Δημήτρης Ἀγαθοκλῆς, 12+1 ἐρωτικὰ ποιήματα

ΤΡΙΣ ΕΞΑΜΑΡΤΕΙΝ

Τρίτη ϕορὰ ποὺ σμίγουμε.
Ἡ πρώτη ὅταν σ’ ἀγάπησα, ἡ δεύτερη
ὅταν μ’ ἀγάπησες κι ἐσὺ
(τώρα πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε σίγουροι).

Ποιός ξεκίνησε τὰ γλυκόλογα;
Ποιός τόλμησε νὰ σπάσει τὴ σιωπὴ
καὶ νὰ ϕιλήσει κάτω ἀπ’ τὸ ϕεγγαρόφωτο;

Τὸ ϕεγγαρόφωτο. Ἡ νύκτια ϐόμβα ποὺ ϑερίζει
οἰκοδομήματα καίει σάρκες ἐξαϋλώνει
τὴν ἄνοιξη, παγώνει τὸν χρόνο στὰ ρολόγια —
ὁ ἔρωτάς μας δὲν συμβιβάζεται μὲ λιγότερα
(ἐκκρίνουμε σὲ ποσότητες καταπιεσμένα ὑγρά).

Κάθε ἀντίσταση εἶναι μάταιη.

Στὴν πνιγηρὴ ἀγκαλιὰ μιᾶς ἀπείρου ἡδονῆς
ἀνεμίζουν οἱ κουρτίνες ἀπ’ τὰ ζωώδη ἔνστικτά μας
(οὔτε ἡ πρώτη οὔτε ἡ δεύτερη ϕορὰ εἶναι).
Τὸ ἀργυρὸ δρεπάνι ποὺ ζητάει τὴ συγκομιδή του.
Ἀβέβαιοι γιὰ τὰ αἰσθήματά μας σφίγγοντας
ἐγωιστικά, ἕως σκασμοῦ, ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.

(Τρίτη καὶ ϕαρμακερή).

ΣΥΓΚΡΙΣΗ

Ξεχάσαμε νὰ ϕᾶμε πάλι.
Διψᾶμε κι ὅλο καπνίζουμε σχεδὸν
στὰ πρόθυρα τῆς ἐξάντλησης.
Τὰ χέρια μας κάτω ἀπ’ τὰ σεντόνια.
Ὁ σωστὸς χρόνος εἶναι τώρα.

Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀλλιῶς. Δὲν ἐξαντλεῖ.
Ἄφθονο πηγῆς νερὸ ἀπὸ κοινὸ ποτήρι
καὶ ϕαγητό, χθεσινό, μὰ ὄχι κρύο.
Τὰ χέρια μας —πόσα χρόνια—
στρώνουν τὸ τραπέζι.

ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ  [1]

Ὁρμᾶς στὸ ϑέμα λάβρος ταῦρος ἱσπανικὸς
νὰ δείξεις τὸ κουμάντο ποιός κάνει στὴν ἀρένα.

Σὲ περίμενα. Μὲ μπαντερίγιας καὶ μουλέτα
κυλισθήκαμε… μὲ κάρφωσες σὲ κάρφωσα
μελλοθάνατες κραυγὲς ὀδύνης ἡδονῆς κραυγὲς
ἀνταλλάξαμε καὶ οἱ ἀνάσες μας κοντὰ
δόντια σφικτὰ γροθιὲς κλειστές, ϐλαστήμια
μίσος κ’ ἐρωτόλογα στὰ πλεκτὰ κορμιὰ
στὰ μπερδεμένα χέρια-πόδια στ’ ἀφρισμένα χείλη.
Ποιός ἀπ’ τοὺς δυὸ ἀλάβωτος ϑὰ μείνει;

Μὲ τὸ στέρνο χαμηλά, τὴ γῆ
στὸ πόδι σου μετρᾶς πρὶν ἐφορμήσεις.
Αἱμορραγῶ μὰ τὸ σπαθὶ προτάσσω·

περιμένω —

νὰ δώσεις δάγκωμα νὰ δώσω ϕιλὶ
νὰ δώσω ϑάνατο, νὰ δώσεις ζωή.


ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΘΕΩΡΗΜΑ

Ἡ ἐπιθυμία τόσο ἔντονη.
Τὰ λόγια ντυμένα τὴν ἀγωνία.

Ἀλήθεια, πόσο τυχερὸς στάθηκα
ν’ ἀγαπηθῶ —τί εὔνοια τῶν Θεῶν!—
ἄνθρωπος εὐθέως ἀπὸ ἄνθρωπο,
ἀνιδιοτελῶς χωρὶς περιστροφές.
Λέγεται ἔρωτας, ἂν ϑυμᾶμαι καλά,
ἀρχέγονη δύναμη, μοναδικὴ
στὸ ἀπέραντο σύμπαν. Κι εἶμαι μόνος
κι εἶσαι μόνη — δυὸ κοσμικὲς ὑπάρξεις
νὰ διεξέρχονται τὸ ἀπίστευτο
ἀδιανόητο τῆς ὑποθέσεως·
ἑνὸς ϑεωρήματος τὸ ἄτοπον.
Διότι ἐὰν ἰσχυρισθοῦμε πὼς
ἔστω, ἐκ σημείου ἐκτὸς εὐθείας
συναντῶνται περισσότερες τῆς μιᾶς
παράλληλες, τότε ἡ ἀνάγκη μας
—λίαν ὑπερβολική— ἐφαρμογὴ
καμιὰ δὲν ϐρίσκει. Καὶ χρειαζόμαστε
γεωμετρικὰ ἀξιώματα· ὅπως
ἡ ὀμορφιὰ νὰ κοιτᾶ τὴν ὀμορφιὰ
νὰ διαλέγεις πάντα ἀπ’ τοὺς ὁμοίους
ἐν ὀλίγοις, τὰ νιάτα μὲ τὰ νιάτα.
Γνωμικὰ πεπερασμένης σοφίας.

«Κι εἶμαι μόνη κι εἶσαι μόνος…». Κι ἀπαντῶ
μὲ μιὰν ἄρνηση γεμάτη ἀγάπη.
Τὸ πρόϐατο νὰ μὴ μιλᾶ στὸν λύκο.
Γι’ αὐτό, μίσησέ με τώρα ποὺ μπορεῖς
χαστούκισέ με πρὶν νὰ μὲ ξεχάσεις.
Τὸ τέλος ϑά ’ναι πάντα συγχώρεση.

(Λόγια πατρικὰ καὶ ἄκρως λογικὰ
ἐπιχειρήματα, ἐνῶ πασχίζω
μ’ ἐνδεκασύλλαβους νὰ καταρρίψω
—τί μέτριους στίχους γράφω!— τὸ μέγα
ϑεμελιῶδες ϑεώρημα τῆς ζωῆς.

Ὅλα τ’ ἄλλα, προτάσεις καὶ λήμματα).

WESTMINSTER BRIDGE  [2]

Στὸ ἕνα ἄκρο τὸ Κόκκινο Λιοντάρι
σημεῖο τόλμης καὶ διεκδίκησης·
στὸ ἄλλο, τὸ ἄγαλμα τῆς Μποντεσίας
σημεῖο ἀνυπακοῆς.

Ἐκεῖ στέκουμε. Σὲ δύο ἀντίθετες γνῶμες.
Πείσμονες μὰ τρελὰ ἐρωτευμένοι
μὲ τὸν κίνδυνο —τὸ ἀπόλυτο δόσιμο!

Ξεκίνα νὰ περπατᾶς. Ξεκινάω κι ἐγώ.
Μέσα στὴν εὔλαλη σιωπὴ
νὰ ϐρεθοῦμε κάπου στὴ μέση.
Θὰ κοιταχτοῦμε ϐαθιὰ στὰ μάτια
καὶ ϑ’ ἀναβλέψουμε στὸν οὐρανό,
τὸν αἴθριο ἀγγλικὸ οὐρανὸ
μὲ τὶς ϐροχὲς καὶ τὶς συννεφιές του.
Ὁ χρόνος ποὺ τρώει τὴν πέτρα
ὄχι ὅμως τὴν καρδιά.

Ἥλιος ζεστὸς μιλάει στὶς ψυχές μας.

Ἂν στὰ ϑολὰ νερὰ τοῦ Τάμεση
ἡ ἀγάπη μας γεννήθηκε,
στὰ καθάρια νερὰ τοῦ Τάμεση
ϑὰ γεράσει, ἀγκαλιά.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Μεγάλη Παρασκευὴ ἀλλὰ μὴ ρῦσαι ἡμᾶς ὅτι ἀγαπήσαμε
παράνομα καὶ σαρκικά, χωρὶς ϕραγμὸ ἢ ἀναστολὴ
χωρὶς ἐκπτώσεις. Καὶ στὸν ἐχθρό μας οἶκτο οὔτε στάλα δείξαμε
κι ὅ,τι συνέζευξες στὰ δυό, ἐκ νέου, χωρίσαμε
στὰ μέτρα ϕέρνοντας τὴν ἁμαρτία ποὺ μᾶς ἐξύψωσε
πάνω ἀπὸ ϑνητότητες καὶ παραβολῶν διδαχὲς
—ὄχι πρὸς τρίβους δικαιοσύνης!—
στὰ μάτια ἴσαμε κοιτάζοντας τοὺς Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ.

Τὸ ϕλέγον ἀπ’ τὸν πόθο σῶμα μας, ἡ δίστομη
πύρινή μας ρομφαία.

Στὸν Ἐπιτάφιο ἀποθέτω λερὸ ὑποκρισίας ϕιλί.
Πέφτω στὰ γόνατα, περνάω σταυροκοπώντας ταπεινά, ἀλλά.
Τὸ πρωὶ σὲ στόλιζαν τὰ ϐρώμικά μου χέρια, τὸ ϐράδυ
μὲ ϕανοὺς καὶ λαμπάδες στὸ πάθος σὲ παραδίδω
πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, στὸν κῆπο
ϕιλὶ ὅπου δίνεται τὸ πιὸ σπουδαῖο ἀπ’ ὅλα
τὸ πιὸ ἀνθρώπινο ποὺ ἐλευθερώνει
καὶ στέλνει κάποιον ἄλλο στὸν Σταυρό.

Μεγάλη Παρασκευὴ κι ἕνα μάτσο ἀργύρια αἰσθήσεων
γυμνῶν μὲ περιμένει. Ὅτι εἶναι σάρκα πλέον μία
ξανὰ κι ἐγὼ σάρκα ἄλλη μία. Προσεύχομαι.
Εἶμαι εἰλικρινής· πάσχω παράφορα —
γύρνα καὶ τ’ ἄλλο μάγουλο νὰ προδώσω!
Δὲν ϑὰ σταθεῖς Κύριε, ἐμπόδιο στὴν ἡδονή μου.

Ἀμήν.

REMEMBRANCE DAY  [3]

Ὅταν νυχτώνει, πέφτει κρύο καὶ οἱ δρόμοι ἐρημώνουν
οἱ ἀλητόπαιδες ϐγαίνουν στὴν ἐπιφάνεια.

Στὰ χέρια τους παίζουνε μαχαίρια, ϐλαστημᾶνε
τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμή, ϐάζουνε ϕωτιὲς σὲ κάδους.
Δὲν νιώθουν τίποτε ποτέ τους δὲν δακρύζουν·
εἶν’ ἄντρες. Παρενοχλοῦν καθὼς πρέπει δεσποινίδες
ἀπὸ καλὲς ϕαμίλιες. Ἔργο τους στὶς γειτονιὲς
οἱ σειρῆνες πυροσβεστικῶν κι ἀσθενοφόρων.
Τέλος, πηδᾶνε στὰ λεωφορεῖα· λαθραῖα
εἰσβάλλουν, γελᾶνε χυδαῖα στὴν ὁδηγὸ μιλᾶνε
ξεδιάντροπα στὴ γαλαρία ρίχνουν κι ἕνα γερὸν
ὕπνο. Ροχαλίζουν. Οἱ ἄτρομοι ἀλητόπαιδες.

Αὐτά, κυρίως, συμβαίνουν τὰ ϐράδια· ἀργά,
ὅταν ἐγὼ κοιμᾶμαι. Ὅταν πιὰ ὁπλίζομαι
καὶ ϐρίσκω τὸ ϑάρρος, σὲ πλησιάζω
μὲ μιὰ παπαρούνα κατακόκκινη
ἀπ’ τὰ πεδία τῆς Φλάνδρας,
στὰ μέρη ὅπου μάτωσαν
σίγησαν τὰ λόγια μου
καὶ τώρα πνίγονται
(ϕωτιὰ μέσα μου)
μὲ κατακαίουν
στὴν καρδιὰ
ϐαθιά…

…κι εἶν’ ὅλα ἕνας Ἀπρίλης, στὸ ϕῶς, δοξαστικός!

Νοέμβριος. Τὸ Ἔθνος σύσσωμο ϑυμᾶται.
Φέτος, προσετέθη ἕνα ἀκόμα λεπτὸ
— σύνολο τρία.

Τὸ πρῶτο· γιὰ ὅ,τι δὲν πρόλαβε νὰ εἰπωθεῖ
στὸν Πρῶτο Πόλεμο.
Τὸ δεύτερο· γιὰ ὅ,τι δὲν πρόλαβε νὰ εἰπωθεῖ
στὸν Δεύτερο Πόλεμο.
Τὸ τρίτο· γιὰ τοὺς ἀλῆτες ἔρωτες, τοὺς δειλούς,
ποὺ δὲν πρόλαβαν.

ΟΝΕΙΡΟ

Ἡ ἀγάπη σου
ἀγκάθινο στεφάνι
(τετελεσμένη)
στὸ μαρτύριο
τοῦ ὕπνου· ἀνέλπιδη
ἐφάνη. Mένει
ἡ ἐπίδραση
—δέν εἰναι μυστήριο;—
ἀπ’ τὸ χάπι σου
ψυχεδελικὸ
μέσα μου ν’ ἀναβράζει.

Ρωτῶ ἐπειδὴ
ψεύτικος πόνος
παραισθησιογόνος
εἶσαι· ὑλικὸ
ὀνείρου. Ἐσὺ
γυμνή, γεμάτη νάζι
μὰ ὁλόσαρκη
στὴ μνήμη ϕτάνεις —
ἑνὸς τόπου ἱεροῦ!
Νὰ μὲ ξεκάνεις
ϑές· ἕνα ϕιλί σου ἀρκεῖ.

ΑΓΚΥΡΑ

Ζητᾶς τὴ ϑάλασσα, τὸ πέλαγο, τὸν πόντο
καὶ κάτι παραπάνω —
ζητᾶς τὸν ἀπέραντο ὠκεανὸ
νὰ ταξιδέψεις
νὰ μὴ ϐλέπεις στεριὰ
νὰ μὴ ϐλέπεις στὴν ἀμμουδιὰ
τὴν ἄγκυρα, τὰ χνάρια τὰ κοινά μας.

Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται.

Κι ἐγώ, στὴν ἀκτή, ὀρθόδοξος
πιστὸς τῆς ἐλπίδας μέχρι τὸ κόκαλο
—ἁμαρτωλὸς ὢν πρῶτος τὸν λίθον—
κτίζω κάστρα κι ἐπιμένω. Νὰ ζητῶ
ὅ,τι ζητεῖ τὸ ϐότσαλο ἀπ’ τὸ κύμα·

νὰ γυρίσεις.

ΑΠΟΥΣΙΑ

Ἤμασταν μαζὶ καὶ ὀνειρευόμασταν
ὅπως ὀνειρεύονται ὅσοι δὲν ἔχουν χάσει
ἀκόμη τίποτα.

Ἕνα διαμερισματάκι ἥσυχο στὸ Κέντρο
ἐκδρομὲς τὰ Σαββατοκύριακα
—Σούνιο Ναύπλιο Αἴγινα—
ἴσως καὶ μία κόρη, νὰ ϕτιάχνει
ἡ μιὰ τῆς ἄλλης τὰ μαλλιὰ
καὶ τὸ εἴδωλο τοῦ ἄντρα στὸν καθρέφτη
νὰ σὲ προστατεύει ἀπ’ τὸ κακὸ μάτι.

Ἀπρόσμενα, ἡ νύχτα κέρδισε.
Καὶ μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ἐνῶ ἀπουσιάζεις
σὲ ἀγαπῶ περισσότερο.
Τὰ μάτια σου, δυὸ οὐράνια σώματα ποὺ καῖνε
ἥλιοι ϕλέγοντες λαμπαδιάζοντας
τὶς μέρες τῆς μοναξιᾶς μου. Τὸ κορμί σου
γεωτρύπανο μοῦ ϐιάζει τὸ λογικό.

Ἡ στέρηση τῆς καρδιᾶς, ἡ στέρηση τοῦ σώματος.

Δὲν προσπαθῶ νὰ ὑποκριθῶ, τὸ ϐλέπω.
Τὰ χέρια μας ξεπλέχτηκαν
ἄτονα, πέσανε στὸ πάτωμα χωρὶς ζωή·
τὰ ὄνειρά μας χάσαν τὸ παράλογό τους νόημα.
Τὸ δυάρι νοικιάστηκε, ἡ κόρη μεγάλωσε —
παντρεύτηκε ϑυσίασε τὸ ἐπώνυμό της.
Τὰ παιδιά της δὲν μᾶς γνωρίζουν.

Στὴν ἄκρη τοῦ Ναοῦ κοιτάω τὰ πανιὰ
οὔτε λευκὰ οὔτε μαῦρα —
τελευταία ἐκδρομή, στὸ ὑπόσχομαι!
Τὸ ϕευγαλέο ἴνδαλμά σου στὸν καθρέφτη
μὲ ϐασανίζει — κεῖνο τὸ ὑπέροχο
ἀτημέλητο χτένισμά σου.

Ἄλλοτε πιστεύω διαρκῶς στὴ μνήμη σου
ἄλλοτε μὲ διαλείμματα.

Ἄλλοτε γράφω καὶ ξεχνάω νὰ ζήσω.

ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ

Ἔδωσες ἄφθονο ὑλικό. Πλούσιο.
Ἀκατέργαστο πετράδι
ἀπ’ τὰ ὀρυχεία τῆς Λιβερίας.

Τὸ περιποιήθηκα.
Σχῆμα τοῦ ‘δωσα καὶ λάμψη.
Τὸ ϕοράω παντοῦ ἂν καὶ ντρέπομαι.

Κοίτασμα ἀνεξάντλητο
ποὺ ἐπιμένει· νὰ κάνει στίχους
τὰ ματωμένα σου διαμάντια.

ΚΑΜΙΚΑΖΕ

Ἔλα…

Κάτσε δίπλα μου κι ἀγκάλιασέ με. Παῖξε μὲ τὰ μαλλιά μου
ὅπως μόνο ἐσὺ ξέρεις νὰ παίζεις μὲ τὸν ϑάνατο.
Ἄσε τὰ ϐάσανα τῆς μέρας νὰ πνιγοῦν, τὶς λεπτομέρειες
ποὺ δὲν μποροῦν νὰ σώσουν τίποτε νὰ ξεθυμάνουν,
τὴν ἔκρηξη ἀπ’ τὴ σχάση ποὺ σκόρπισε τὶς καρδιές μας —
κύμα πελώριο πρὶν καὶ τῶν δυὸ πλημυρίσουν οἱ δρόμοι
ὁ ἕνας στὸ ϕῶς ὁ ἄλλος στὸ σκοτάδι, κι ἀνάμεσα
καύσιμο ἐνεργοβόρο ἡ ἀγάπη νὰ κρατᾶ
πεισματικά, μὲ πίστη, τὸν χωρισμὸ σὲ πυρήνα
πρὶν νὰ διασπαστοῦμε κι ὀνειρευτοῦμε
ὅτι δὲν ἤμασταν ἕνα ποτέ.

Τὸ πρωί, μιὰ ἡλιαχτίδα πέφτει στὰ ϐλέφαρά σου
ἕνα ἀλαφρὸ ἀεράκι χαϊδεύει τὰ ϕύλλα τῶν δέντρων.
Τὰ λόγια σου ψιθυριστά, τὸ χέρι σου ἀκόμη
στὰ μαλλιά μου. Συνήθισες τὸν ϑάνατο.

Εἶναι ἡ ὥρα νὰ ἑτοιμάσω τὸ στερνό σου σάκε
νὰ κάτσω σιωπηλή, ὀκλαδόν — χαμηλὰ τὸ ϐλέμμα.
Δὲν ϑὰ ρωτᾶς μὰ τίποτα δὲν ϑά ’ναι ἀνομολόγητο·
μία ματιά, λίγο πρίν, ὅτι μᾶς ἔχει μείνει.
Ἡ στιγμὴ νὰ ϕύγεις μακριά, σὰν ϑεϊκὸς ἄνεμος
κι ἐγὼ νὰ κουνῶ ραδιενεργὰ κλαδάκια κερασιᾶς —
στὶς λαμαρίνες πρὶν νὰ συντριβεῖς μιᾶς ἁλυσιδωτῆς λήθης.

Ὅταν ἡ ἀγάπη μας χωρίζει, ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς ϕέρνει κοντά.
Ἡ ἀκαριαία ϑυσία, ἡ αἰώνια σύντηξη.

ΑΝΕΜΟΣ

Ἄνεμε τρελὲ τοῦ ἔρωτα! Στὰ χέρια σου
ἀφήνουμε τὴ μόνη ἐλπίδα ποὺ ὑπάρχει
ἀκέραιη, ἀπὸ καταβολῆς τοῦ Κόσμου

δύναμη καὶ πυγμὴ ποὺ πάντοτε χωρίζει
τὴ ζωὴ σὲ πρὶν καὶ μετά, χθὲς καὶ σήμερα
κάποτε καὶ τώρα — ρεῦμα νὰ παρασέρνει

ἀκατάσχετη τὸ τρομαγμένο μας εἶναι
σὲ δάση πρωτόγνωρα καὶ ἀδυσώπητα
ξέφωτα μὲ λιακάδες καὶ μουντὸ οὐρανό —

ἕνας χείμαρρος τρελὸς κι ὁρμητικός εἰσαι
ἄνεμε, ξέρεις νὰ εἰσχωρεῖς ἀπρόσκλητος
μ’ ἔνταση καὶ συγκλονισμὸ μὲς στὴν ψυχή μας

νὰ εἰσβάλλεις ἔξαφνα καὶ παρασιτικὰ
στὴν καρδιά, καταργώντας τὴν ἀνεμελιά μας
— τοῦ Βοριᾶ τὸ ρίγος καὶ τοῦ Νοτιᾶ τὴ ϑέρμη

κουβαλᾶς, σὰν παιδὶ μᾶς γελᾶς μᾶς ἐμπαίζεις
κλέβεις κάνεις ζαβολιὲς καθὼς χοροπηδᾶς
τὸ νάζι σου ἠχεῖ στ’ οὐρανοῦ τὴ χτενισιὰ

ἄνεμε τρελέ, ποὺ γονατίζεις καὶ τοὺς πλέον
σκληροὺς τοὺς πιὸ ἀνέκφραστους καλοκαρδίζεις —
σκύψε πάνω ἀπ’ τὴ δόλια μας τὴν ὕπαρξη

ϕέρε πίσω ξανὰ τὰ ρόδα καὶ μουσικὲς
ἐξαίσιες, τὸ λευκὸ ἐπέστρεφε συχνὰ
τοῦ γιασεμιοῦ. Κι ἀπ’ τῆς καρδιᾶς τ’ ἀποκαΐδια

σήκωσέ μας, ϕοίνικας, ὅσο γίνεται πιό
κάθετα —Δαίδαλοι ν’ ἀγγίξουμε τὸν ἥλιο!—
ν’ ἀγγίξουμε ἀστερισμούς, τὴν εὐφροσύνη

ποὺ ἔμεινε ϐρέφος κουρνιάζοντας στὰ χάδια
τῶν ϕιλιῶν σου στὰ πηγάδια τῶν ὀνείρων σου,
πίνοντας καὶ ξεδιψώντας ἀπὸ νάματα

κρυφά, ψηλὰ νερομάννες ποὺ ἀναβλύζουν
ϑεῖο νέκταρ… Ἄνεμε τρελὲ τοῦ ἔρωτα —
ἄνεμε, ἐσύ, ϑεότρελε τῆς ἀγάπης.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ
Μάρτιος 2021

1. banderilla, la· μακρὺ ραβδί (καμάκι), διακοσμημένο μὲ πολύχρωμες κορδέλες, τὸ ὁποῖο οἱ ταυρομάχοι καρφώνουν στὸν λαιμὸ καὶ στοὺς ὤμους τοῦ ταύρου.
— muleta, la· ἡ κόκκινη μπέρτα τῶν ταυρομάχων κατὰ τὸ τελευταῖο στάδιο τῆς ταυρομαχίας.
2. Στὶς δύο ἄκρες τῆς γέφυρας τοῦ Westmintser, στὸ Λονδίνο, ὑπάρχουν δύο ἀγάλματα. Στὴν ϐόρεια πλευρὰ τὸ ἄγαλμα τῆς Μποντεσίας (Boadicea) ἡ ὁποία ἀντιτάχτηκε στοὺς Ρωμαίους κατακτητὲς τὸ 60 μ.Χ. Στὴ νότια τὸ σύμβολο τῆς Βρετανίας· ὁ Κόκκινος Λέων (Red Lion).
3. Κάθε χρόνο στὴν Ἀγγλία, στὶς 11 Νοεμβρίου, κρατοῦνται δύο λεπτὰ σιγῆς πρὸς τιμὴν τῶν πεσόντων κατὰ τοὺς δύο Παγκοσμίους Πολέμους· ἡ λεγομένη Ἡμέρα Μνήμης (Remembrance Day).

Τὰ ποιήματα σὲ pdf μορφὴ ἐδῶ.

Advertisement