~.~
Προδημοσίευση ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ζωγράφου Χρήστου Μποκόρου «e-μερολογιο ΙΙ» , ποὺ θὰ κυκλοφορήσει αὐτὴ τὴ βδομάδα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἔκθεσής του «1821, ἡ γιορτή» στὸ Μουσεῖο Μπενάκη (19 Μαΐου – 10 Ὀκτωβρίου 2021).
~.~
Αὐτὴ ἡ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία ποὺ ἀνέσυρα ἀπ’ τὸν σωρὸ τῶν φευγάτων μνημείων τῆς παιδικῆς μου ζωῆς εἶναι τὸ μόνο ὀπτικὸ τεκμήριο ὅτι ὑπῆρξε ὄντως τὸ ἀχούρι στὸ κτῆμα. Ἕνας παράδεισος ταπεινὸς ἦταν ἐκεῖ μέσα χαμένος. Μπροστά του παρατημένη ἡ παλιὰ καρότσα ποὺ προσάρμοζε ὁ κυρ Θωμᾶς στὸ τρακτεράκι ποὺ εἶχε γιὰ νὰ ὀργώνει καὶ νὰ φρεζάρει τὰ ἀνθοκήπια. Σ’ αὐτὴν πηγαινοερχόμασταν χαράματα στὸ κτῆμα, ὅταν δὲν παίρναμε πεζοὶ τὸν δρόμο. Ἔστρωνε ἡ μάνα μου πίσω κουρελοῦδες καὶ κοιμόμασταν ἄλλο λίγο μέχρι νὰ φτάσουμε, ἤτανε νύχτα ἀκόμα. Αὐτὴ κι ὁ πατέρας μπροστά. Στὴν ἐπιστροφὴ μοῦ ἔδινε κι ἐμένα τὸ τιμόνι, κι ἔτσι πρωτόμαθα νὰ κυκλοφορῶ ἐποχούμενος. Τίποτε δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ πιά, τὰ ρημάξανε οἱ γύφτοι κι ἡ ἐγκατάλειψη, ἡ ἀνελέητη πρόοδος. Τὸ φωτογράφησα μᾶλλον τὸν χιονισμένο χειμώνα τοῦ 1979. Λοξὰ γεμάτη νερὸ ἡ καρότσα μὲ ἐγκλωβισμένα πάνω στὸ κρύσταλλο τοῦ πάγου φύλλα καὶ κλαράκια ποὺ ἔφερνε ἀποβραδὶς τ’ ἀνεμόβροχο στὴν παγωνιά. Εἶχε ξεραθεῖ τότε ἀπ’ τὸ χιόνι κι ἡ γυαλένια μας ἡ μυγδαλιά, ἔσπασε ἀπ’ τὸ βάρος του καὶ τὸ μεγάλο κλαδὶ τῆς σκαμνιᾶς ποὺ στὴν σκιερὴ ἀγκαλιά του ἀπὸ κάτω χωρούσαμε ὅλοι ν’ ἀρμαθιάσουμε τὸν σωρὸ τοῦ καπνοῦ στὴν χωμάτινη αὐλὴ ‒σ’ αὐτὸ κρεμούσαμε καὶ τὸ σκοινὶ γιὰ τὴν κούνια‒ κι ἔλαμπε ὁ ἥλιος τριγύρω, δίπλα στὴ στέρνα χρυσαστράφτανε τὰ χαμομήλια, εἶχε πεθάνει ὁ πατέρας μου τὸ προηγούμενο καλοκαίρι, κι ἄρχισαν ἔκτοτε νὰ ἀφανίζονται κι ἄλλα σημάδια τοῦ τόπου γιὰ νὰ συνηθίζω τὴν ἀποδοχὴ –ἂν ποτέ‒ τῆς μοιραίας ἀπώλειας, ἡ καπνοκαλλιέργεια τέλειωνε, εἶχαν ζητήσει νὰ παραδώσουμε καὶ τὶς ἄδειες, μείνανε χέρσα τὰ κτήματα, δὲν κατάφερα νὰ τὰ συμμαζέψω, σπούδαζα τότε ἀλλοῦ καὶ δὲν μὲ ἔβλεπα νὰ ξαναγυρίζω. (περισσότερα…)