Ο γλάρος
Η σπασμένη ορμιά
ένα αγκίστρι περνά
στα χειλάκια του γλάρου
που θαρρεί πως κερνά
ασημένια ψωμιά
η ανταύγεια του φάρου.
Όποια λήθη τον τρέφει
το στυφό της λωτό
τις βραδιές νοερά
μηρυκάζει το σάλο.
Το φωτάκι του γνέφει
από φάρο κλειστό.
Σπαρταρά
σ’ ένα πέλαο μεγάλο.
~.~
Το πεσκέσι τ’ Απρίλη
στα βουνά θα στεγνώσει
όσο απόμεινε χιόνι
σαν το γάλα στα χείλη.
Αναδεύεις την ύλη
πάντα μού ’χεις κρυμμένο
ένα κόσμο θρυμμένο
μες τ’ αλλόκοτο δείλι.
Ο λειμώνας βουρκώνει
το χρυσό δαχτυλίδι
με τ’ απέθαντα μύρα
απ’ τ’ Απρίλη το χέρι
στης νυχτιάς την οθόνη
είναι μάταιο ψηφίδι
δίχως μοίρα
ένα ανάδρομο αστέρι.
~.~
Ο φωτογράφος της λίμνης
Νερό χρωματισμένο από τα είδωλα
εκείνων που βυθίσαν τη ωλένη
σαν χέλι ανήσυχο στη δρόσο σου.
Με μια καλλιγραφία λικνίστηκαν
λαιμοί πάνω απ’ τα σέπαλα του ωμίτη
και μια στιγμή φωτογραφήθηκαν.
Άδικη λίμνη από νερό και εικόνες
γίνεται πάχνη, αέρας και νεράκι
και κάθε εικόνα σβήνει ατύπωτη.
Ούτε τ’ αρνητικά φυλάς καβάτζα
μιας μνήμης έστω δαγκεροτυπίας
θρύψαλο απ’ το βαθύ σου κρύσταλλο.
~.~
Ηδύποτο από μέντα σε φιάλη
ή σα λαχούρι σ’ αίγλης φορεσιά.
Άδηλη ανάσα που χαζεύει στην πρασιά
ο κήπος θάλλει.
Ψηφίδες σμάλτου η μια σιμά στην άλλη
ή σα βιτρώ το φως να κερματίζει.
Κλωνί που σ’ αραβούργημα γυρίζει
Ο κήπος θάλλει.
~.~
Καμιά φωνούλα δεν αρθρώνει
τ’ αγέρι το άβαρο του Απρίλη
τι τσιμουδιά
Μόνο γλυκά λαλεί τ’ αηδόνι
κι ανοίγει τα μικρά του χειλη
σαν ψαλιδιά.
Λιγνό να μπαίνει σε βελόνι
τ’ αγέρι το άβαρο του Απρίλη
ίσα αναδεύει τα κλαδιά
Κανένα ανθάκι δε ματώνει
του κάκου θέλω να μου στείλει
την ευωδιά.
~.~
Τρέμει η σκιά κι’ αχνοπατάει
για ν’ απιθώσει στο σανίδι
της σκοτεινιάς το μαύρο τσάι:
«Επιθυμείτε τίποτ’ άλλο;»
Άνοιξε η γρίλια το ριπίδι
κι’ έγινε ο τάπητας ξανθής
μ’ ένα αδιόρατο σινιάλο:
«Όχι, μπορείς ν’ αποσυρθείς.»
Μ’ ένα μπιλιέτο ογρό, του λέω,
πως τον επρόσμενα να πάει
στο κιόσκι, στο περιβολάκι,
μα έχει σβηστεί και δεν το βλέπει…
Κρίμα, ένα γράμμα τόσο ωραίο,
το ’χα σιμά στην ίδια τσέπη
με το βρεμένο μαντηλάκι
που μου δανείζει η ιτιά σαν κλαίω.
~.~
Βάλτερ
Χαϊδολογώ τις μνήμες, δε χορταίνω,
όπως θωπεύει ο Σάιλοκ τις στερλίνες.
Με τόκους απ’ τα χρόνια και τους μήνες,
Τ’ αξόδευτο μοιράδι μου αυγαταίνω.
Φορές, χάνω το δρόμο για το σπίτι.
Θαρρείς η φασολιά σε κάθε αχνάρι,
πετά χλωρά σποράκια που θα πάρει,
στο γυρισμό, του ανέμου το σπουργίτι.
Ο άνεμος, ο Γουλιέλμος Τέλος,
σαΐτεψε σα μήλο την καρδιά μου,
που στο κεφάλι εφόραγα για πίλο.
Φαρέτρα η τσάντα στου φακού το βέλος
καθώς γυρεύω απόψε τα κλειδιά μου,
αχ, σαν το Βάλτερ ζω κάτω απ’ το μήλο.