«Λουκής Λάρας»: Διάλογος με την κριτική

Δημητρίου Βικέλα Λουκῆς Λάρας :

Διάλογος μὲ τὴν κριτική[1]

τῆς ΖΩΗΣ ΜΠΕΛΛΑ-ΑΡΜΑΟΥ

Εἰσαγωγικά

Ὁ Δημήτριος Βικέλας (1835-1908) ἔγραψε τὸν Λουκῆ Λάρα στὸ Παρίσι στὶς ἀρχὲς τοῦ 1879 καὶ ἔστειλε τὸ ἔργο γιὰ δημοσίευση στὴν Ἀθήνα, στὸ περ. Ἑστία, ὅπου καὶ δημοσιεύτηκε σὲ 10 συνέχειες.[2] Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ προκάλεσε μεγάλο ἐνδιαφέρον στοὺς κύκλους τῶν διανοουμένων – κατὰ τὴν πληροφορία μάλιστα τοῦ Γρ. Ξενόπουλου, τὸ διήγημα ἀνεγνώσθη ἀπλήστως.[3] Σχεδὸν ὅλοι οἱ σημαντικότεροι κριτικοὶ ἔγραψαν γι᾿ αὐτό, πότε σχόλια ἐξυμνητικά, πότε ἐπιφυλάξεις ἢ καὶ ἀπορριπτικὲς κρίσεις.

Ὁ Βικέλας δὲν ἄφησε τὸ ἔργο στὴν τύχη του. Τὸ ἴδιο διάστημα ποὺ τὸ ἔστελνε γιὰ δημοσίευση ἀνὰ κεφάλαιο στὴν Ἑστία, στὴ Γαλλία μὲ τὴ δική του βοήθεια τὸ μετέφραζε στὰ γαλλικὰ ὁ φίλος του μαρκήσιος τοῦ Κὲ ντὲ Σὲν-Ἱλέρ · συγχρόνως σχεδὸν τὸ μετέφρασε στὰ γερμανικὰ ὁ ἐπίσης φίλος του Βίλχελμ Βάγκνερ  καὶ σύντομα μεταφράστηκε σὲ ἄλλες ὀκτὼ γλῶσσες. Οἱ γνωριμίες τοῦ Βικέλα εἶχαν ἀναμφισβήτητα κάποια σημασία γι᾿ αὐτὴ τὴν τόσο ἄμεση ἀνταπόκριση τῶν Εὐρωπαίων διανοουμένων, ὡστόσο πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὴ θετικὴ ἀντίδραση τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ τὴν προκάλεσαν ὁρισμένες ἀρετὲς τοῦ ἔργου. Δὲν εἶναι ἴσως ἄσχετο τὸ ὅτι ἡ γαλλικὴ ἔκδοση εἶναι ἐφοδιασμένη μὲ πλῆθος ἱστορικῶν σημειώσεων. Φαίνεται ὅτι οἱ ἱστορικὲς λεπτομέρειες γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, δεκαετίες μετὰ τὸ φιλελληνικὸ κίνημα, ἐνδιέφεραν μεγάλο μέρος τοῦ γαλλικοῦ κοινοῦ, ποὺ εἶχε πάψει νὰ ἀρέσκεται στὶς φαντασιώδεις ἐξάρσεις τῶν ρομαντικῶν μυθιστορημάτων καὶ ἀναζητοῦσε πλέον τὴν αἰσθητικὴ τέρψη, ἀλλὰ καὶ τὴ γνώση, στὶς σελίδες ρεαλιστικότερων ἔργων, τὰ ὁποῖα ἐντάσσουν τὴν ἀτομικὴ περιπέτεια μέσα στὴ συλλογικὴ ἱστορία. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὸ βιβλίο ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὴ γαλλικὴ κυβέρνηση ὡς σχολικὸ ἀνάγνωσμα γιὰ τὰ σχολεῖα τῆς χώρας,[4] κάτι ποὺ προσπάθησε ὁ Βικέλας καὶ γιὰ τὰ ἑλληνικὰ ἀνθολόγια.

Ὡστόσο, καὶ στὴν Ἑλλάδα τὸ ἔργο σημείωσε ἀπανωτὲς ἐκδόσεις, παρόλο ποὺ τὸ μορφωμένο ἀστικὸ κοινό, κατὰ μαρτυρίες,[5] δὲν προτιμοῦσε ἑλληνικὰ ἔργα, ἀλλὰ κυρίως μεταφράσεις ξένων. Μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ἐπιτυχία τοῦ Λουκῆ Λάρα στὴν Εὐρώπη ἔφερε ὡς ἐπακόλουθο καὶ τὴν ἐπιτυχία του στὴν Ἑλλάδα. Στὸ προλογικό του σημείωμα στὴν τέταρτη εἰκονογραφημένη ἔκδοση τοῦ 1892 ὁ ἐκδότης Γεώργιος Κασδόνης σημειώνει: Τὸ ἔργον τοῦ Βικέλα δὲν ἔχει βεβαίως ἀνάγκη νὰ παρουσιασθῇ μὲ συστάσεις τοῦ ἐκδότου πρὸς Ἕλληνας ἀναγνώστες, εἰς οὓς εἶναι ἤδη γνωστόν· ἄλλως δέ, ἂν ἦτο τοιαύτη ἀνάγκη, θὰ εἶχε νὰ παρουσιάσῃ τίτλους πολὺ ἰσχυροτέρους [ἀπὸ τὴ δική του σύσταση], τὴν εἰς τὰς πλείστας τῶν εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν μετάφρασίν του παρὰ ξένων λογίων, οἵτινες οὕτω διετράνωσαν τὴν ἐκτίμησίν των πρὸς τὸ ἑλληνικὸν ἔργον.

ἐκτίμησις αὐτὴ γιὰ τὸ ἐν λόγω ἔργο καταγράφηκε σὲ πολλὰ κείμενα ἔγκριτων κριτικῶν καὶ συγγραφέων, οἱ ὁποῖοι τόνισαν κυρίως τὴ σημασία τοῦ Λουκῆ Λάρα γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας καὶ σχολίασαν ποικίλες παραμέτρους τῆς γραφῆς του. Ἡ ἐνασχόλησή μου, στὴ συνέχεια, μὲ τὶς σημαντικότερες ἢ πιὸ ἐνδιαφέρουσες στιγμὲς τῆς ἐπίσημης κριτικῆς ἔχει ἀφενὸς τὸν χαρακτήρα τῆς ἐπισκόπησης, ἀφετέρου τοῦ κριτικοῦ διαλόγου, μὲ στόχο τὴν ἀνακαίνιση ζητημάτων σχετικῶν μὲ τοποθετήσεις ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας διατύπωσή τους διαμόρφωσαν ἕνα συγκεκριμένο ἑρμηνευτικὸ καὶ ἀξιολογικὸ προσανατολισμό.

~.~

1. Ἡ ἔνταξη τοῦ Λουκῆ Λάρα στὸ Ρεῦμα τοῦ Ρεαλισμοῦ

Τὸ ἔργο ἔχει ἐνταχθεῖ ἀπὸ τοὺς γραμματολόγους στὸ χῶρο τοῦ ἀκμάζοντος στὴν Εὐρώπη κατὰ τὴν ἐποχὴ ἔκδοσής του, μεγάλου ρεύματος τοῦ ρεαλισμοῦ. Γιὰ τὴν ἔνταξη αὐτὴ οἱ μελετητὲς στηρίχτηκαν σὲ δύο στοιχεῖα:

α´. Στὴν παρουσία προσωπικῆς μαρτυρίας μέσα στὸ ἔργο: πρόκειται γιὰ τὰ σύντομα ἀπομνημονεύματα –τὴν «Αὐτοβιογραφία γέροντος Χίου»,[6] ὅπως εἶναι ὁ ὑπότιτλος– τοῦ Λουκᾶ Ζίφου, ποὺ ἔζησε καὶ κατέγραψε ὅσο μποροῦσε πιὸ πιστὰ τὶς δοκιμασίες του στὰ δύσκολα χρόνια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, καθὼς δηλώνει στὸ ἐπισημείωμά του ὁ Βικέλας.[7] Αὐτὴ ἡ τάση ἀναπαράστασης τῆς πραγματικότητας, συχνὰ καὶ σὲ βάρος τῆς μυθοπλασίας ἢ ἄλλων παραμέτρων, οἱ ὁποῖες προβάλλονταν ἤδη ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὡς αἰτήματα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ρεαλισμοῦ, ἦταν τὸ κύριο ζητούμενο τῶν συγγραφέων στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὶς πρῶτες ἐμφανίσεις ἔργων ποὺ ἀναγνωρίζουμε ὡς ρεαλιστικά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολλοί, ἴσως καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γοητεία ποὺ ἐξέθρεψαν τὰ ἀπομνημονεύματα τῶν ἀγωνιστῶν, κατέφυγαν μέσω τῆς τεχνικῆς τῆς πλαστοπροσωπίας στὴν αὐθεντικὴ ἀφήγηση ἱστορικῶν γεγονότων.

β´. Στὴ διαλεκτικὴ σχέση τῆς ἱστορίας μὲ τὴν ὑποκειμενικὴ σκοπιά, τὴ μυθιστορηματικὴ δηλαδὴ ἀνάπλαση τοῦ πρωτογενοῦς ὑλικοῦ. Ἡ μυθοπλασία τοῦ Βικέλα κινεῖται ἀρκετὰ κοντὰ στὸ πρωτότυπο, ἀλλὰ μὲ παρεμβάσεις ποὺ ἀποσκοποῦν στὸ νὰ προβληθεῖ ὁ βασικὸς χαρακτήρας μέσω τῆς συμπεριφορᾶς καὶ τῶν ἐπιλογῶν του.

Γραμματολόγοι καὶ κριτικοὶ (Ἀ.Ρ. Ραγκαβῆς, Σ. Ζαμπέλιος, Σ. Ξένος, Κ.Θ. Δημαρᾶς, Λ. Πολίτης, Κ. Ράμφος κ.ἄ.) τοποθετοῦν κατὰ κανόνα τὸν Λουκῆ Λάρα στὸ μεταίχμιο τοῦ 1880, θεωρώντας το ἔργο ποὺ συμβάλλει στὴ μετάβαση ἀπὸ τὸν ρομαντισμὸ στὸν ρεαλισμό (τὸ ἠθογραφικὸ διήγημα). Δὲν ἀναγνώρισαν μάλιστα ἁπλῶς ἕνα ρεαλιστικὸ ἔργο, ἀλλὰ εἶδαν στὸν Λουκῆ Λάρα ἕνα ἔργο πρωτοποριακό: Ὁ Ξενόπουλος, τὸ 1891, μίλησε γιὰ σταθμὸ ἐν τῇ νεωτέρᾳ ἡμῶν διηγηματικῇ φιλολογίᾳ καὶ ὑπογράμμισε ὅτι πρῶτος ὁ Βικέλας ἔγραψε διήγημα ἑλληνικόν, πραγματικόν, ἔχον ἥρωας ἀνθρώπους γηίνους.[8] Μόνο ποὺ ὁ Λουκῆς Λάρας δὲν εἶναι διήγημα, τουλάχιστον ἔτσι ὅπως ἔχει καθιερωθεῖ ὁ ὅρος στὴ νεότερη λογοτεχνία μας. Ἄρα ἡ λέξη διήγημα θὰ πρέπει νὰ ἔχει χρησιμοποιηθεῖ στὸ συγκεκριμένο ἐδάφιο μὲ τὴ σημασία τοῦ ἀφηγήματος ἢ τῆς μυθιστορίας. Ἡ ἔμφαση δηλαδὴ τοῦ Ξενόπουλου δὲν εἶναι στὸ εἶδος, ἀλλὰ στοὺς προσδιορισμούς του: ἑλληνικόν, δηλ. ἀφήγημα πρωτότυπο, μὲ ὑπόθεση ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ζωή, ὄχι μίμηση εὐρωπαϊκοῦ, ὄχι μετάφραση·[9] καὶ πραγματικόν, ἀναφέρεται δηλαδὴ σὲ πραγματικά, καθημερινὰ πρόσωπα καὶ γεγονότα, ἑπομένως βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ ρομαντισμοῦ. Ὁ Δροσίνης, στὰ ἀπομνημονεύματά του, δὲν χαρακτηρίζει τὸ ἴδιο τὸ ἔργο διήγημα, σχολιάζει ὅμως τὴ μεγάλη σημασία ποὺ εἶχε γιὰ τὴ συγγραφὴ διηγημάτων.[10] Ὁ Παλαμᾶς ἔκανε λόγο γιὰ ἔργο γενναίας ἑρμηνεύσεως, καὶ ξεκαθαρίζει ὅτι εἰς τὸν Βικέλαν ἐπεφυλάσσετο ἡ τιμὴ νὰ δώσῃ τὸ σύνθημα.[11] Ἑπομένως καὶ ὁ Παλαμᾶς τοῦ ἀναγνωρίζει πρωτοπορία. Ὁ Λίνος Πολίτης, μάλιστα, ὑπογραμμίζει τὴν ἀντιρομαντική, ρεαλιστικὴ τοποθέτηση ὡς τὸ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τοῦ βιβλίου, ποὺ δὲν ἔχει κανένα ρομαντικὸ ψιμμύθιο.[12]

Φαίνεται δύσκολο νὰ πιστέψουμε ὅτι οἱ ἀναφερθέντες κριτικοὶ ἀγνοοῦν ἔργα ὅπως ὁ Θάνος Βλέκας (1855) τοῦ Παύλου Καλλιγᾶ,[13]Πάπισσα Ἰωάννα (1866) τοῦ Ἐμμανουὴλ Ροΐδη, ἡ Στρατιωτικὴ Ζωὴ ἐν Ἑλλάδι (1870), δημοσιευμένα λίγα χρόνια πρίν,[14] τὰ ὁποῖα, παρ᾿ ὅλες τὶς ἀφηγηματικὲς ἀδυναμίες τους, δικαιοῦνται τὴ θέση τῆς πρωτοπορίας μέσα στὸν πρώιμο νεοελληνικὸ ρεαλισμό, ἀφοῦ διαθέτουν τὰ ἴδια χαρακτηριστικὰ ποὺ ἐντάσσουν καὶ τὸν Λουκῆ Λάρα στὸ χῶρο τοῦ ρεαλισμοῦ − κάποια μάλιστα ἀπὸ αὐτὰ ἔχουν πολὺ πιὸ ἐνισχυμένο τὸν μηχανισμὸ τῆς ρεαλιστικῆς ἀφήγησης.

Ἂς δοῦμε πῶς τοποθετεῖται γιὰ τὸν Θάνο Βλέκα ἕνας ἀπὸ τοὺς καταστατικοὺς μελετητὲς τῆς λογοτεχνίας μας, ὁ Κ.Θ. Δημαρᾶς. Γράφει: Τὸ ἔργο εἶναι παρμένο ἀπὸ τὴν σύγχρονη ζωή, καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς περιγράφει, ἀλλὰ μέσα σ᾿ ἕναν μῦθο ποὺ τὸ ἀνεβάζει ἔτσι πολὺ ἐπάνω ἀπὸ τὴν μεταγενέστερη ἠθογραφία. […]. Ἡ εἰρωνικὴ διάθεση ποὺ […] ἀποτελεῖ τὸ ἀντίδοτο τῆς ρωμαντικῆς ὑπερευαισθησίας, ἀρτιώνει τὴν συγγραφικὴ μορφὴ τοῦ Καλλιγᾶ μέσα στὸν Θάνο Βλέκα. […] Τὰ κοινωνικὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ συγγραφέα, τὰ προβλήματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν, τὰ προβλήματα δηλαδὴ τῆς τότε κοινωνίας, παρεμβάλλονται ἀφομοιωμένα μέσα στὸν μῦθο. Ἂν τὸ ἔργο δὲν εἶχε πολὺ ποικιλότερες προοπτικές, θὰ μποροῦσε νὰ λεχθεῖ ὅτι εἶναι τὸ πρῶτο μας κοινωνικὸ μυθιστόρημα.[15]

Γιὰ τὴν Πάπισσα Ἰωάννα ὁ Δημαρᾶς σημειώνει: Θέμα λοιπὸν ρωμαντικό, διδάσκαλοι ρωμαντικοί. Μὰ ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ βγεῖ μιὰ ἱπποτικὴ ἱστορία μὲ τρομερὰ ἐπεισόδια καὶ φανταστικὲς περιπέτειες· σὰν νὰ πρόκειται νὰ σατιρίσει τὸ εἶδος, ὁ συγγραφέας θὰ πλέξει τὸ μῦθο του ἁπλά, μὲ ρεαλισμὸ καὶ μὲ συχνὲς ἀναδρομὲς στὰ σύγχρονά του πράγματα. […] ὁ Ροΐδης εἰσάγει ἕνα καινούργιο πνεῦμα, θετικό, ὀρθολογικό, ὀξὺ στὴ λογοτεχνία μας. […] Ἦταν ἡ ἀναίρεση ἀκαίριας τῆς αἰσθητικῆς τοῦ ρωμαντισμοῦ.[16] Ὅσο, γιὰ τὴν (ἀποδιδόμενη στὸν λόγιο Χ. Δημόπουλο) Στρατιωτικὴ ζωὴ ἐν Ἑλλάδι ὁ Δημαρᾶς σημειώνει: ἡ μορφή του εἶναι ἀφηγηματική, στὸ πρῶτο πρόσωπο· παρουσιάζεται σὰν κομμάτι αὐτοβιογραφίας, ἀλλὰ μὲ πολλὰ χαρακτηριστικὰ τῆς δημιουργικῆς πεζογραφίας: διακρίνεται ἡ ροπὴ πρὸς τὴ σύνθεση καὶ ἀφθονεῖ ὁ διάλογος, ποὺ σὲ μεγάλο ποσοστὸ ἀποτελεῖ τὸ μέσον τῆς παρουσίασης τῶν προσώπων καὶ τῶν περιστατικῶν.[17]

Μετὰ ἀπὸ τὰ σχόλια αὐτά, φαίνεται πὼς πρέπει νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ στὸ τί ἐννοεῖ ὁ Δημαρᾶς ὅταν υἱοθετεῖ τὶς κρίσεις τοῦ Ξενόπουλου καὶ τοῦ Παλαμᾶ, ἀναγνωρίζοντας τὸν Λουκῆ Λάρα ὡς μεταβατικὸ στοιχεῖο ἀπὸ τὴν παλαιότερη πεζογραφία στὶς νέες μορφές, […] ποὺ ταυτόχρονα κλείνει μιὰ ἐποχὴ καὶ ἀνοίγει τὴν ἄλλη. Γράφει: Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ συναντοῦμε τὸ διήγημα στὴ νέα μας λογοτεχνία. Ἀλλὰ πρωτύτερα παρουσιάζεται σὰν ἐξαίρεση μέσα στὸν κανόνα τοῦ μυθιστορήματος: σύνθετη πλοκή, πολλὰ ἐπεισόδια, τάση γιὰ τὴν ἔξαρση τοῦ ἡρωϊκοῦ καὶ ἔμπνευση ἱστορική. Τώρα τὸ εἶδος ἀπομονώνεται, […] στρέφεται ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο πρὸς τὴν ἐσωτερικὴ ζωή.

Μὰ τὰ ὅσα λέει ὁ Δημαρᾶς δὲν εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Λουκῆ Λάρα. Ἀφοροῦν ἴσως ἄλλα διηγήματα τοῦ Βικέλα, ὄχι ὅμως τὸ συγκεκριμένο ἔργο, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι διήγημα (καὶ ὁ Δημαρᾶς ἔχει ἐπίγνωση τοῦ ὅρου). Γι᾿ αὐτὸ καὶ λίγο πιὸ κάτω οἱ ἀναφορές του γίνονται στὸν «Πάππα Νάρκισσο» καὶ στὸν «Φίλιππο Μάρθα». Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ὁ Δημαρᾶς ἔχει στὸ νοῦ του ὄχι τόσο τὸ συγκεκριμένο ἔργο ὅσο τὸ ρόλο ποὺ ἔπαιξε στὴ συγγραφὴ ἠθογραφικῶν διηγημάτων, ὅπως εἶχε γράψει καὶ ὁ Δροσίνης· μᾶς πληροφορεῖ μάλιστα ὅτι ὁ Βικέλας ὤθησε καὶ τὸν Βιζυηνὸ πρὸς τὸ διήγημα.[18]

Τὰ προγενέστερα τοῦ Λουκῆ Λάρα ἔργα ἀποσιωπήθηκαν ἐντελῶς ἀπὸ τοὺς κριτικοὺς τῆς γενιᾶς τοῦ ᾿80. Μὲ τὴ στάση τους αὐτὴ δὲν ἀσχολεῖται ἰδιαίτερα ἡ πιὸ πρόσφατη φιλολογία μας. Μόνο ὁ Vitti κάνει λόγο γιὰ ἔνοχη παρασιώπηση τοῦ ζητήματος τῆς ληστείας ἐκμέρους τῶν λογοτεχνῶν,[19] ὑποστηρίζοντας ὅτι τὰ συγκλονιστικὰ ἐπεισόδια ληστρικῆς ἢ ἄλλης ἀντικοινωνικῆς ζωῆς ποὺ περιέγραφαν τὰ παλαιότερα ἔργα ἐξέθεταν τὴν Ἑλλάδα στὸ ἐξωτερικὸ ὡς ἔθνος καὶ ἄρα πολὺ συνειδητὰ οἱ διανοούμενοι θέλησαν νὰ τὰ περιθωριοποιήσουν. Ὅσο γιὰ τὴν Πάπισσα Ἰωάννα εἰδικότερα, πρόκειται γιὰ ἰδιόρρυθμο σατιρικὸ ἔργο, μὲ θέμα φαινομενικὰ πολὺ μακρινὸ ἀπὸ τὶς ἀναζητήσεις τῆς νέας κοινωνίας. Ἀντιθέτως, ὁ ἥρωας τοῦ Βικέλα εἶναι πολὺ πραγματικός, ὅπως εἶπε ὁ Ξενόπουλος. Καὶ παρόλο ποὺ ὁ μεγαλοϊδεατισμὸς εἶναι πολὺ ἰσχυρὸς τὴν τελευταία εἰκοσαετία τοῦ 19ου αἰώνα, καθόσον ἡ Ἑλλάδα βρίσκεται ἀκόμη σὲ πόλεμο, στὴν Ἀθήνα καὶ στὶς ἄλλες μικρὲς πόλεις ἀρχίζει νὰ διαμορφώνεται ἡ κοινωνία τῶν μικροαστῶν, τῶν μεγαλοαστῶν καὶ τῶν ἐπιχειρηματιῶν, ἡ ὁποία ἀναζητᾶ ἄλλα ἰδεώδη. Σημειώνει ὁ Δημαρᾶς: στὰ χρόνια 1880 […] ἡ κοινωνία δὲν ζητάει ἔξαψη ἀλλὰ ἰσορροπία […]. Τὸ σπίτι, συγκροτημένο σὲ κοινωνικὸ κύτταρο, ἀρχίζει νὰ ἔχει δικές του πνευματικὲς ἀνάγκες, νὰ ἔχει τὴ δική του ἰδιότυπη γοητεία καὶ νὰ περιμένει τὴν λογοτεχνικὴ ἔκφραση τῆς γοητείας αὐτῆς. […] Ἡ λογοτεχνία πρέπει νὰ ἀνανεωθεῖ[20] – δηλαδὴ νὰ ἐπικεντρωθεῖ σὲ ἥρωες γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀρχίζει πιὰ νὰ σφύζει ἡ νέα κοινωνικὴ ζωή.

Ὑποθέτω ὅτι τὴν ἴδια ἀνάγκη γιὰ ἀνανέωση ἔνιωσαν καὶ οἱ συγγραφεῖς τοῦ πρώιμου ρεαλισμοῦ ποὺ προαναφέρθηκαν. Ὡστόσο δὲν ὑπερασπίστηκαν ἀρκετὰ ἢ καὶ καθόλου τὰ ἔργα τους. Ὁ Καλλιγᾶς μετὰ τὴ δημοσίευση τοῦ Θάνου Βλέκα φερόταν σὰν πατέρας ποὺ ἀποκήρυξε τὸ παιδί του καὶ ὁ συγγραφέας τῆς Στρατιωτικῆς Ζωῆς κράτησε τὴν ἀνωνυμία του διαπαντός. Ἀντιθέτως, ὁ Βικέλας καὶ ὑπερασπίστηκε καὶ προώθησε τὸ ἔργο του μέσω τῶν γνωριμιῶν ποὺ εἶχε στὴν Εὐρώπη, συνέχισε νὰ γράφει ἠθογραφικὰ διηγήματα, ἑδραιώνοντας τὴ θέση του μέσα στὴν πρωτοπορία ποὺ τότε γινόταν ρεῦμα, καὶ προέτρεψε καὶ ἄλλους νὰ τὸ κάνουν. Ἔτσι, τοποθετήθηκε ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του στὴν τιμητικὴ θέση τοῦ πρωτοπόρου τοῦ ἑλληνικοῦ ρεαλισμοῦ. Ἀλλά, ἂν γιὰ κείνους τοὺς κριτικοὺς μία τέτοια ἀναγνώριση δὲν εἶχε νὰ κάνει στενὰ μὲ τὸ αἰσθητικὸ ρεῦμα, παρὰ μὲ εὐρύτερες κοινωνικὲς ἀναζητήσεις, γιὰ τοὺς νεότερους μελετητὲς ἡ ἐμμονὴ στὸν ἀφετηριακὸ γιὰ τὸν νεοελληνικὸ ρεαλισμὸ ρόλο τοῦ Λουκῆ Λάρα δὲν ἀποτελεῖ παρὰ μιμητικὴ πλάνη.

~.~

Ἀναμφισβήτητα στὸν Λουκῆ Λάρα ἐντοπίζονται συγγένειες μὲ τὸ σύγχρονό του εὐρωπαϊκὸ ἱστορικὸ μυθιστόρημα, ἰδίως τὸ ἀγγλικό, τῶν Ἔλιοτ, Ντίκενς καὶ Θάκερι, ἀλλὰ καὶ τῶν Μπαλζάκ, Ἀνατὸλ Φράνς, Οὑγκό, Κόνραντ Μάγερ κ.ἄ.[21] Ὡς ἱστορικὸ τὸ ἀναγνωρίζει καὶ ὁ Ἀπόστολος Σαχίνης: Τὸ μυθιστόρημα αὐτὸ εἶναι κυρίως ἱστορικὸ καὶ πατριωτικό, ἀφοῦ ἀναπτύσσει ἕνα θέμα ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ μᾶς μιλᾶ μὲ τὰ πιὸ θερμὰ ἢ τὰ πιὸ συγκινητικὰ λόγια γιὰ τὶς θυσίες τῆς Ἑλλάδας. Ὁ Σαχίνης προβαίνει καὶ σὲ μιὰ σημαντικὴ διάκριση: ἡ διήγηση τῶν καθημερινῶν περιστατικῶν, ἡ ἀναπαράσταση τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἠθῶν ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ ἡ ἀγάπη τῆς οἰκογένειας […] πλησιάζουν τὸν Λουκῆ Λάρα πρὸς τὴν ἠθογραφία καὶ τὸν μεταβάλλουν σὲ πρόδρομο τῆς μελλοντικῆς ἐξέλιξης τοῦ ἠθογραφικοῦ μυθιστορήματος.[22]

Τὸ χειρόγραφο τοῦ Ζίφου σίγουρα εἶναι ἕνα ἱστορικὸ ἀπομνημόνευμα, καὶ στὸν Λουκῆ Λάρα ἡ ἱστορία εἶναι ὁ καμβὰς τῆς δράσης.[23] Τὸν Βικέλα τὸν ἐνδιαφέρει νὰ παρουσιάσει τὶς δοκιμασίες ποὺ πέρασαν οἱ Ἕλληνες ποὺ δὲν πήραν μέρος στὶς μάχες ἀλλὰ ὑπέστησαν πολλὰ δεινά, δὲν πρόδωσαν, δὲν ἀλλαξοπίστησαν, καὶ κράτησαν ζωντανὲς τὶς ἀρχὲς τῆς οἰκογένειας καὶ τῆς κοινότητας. Καὶ ἴσως εἶχε ἕναν πολιτικὸ στόχο ἡ πρόθεση αὐτὴ τοῦ Βικέλα: ὅταν γράφει τὸν Λουκῆ Λάρα, ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ἡ Θεσσαλία δὲν ἔχει ἀκόμη ἀπελευθερωθεῖ, ἐπαναστατικὰ κινήματα ξεσποῦν στὴν Ἤπειρο, στὴν Κρήτη κ.ἀ. Ὁ Βικέλας, καὶ στὴν Ἀγγλία ἀλλὰ κυρίως στὸ Παρίσι, ἔχει ἤδη μπεῖ στοὺς κύκλους τῶν λογίων ποὺ ἐκδηλώνουν ἔντονο τὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ πολιτικῶν ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπηρεάσουν τὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων στὴν Ἑλλάδα. Ἔτσι μπορεῖ νὰ εὐσταθήσει, πιστεύω, ἡ ὑπόθεση ὅτι ὁ Βικέλας θέλησε νὰ εὐαισθητοποιήσει ἔτι περισσότερο τὰ φιλελληνικὰ αὐτὰ αἰσθήματα μ’ ἕνα ἔργο ποὺ πρόβαλλε τὶς ταλαιπωρίες τῶν Ἑλλήνων ὑπὸ τὸν ζυγὸ τῶν Τούρκων.

Ὁ χαρακτηρισμός του ὡς ἱστορικοῦ μυθιστορήματος δὲν ὑπάγει ἀναγκαστικὰ τὸν Λουκῆ Λάρα στὰ ρομαντικὰ ἱστορικὰ μυθιστορήματα,[24] καὶ ὁπωσδήποτε δὲν τίθεται διαζευκτικὰ πρὸς τὸν χαρακτηρισμό του ὡς ρεαλιστικοῦ – ἱστορικὰ μυθιστορήματα ὑπάρχουν καὶ ρομαντικὰ[25] καὶ ρεαλιστικά.[26] Ὡστόσο, ὁ Βικέλας προσπάθησε νὰ μετατρέψει τὸ ἀπομνημόνευμα τοῦ Ζίφου σὲ ὠφέλιμο καὶ ἐνδιαφέρον ἀνάγνωσμα καὶ ἔτσι πρόσθεσε συναισθηματικὰ καὶ ρομαντικὰ στοιχεῖα, πατριωτισμὸ καὶ τὴν δίψα γιὰ μάθηση.[27] Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ δεύτερο μέρος τοῦ ἔργου δὲν μένει πιστὸς στὸ χειρόγραφο: πλάθει μιὰ ἱστορία ρομαντικὴ γιὰ νὰ τονίσει ὅτι τὸν ἔμπορο Λουκῆ δὲν τὸν κατευθύνει τὸ χρῆμα ἀλλὰ τὸ συναίσθημα – κι ἐνῶ ρισκάρει τὴ ζωή του ὅταν ἐπιστρέφει στὴ Χίο γιὰ να ξεθάψει τὰ ἀσημικὰ ποὺ εἶχαν θάψει στὸν κῆπο τους πρὶν φύγουν κατὰ τὸν διωγμό, τὰ δίνει ὅλα στὸν Τοῦρκο γιὰ νὰ ἀπελευθερώσει τὴν παιδική του φίλη Δέσποινα, τὴν ὁποία θὰ πάρει γυναίκα του ἀργότερα. Ὁ πραγματικὸς Ζίφος εἶχε παντρευτεῖ κόρη πλουσίου καὶ μὲ καλὴ προίκα, ἀλλὰ τὸ ρομαντικὸ τέλος τῆς ἱστορίας δίνει στὴν ἀφήγηση γοητεία καὶ στὸν συγγραφέα τὴ δυνατότητα νὰ ἀποδώσει στὸν ἔμπορο συναισθήματα καὶ ἀνθρωπιά. Μὲ αὐτὴ τὴν ἐπιλογὴ ἡ περιπετειώδης πορεία τοῦ Λάρα ἀφενὸς ἐντάσσεται στὸ πλαίσιο τοῦ πραγματικοῦ, ἀφετέρου ἡ ἠθικοποιητικὴ διαγραφὴ τοῦ χαρακτήρα του νομιμοποιεῖται μέσα στὸ κοινωνικὸ ἠθοκανονιστικὸ σύστημα.[28] Ὁ Βικέλας ὑπερασπίζεται τὴν τάξη του, ἐξυπηρετώντας συγχρόνως τοὺς διδακτικούς του στόχους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Στεργιόπουλος χαρακτηρίζει τὸ ἔργο  ἠθικοδιδακτικὴ ἠθογραφία.[29]

Ἐξάλλου, γνωρίζουμε ὅτι ὁ Βικέλας ἔβρισκε ἀνώφελη τὴν ἀνάγνωση ρομαντικῶν μυθιστορημάτων· ἀπέρριπτε τὴ μεγαλόστομη ἱστορικὴ μυθοπλασία γιὰ τὴν ἐξιδανίκευση τῶν προσώπων, ἄρα γιὰ τὴν ἀναλήθειά της. Γράφει: χάνει κανεὶς τὸν καιρόν του μὲ αὐτά, διότι δὲν μανθάνει τίποτε, συγχρόνως δ᾿ ἐκτίθεται εἰς τὴν κακὴν ἐπιρροήν των.[30] Ὁ ἴδιος εἶχε ὡς πρότυπα ἔργα ὅπως τὰ Χαρτιὰ τοῦ Πίκγουικ τοῦ Ντίκενς ἢ τὸν Ἄνταμ Μπὶντ τῆς Τζὸρζ Ἔλιοτ, συγγραφέων ποὺ χρησιμοποίησαν τὸ μυθιστόρημα γιὰ ἄσκηση κοινωνικῆς κριτικῆς.

2. Λάρας: Ἥρωας ἢ Ἀντιήρωας;

Οἱ μελετητὲς ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ ἔργο ἀπέδωσαν στὸ κεντρικὸ πρόσωπο τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ ἀντιήρωα.[31] Γράφει λ.χ. ὁ Β. Ἀθανασόπουλος: ὁ ἥρωας ὑποκαθίσταται ἀπὸ τὸν ἀντιήρωα ἢ πιὸ σωστὰ ἀπὸ τὸν ἥρωα τῆς καθημερινότητας.[32] Ὁ ἴδιος χαρακτηρισμὸς τοῦ ἀποδόθηκε καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους κριτικούς, τὸν Ἀ. Σαχίνη, τὸν M. Vitti, τὴ Σ. Ντενίση, τὸν Δ. Τζιόβα, τὴ Μ. Δήτσα, τὴν Π. Χατζηγεωργίου[33] κ.ἄ.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ πρότυπο τοῦ Λάρα σαφῶς καὶ ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση ὄχι μόνο μὲ τοὺς ἥρωες τῶν ρομαντικῶν μυθιστορημάτων, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰώνα, ἡ ὁποία ἐν μέσω ἀκόμη ἀπελευθερωτικῶν ἀγώνων, ἔτρεφε ἡρωικὰ καὶ μεγαλοϊδεατικὰ ἰδεώδη. Ἦταν δυνατὸν νὰ εἶναι ἥρωας αὐτὸς ὁ ἀπόλεμος σαρδελοπώλης, ὁ ἀπὼν ἀπὸ τὰ πεδία τῶν μαχῶν, ποὺ ὁμολογεῖ τὴ δειλία του καὶ ὅλη ἡ σκέψη του κατευθύνεται ἀπὸ τὴν ἀγωνία τῆς προσωπικῆς ἐπιβίωσης καὶ τὸ κυνήγι τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος; Αὐτὴ ἡ ἐμπορικὴ καρδιὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἡρωικὴ ἠθική; Ποιὰ εἶναι ἡ σχέση του μὲ τὸν ἀριστοτελικὸ ἥρωα ποὺ ἔχει ὑψηλὸ ἦθος, σωματικὴ καὶ ψυχικὴ δύναμη, ξεπερνᾶ τὸ ἀνθρώπινο ὅριο, εἶναι ὁ κινητήρας ἔπους ἢ τραγωδίας;[34]

Ἂς δοῦμε σύντομα πῶς ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ἡ ἔννοια αὐτὴ στὸ πεδίο τῆς λογοτεχνικῆς κριτικῆς. Ὡς ὅρος ὁ ἀντιήρωας (antihero) χρησιμοποιήθηκε στὴν ἀφηγηματολογία γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1897 ἀπὸ τὸν Γ.Π. Κὲρ γιὰ νὰ περιγράψει συγκεκριμένους χαρακτῆρες μυθιστορημάτων οἱ ὁποῖοι δὲν ἀνταποκρίνονται σὲ καθιερωμένα στερεότυπα: ἔχουν ἀτέλειες ποὺ τοὺς διαχωρίζουν ἀπὸ τὸν τυπικὸ ἡρωικὸ χαρακτήρα (λ.χ. ἐγωισμό, ἄγνοια, ματαιοδοξία, ἀνηθικότητα, σύγχυση κ.ἄ.). Σήμερα μποροῦμε νὰ εἴμαστε πιὸ συγκεκριμένοι: συχνὰ ἕνας τέτοιος χαρακτήρας, γιὰ λόγους διαμαρτυρίας ἢ ἀπελπισίας, συμπεριφέρεται ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι θὰ ἔκανε ὁ παραδοσιακὸς ἥρωας καὶ φτάνει νὰ ἀποτελέσει πραγματικὴ παρωδία ἰδανικοῦ ἥρωα. Ἀποτελεῖ ἕνα ἀντιπρότυπο, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει ὑψηλὸ ἦθος, νὰ εἶναι δειλὸς ἢ τρελός, μέθυσος, ἀντικοινωνικός, αὐτοκαταστροφικός,[35] ἢ μπορεῖ νὰ ἀσκεῖ μὲ τρόπο κοινωνικὰ μὴ ἀναγνωρίσιμο (ἕως καὶ ἀπαράδεκτο) τὶς ὅποιες ἀρετές του. Ὁ συγγραφέας ποὺ πλάθει ἕναν ἀντιήρωα στόχο ἔχει νὰ ἀναδείξει ὄχι ἠθικές, ἀγωνιστικὲς ἢ ἡρωικὲς διαστάσεις, ἀλλὰ δραματικότερες, πιὸ συγκρουσιακὲς ἢ ἁπλὰ ἀντιηρωικὲς πλευρὲς τῆς ψυχῆς ἢ τῆς σκέψης.[36] Ἑπομένως, ὁ ἀντιήρωας εἶναι ἀποτέλεσμα συγγραφικῆς πρόθεσης καὶ λειτουργεῖ ἀντιστικτικὰ πρὸς τὸ κυρίαρχο πρότυπο μιᾶς ἐποχῆς.[37]

Ὁ Λάρας σίγουρα δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὰ γνωστὰ πρότυπα τῶν ἀγωνιστῶν καὶ ἄλλων κυρίαρχων μορφῶν τῶν ἀναγνωσμάτων τῆς ἐποχῆς. Εἶναι ὅμως ἕνας ἄνθρωπος ὑπερβολικὰ κοινωνικός, νοικοκύρης, τίμιος, ἀγαθός, καὶ μὲ ἰσχυρὲς δυνάμεις αὐτοσυντήρησης καὶ προσωπικῆς δημιουργίας. Δὲν εἰρωνεύεται οὔτε ἀντιστρατεύεται τοὺς συγκαιρινούς του ἥρωες· ἀντίθετα, τοὺς θαυμάζει. Ὁμολογεῖ μὲ ἁπλότητα καὶ εἰλικρίνεια ὅτι οὔτε ἡ φύση του οὔτε οἱ περιστάσεις δὲν τὸν ὁδήγησαν νὰ παλέψει στὰ πεδία τῶν μαχῶν, λυπᾶται μάλιστα γι᾿ αὐτό. Ὅμως, ἔζησε τὰ βάσανα τοῦ λαοῦ, τὰς φοβερὰς σκηνὰς τῆς ἀπεράντου ἐκείνης τραγωδίας! καί, ὅπως τόσοι ἄλλοι, ἄντεξε καρτερικῶς. Ἐδῶ δὲν μιλάει ἕνας ντροπιασμένος ἄνθρωπος, ἀλλὰ κάποιος ποὺ μὲ παρρησία διακηρύσσει ὅτι τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐθνικῆς παλιγγενεσίας δὲν συγκροτοῦν τὰ κατορθώματα μόνα τῶν ἐπὶ γῆς καὶ θαλάσσης προμάχων της, ἀλλὰ καὶ οἱ διωγμοὶ καὶ αἱ σφαγαὶ καὶ αἱ ἀτιμώσεις τῶν ἀόπλων καὶ ἀσθενῶν, καὶ ἡ ἐγκαρτέρησις αὐτῶν ἐν τῇ δυστυχίᾳ καὶ ἡ εἰς τὸν Θεὸν πεποίθησις […] περὶ καλλιτέρου μέλλοντος.[38] Ὁ Λάρας δὲν ἀμφισβητεῖ τὸ ἡρωικὸ ἰδεῶδες. Προβάλλει ὅμως πολὺ συνειδητὰ τὸ ἀτομικὸ συμφέρον, μὲ τὴν ἀπόλυτη πεποίθηση ὅτι ὠφελεῖ καὶ τὶς συλλογικὲς ἐπιδιώξεις: οἱ δεξιότητες ἐπιβίωσης καὶ οἰκονομικῆς προκοπῆς, ποὺ διατήρησαν κάποιοι σὰν τὸν Λάρα μέσα στὶς πιὸ ἀντίξοες περιστάσεις, ἀποδεικνύονται στὴ νέα ἐποχὴ ἀναγκαῖες γιὰ τὴν κοινωνικὴ ἀνάπτυξη καὶ γιὰ τὴ συμπόρευση τῆς Ἑλλάδας μὲ τὰ σύγχρονα ἀναπτυγμένα κράτη.

Γιὰ τὴ γενιὰ τοῦ 1880 οἱ νέες συνθῆκες ἀπαιτοῦσαν καὶ νέα ἰδανικά.[39] Τὸν ἀγῶνα στὴ μάχη ἀντικαθιστᾶ ὁ ἀγώνας στὸ ἐπιχειρηματικὸ πεδίο, γιατὶ ἡ νέα γενιὰ ἔπρεπε νὰ χτίσει τὴ νέα Ἑλλάδα. Οἱ ἄμαχοι ποὺ ἄντεξαν ἐξῆλθαν κι αὐτοὶ νικητές, ὑποστηρίζει ὁ Λάρας. Ἦταν οἱ ἥρωες ἐν τῷ στενῷ κύκλῳ ἐπιδείξεως ὑψηλῶν ἀρετῶν φιλοτιμίας καὶ αὐταπαρνήσεως, καθὼς γράφει ἀνώνυμη κριτικὴ γιὰ τὸ βιβλίο στὰ 1879.[40] Κήρυκας αὐτοῦ τοῦ ἰδεώδους εἶναι ὁ Βικέλας, δηλαδὴ τῆς ἐμπιστοσύνης στὶς καθημερινὲς πράξεις καὶ στὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις ποὺ μποροῦν νὰ δημιουργήσουν ἕνα καλύτερο μέλλον, τῆς ἐντίμου καὶ ἀδιακόπου ἐργασίας, τῆς παιδεύσεως καὶ τῆς ὑποταγῆς εἰς τὸ ἀνήκουστον, τὸ ὁποῖο ἀντιστρεφόμενο δηλώνει προτροπὴ γιὰ ὑπέρβαση τῶν συμφορῶν ποὺ ἔχουν συμβεῖ καὶ γιὰ ὁραματισμὸ τοῦ μέλλοντος.

Ὁ Βικέλας σκέπτεται, δρᾶ καὶ γράφει ὡς Εὐρωπαῖος. Ὁ Λάρας εἶναι ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος ποὺ ἄντεξε καρτερικὰ τὶς σκληρὲς περιπέτειες τῆς ζωῆς του, ὄχι στὰ πεδία τῶν μαχῶν ἀλλὰ στὴν καθημερινὴ βιοπάλη∙ καὶ εἶναι ὁ ἥρωας τῆς νέας τάξης πραγμάτων, μὲ ἱκανότητες ποὺ θὰ ἀποδειχθοῦν ἀναγκαῖες γιὰ τὴν ἀνασυγκρότηση τοῦ ἔθνους καὶ ἐξίσου σημαντικὲς μὲ τὶς σωματικὲς καὶ ψυχικὲς δυνάμεις μὲ τὶς ὁποῖες ἄλλοι, σύγχρονοι τοῦ Λάρα, στήριξαν τὸ ἔθνος. Εἶναι τὸ καινούργιο ἰδεολόγημα, μὴ ἀναμενόμενο στὴν ἐθνοκεντρικὴ Ἑλλάδα τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ 19ου αἰώνα, ποὺ ὁ συγγραφέας θέλει ἀπολύτως νὰ τυποποιήσει γιὰ νὰ τὸ γενικεύσει. Στὸν Βικέλα ὁ ἡρωισμὸς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ ρομαντικὸ πρότυπο, ποὺ ἐστήριξε τὴν Ἐπανάσταση καὶ ἔθρεψε τὴ χώρα μὲ τρόπο στερεότυπο σχεδὸν καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ αἰώνα, καὶ μετουσιώνεται: γίνεται πιὸ καθημερινὸς καὶ ρεαλιστικός, κρατώντας ὡστόσο ὡς βάση τὸ ἀνθρωπιστικὸ ἰδεῳδες. Μὲ τὸ ἔργο αὐτὸ ὁ Βικέλας ἀφενὸς ἐπιχείρησε μιὰ ὑπενθύμιση τοῦ τί κόστιζε ἀκόμη στὴν ἐποχή του ὁ ζυγὸς τῶν Τούρκων γιὰ τοὺς ἀλύτρωτους Ἕλληνες, ἀφετέρου προέβη σ’ ἕναν ὑπερήφανο ἀπολογισμὸ τῆς τάξης του· ὁ εὔστροφος καὶ ἐπίμονος Λάρας εἶναι ἡ πρότασή του γιὰ τὸ σύγχρονό του ἑλληνικὸ κράτος, ὁ ἥρωας τῆς δικῆς του ἐποχῆς.

ΖΩΗ ΜΠΕΛΛΑ-ΑΡΜΑΟΥ

Δρ Φιλολογίας


Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

[1] «Ἡ μελέτη αὐτὴ εἶχε παρουσιαστεῖ ὡς εἰσήγηση στὸ Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο τοῦ Συλλόγου πρὸς Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων «Δημήτριος Βικέλας. Ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του» (11-13 Δεκεμβρίου 2008) καὶ περιελήφθη στὸν τόμο Ἡ Μελέτη, τόμ. 5ος (2η περ.), Ἀθήνα: ΣΩΒ, 2010, σσ. 210-231. Ἐδῶ δημοσιεύεται μὲ ἀναθεωρήσεις.

[2] Βλ. τεύχη ἀρ. 158 κ.ἑξ. τῆς Ἑστίας, τόμ. 7. τοῦ 1879.

[3] Ἑστία τοῦ 1891, ἀρ. 32, σ. 369.

[4] Στὴν ἔκδοση αὐτὴ συμπεριλαμβάνονται καὶ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Φιστὲλ ντὲ Κουλὰνζ Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴ Νῆσο Χίο (1857), ποὺ παρουσιάζουν σκηνὲς ἀπὸ τὴ δραματικὴ ἱστορία τοῦ νησιοῦ.

[5] Πληροφορία τοῦ Ἀ. Οἰκονόμου σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Βικέλα (Οἰκονόμου 1953, σ. 260).

[6] Πρόκειται γιὰ τὸν ὑπότιτλο τοῦ ἔργου. Στὶς ἑπόμενες ἐκδόσεις, μετὰ τὴν πρώτη δημοσίευση στὴν Ἑστία, ὁ ὑπότιτλος ἀπαλείφεται καὶ μένει μόνο ἡ ἐπισημείωση.

[7] Ἡ ἐπισημείωση: Οἱ διαβιώσαντες ἐν Ἀγγλίᾳ ὁμογενεῖς θ᾿ ἀναγνωρίσωσιν εὐκόλως τὸν ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Λουκῆ Λάρα ὑποκρυπτόμενον Χῖον. Συχνάκις ἤκουσα αὐτὸν διηγούμενον τῆς νεότητός του τὰς δοκιμασίας. Περὶ τὰ τέλη τοῦ βίου του ἐπεχειρίσθη κατὰ προτροπήν μου νὰ γράψῃ ἰδιοχείρως τὰς ἀναμνήσεις του, ὅτε δὲ πρό τινων ἀπεβίωσεν, ἀνευρέθη μεταξὺ τῶν ἐγγράφων του τὸ χειρόγραφον, ὑπὸ ταινίαν φέρουσαν τὸ ὄνομά μου. Ἐκδίδων αὐτὸ σήμερον εὔχομαι, ὅπως ἀναγνωσθῇ παρ᾿ ἄλλων μεθ᾿ ὅσου ἐγὼ ἐνδιαφέροντος ἤκουα τὰς προφορικὰς τοῦ γέροντος διηγήσεις.

[8] Στὴν Ἑστία, ἀρ. 32, τοῦ 1891, σσ. 368-69. Οἱ ὑπογραμμίσεις δικές μου.

[9] Ὑπενθυμίζεται ἐντούτοις πόσο σημαντικὸ ρόλο εἶχαν γιὰ τοὺς Ἕλληνες λογοτέχνες ἐκεῖνα τὰ χρόνια οἱ μεταφράσεις – μὲ χαρακτηριστικότερη ἴσως περίπτωση ἐκείνη τῆς Νανᾶς (1880) τοῦ Ζολά ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Καμπούρογλου, ὑπὸ τὸ φ.ψ. «Φλόξ», μὲ τὸν περίφημο πρόλογο τοῦ Ἀγησίλαου Γιαννόπουλου, ὑπὸ τὸ φ.ψ. «Ἠπειρώτης», τὸ ἴδιο ἔτος ποὺ ἐκδόθηκε καὶ τὸ γαλλικὸ πρωτότυπο.

[10] Δροσίνης 21982, σ. 233.

[11] Παλαμᾶς 1969, σ. 155.

[12] Πολίτης 1978, σ. 201. Θὰ δοοῦμε στὴ συνέχεια σχετικά.

[13] Πολίτης 1978, σ. 181.

[14] Ἀκόμα καὶ ἔργα λίγο παλαιότερα, ὅπως ὁ Πολυπαθὴς (1839) καὶ ὁ Ζωγράφος (1842) τοῦ Γρηγορίου Παλαιολόγου (1794-1844), ἔχουν σαφῆ ρεαλιστικὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ καὶ (κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ Κουμανούδη) ὁ Γέρων Λυμπέρης ἢ Διάλογοι ἐν περιπάτῳ ὑπόθεσιν ἔχοντες ἤθη καὶ πράγματα τοῦ κυρίου ΣΙΒΙ.

[15] Δημαρᾶς 92000, σ. 430.

[16] Ὅ.π., σσ. 433-34.

[17] Ὅ.π., σ. 438.

[18] Ὅ.π., σσ. 440, 488-90.

[19] Vitti 31991, σ. 113.

[20] Δημαρᾶς, ὅ.π., σ. 440.

[21] Δήτσα 32008, σσ. 30-31*, 114*, καὶ Ἴδ. 1996, σσ. 392-93.

[22] Σαχίνης 1997, σ. 111. Καὶ ἀλλοῦ: Λουκῆς Λάρας εἶναι ἕνα ἁπλὸ ρεαλιστικὸ μυθιστόρημα τοποθετημένο σὲ χρόνια ἱστορικῆς σημασίας (Σαχίνης 1982, σ. 79).

[23] Σιαφλέκης 1990.

[24] Ἡ Ντενίση, ὅ.π., τὸ συνδέει μὲ τὸ ἔργο τοῦ Sir Walter Scott (1771-1832).

[25] Γιὰ παράδειγμα, ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Δουμᾶ, καὶ στὰ ἑλληνικὰ λ.χ. τὸ ἔργο τοῦ Στέφανου Ξένου Ἡ Ἡρωὶς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἀπὸ τὸ 1861.

[26] Γιὰ παράδειγμα, τὰ ἔργα τοῦ Λ.Ν. Τολστόι, τοῦ Κ. Ντίκενς κ.π.ἄ., καὶ στὰ καθ᾿ ἡμᾶς ἀρκετά, ἰδίως πιὸ πρόσφατα, ἔργα, ὅπως τοῦ Στρατῆ Τσίρκα, τοῦ Θανάση Βαλτινοῦ κ.ἄ.

[27] Δρούλια 1964, σ. 86. Ἡ Λ. Δρούλια εἶναι ἡ πρώτη πού, καθὼς μᾶς πληροφορεῖ ἡ Δήτσα 32008, σ. 121 (σημ. 83), εἶχε διαβάσει τὸ χειρόγραφο τοῦ Λουκᾶ Ζίφου. Ἡ Ντενίση (1994) βρίσκει ἀρκετὲς ἀντιστοιχίες μὲ τὰ ρομαντικὰ μυθιστορήματα καὶ ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι τὸ τελευταῖο ἔργο τοῦ ρομαντισμοῦ στὴν Ἑλλάδα.

[28] Ἀθανασόπουλος 1999, σσ. 305-306: ὁ ρεαλισμὸς χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Βικέλα ὡς μέσο, ἀλλὰ δὲν ἀποτελεῖ καὶ σκοπὸ τῆς ἀφήγησής του.

[29] Στεργιόπουλος 1984, σ. 237.

[30] Οἰκονόμου, ὅ.π., σ. 87. Τὸν ἀνιψιό του μάλιστα Ἀλέξανδρο Οἰκονόμο, γιὸ τῆς ἀδερφῆς του, συχνὰ ἀπέτρεπε ἀπὸ τὸ νὰ διαβάζει μυθιστορήματα (Καλύτερον θὰ ἔκαμες νὰ διαβάζῃς κανὲν ὠφέλιμον βιβλίον – βλ. ἐπίσης Σαχίνης 1982, σσ. 59-60).

[31] Γιὰ τοὺς κριτικοὺς τῶν οὐμανιστικῶν/ὀντολογικῶν θεωριῶν, ἡ τέχνη ἀντανακλᾶ τὴν πραγματικότητα, ἄρα ὁ ἥρωας εἶναι φορέας μιᾶς ἰδεολογίας καὶ εἶναι ἀναγνωρίσιμος μέσω τῶν πράξεών του (βλ. Fokkema 1997· Λούκατς 1957, σσ. 20-36 κ.ἄ.). Γιὰ τοὺς κριτικοὺς τῶν κειμενικῶν θεωριῶν, ὁ ἥρωας εἶναι ἁπλὰ φορέας τῆς δράσης, δηλαδὴ ἕνας κειμενικὸς παράγοντας χωρὶς ἠθικὴ φόρτιση (γι᾿ αὐτὸ καί, προκειμένου νὰ ἀποφευχθοῦν παρεξηγήσεις καὶ ἀθέμιτες ἐννοιολογικὲς ταυτίσεις, οἱ μελετητὲς αὐτοὶ χρησιμοποιοῦν συνήθως γιὰ τὸν ἥρωα τοὺς ὅρους χαρακτήρας, πρόσωπο, πρωταγωνιστής/δευτεραγωνιστής κ.τ.π.).

[32] Ἀθανασόπουλος 1996 καὶ Ἴδ. 32003.

[33] Βλ. Σαχίνης 1958, σ. 65· Vitti 31991· Ντενίση 1991, σ. 266· Tziovas 1998, σ. 120· Δήτσα 1996, σ. 393· Χατζηγεωργίου 2001, σσ. 45-51 (ἡ Χατζηγεωργίου, ἐνῶ ἐπιχειρεῖ μιὰ πολὺ κατατοπιστικὴ ἐπισκόπηση τῆς σχετικῆς βιβλιογραφίας, καταλήγει, ἀντιφατικὰ πρὸς τὶς πληροφορίες ποὺ ἀποδελτιώνει, στὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ Λάρα ὡς ἀντιήρωα).

[34] Ὁ χαρακτηρισμὸς ξεκίνησε πολὺ νωρίς, ἀπὸ μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ Γ. Βάγκνερ τῆς 30ῆς Μαρτίου 1879. Ὁ Λάρας, ἔγραφε ἐκεῖ, Δὲν εἶναι ἥρως, […] εἶναι ἀγαθὸς ἄνθρωπος. […] Ἐμπορικὴ εἶναι ἡ καρδία του (Οἰκονόμου, ὅ.π., σ. 258).

[35] Cuddon 41991, σσ. 46-47 – ἀλλὰ βλ. καὶ σχετικὸ λῆμμα στὴ Wikipedia.

[36] Ἡ σχετικὴ βιβλιογραφία εἶναι πολὺ μεγάλη· ἐνδεικτικὰ οἱ Margolin 1990 καὶ Hochman 1985.

[37] Πρώτη συνειδητὴ ἀξιοποίηση τοῦ ἀντιήρωα ἀναφέρεται στὰ σχετικὰ λεξικὰ ἡ περίπτωση τοῦ Ὕλα, βασικοῦ χαρακτήρα στὴ δημοφιλὴ αἰσθηματικὴ μυθιστορία Ἀστρέα (1607-1627) τοῦ Ὀνορὲ ντ᾿ Ἰρφέ, ὁ ὁποῖος εἶναι πρωταθλητὴς στὴν προδοσία καὶ ἀντιπαρατίθεται πρὸς τὸν συμβατικὸ ἥρωα, τὸν Σέλαντον τοῦ Μάρτιν Σέιμουρ-Σμίθ (Bullock/Trombly 2008, σ. 101). Ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ἀντιήρωα εἶναι ὁ ὁ Τρίστραμ Σάντι τοῦ Λόρενς Στέρν, ἀρκετοὶ χαρακτῆρες τῶν θεατρικῶν ἔργων τοῦ Ἴψεν, τοῦ Στρίντμπεργκ, τοῦ Ο᾿Νίλ, τοῦ Ἄ. Μίλερ, τῶν ἀτμοσφαιρικῶν ἀστυνομικῶν ἔργων ἢ τῶν ταινιῶν σπαγκέτι. Φυσικά, ἡ σύγχρονη λογοτεχνία ἔχει νὰ παρουσιάσει μεγάλο πλῆθος διαφόρων τύπων ἀντιηρώων, ποὺ ἐκφράζουν ποικίλες ἀντισυμβατικὲς στάσεις ζωῆς (λ.χ. τὰ κύρια πρόσωπα στὸν Καλὸ Στρατιώτη Σβέικ τοῦ Χάζεκ καὶ στὸν Τυχερὸ Τζὶμ τοῦ Κίνγκσλι Ἔιμς, καθὼς καὶ πολλοὶ κατάσκοποι ἢ ἄλλοι χαρακτῆρες στὰ συμβατικὰ λαϊκὰ ἔργα. Ἂν τὸ περιεχόμενο τοῦ ὅρου τὸ διευρύνουμε πέρα ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν ὁρισμὸ καὶ συμπεριλάβουμε κάθε χαρακτήρα ποὺ δὲν φτάνει στὸ ὕψος τοῦ κλασικοῦ ἥρωα, τότε τὴν ἔννοια τοῦ ἥρωα τὴν περιορίζουμε μόνο σὲ μορφὲς μὲ ἐπικὸ ἢ τραγικὸ μεγαλεῖο, ὁπότε οἱ περισσότεροι χαρακτῆρες τῶν μυθιστορημάτων –καὶ ὄχι μόνο– καταλήγουν νὰ εἶναι ἀντιήρωες. Ἂς λάβουμε ὑπόψη, ἐξάλλου, ὅτι οἱ σημασιοδοτήσεις τοῦ ἥρωα καὶ τοῦ ἀντιήρωα δὲν εἶναι σταθερές, ἀφοῦ καὶ οἱ χαρακτῆρες ἑνὸς μυθιστορήματος εἶναι φορεῖς ἰδεολογίας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἑκάστοτε πρόσληψη κατευθύνεται ἀπὸ κάποια ἰδεολογία (Jauss 1995). Γιὰ τὴ διάκριση μὲ τὸν ἀρνητικὸ ἥρωα βλ. Brombert 1999 (ὁ ἀρνητικὸς ἥρωας προκαλεῖ ἐντονότερη ἀμφισβήτηση ἀπὸ τὸν ἀντιήρωα καὶ ἄρα ἐντονότερες ἀντιδράσεις).

[38] Δήτσα 1991, σ. 122.

[39] Ὁ Γερμανὸς κριτικὸς Wilhelm Lang, σὲ ἄρθρο του στὸν Παρνασσό, τὸ 1880, σημειώνει: Ὁ ἔμπορος δὲν ἀντιστρατεύεται μὲν οὐδαμοῦ ἀμέσως κατὰ τοῦ κενηγόρου καὶ βρενθυομένου ἡρωισμοῦ, ἀλλ᾿ ὅμως σκοπεῖ προφανῶς νὰ ὑποδείξῃ εἰς τὸ ἔθνος αὐτοῦ ὡς κληρονομίαν ἄλλο τι ἰδεῶδες οὗ συστατικὰ εἶναι ἐμπιστοσύνη εἰς τὸ μέλλον καὶ ὑποταγὴ εἰς τὸ ἀνήκουστον, πίστις ἐν τοῖς μικροῖς, ἔντιμος καὶ ἀδιάκοπος ἐργασία, ἀνάπτυξις τῆς παιδεύσεως. Ἀλλὰ τοῦτο εἶναι ἅμα ἰδεῶδες φιλόπατρι (Lang 1880).

[40] Ἐφημερίς, 29.5.1879 (βλ. Ντενίση 1994, σ. 291). Στὸ ἴδιο κλίμα κινεῖται καὶ ἡ κριτικὴ τοῦ Ἀ. Ἀνδρεάδη: τὸν χαρακτηρίζει ἀπόλεμο ἀστό, ποὺ ὅμως βοήθησε τὸν Ἀγώνα ὅσο καὶ οἱ ἐπαναστάτες ὁπλαρχηγοί (Βραδυνή, 13, 14 καὶ 16.11.1934). Καὶ ὁ Ἠλίας Βουτιερίδης βρίσκει τὸν Λάρα συμπαθητικό (Βουτιερίδης 1934, σσ. 396-97).


Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

Ἀγγέλου (Ἄλκης) 1997, Εἰσαγωγή: Δημήτριος Βικέλας, Ἅπαντα, τόμ. 1., Ἀθήνα: ΣΩΒ.

Ἀθανασόπουλος (Βαγγέλης) 1996, Εἰσαγωγικὸ Σημείωμα: Δημήτριος Βικέλας, Λουκῆς Λάρας, Ὁ Παπανάρκισσος, Συμπέθερος, Ἀθήνα: Συλλογή.

— 1999, «Ὁ Ἰδεολογικὸς Ρεαλισμὸς τοῦ Λουκῆ Λάρα»: Νάσος Βαγενᾶς (ἐπιμ.), Ἀπὸ τὸν «Λέανδρο» στὸν «Λουκῆ Λάρα», Ἡράκλειο: Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης.

— [ἐπιμ.-εἰσαγ.] 2000, Εἰσαγωγή: Δημήτριος Βικέλας, Λουκῆς Λάρας καὶ Διηγήματα, Ἀθήνα: Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη «Νεοελληνικὴ Βιβλιοθήκη».

32003, Οἱ Μάσκες τοῦ Ρεαλισμοῦ, τόμ. 1.: Ἐκδοχὲς τοῦ Νεοελληνικοῦ Ἀφηγηματικοῦ Λόγου, Ἀθήνα: ἐκδ. Καστανιώτη, σσ. 295-413.

Βικέλας (Δημήτριος) 1908, Ἡ Ζωή μου, Ἀθήνα: ΣΩΒ (καὶ ἀνάτ.).

Βουτιερίδης (Ἠλίας) 1934, Σύντομη Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας 1000-1930, Ἀθήνα.

Βυζάντιος (Ἀν. Σ.) 1893, «Αἱ Περιπέτειαι τῆς Ἀνατολικῆς Κρίσεως 1876-1878»: Ἴδ., Ἔργα, Τεργέστη.

Brombert (Victor) 1999, In Praise of Antiheroes: Figures and Themes in Modern European Literature 1830-1980, The University of Chicago Press.

Bullock (Alan)/Trombly (Stephen) [ἐπιμ.] 2008, Λεξικὸ τῆς Σύγχρονης Σκέψης, μτφρ. Κώστας Ἀρβανίτης/Φωτεινὴ Μεγαλούδη/Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Ἀθήνα: ἐκδ. Πατάκη.

Cuddon (J.A.) 41991, The Penguin Dictionary of Literary Terms and Literature Theory, Harmondsworth, Middlesex: Penguin Books.

Δημαρᾶς (Κ.Θ.) 92000, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας, Ἀθήνα: Γνώση.

Δήτσα (Μαριάννα) 1996, «Δημήτριος Βικέλας»: Ἡ Παλαιότερη Πεζογραφία μας, τόμ. 5., Ἀθήνα: Σοκόλης, σσ. 382-409.

— [ἐπιμ.] 32008, Δημήτριος Βικέλας, Λουκῆς Λάρας, Ἀθήνα: Βιβλ. τῆς «Ἑστίας», «Νέα Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη» (α´ ἔκδ. 1991, Ἐκδοτικὴ Ἑρμῆς· β´ ἔκδ. 1999, Βιβλ. τῆς «Ἑστίας») – σύντμ. Λ.Λ.

Δροσίνης (Γεώργιος) 21982, Σκόρπια Φύλλα τῆς Ζωῆς μου, ἐπιμ. Γιάννης Παπακώστας, τόμ. 1. [Ἅπαντα, τόμ. 4.], Ἀθήνα: ΣΩΒ (11940).

Δρούλια (Λουκία) 1964, «Παράλληλα στὸν Ἀγῶνα τοῦ ᾿21: Σταθμοὶ πρὸς τὴ Νέα Ἑλληνικὴ Κοινωνία (1790-1840)»: Ἐποχὲς 14 (Ἰούνιος).

Fokkema (Douwe)/Elrud (Ibsch) 1997, Λογοτεχνικὲς Θεωρίες τοῦ Εἰκοστοῦ Αἰῶνα, μτφρ. Γιάννης Παρίσης, ἐπιμ. Ἐρατοσθένης Γ. Καψωμένος, Ἀθήνα: ἐκδ. Πατάκη.

Hochman (Baruch) 1985, Character in Literature, Ithaca, N.Y.: Cornell University Press.

Jauß (Hans Robert) 1995, Ἡ Θεωρία τῆς Πρόσληψης: Τρία Μελετήματα, εἰσαγ.-μτφρ. Μ. Πεχλιβάνος, Ἀθήνα: Βιβλ. τῆς «Ἑστίας».

Λούκατς (Γκέοργκ) 1957, Μελέτες γιὰ τὸν Εὐρωπαϊκὸ Ρεαλισμό, μτφρ. Τίτος Πατρίκιος, Ἀθήνα: Ἐκδοτικὸν Ἰνστιτοῦτον Ἀθηνῶν.

Lang (Wilhelm) 1880, «Μία Νεοελληνικὴ Μυθιστορία»: Παρνασσὸς 4, σσ. 398-408.

Μουλλᾶς (Παναγιώτης) [ἐπιμ.-εἰσαγ.] 1980, Εἰσαγωγή: Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικὰ Διηγήματα, Ἀθήνα: Ἑρμῆς.

Μπαλάκας (Κώστας) 2004, Ξενάγηση στὴ Νεοελληνικὴ Πεζογραφία, Ἀθήνα: Μεταίχμιο.

Margolin (Uri) 1990, «The What, the When and the How of Being a Character in Literary Narrative»: Style 24, ἀρ. 3 (φθιν.), σσ. 453-68.

Ντενίση (Σοφία) 1994, Τὸ Ἑλληνικὸ Μυθιστόρημα καὶ Sir Walter Scott (1830-1880), Ἀθήνα: ἐκδ. Καστανιώτη.

Οἰκονόμος (Ἀλέξανδρος Ἀρ.) 1953, Τρεῖς Ἄνθρωποι: Συμβολὴ εἰς τὴν Ἱστορίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ (1780-1935), τόμ. 2: Δημήτριος Μ. Βικέλας, Ἀθήνα: Ἑλληνικὴ Ἐκδοτικὴ Ἑταιρεία (ἀνατ. Ἀθήνα: ΣΩΒ 2008).

Παλαμᾶς (Κωστῆς) 1969, Ἅπαντα, τόμ. 2, Ἀθήνα: Μπίρης/Γκοβόστης.

Πολίτης (Λῖνος) 1978, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας, Ἀθήνα: Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης.

Σαββίδης (Γ.Π.) [ἐπιμ.] 1970, Εἰσαγωγή: Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Ἀθήνα: Ἑρμῆς.

Σαχίνης (Ἀπόστολος) 1997, Τὸ Νεοελληνικὸ Μυθιστόρημα, Ἀθήνα: Βιβλ. τῆς «Ἑστίας».

— 1982, Παλαιότεροι Πεζογράφοι, Ἀθήνα: Βιβλ. τῆς «Ἑστίας».

Σιαφλέκης (Ζαχαρίας Ι.) 1990, «Γιὰ μία Σημειολογία τῆς Ἀνάγνωσης: Ἄτομο vs Ἱστορία στὸ Λουκῆς Λάρας τοῦ Δ. Βικέλα»: Διαβάζω, ἀρ. 234 (7 Μαρτίου).

Στεργιόπουλος (Κώστας) 1984, «Βικέλας, Δημήτριος»: Ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαροὺς-Μπριτάνικα, τόμ. 14., Ἀθήνα: Πάπυρος.

Scholes (Robert) 1988, «The Novel as Ethical Paradigm?»: Novel: A Forum on Fiction 21., ἀρ. 2 καὶ 3 (χειμ.-ἄν.), σ. 191.

Tziovas (Dimitris) 1998, «Dimitrios Vikelas in the Diaspora: Memory, Character, Formation and Language»: Κάμπος.

Vitti (Mario) 31990, Ἰδεολογικὴ Λειτουργία τῆς Ἑλληνικῆς Ἠθογραφίας, ἔκδ. ἐπαυξ., Ἀθήνα: Κέδρος.

Χατζηγεωργίου (Παναγιώτα) 2001, Οἱ Μεταμορφώσεις τοῦ Ἀντιήρωα: Ἀπὸ τὸν Λουκῆ Λάρα στὸν Λούη τοῦ Κ. Μουρσελᾶ, μεταπτυχιακὴ ἐργασία, Ἀθήνα: Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.

Χατζηγεωργίου-Χασιώτη (Β.) 1984,«Βικέλας, Δημήτριος»: Παγκόσμιο Βιογραφικὸ Λεξικό, τόμ. 2., Ἀθήνα: Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, σσ. 281-82.