Δήμητρα Δημητρίου, Μπαλάντες

Τι φταίει, μητέρα, για τα μεγάλα σου δάκρυα;
Κύριε, πικραίνει το νερό των θαλασσών.
FEDERICO GARCIA LORCA, Όναρ

Η μπαλάντα του νερού της θάλασσας

Η θάλασσα
δρασκελίζει τον ορίζοντα
έχει στόμα και χείλια από αφρό
H ανάσα του αέρα την τυλίγει από τη μέση
Λαγαρίζει στο χάδι το νερό των θαλασσών.

Δυο ταυρομάχοι ζαλισμένοι
περνούν μπροστά δρεπανηφόροι.

— Τι μας φέρνεις κορίτσι, ποιος τ’ αχείλι σου στέγνωσε;
— Κύριε, στη χώρα μου θολώνει το νερό.

Μέσα στην άγρια μοναξιά, καταμεσής στο πέλαγο
μάνα από κύμα δάκρυ σκορπάει
Κι αλμυρίζει, ξανά, το νερό των θαλασσών.

Τέσσερις περνούν καβάλα
σε μαύρους της Ανατολίας.

— Σκοτεινό κορίτσι, τι κυλάει στο αίμα σου;
— Κύριε, κλαίω το νερό των θαλασσών.

Στα βράχια τσακίζει στο μπράτσο του ανέμου
μάνα από κύμα φλέβα του κόσμου
Στενάζει, βαθιά, το νερό των θαλασσών.

Τρεις από τ’ άγνωστο φερμένοι
αλυσοδένουν το νερό.

— Πώς γεννιέται, μητέρα, η μεγάλη σου πίκρα;
—Πικρό, πολύ, το νερό των θαλασσών.

~.~

Η μπαλάντα του θαλασσινού νερού (παραλλαγή)

Κορίτσι,
με τα στήθια στον αέρα
Ποια είσαι και πούθ’ έρχεσαι
τι έχεις στο στόμα
που σε πυρπολεί;

— Δράχνω νερό θαλασσινό
πηγής που αιμοστάζει
σαν έπεσε φωτιά καυτή μια μέρα τ’ αλωνάρη
ήλιος που λιάζει τη σπορά κι έκαιγέ μου το στήθος.

Οι θλίψες σου
πικροθάλασσα και πικροκυμματούσα
ρόδι βαθύ και ανοιχτό
καρδιά ρυθμού που πάλλει
νερό ζεστό
ουρανός που εξέπεσε απ’ της ακινησίας το στερέωμα
χωράφι ανήλιαγο
καράβια που στέκουν και στοχάζουνται
φύλλο που ξεβάφει πριν απ’ το στερνό φιλί
του χειμώνα

(χειμώνας κρύος και βαρύς
κι ένα φύλλο για τον ουρανό)

κυμάτων οι αλγηδόνες
σ’ εσένα ανήκουν
μαύρη νύχτα;

— Έρχομαι
απ’ τις αγάπες του χιονιού
κι απ’ τις πηγές των ανέμων
κύμα γιομάτο από σκουριά και βλέφαρα απ’ ομίχλη
φύκια είναι τα στεφάνια μου
κοχύλια τα μαλλιά μου
και στο λαιμό μου εκρέμμασα κλαδάκι από κοράλλι
καθώς πίσω μου θα ξωμακραίνουν
φυκιάδες περίπλοκες
υδρόφιλη ωκεάνια
γλώσσες, σαλάχια
φεγγαρόχτενα ρήματα
σπόγγοι στις θαλασσοσπηλιές
λιβάδια των βαθιών νερών
της Μεσογείου πνευμόνια

(άρμης αποχαιρετισμός
και άλγη του πυθμένα)

λέγοντας «γεια σας»
καθώς σουπιές βυθόβιες θα ψάχνουν την τροφή μέσα στη άμμο
σκουλήκια στη βαθιά τη γη, όστρακα κι αχιβάδες.

Έρχομαι από την πεύκη των βουνών
και τη θαλάσσια αρμύρα.
Προσμένω
ν’ αποθέσω τα κλαδιά μου στη μαύρη πέτρα
και το ξερό χορτάρι των βυθών
προτού η δόξα του φθινοπώρου
τα χρυσώσει.

(Θρήνος στα δάση τα πυκνά,
τα πελαγίσια δώματα
και τα δέντρα τ’ αψηλά)

~.~

Μπαλάντα μιας μέρας τ’ αλωνάρη

Κάτω στην ακροποταμιά κορίτσι περπατάει
κρατώντας βέργα λεμονιάς και προς τον κάμπο πάει.

Κόβει λεμόνια στρογγυλά
(Άι μέρα δίχως στήθος!)
και πλένει τα μπαμπακερά
τορέρο στην καρδια της.

(στην ανθισμένη λεμονιά από κάτω
πληγώνει με ο αγέρας)

Της ομιλώ δεν κυματεί
της κραίνω δε σαλεύει
πυρή φωτιά τα στήθια της
από έρωτα πεθαίνει.

Σε μαντίλι τ’ όνομά του κεντάει.
«Ποιος θ’αγοράσει αυτή τη λύπη από κλαριά
μαντίλια για να φτιάξει;»

(Άι μέρα ατέρμονη!
Άι σιωπή δίχως ήχο!)

Πουλί αν ακούς σπλαχνίσου την
φωνή κυνηγημένη
τι πια δεν μένει μας καιρός
από έρωτα πεθαίνει.

(φθόγγοι κομμένοι και ξεροί
ξερόκλαδα που σπάνε)

~.~

Μπαλάντα του Ιούλη (παραλλαγή)

Τορέρο μαύρα φόρησεν, μαύρον καβαλλικεύκει
βρίσκει μιαν κόρην πόπλενε στης λεμονιάς τον ίσκιο.

— Πού αλαργεύεις, λυγερή
τι έχεις στο στήθος σου που καρπούς
χρυσαφώνει;

T’ αστέρι του καλού μου, που στην κώμη φορεί.

— Εμπόρισσα των μαντιλιών, τι έχεις στα μάτια
που αιμορραγεί;

Tη σκληρή απελπισιά μου, του Ιούλη την κάψα.
Στην ανθισμένη λεμονιά από κάτω
πληγώνει με ο αγέρας.
Κόβω λεμόνια στρογγυλά
πέφτουν κάτω απ’τα κλώνια
ένα κλωνάρι έπεσε
ύστερα δυο και τρία
και στο μαντίλι το ’ραψα
κι εσχίστη το μαντίλι
και με τ’ αηδόνι μίλησα
κι εμάρανε η φωνή του.

~.~

Η μπαλάντα του θεριστή

Οι δυο λεπίδες του καλοκαιριού
η μια θρηνεί, η άλλη ματώνει.

Στις αδιαφέντευτες ξέρες
γης εναλίας και ακρίτισσας
ακροπατεί χρόνος ακένωτος
ψήγματα καιρού αδιάπλαστου, κρυσταλλωμένου
ανέμων άθυρμα
ρίγος εσθήτας.

Όχι σε μνήμη, μα σ’ ύλη ψηλαφητή
στ’ ακροθαλάσσι.

(Άι αδραχτάκι
ψυχής ακύμαντης!)

Κι απ’ όπου χαράζει
ως όπου βυθά

(σαν όρμησε ο θεριστής
στα σιτεμένα στάχυα)
τα είδα όλα σε νησάκι -νήσος τις- σκόπελο μικρό
τα μάτια μου είδαν πολλά μα λέξη δεν μπορώ να πω
τι πριν περάσουν μήνες δυο
γέρνω και τα πικροσφαλώ.

~.~

Του μαζωχτή (παραλλαγή)

Ι.

Χωνόταν ακόμα και στο σώμα μου
χωνόταν ακόμα και μέσα στο σώμα
ακόμα και χωρίς εμένα.

Κι όσο βαθιά, κατάβαθα
πατρίδες πανάρχαιες
έσπειρε φυτευτής

(κεφάλι ανάλαφρο, γερμένο ελαφριά προς τα πίσω,
περνάει ανάποδα, αγγέλου σχήμα)

τόσο στα μέσα μου έβανε
τον τρόμο ζώστρα ο μαζωχτής.

Στα πόδια του κομμάτι κρέας που
άχνιζε
και κάφτρα τρύπα
ξυπνώντας μνήμη πετεινού
αρχέγονου
κίνηση προς τη μεριά του πίσω χρόνου
σε χώρα που μονάχα εγώ την ήξερα
σαν να ’μουν εδώ από πάντα
γερμένο κεφάλι ανάλαφρο
ελαφριά προς τα πίσω
στον ίδιο ουρανό του τόπου μου
καταγεγραμμένου χρόνια πριν.

(Άι όι, ιώ, κοιμήθηκα
μαύρη νυχτιά εντύθηκα)

«Όπου να ’ναι όλα θα χαθούν», το σώμα μου.
Ό,τι αγάπησες, σημαντικά κι ασήμαντα που λιώνουν μες το χρόνο
έργα ανθρώπων και θεών
παμπάλαια
από τη μέσα σου μεριά.

Έβγαλα αχνή μια ανάσα, ύστερη, βαθιά,
τόσο βαθιά, που θέλησα να χαϊδέψω τρυφερά τα χέρια και το πρόσωπό σας.

Κι ένιωσα ξαφνικά ένα κενό
σαν άδειο το κορμί μου
-κι ίσως στ’ αλήθεια να έλειπα-
τι κι αν αυτός τρυπούσε
τη νύχτα και την ερημιά
ξεχνώντας πως οι δρόμοι κάποτε θ’ αδειάσουν
απ’ τα μάτια του
καθώς θα βαθουλώνουν κίτρινα κι ωχρά
με τον μεγάλο φόβο τους κρυφό
αργά, πολύ αργά
μέσα στη νύχτα
φαγωμένα, θαρρείς,
από το μέσα τους
σκοτάδι.

Κι εγώ
με το κεφάλι μου γερμένο ελαφριά προς τα πίσω
περνάω πάλι ανάποδα
πατώντας με προφύλαξη
έξω απ’ τα σπίτια που γνώρισα
απλώνομαι στους δρόμους που περπάτησα
μέσα από βλάστηση πυκνή
κι έτσι όπως κατεβαίνω
κοιτάω τον χρόνο χυμένο από πάνω μας άφθαρτο
χαλκέντερο βιγλάτορα
σαν έξω απ’ το σώμα μου
-κι απ’ το δικό σας-
κι έξω ακόμα από τις λέξεις
να σκίζει τους καιρούς
περνά λυτός μέσα απ’ τον ύπνο
και ξαναβγαίνει
αφήνοντας λίγο αίμα βυσσινί
στις γωνίες.

Έρχεται τώρα κατά πάνω σας, σας βρίσκει.

ΙΙ.

Αγέρας το χλωρό κορμί
μαζεύει το και ντύνει το.
Δίνει το στον αυγερινό
κι εκείνος πιάνει το χορό.

— Πάρ’ την λοιπόν, μα έχε στο νου
πως θα ’σαι ο αντρός του φεγγαριού.

Κι η Πούλια, σ’ άκρη ενός κλωνιού:
— ’Γω η μάνα του χρυσού γιαλού.

~.~

Μπαλάντα των τζιτζικιών που αγάλλονται

Ε, σείς, τζιτζίκια μου όμορφα
για πείτε αν είστε πέρκαλλα
στ’ ακροτόπια τα βουβά και τ’ απάτητα
στη γη σας την πολύχαλκη
ζει ο βασιλιάς, σαν πρώτα;

Kαταλυεί το ’νιν το χώμα, κλώθεται η μοίρα της οργής;
Λυσσάει με το τρικύμισμα το βορινό το κύμα; Μαίνεται στην αναβροχιά, μανίζει με τη στέγνια;
Ακόμη γίνoνται Σεπτέμβρη τα χαρούπια
ξεσπάνε τα πάθη της καρδιάς;
Θυμάστε ακόμα την άκρη του μακρύ γιαλού

(γιαλό-γιαλό πηγαίναμε στις ξέρες
κι αρμενίζω)

ναυτάκια του καλοκαιριού και τα μεγάλα της Αμμοχώστου
τ’ άστρα;

Φουσκώνει ο μούστος στο τσαμπί,
ζει, ζει και ζει το πείσμα σας στο κοχλαστό το θέρος;

ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

~.~

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΤΗ
«οι δυο λεπίδες του καλοκαιριού». Πρβλ. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Ποιήματα: 1961-2017, Ίκαρος, Αθήνα 2019, σ. 169.
«σ’ένα νησάκι…σκόπελο»: Πρβλ. το τελεσίγραφο που έστειλαν οι Τούρκοι στη Γαληνοτάτη το 1570, ζητώντας την παράδοση της Κύπρου: «Και επειδή αυτός [=ο Σουλτάνος] γνωρίζει πως δεν δύνασθε να αντισταθείτε εις έναν τοιούτον ισχυρόν Μονάρχην, σας παρακινεί, ως φίλος, να διαλέξετε το ωφελιμότερον […], εάν θέλετε να αποφύγετε τας επικειμένας δυστυχίας του Πολεμου. Τι είναι η Κύπρος, παρά ένας σκόπελος; ένα μικρόν νησάκιον, τι κάμνει να το παραιτηθήτε της αυτού Μεγαλειότητος, διά να τον ευχαριστήσετε;». Στο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου, Επιφανίου, Λευκωσία 2001 (α΄ έκδ. Βενετία 1788), σ. 414.
ΤΟΥ ΜΑΖΩΧΤΗ (ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ)
«κεφάλι»: Η αναφορά στον βιασμό 18χρονης από την Καρπασία, όπως τη διηγήθηκε ο Αχμέτ Ντεριά στη Σεβγκιούλ Ουλουντάγκ και δημοσιεύτηκε στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα Afrika (27 Ιανουαρίου 2008): «Εξιστορούνται γεγονότα του ’74 στην Καρπασία. […] Στην περιοχή του Ταύρου Τούρκοι στρατιώτες προσπάθησαν να βιάσουν μια 18χρονη Ελληνίδα. Επειδή η κοπέλα όμως αντιστάθηκε, της κόψαν το κεφάλι, το ξεχώρισαν από το σώμα, και μετά βίασαν το ακέφαλο σώμα». Αναδημοσίευση στο «Τούρκοι, 1974 μ.Χ.», Αντιφωνητής, Θράκη, 6 Φεβρουαρίου 2008, σ. 8.
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΤΖΙΤΖΙΚΙΩΝ ΠΟΥ ΑΓΑΛΛΟΝΤΑΙ
«Ακόμα…τα χαρούπια»: Πρβλ. το ποίημα του Gabriele d’Annunzio για την Κύπρο, «Le carubbe», Laudi del cielo del mare della terra e degli eroi, τόμ. ΙΙΙ, Alcyone, Fratelli Treves Editori, Μιλάνο 1908, σ. 270.
«και τα μεγάλα της Αμμοχώστου τ’ άστρα»: Στίχος του Βούλγαρου ποιητή Nikola Vaptsarov από το ποίημά του «Γράμμα», στο Κύπρος αγάπη μου, επιμ. Marin Zhechev και Michael Berberov, [Λευκωσία] 1984, σ. 3.
«Ζει ζει και ζει»: Πρβλ. Οδυσσέας Ελύτης, Τα ρω του έρωτα, Αστερίας, Αθήνα 1972, σ. 27: «Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι / γεια σας κι η ώρα η καλή / Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει; / κι’ όλ’ αποκρίνονταν μαζί // «Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει»· και Κωστής Παλαμάς, «Κύπρος», Η πολιτεία και η μοναξιά, στο Άπαντα, Μπίρης, Αθήνα χ.χ., τ. 5: σ. 336: «στ’ ωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβυσε / και ζη και ζη και ζη!».
Advertisement