Ηλίας Λάμβδα (5. 7. 1958 – 5. 10. 2005)

 

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Για τον φιλαναγνώστη, η συγκεντρωτική έκδοση του έργου ενός ποιητή, αντιπροσωπεύει πάντοτε μια ιδιαίτερη στιγμή, τη στιγμή της μετατόπισης του βλέμματος. Από τα καθέκαστα και τις λεπτομέρειες που πρώτα προείχαν, όταν κανείς είχε εμπρός του μόνο σκόρπια δημοσιεύματα, η εντύπωση γίνεται τώρα γενική, ο παρατηρητής κάνει ένα βήμα προς τα πίσω και βλέπει τα ξεχωριστά κομμάτια να παραχωρούν τη θέση τους σ’ ένα όλον, ένα πανόραμα που ώς τότε ήταν ακόμη δυσδιάκριτο, μισοκρυμμένο.

Τις πιο πολλές φορές αυτό το όλον, η γενική εικόνα, σαφηνίζει εκ των υστέρων και τα επιμέρους. Τυχόν απορίες ή τυφλά σημεία στην κατανόηση παραμερίζονται, το ένα ποίημα έρχεται να φωτίσει το άλλο, η μία συλλογή την επόμενη, οι κενές ψηφίδες του παζλ παίρνουν την οριστική τους θέση.

Συνήθως.

Στην περίπτωση των Ποιημάτων του Ηλία Λάγιου, αυτού του πολύτιμου τόμου που μας δώρισε ο Ίκαρος και η άοκνη φροντίδα της Άννας Περιστέρη, αυτό το συνήθως, φοβάμαι, προσώρας τουλάχιστον, δεν βρίσκει εφαρμογή. Είναι τέτοιο το ογκώδες περιεχόμενο αυτών των κοντά οχτακοσίων σελίδων, είναι τέτοια η δαιδαλική πολυμορφία της ποιητικής ύλης που μας προσφέρεται, πολυμορφία τεχνοτροπική, υφολογική, θεματική, γλωσσική ακόμη, ώστε το πρώτο ξεφύλλισμα του βιβλίου προκαλεί, ακόμη και στον πολύπειρο, τον περπατημένο αναγνώστη μιαν αίσθηση ανασφάλειας, σχεδόν ιλίγγου. Όσοι γνώριζαν από τον Λάγιο ώς τώρα κάποια μόνο, ας είναι και τα περισσότερα, βιβλία του, και τέτοιοι είμαστε εικάζω οι περισσότεροι εδώ, θα βρέθηκαν περιδιαβάζοντας αυτόν τον τόμο όχι λίγες φορές προ εκπλήξεως.

Υπάρχει πράγματι κάτι το χαοτικό στο έργο του Λάγιου. Μια διαρκής αγωνιώδης αναζήτηση που διαψεύδει συστηματικά, από σελίδα σε σελίδα, τις προσδοκίες του αναγνώστη, που αναδεύει διαρκώς τις μόλις καταλαγιασμένες εντυπώσεις του, και που αναιρεί επιμόνως τα όποια συμπεράσματα, στα οποία τείνει να καταλήξει. Μίτος οδηγητικός άμεσα διαθέσιμος εδώ δεν υπάρχει. Κι αν κρίνω από τις έως τώρα απόπειρες να ειδωθεί ο Λάγιος από ορισμένη σκοπιά, πολιτική ή θεολογική ή και τεχνοτροπική ακόμη, τέτοιος μίτος δεν πρόκειται να υπάρξει ούτε στο ορατό μέλλον. Το πιθανότερο είναι κάθε ερμηνευτής να επιχειρήσει να χαράξει ένα δικό του μονοπάτι, μια δική του διαδρομή στην ενδοχώρα αυτού του έργου. Μένει να δούμε ποια απ’ αυτά τα μονοπάτια θα αποδειχθούν πολυσύχναστα και ποια θ’ αφεθούν να χορταριάσουν στον χρόνο.

Ο ίδιος ο Λάγιος είχε πλήρη επίγνωση του κύριου προβλήματος που θέτει στους αναγνώστες του, του προβλήματος της ενότητας του έργου του. Σε μια του, ημερολογιακού τύπου, σημείωση, που περιλαμβάνεται στην Πράξη υποταγής γράφει:

«Σωστά. Ενότητα του Παλαμά είναι (και μόνον) ο ίδιος ο Παλαμάς.»

Η κατάφαση εδώ απευθύνεται φυσικά στον Σεφέρη. Στη δοκιμή του για τον Παλαμά, πίσω στη δεκαετία του ’40, ο Σεφέρης σημείωνε:

«Είπανε πως ο Παλαμάς δεν είναι καλός ποιητής γιατί δεν έχει ενότητα. Πρώτα, η ενότητα του Παλαμά είναι ο Παλαμάς. Έπειτα, καλύτερα είναι να προσέξουμε τι μας εξομολογείται ο ίδιος πάνω σ’ αυτό το θέμα: ‘έχω τη συνείδηση’ γράφει στα 1921 ‘πως ένας δεν είμαι’. Είμαι όχι με το αλλά με τα εγώ μου.»

Τα δύο αυτά, και την κρίση του Σεφέρη, και, ιδίως, την αυτοπεριγραφή του Παλαμά, θα ήταν χρήσιμο να τα κρατήσουμε προ οφθαλμών. Ιδίως η κατανόηση της σχέσης του Λάγιου προς τον Παλαμά, όπως θα επιχειρήσω να δείξω πιο κάτω, μου φαίνεται για την κατανόηση του νεώτερου ποιητή άκρως διαφωτιστική. Μόνο που ακόμη και σε σύγκριση με τον Παλαμά, αυτό μπορεί να ειπωθεί ήδη, ο Λάγιος είναι ποιητής ακόμη πιο δύσβατος, ακόμη πιο προβληματικός.

 

* * *

 

Ποιος είναι αυτός που μας μιλάει αλήθεια στα ποιήματα του Ηλία Λάμβδα; Ποιος είναι ο υποβολέας πίσω απ’ τις Πράξεις που διαρκώς σκηνοθετεί; Είναι μήπως τα ποικίλα ψευδώνυμα, οι περσόνες, οι ρόλοι που υποδύεται; Είναι οι φωνές των ποιητών του παρελθόντος που μας υποβάλλει, όταν τους κοπιάρει ή τους παρωδεί; Είναι οι απαιτήσεις του ύφους, το εκπληκτικό εκφραστικό του ρεπερτόριο, οι ειδολογικοί αυτοματισμοί που τον παρασύρουν; Mήπως είναι οι μορφικές συμβάσεις, η ανάγκη του διαρκώς να ξεφεύγει από τα ήδη γνωστά και ν’ ανοίγεται, πάντα παίζοντας, στο ακόμη αδοκίμαστο, που ρυθμίζει τελικά τη φωνή του; Ή μήπως είναι όλα αυτά προσωπεία χρηστικά, ένα στρώμα λεπτό επιφανείας; Κι αν ισχύει το δεύτερο, και όλα αυτά συνιστούν απλώς ένα alter ego, πολλαπλό έστω, το proprium ego του Λάγιου, το κύριο εγώ του, ποιο είναι εντέλει;

Το ερώτημα αυτό φυσικά, το ερώτημα για το ποιητικό εγώ, μας μπάζει αυτομάτως σε άλλα χωράφια, αν και όχι κατ’ ανάγκην ξένα. Στην κατανόηση της συγκρότησης του εγώ, της ενότητας ή αποσπασματικότητας, της συνέχειας ή της ασυνέχειάς του, η σύγχρονη σκέψη, από τη φιλοσοφία ώς τις νευροεπιστήμες, έχει συνεισφέρει πολλά. Αλλά και η λογοτεχνία ομοίως. Από τον Ρεμπώ ώς τον Πεσσόα, για να φέρω δυο μόνο παραδείγματα, ο δρόμος είναι μακρύς. Σ’ αυτόν τον δρόμο, ωστόσο, ο Λάγιος είναι αμέσως μετά τον Παλαμά ένας από τους σημαντικότερους ελληνικούς σταθμούς.

Εντύπωσή μου είναι ότι την πολυπρισματικότητα του Λάγιου, όλη αυτή την εσωτερική πολυφωνία του έργου του, σήμερα δεν του την πιστώνουμε, αλλά του την χρεώνουμε. Και αντί το βλέμμα μας να πλαταίνει για να την συμπεριλάβει, στενεύει για να την περιορίσει. Ο Λάγιος από ένα σημείο και μετά προκαλεί δυσφορία, γιατί κάνει τον αναγνώστη του να αισθάνεται ανεπαρκής. Του υπενθυμίζει διαρκώς πόσο μερικά κι εντοπισμένα είναι τα ενδιαφέροντά του, πόσο λίγες από τις ατραπούς της λογοτεχνίας έχει στ’ αλήθεια περπατήσει. Ο αναγνώστης, πάλι, επιστρέφει στον ποιητή αυτή του τη δυσφορία, και την αποδίδει μνησίκακα στην ανάγκη του να επιδειχθεί, στην αδυναμία του ν’ αυτοπειθαρχηθεί, να συμμαζευτεί τέλος πάντων σ’ ένα σχήμα σεμνότερο. Κι απαλλαγμένος έτσι από το άγχος, αντί για τη συνθετική ματιά, αισθάνεται ελεύθερος να επιλέξει την περιοριστική, αντί για την καθολική εικόνα, την απλουστευμένη.

Τρέχουσα εκδοχή αυτής της απλούστευσης, που μου φαίνεται σήμερα και η κυρίαρχη, είναι –τι άλλο;– ο εύκολος βιογραφισμός. Δεν μιλάω μόνο για τις δέλτους της επίσημης κριτικής μας, αλλά και για κείνες τις άγραφες της διαχεόμενης φήμης. Στα ενδιαιτήματα αυτής της τελευταίας, το έργο του Λάγιου βλέπεται σήμερα υπό το πρίσμα του βίου του. Η ζωή του, τα συμβάντα της, όσα έτυχε να διαβάσουμε ή ν’ ακούσουμε γι’ αυτόν, ιδίως αυτά που κυκλοφορούνται από στόμα σε στόμα, κι όσα εκπορεύονται απ’ αυτούς που τον γνώρισαν, η ζωή του Λάγιου λοιπόν, έχει πάρει προ πολλού την αίγλη του θρύλου. Η βιογραφία του Λάγιου είναι πια ένα ποίημα, ένα αφήγημα, ένα δημοφιλές παραμύθι. Με τη διαφορά ότι ποιητής και αφηγητής και παραμυθάς εδώ δεν είναι ο Λάγιος, αλλά εμείς. Εμείς όλοι.

Ήδη σήμερα, μετά τον Σολωμό και τον Καρυωτάκη (ή μήπως κιόλας πριν από αυτούς;) ο Λάγιος είναι ο ποιητής μας που οι ομότεχνοι του έχουν αφιερώσει τα περισσότερα εγκώμια. Αυτού του είδους τα αφιερώματα, ξεκίνησαν να γράφονται πριν απ’ τον θανατό του, και μετά απ’ αυτόν πολλαπλασιάζονται με ρυθμό εντυπωσιακό.

Ας αναλογιστούμε μια στιγμή. Τι βλέπει αλήθεια το σινάφι μας στον ποιητή Ηλία Λάγιο, τι ακριβώς τιμά στο πρόσωπό του; Τιμά τον τεχνίτη βεβαίως. Τιμά τον φίλο επίσης. Τιμά τον νέο άντρα ακόμη, που τέλειωσε μ’ αυτόν τον τρόπο. Προπάντων όμως τιμά τον ήρωα. Στο πρόσωπο του Ηλία Λάγιου, όλοι εμείς, τιμoύμε τον ήρωα.

Διευκρινίζω. Ο ανθρώπινος τύπος του poet maudit, του καταραμένου ποιητή, αν και με καταβολές πολύ αρχαιότερες, χρονικά μας παραπέμπει στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Κατ’ όνομα, ο maudit είναι βεβαίως αντιήρωας. Στην πράξη όμως οι αντιήρωες είναι εξίσου ηρωικοί. Αν o κατ’ εξοχήν ποιητής-ήρωας της νεωτερικότητας είναι ο εθνικός ή κοινωνικός βάρδος, ο καταραμένος ποιητής βρίσκεται στους αντίποδές του. Αυτό που τους διαφορίζει είναι το ακροατήριο που τους τιμά και τους δοξάζει. Ο εθνικός ποιητής απευθύνεται στους πολλούς, στις πατρίδες και τα έθνη και τα σύνολα που εμπνέουν· ο καταραμένος ποιητής στους ελάχιστους, το πιο συχνά στην κλειστή συντεχνία που τον λατρεύει γιατί βλέπει σ’ αυτόν να δικαιώνεται η αγωνία της ή να κολακεύεται η εσωστρέφειά της.

Ωστόσο, άμα προσέξουμε καλά, θα δούμε ότι ποιητές εθνικοί και καταραμένοι, ήρωες κι αντιήρωες είναι φτυστοί αναμεταξύ τους. Ήρωες κι αντιήρωες επιτελούν το ίδιο έργο: παρηγορούν και παροτρύνουν, παραδειγματίζουν και καθοδηγούν, δείχνουν εντέλει το δρόμο, έναν τρόπο του φέρεσθαι, του ζην και του θνήσκειν. Η μεγάλη κοινωνία, η κοινωνία των πολλών, τιμά και λατρεύει εκείνους που νομίζει ότι εκφέρουν τα πάθη της. Η συντεχνιακή μας μικροκοινωνία, αυτή η παρέα των λίγων, τέτοια που είναι, απομονωμένη και αυτάρεσκη, δύσκολη, δύστροπη και ερμητική, τι πιο φυσικό απ’ το να λατρεύει και να τιμά, εκείνους που νομίζει ότι της μοιάζουν;

Τονίζω αυτό το «νομίζει», και σπεύδω να κλείσω την παρέκβαση εδώ. Αυτό που θέλω να πω είναι το εξής: στο πρόσωπο του Ηλία Λάμβδα, πολλοί θέλουν να βλέπουν τη φρέσκια εκδοχή του καταραμένου ποιητή, του ηρωικού αντιήρωα της συντεχνίας, τον παρεξηγημένο πλην ιδιοφυή καλλιτέχνη· έναν νέο Καρυωτάκη με δυο λόγια. Όμως ο Λάγιος δεν είναι ο νέος Καρυωτάκης· αυτός ο στενός κορσές δεν του ταιριάζει. Εδώ ο ίδιος ο Καρυωτάκης δεν είναι αυτός που ο μίζερος καρυωτακισμός, μεσοπολεμικός και νεώτερος, μας καταδίκασε να βλέπουμε εφ’ όρου ζωής. Το έργο του Ηλία Λάμβδα δεν αφορά, δεν θα ’πρεπε ν’ αφορά μόνο τους ολίγιστους μύστες, τους έγκλειστους των τειχών, τους ιδανικούς αυτόχειρες. Είναι τέτοιο το πλάτος και το βάθος του, το βάρος και η σημασία του που αφορά δυνάμει πολλούς περισσότερους αναγνώστες. Καθήκον μας κριτικό, αν μας αναλογεί τέλος πάντων ένα τέτοιο, είναι να ξεδιπλώσουμε αυτό το δυνάμει, να αποδεσμεύσουμε τον ποιητή Λάγιο από το βάρος του θρύλου του και να δείξουμε με όση ενάργεια μπορούμε και τ’ άλλα του πρόσωπα.

Να δείξουμε φερ’ ειπείν ότι στον Λάγιο, το στοιχείο της αθωότητας, της naïveté που θα ’λεγαν οι ρομαντικοί, και που δεν είναι διόλου η δική μας αφέλεια, ότι το στοιχείο της αθωότητας λοιπόν είναι κυρίαρχο, χωρίς αυτό ν’ αντιστρατεύεται ούτε στιγμή τη στοχαστική εμβρίθεια των ποιημάτων του. Να δείξουμε ότι σε αντίθεση με τη γενική ποιητική κατήφεια σήμερα, στον Λάγιο δεσπόζει το κέφι, το στοιχείο της χαράς, της χαράς πρώτα πρώτα εμπρός στο γεγονός της γραφής. Να δείξουμε ότι αυτός ο ποιητής μας έχει χαρίσει ορισμένα από τα πιο ωραία, από τα πιο γενναιόδωρα ερωτικά κείμενα της γλώσσας μας. Να δείξουμε ότι ο παιγνιώδης Λάγιος, ο αρχιπαρωδός κι ο κωμωδιογράφος, είναι ένας ποιητής απολύτως σοβαρός, πάει να πει: ευθύς κι εύστοχος κατά τα μέσα που επιλέγει. Να δείξουμε τέλος ότι ο Λάγιος είναι το ίδιο σπουδαίος ποιητής, ακόμη κι όταν καταπιάνεται με ποιήματα περιστασιακά, που η σοβαροφάνειά μας τόσο τα σνομπάρει, ακόμη κι όταν γράφει ένα μοιρολόι για έναν προσφιλή του νεκρό, ή ένα πείραγμα για έναν αγαπημένο του φίλο.

Όπως και να ’χει, ό,τι κι αν νομίζουμε εμείς γι’ αυτόν, όσο κι αν τον βρίσκουμε ή δεν τον βρίσκουμε της αρεσκείας μας, ο Ηλίας Λάμβδα υπήρξε προ παντός αυτό: ποιητής πλήρης. Υπήρξε ποιητής πλήρης με την έννοια που ποιητής πλήρης υπήρξε πάνω απ’ όλους ο Παλαμάς. Τουτέστιν, ποιητής ανοιχτός σ’ όλες τις όψεις της ανθρώπινης εμπειρίας, που δεν καταφρόνησε τίποτα, μικρό ή μεγάλο, και που έχοντας τους πόρους του τους ποιητικούς πάντα ανοιχτούς ήξερε να χύνει σε στίχους όλο του τον εμπειρικό και διανοητικό κόσμο διαρκώς, κάθε στιγμή.

Σ’ αυτήν την πληρότητα βρίσκεται και η ενότητα του έργου του, που τόσο μας προβληματίζει, και που μες στον προβληματισμό μας αυτόν βιαστήκαμε ενίοτε να  την κηρύξουμε αγνοούμενη.

 

* * *

 

Υποσχέθηκα όμως να σας μιλήσω και για τη σχέση του Λάγιου με τον Κωστή Παλαμά. Τα όσα ήδη έχω υπαινικτικά αναφέρει, υποσημειώνουν ίσως το γιατί. Και μόνη η εντατική ενασχόληση του ίδιου του Λάγιου με τον Μεσολογγίτη, τα κείμενα που έγραψε γι’ αυτόν, τα βιβλία του που προλόγισε, η ανθολογία των ποιημάτων του που φρόντισε, το πλήθος των άμεσων ή έμμεσων αναφορών στο πρόσωπο ή στο έργο του, και μόνο αυτή η ενασχόληση θ’ αρκούσε νομίζω να μας πείσει ότι έχουμε εδώ να κάνουμε με μια σχέση για τον Λάγιο ζωτική, μ’ ένα ερμηνευτικό κλειδί βασικό για την κατανόηση του κόσμου του.

Ο Παλαμάς υπήρξε για τον Λάγιο το θετικό πρότυπο. Λέω θετικό, γιατί ο Λάγιος είχε κι ένα πρότυπο αρνητικό, στα γραπτά του δεν μασάει τα λόγια του, παραπέμπω λ.χ. στη σελίδα 118 του συγκεντρωτικού τόμου των ποιημάτων του, εκεί μπορεί κανείς να δει τη γνώμη του γλαφυρή και ανάγλυφη, εκεί θα βρει και όλους όσους εξαιρεί απ’ αυτήν. Το πρότυπο αυτό το αρνητικό ήταν η λεγόμενη Γενιά του ’70. Ο Λάγιος ξεκινάει να γράφει τη δεκαετία του ’70, διαμορφώνει επομένως την αυτοκατανόησή του τη συγγραφική μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτής της δεκαετίας. Τι λογής μετεωρολογικά φαινόμενα συντελέστηκαν σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα; Ένας από τους γνωστότερούς της εκπροσώπους, ο Κώστας Μαυρουδής τα συνόψισε, υποδειγματικά νομίζω, σε μια πυκνή παράγραφο. Η ομάδα των ποιητών του ’70, γράφει εκεί:

«μας έδωσε τη στροφή σε μιαν ιδιότυπη ατομικότητα, στο προσωπικό χαμηλόφωνο πάθος, στο στοιχείο της ειρωνείας, στην απεμπόληση του δραματικού, στην απομάκρυνση από το πολιτικό πνεύμα του μεταπολέμου που κυριαρχούσε. Έχασε, βέβαια, τη σχέση της με την αναζήτηση του υπερβατικού και της ουσίας του, τις μεταβάσεις προς ένα ιδεώδες, τη στοχαστική απορία για το άγνωστο και τον κόσμο. […] έκανε πιο κοσμικό, πιο καθημερινό το ποιητικό υλικό, ελαφρύνοντας τη φόρμα και ακολουθώντας το ρηματικό ήθος της εποχής.»

Αν υπάρχει μια προσφυής περιγραφή του ποιητικού κόσμου του Λάγιου, θα την βρούμε νομίζω σ’ αυτές τις γραμμές. Φτάνει πρώτα ν’ αντιστρέψουμε τα πρόσημα, ν’ αναποδογυρίσουμε τον καθρέφτη. Έτσι, ειδικά το πάθος του Λάγιου είναι μεγαλόφωνο, συχνά και υψίφωνο· το δραματικό στοιχείο, κάποτε και το μελοδραματικό, το οπερατικό δηλαδή, προέχει· η ειρωνεία του είναι εντελώς άλλη από την ψυχρή, διανοουμενίστικη, αμέτοχη ειρωνεία των περισσότερων ομοτέχνων του, είναι μια ειρωνεία μαχητική και οργισμένη, μια ειρωνεία συχνά πληγωμένη· η ατομικότητά του είναι μεν ιδιότυπη, αλλά ακριβώς επειδή παραχωρεί τόσο τόπο και έδαφος στην αναζήτηση της κοινότητας, και της φιλίας. Ο Λάγιος είναι ποιητής κατεξοχήν της αναζήτησης του υπερβατικού, είναι επίσης βαθιά ελεγειακός, πάει να πει αμετανόητος εραστής του ιδεώδους, οσοδήποτε άπιαστο κι αν του αποδεικνύεται αυτό κάθε φορά. Είναι ακόμη ποιητής απορητικός, που στέκεται με δέος εμπρός στον κόσμο και το μυστήριό του. Επιπλέον, είναι ποιητής βαθιά θεολόγος, καίτοι άθεος, και άθρησκος –­ ίσως ακριβώς γι’ αυτό. Ακόμη και η ενασχόληση με τα καθημερινά είναι γι’ αυτόν ιερουργία, τελετή αγιαστική ή συνειδητά ιερόσυλη.

Τέλος, ο Λάγιος είναι –προφανώς !– ο ποιητής της βαριάς φόρμας, ο ποιητής για τον οποίο η σμίλευση της μορφής είναι το πρώτο μέλημα του τεχνίτη. Είναι το αίτημα ακριβώς της μορφής που παρακίνησε τον Λάγιο εγκαίρως να ξεφύγει από το αδιέξοδο της μονοκαλλιέργειας του ελεύθερου στίχου και ν’ αναζητήσει αλλού διαφυγή, στις έμμετρες φόρμες ή στο πεζό ποίημα.

Όσο για το ρηματικό ήθος της γενιάς του ’70, ο Λάγιος το περιφρονεί ανοιχτά. Αυτή η χαμηλοβλεπούσα, κοντόθωρη, ισόπεδη, «καθημερινή» τάχα μου ελληνική, που αγωνίζεται να μοιάσει στη γλώσσα των εφημερίδων, δεν ήταν ποτέ δική του υπόθεση. Η ελληνική του Λάγιου είναι πολυστρώματη, συνειδητά άναρχη, διαχρονική, ιδεολογικά ανεξίθρησκη. Δίπλα στο μέλημα της μορφής, το μέλημα της γλώσσας, μιας γλώσσας απαλλαγμένης από τις προσχώσεις του εργαλειακού λόγου, της προχειρογραφίας, του πολιτικού καθωσπρεπισμού, είναι στον Λάγιο κορυφαίο ζητούμενο.

Μετά απ’ όλα αυτά, καταλαβαίνουμε ίσως γιατί ο Λάγιος στράφηκε προς τον Παλαμά, έναν ποιητή κατά τα φαινόμενα τόσο απομακρυσμένο από την εποχή μας, όταν χρειάστηκε ν’ αναζητήσει πρότυπο θετικό. Αναφέρω δύο λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με την ευστροφία του φιλόδοξου συγγραφέα. Όταν η εκφραστική κοινή της λογοτεχνίας μας κανοναρχείται εδώ και χρόνια από τα ίδια και τα ίδια, χώρος ζωτικός προς διαφοροποίηση εντός της δεν προσφέρεται. Μια ακόμη αναπαραγωγή της πάλαι ποτέ νεωτερικής γλώσσας του Σεφέρη, του Ελύτη ή του Εμπειρίκου, για τον ποιητή που επιθυμεί να ξεχωρίσει, δεν είναι παρά αυτεγκλωβισμός, κομφορμισμός, ακινησία μέσα στη τρέχουσα μετριότητα. Η διαρκής κατιούσα της ελληνικής ποίησης μεταπολεμικά δείχνει νομίζω καθαρά τι εννοώ.  Αν θέλει κανείς να βγει απ’ αυτήν την αιώνια ανακύκληση, στήριγμα, εφαλτήριο της εξόδου του μπορεί να βρει μόνο αλλού, μακριά.

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την ίδια την πολυσχιδή ποιητική φυσιογνωμία του Παλαμά. Οι περισσότεροι από τους σημαντικούς μας ποιητές, διαχρονικά, είναι είτε μονοδιάστατοι είτε η γκάμα τους η εκφραστική είναι περιορισμένη. Προσοχή, μιλάω για τη γκάμα των εκφραστικών τους μέσων, όχι για τη βαθύτητα του κατορθωμένου τους έργου ή την οξύτητα της σκέψης τους. Ο Καβάφης λ.χ., μ’ αυτήν την έννοια, είναι ποιητής στενός, μονόχνωτος. Ο Καρυωτάκης κι ο Κάλβος ακόμη περισσότερο. Ακόμη και ο Σολωμός και ο Σικελιανός είναι συχνά ποιητές περίκλειστοι στον υπερβάλλοντα ιδεαλισμό τους. Ο Παλαμάς, αντίθετα, είναι ποιητής ασύλληπτα ευρύς, πλατυρρήμων, όπως αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτό του. Και επιπλέον, δημιουργός κοσμοθεωρητικά αδέσμευτος, που ξέρει να στρατεύεται όπου το θεωρεί αναγκαίο, γνωρίζει όμως και να διακρίνει την αλήθεια του άλλου, και να τη σέβεται. Δίπλα σ’ αυτόν τον ευρύχωρο κόσμο των ιδεών, τον πιο ευρύχωρο που γνώρισαν ποτέ τα ελληνικά γράμματα, ο Παλαμάς, ως φυσική συνέπεια, είναι και ο ποιητής μας με το πιο πλατύ τεχνοτροπικό ρεπερτόριο. Η μορφική επινοητικότητα του Παλαμά φαντάζει κι αυτή χαώδης κι ανεξάντλητη, οι τροπές της ακόμη και σήμερα δεν μας είναι πλήρως αντιληπτές. Μέγα Μετρικό, τον αποκαλεί ο Λάγιος.

Δεν θα επιμείνω περισσότερο. Είναι νομίζω προφανές γιατί ο Ηλίας Λάμβδα στράφηκε, γιατί έπρεπε να στραφεί στον Παλαμά, όταν βρέθηκε στην ανάγκη ν’ αναζητήσει πρότυπο. Το παράδειγμα του Μεσολογγίτη τον ενθάρρυνε αποφασιστικά ν’ αποδεχθεί με μεγαλύτερη πεποίθηση τη δική του, ήδη ενδιάθετη, ιδιοφωνία, τον στήριξε να χτίσει έναν πράγματι δικό του κόσμο. Και αυτή την οφειλή ο Λάγιος την ξεπλήρωσε στον πρεσβύτερο πρόγονό του, με όλους τους δυνατούς τρόπους.

Συνάφεια τέτοια και τόση μεταξύ ποιητών δεν συναντάμε συχνά. Κι όμως, αυτό δεν είναι τελικά η παράδοση, όπως ειπώθηκε ευφυώς; Η αλληλεγγύη αυτών που ζουν μ’ αυτούς που έχουν πεθάνει.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Ομιλία στο Μουσείο Μπενάκη επ’ ευκαιρία της έκδοσης του συγκεντρωτικού τόμου των  Ποιημάτων του Ηλία Λάγιου (Τρίτη, 24 Νοεμβρίου 2009).