεγόμενος αξιοπρεπής σολιψισμός, ο σολιψισμός εκείνος, δηλαδή, ο οποίος φέρει ένα προνόμιο ασχεσίας μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας και πολύ περισσότερο μεταξύ γλώσσας και αλήθειας∙ φέρει την ανωτερότητα ενός όρου ο οποίος τίθεται οπωσδήποτε ενάντια στην είδηση της αλήθειας, δίχως να ενδιαφέρεται για την αλήθεια: δεν διαθέτει γλώσσα, μα φωνή και σύμφωνα με αυτόν η φωνή δεν είναι παρά η πλέον ερίτιμη οδηγήτρια του όντος προς τον εαυτό του – λόγω της τέρψης που προσφέρει η αίσθηση κατοχής μίας φωνής. Το ποιόν της σχέσης του με την αλήθεια, άλλωστε, αναφαίνεται μέσω αυτής ακριβώς της ανάγκης κατοχής. Αφ’ ετέρου, οι πιστοί αυτής της ασχεσίας στην οποία πρωτοστατεί η φωνή συχνότατα μεταχειρίζονται το φαινόμενο της σιωπής, κατ’ ανάλογο τρόπο, για να δικαιολογήσουν τα της φωνής. Συνεπώς πρόκειται για μια αποπραγματοποίηση, η οποία είναι αυθεντική και, κατά την αφόρμησή της, τυπική, πλήρως δικαιολογημένη.
Αυτός ο σολιψισμός, ευδαιμονικός κατά τους νόμους της αισθητικής και καλλιτεχνικής «Αριστεράς», (του γνωστού κατάλοιπου του εικοστού αιώνα, σύμφωνα με το οποίο καθένας μη ικανός να αντιμετωπίζει τη ζωή στο πεδίο της ποίησης και την ποίηση στο πεδίο της ζωής, παίρνει την ποίηση τόσο σοβαρά όσο δεν παίρνει τη γλώσσα και τη φωνή πιο σοβαρά από την ποίηση1) τα τελευταία χρόνια εκλαμβάνεται από πολλούς ως λογοτεχνική «υπεροχή», grandeur. Σ’ αυτές τις «ποιητικές κοινοκτημοσύνες», οι οποίες εντούτοις απαρτίζονται από Λουδοβίκους, ο ποιητής είναι καθετί εκτός από πρόβλημα, και για να είμαι πιο ακριβής, εκτός από υπονομευτικό πρόβλημα, εκτός από άλυτο πρόβλημα∙ καθετί εκτός από δημιουργός ποίησης2.
Όταν, πριν από δύο δεκαετίες, έκανα λόγο για το πως «η ποίηση είναι προνόμιο», εννοούσα αυτό ακριβώς κι αυτό αποτύπωσα σ’ εκείνης της εποχής τα δοκίμια. Προνόμιο είναι το άλυτο πρόβλημα, εφόσον ο ποιητής είναι καταδικασμένος σε ασύμφορη απογρίφωση της περιεχομενικής απειρότητας.
Εντάσσεται, λοιπόν, κανείς σε ένα τέτοιο πλαίσιο, σε οποιοδήποτε πλαίσιο, ώστε να γίνει πλαισιωμένος, ώστε να μην ομολογεί την απουσία ποιητικού προβλήματος και, ευλόγως, να χάσει κατά τρόπο δημοφιλή και ανεκτό τον χρόνο της ζωής του αποφεύγοντας το (ας το χαρακτηρίσω έτσι σε αυτή τη φάση, εντελώς τυπικά) άτρωτο σημαινόμενο της ποίησης.
Το γίγνεσθαι της ποίησης, κατά το σημαινόμενό της, είναι κενό διότι υπόκειται σε άγνωρη ελευθερία. Ο ποιητής με κάθε στίχο επιφέρει το άλφα του και το ωμέγα του, καταλύει το άλφα του και το ωμέγα του.
Η λέξη σήμερα δεν είναι σημερινή καθώς η λέξη αύριο δεν είναι αυριανή. Το ποίημα ως επί το πλείστον υστερεί του ποιητή. Όπου μύγα και ξίγκι.
Ποια είναι η έσχατη παραδοχή, ποιο είναι τελικώς το ζήτημα, και πού εδράζει, διότι το κοινό ζήτημα δεν είναι άλλο από εκείνο το αμείωτο πλέγμα αντιλήψεων το οποίο ευρύτερα φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού∙ το πως ο ποιητής το έχει ξεπεράσει, εκτιμάται ως εκτροπή, από την άλλη πλευρά χαρακτηρίζεται κάποιος ποιητής με βάση αυτού του πλέγματος την αβελτίωτη κατάσταση, την κοινή δηλαδή κατάσταση. Όχι με βάση την ποίηση. Γι’ αυτό ο ποιητής παρακάμπτεται, απορρίπτεται, κι αυτό είναι, όπως το έχω θίξει επανειλημμένα, απολύτως δίκαιο. Μια κοινωνία σε τέτοιο χάλι δεν θα μπορούσε παρά ν’ αναγνωρίζει τον ποιητή μόνο εξαιτίας κάποιας μη εκμεταλλεύσιμης μεταθανάτιας συνεπειακής δριμύτητας, η οποία εντέλει εκλαμβάνεται ως πρέπον συνοδευτικό του ρου μιας ανούσιας ζωής.
Ο ποιητής, όχι ο ποιητής, κρίνεται με βάση τις κοινές διαδώσεις, και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, με βάση τη θεαματική επαναφορά σε αυτές μετά από κάποια «προσπάθεια απελευθέρωσης» απ’ αυτές, διότι η ανεπιτυχής προσπάθεια απελευθέρωσης από τις κοινές διαδώσεις είναι εκείνη για την οποία πλέκονται οι στέφανοι. Αυτή η κριτική έδραση, μολονότι αποδίδει γνωρίσματα της έρευνας και της λογοτεχνίας του δέκατου ένατου αιώνα, εκτίθεται περίοπτα στις μέρες μας ως σύγχρονη, μοντέρνα.
Στο όνομα ενός κοινού εαυτού, λοιπόν, αρνείται κανείς την αλήθεια και φαντάζεται πως της αφαιρεί κάθε ουσία και επιρροή επιλέγοντας να κατασκευάζει, να συναρμολογεί, λεκτικά μνημεία προς τιμή των εξαιρετικών του «ορίων αντοχής» ή μιας προσωποπαγούς «σωτηρίας».
Ο μέγιστος των λογικών διανοητών των τελευταίων εκατό χρόνων επεσήμανε εύστοχα, αν όχι αλάθητα, πως η αυθεντική θέληση σχετίζεται με το απόλυτο κόστος∙ προεκτείνω εδώ αυτή τη σκέψη λέγοντας πως η θέληση για δημιουργία, ή απλά η δημιουργία, είναι απόλυτο κόστος. Δεν πρόκειται για μια «παρούσα κατάσταση», δεν πρόκειται, δηλαδή, για πτώσεις, πλήγματα ή εξυψώσεις καθώς τόσο οι πτώσεις, τα πλήγματα και οι εξυψώσεις δεν έχουν εξ ορισμού σχέση με την ποίηση. Εάν δεν λειτουργούν με ποίηση είναι απλές παραμορφώσεις, εάν λειτουργούν με ποίηση είναι απλές μεταμορφώσεις. Από τη μεταμόρφωση ως την ποίηση, όμως, μεσολαβεί η δημιουργία.
Καθετί, λοιπόν, που τελεσιδικεί στο πεδίο της πρόθεσης∙ η οποία, σήμερα, δεν ανάγεται πια (μετά τη μοντερνιστική ολοκλήρωση) στην ποιητική δημιουργία μα στην κοινωνική ή επικοινωνιακή διακριτότητα, δεν εμπίπτει σε κάποιο κόστος δημιουργίας μα σε κάποιο κόστος συμμετοχής, σε αμοιβή έναντι θεσπισμένου ασύμφορου. Η ποίηση, απεναντίας, λειτουργεί στο αθέσπιστο.
Η ποίηση συγκρίνεται, αντικαθίσταται, μεταβάλλεται μέσω ποίησης, αυτό σημαίνει πως όλες οι έτερες επεξεργασίες καταλήγουν σ’ ένα βδελυρό θεώρημα που μοιάζει τραγικά με εκείνο των καρτερικών βασάνων για την είσοδο στη βασιλεία των ουρανών∙ των θρησκευτικών όσο και των πολιτικών ουρανών. Η προτεραιότητα είναι ολοφάνερη, τουλάχιστον τόσο όσο είναι και η απουσία μιας τέτοιας προτεραιότητας στην ποίηση, η οποία είναι συνυφασμένη με την ολική μεταβολή του πεπρωμένου, με την αδιάλειπτη ανάθεση πεπρωμένου. Γι’ αυτόν τον λόγο κάθε στιχική αυτοβιογραφία αποδίδει βαθμούς κοινής πραγματικότητας ως ένα, επίσης κοινό, μη περαιτέρω, ώστε να διασώζονται, στην υπάρχουσα κατάστασή τους, οι αποδέκτες. Εξαπατά κανείς, δηλαδή, πάντοτε στον βαθμό που εξαπατάται.
Σε πλήρη αντίθεση με τη γενικότητα του ανθρώπου, ο ποιητής αυτοπροσδιορίζεται μέσω της απουσίας σταθερού σημείου, δεν αναλώνεται στην προσπάθεια κατασκευής σταθερού σημείου∙ (το οποίο συνήθως περιέχει την ένταση μιας επιτακτικής επικοινωνίας) η προσπάθεια αυτή αποτελεί ισχυρότατη απόδειξη μη-ποίησης. Η ποίηση αποτελεί απόδειξη ειδικότατης σχέσης με την αέναη αστάθεια, με τη διαρκώς αναποκάλυπτη ουσία.
Ας υποτεθεί, έστω, λοιπόν, πως δεν ξέρω τι λέω. Δεν ξέρω τι γράφω: μια διορατικότητα αποφασιστικής μοναξιάς, ετερότητας, επιφέρεται ποίηση∙ μια μη αντιμετωπίσιμη πράξη διαρκείας με επίσης μη αντιμετωπίσιμη διάρκεια.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ