Εἰσαγωγὴ-Μετάφραση: Εἰρήνη Λουλακάκη-Μούρ
Ἡ Ἀλίσια Στόλινγκς γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν Ἀμερική. Ἀπό τό 1999 ζεῖ στὴν Ἑλλάδα μὲ τὸν σύζυγό της, δημοσιογράφο Γιάννη Ψαρόπουλο καί τὰ δυό τους παιδιά. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στὴν Ἀμερική καὶ στήν Ὀξφόρδη καὶ ἔχει δημοσιεύσει τέσσερις ποιητικές συλλογές. Ἡ τελευταία της συλλογή Like (2018)[i] ἦταν ὑποψήφια γιά τό βραβεῖο Πούλιτζερ, ἐνῶ καί οἱ προηγούμενες, Ἐλιὲς (Olives, 2012), Ἅπαξ (Hapax, 2000) καὶ Ἀρχαϊκὸ Χαμόγελο (Archaic Smile, 1999), ἔλαβαν ἀπό τήν πρώτη στιγμὴ διακρίσεις καὶ βραβεῖα γιὰ τὸν ξεχωριστό τους χαρακτήρα. Ἡ μετάφρασή της τοῦ Περὶ τῆς Φύσεως τῶν Πραγμάτων τοῦ Λουκρήτιου τό 2007, γιὰ τὴν κλασικὴ σειρὰ τῶν Πένγκουιν, σὲ πρωτότυπους δεκατετρασύλλαβους μὲ ὁμοιοκαταληξία, ἀποτελεῖ μοναδικὸ μπὲστ σέλλερ ποὺ ὁ Πῆτερ Στόθαρτ του Times Litterary Supplement δὲν δίστασε νὰ χαρακτηρίσει ὡς μιὰ ἀπὸ τὶς «πιὸ ἐντυπωσιακὲς κλασικὲς μεταφράσεις τῶν τελευταίων χρόνων»[ii]. Γιὰ τὸ σύνολο τῆς δημιουργικῆς της παραγωγῆς ἡ Ἀλίσια Στόλινγκς ἔχει λάβει διακρίσεις καί ὑποτροφίες ἀπό ἱδρύματα ὅπως τό Γκούγκενχαϊμ, καθώς καὶ τὴν διαπρεπὴ «Χορηγία Ἱδιοφυΐας» τοῦ ἱδρύματος Μακάρθουρ γιὰ τὴν πρωτοτυπία καὶ τὶς δυνατότητες τοῦ ἔργου της. Τό 2018 ἀπό τήν ἴδια σειρά τῶν ἐκδόσεων Πένγκουιν ἐξέδωσε τά Ἔργα καὶ Ἡμέρες τοῦ Ἡσίοδου ἐνῶ τό 2019 μετέφρασε μὲ παιγνιώδη εὐρηματικότητα καὶ τὴν ψευδο-Ὁμηρικὴ Βατραχομυομαχία.
Στὴν σελίδα ποὺ ἀφιερώνει στὴν Στόλινγκς τὸ διαδικτυακὸ Poetry Foundation τονίζεται ὅτι ἡ ποίησή της διακρίνεται «γιὰ τὴν ἐπινοητικότητα, τὸ χιοῦμορ της καὶ τὴν ἐπιδέξια χρήση τῆς ἀναφορᾶς σὲ κλασικὲς πηγὲς καὶ φόρμες μὲ στόχο τὴν διερεύνηση τῆς σύγχρονης ζωῆς».[iii] Σὲ συνέντευξή της στὸ περιοδικὸ Forbes, ἡ ἀμερικανίδα ποιήτρια δηλώνει: «οἱ ἀρχαῖοι μὲ δίδαξαν πῶς ν᾽ ἀκούγομαι σύγχρονη […] μοῦ ἔδειξαν ὅτι ἡ τεχνικὴ δὲν ἦταν ὁ ἐχθρὸς τῆς ἀναγκαιότητας, ἀλλά τὸ ἐργαλεῖο της».[iv] Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ πῶς ἡ ποιήτρια δὲν παύει νὰ ὑπογραμμίζει πῶς ἡ μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀρχαία ἑλληνικά καὶ τὰ λατινικὰ ἄλλαξε ριζικὰ τὴν ἀντίληψή της γιὰ τὴν ποιητικὴ γραφή, καθὼς μέσα ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους, ὅπως ὁ Κάτουλλος, διαπίστωσε ὅτι μπορεῖ κανεὶς νὰ μιλάει γιὰ θέματα ποὺ θεωροῦνται ἀκόμα σύγχρονα ὅπως ὁ ἔρωτας, ἡ φιλία, τὸ σέξ, τὰ ἐπίσημα γεύματα, ἐνῶ ταυτόχρονα χειρίζεται μὲ δεξιοτεχνία τὴν αὐστηρὴ ποιητικὴ μορφή.[v] Στὴν ἴδια συνέντευξη τονίζει τὴν ἐπικαιρότητα ποὺ ἔχουν τὰ Ἔργα καὶ Ἡμέρες τοῦ Ἡσίοδου, ἀφοῦ τὰ θέματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν, ὅπως τὰ χρέη, ἡ ἐργασία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ διαφθορὰ ἀλλὰ καὶ ὁ πρωταρχικός ρόλος τῆς φύσης στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, μᾶς ὰπασχολοῦν ἀκόμα καὶ σήμερα. Στὴν μετάφραση βρίσκει ἀκόμα ἡ Στόλινγκς καὶ τὴν ἀπάντηση στὸ ἄγχος τῆς ἐπίδρασης, ἀφοῦ ὅπως ξεκαθάρισε σὲ παλαιότερη συνέντευξή της, ἡ αγαπημένη της ρήση γιὰ τὴν μετάφραση εἶναι αὐτὴ τοῦ Κένεθ Ρέξροθ: «ἡ μετάφραση σὲ σώζει ἀπ᾽ τοὺς συγχρόνους σου».[vi]
Τόσο τὸ πρωτότυπο ὅσο καὶ τὸ μεταφραστικὸ ἔργο τῆς Ἀλίσια Στόλινγκς ἀποτελεῖ ὑλοποίηση τῆς ποιητικῆς της θεωρίας ὅπως τὴν παραθέτει στὸ Σύντομο Μανιφέστο! ποὺ ἔχει ἀναρτήσει στὴν σελίδα της κι ὅπως τὴν ἔχει ἐκφράσει ἀπὸ νωρὶς στὶς συνεντεύξεις της: «ἡ ὁμοιοκαταληξία δὲν εἶναι στολίδι, ἀλλὰ μέθοδος σύνθεσης […] εἶναι μιὰ μορφὴ ἀνακάλυψης».[vii]
Στὴν Ἑλλάδα ἡ Στόλινγκς διευθύνει τὸ Πρόγραμμα Ποίησης τοῦ Athens Centre, ἐνῶ ἀπὸ τὸ 2016 ξεκίνησε νὰ προσφέρει ἐργαστήρια γραφῆς καὶ στὸ Δίκτυο Μεταναστριῶν Μέλισσα ποὺ στόχο ἔχει τὴν ὑποστήριξη, ἐνδυνάμωση καὶ ἔνταξη γυναικῶν ποὺ ὅπως ἡ ἴδια, ἀλλὰ κάτω ἀπὸ διαφορετικὲς συνθῆκες, ἔχουν μεταναστεύσει στὴν Ἑλλάδα, γιὰ μιὰ καλύτερη τύχη. Ἡ ἐμπειρία της ἀπὸ τὴν ἐθελοντικὴ προσφορά της κατὰ τὴν περίοδο τῆς αὐξημένης εἰσροῆς προσφύγων στὴν Ἑλλάδα, συνοψίζεται συγκλονιστικὰ στὸ ποίημα ‘Φούγκα τῶν Προσφύγων’ σὲ τέσσερα μέρη ἀπὸ τὴν τελευταία της συλλογὴ Like.[viii]
Παρακάτω ἀκολουθοῦν τρία μεταφρασμένα ποιήματα, τὰ Sine Qua Non καὶ Ἀρχαῖος Τάφος Σκύλου ἀπό τὴν δεύτερη συλλογὴ Ἅπαξ (2006)[ix] καὶ τὸ Ἐπιτύμβιες Στῆλες: Ἀθήνα, Κεραμεικὸς, ἀπὸ τὴν τρίτη συλλογή, Ἐλιές.[x] Καὶ τὰ τρία ποιήματα ἐστιάζονται γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ θανάτου τὸ ὁποῖο τὸ χειρίζεται δεξιοτεχνικὰ καὶ μὲ ζωντάνια χωρὶς νὰ τὸ ἀφήνει νὰ παρασύρει τὴν ποίησή της σὲ σκοτεινὰ μέρη. Διάλεξα τὰ ποιήματα αὐτὰ ὣς ἀντιπροσωπευτικὰ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ἡ σημαντικὴ αὐτὴ ἀμερικανίδα ποιήτρια ποὺ ζεῖ στὴ χώρα μας διαλέγεται μὲ τὴν ἑλληνικὴ λογοτεχνικὴ παράδοση μέσα ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ Ἅδη ἀλλὰ καὶ τὴν ἑλληνικὴ τέχνη καὶ τὴν σύγχρονη καθημερινότητα τῆς χώρας μας. Ὁ Κάτω Κόσμος, τὰ Τάρταρα, ὁ ὁμηρικὸς Ἅδης ἀποτελοῦν ἕνα σταθερὸ μοτίβο στὴν ποίηση τῆς Στόλινγκς μὲ τὰ ὅρια τοῦ Πάνω καὶ Κάτω Κόσμου συχνὰ νὰ μετατοπίζονται, ἀνάλογα μὲ τὰ πλάσματα ποὺ μπαινοβγαίνουν στοὺς κόσμους αὐτούς: τὸν Ὀρφέα, τὴν Εὐρυδίκη, τὸν Σίσυφο, τὶς Δαναΐδες, τοὺς ποιητές καὶ τὶς ποιήτριες. Ὅπως χαρακτηριστικὰ μᾶς ὑπενθυμίζει στὴν τελευταία στροφὴ ἀπὸ τὸ ‘Τραγούδι γιὰ τὶς Ποιήτριες’ ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἅπαξ:
Κι ἕνα κομμάτι σου τὰ Τάρταρα ἀφήνει
Μὰ ἕνα κομμάτι ἐκεῖ κατοικεῖ
Ἐσὺ ποὺ εἶσαι καὶ ὁ Ὀρφέας
Κι Ἐκείνη ποὺ ἄφησε στὴν Κόλαση ἐκεῖ.[xi]
~.~
SINE QUA NON
Ἡ ἀπουσία σου πατέρα εἶναι οὐδέν. Μήδ᾽ ἕν –
Παράγοντας ποὺ μηδενίζει ὅλα τὰ γινόμενα,
Χαμένος πόντος στὸ πλεκτό, τὸ μάτι τῆς βελόνας
Ποὺ κλαίει τὴ μαύρη της κλωστή. Τὸ σημεῖο
Ποὺ τυφλὰ ἁπλώνεται πίσω ἀπ’ τὸν καθρέφτη.
Ἡ ξαφνικὴ σιγὴ ποὺ ξεσπάει
Ὅταν τοῦ ψυγείου ὁ βόμβος σταματάει
Καὶ τὰ τριζόνια παύουν γιὰ νὰ περάσει ὁ χειμώνας.
Ἡ ἀπουσία σου, πατέρα, εἶναι οὐδέν – ἐπειδὴ εἶναι
Τοῦ ὠμέγα τὸ τελευταῖο Ω μακρόν, τῆς μνήμης ἀφαίρεση
Τὸ κλάσμα ἀνέφικτης διαίρεσης,
Τὸ στοιχεῖο μέσα ὅπου κινοῦμαι, τ᾽ ἀδειανό,
Τῆς δαντέλας διάκενο, τὸ ποὺ τ᾽ ἀστέρια ἐμπεριέχονται κενό,
Τὸ μηδὲν ποὺ στὴ θέση του κρατάει τὸ ἄθροισμα τὸ τελικό.
~.~
Ἀρχαῖος Τάφος Σκύλου, Ἐκταφιασμένου
κατὰ τὴν Κατασκευὴ τοῦ Μετρὸ τῆς Ἀθήνας[xii]
Δὲν εἶναι τὰ κουλουριασμένα ὀστᾶ, οὔτε ὁ τάφος
Ποὺ μὲ σταματᾶ, ἀλλὰ οἱ θαλασσιὲς χάντρες στὸ κολλάρο
(Ποὺ ἀπὸ καιρὸ εἴχε τὴν τύχη πού ᾽χουν οἱ σάρκες) –
Ἐκεῖνες ποὺ διώχνουν τὸ κακὸ τὸ μάτι. Ἕνα προσεκτικὸ ἀφεντικὸ
Καὶ τώρα ἀκόμα προστατεύει τὸ ἐκλεκτό του, σὰν κι αὐτό.
Μὰ θὰ μποροῦσε νὰ τὴ βρεῖ μετὰ θάνατον κάποιο κακό;
Φαντάζομαι τὴν πιστὴ σύντροφο, ὀρφανεμένη ἀπ᾽ τ᾽ ἀφεντικό,
Νὰ τριποδίζει τὸν μακρύ, σκοτεινὸ δρόμο ποὺ κατεβαίνει στὸ ποτάμι
Μὲ φόβο νὰ ποδοπατηθεῖ ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη ποὺ πορεύονται πρὸς τὰ ᾽κεῖ.
Ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, πλημμύρες ἢ λιμοί,
Οἱ πατοῦσες της ρουφηγμένες ἀπὸ τὴ ζοφερὴ λάσπη, πηχτή,
ὣς τὶς ὁπλές, κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ.
Στὴ βιασύνη γιὰ τὸ πλοῖο, ποιὸς θὰ τὴν σηκώσει νὰ τὴν βάλει μέσα;
Μὴ καὶ λουφάξει κάτω ἀπ᾽ τὴν προβλήτα καὶ ξεχαστεῖ,
Γιὰ πάντα κλαίγοντας κι ἀλυχτώντας μὲ τὴν οὐρὰ στὰ σκέλια;
Ποιὸς ἄγνωστος θὰ πληρώσει τὸ πέρασμα; Ἴσως καὶ νὰ κολυμπήσει,
Ἀνάποδα τσαλαβουτώντας στῆς λήθης τὸ ρεῦμα.
Κι ἀφοῦ χιμήξει στὴ στεριά, ἕνα τίναγμα κάνει τὶς χάντρες νὰ κουδουνίζουν.
Καὶ τότε, ἐπὶ τέλους, ἔντονη στιγμή – ν᾽ ἀγγίζουν
Τὶς μουσούδες, μιά, δυό, τρεῖς φορές, μὲ τὸν λυτὸ Κέρβερο.
~.~
Ἐπιτύμβιες Στῆλες: Ἀθήνα, Κεραμεικός
Στὸ Μουσεῖο τοῦ Πένθους μαρμαρωμένοι
Στέκονται ἀντικρυστὰ οἱ πεθαμένοι:
Καθεὶς στὸ κάθισμά του βαλμένος τυπικὰ
Στὸ πλάι, ἀτενίζει μὲ ἤρεμη, ἄδεια ματιά.
Ἄλλοι ἔρχονται να χαιρετίσουν,
Τὰ χέρια νὰ σφίξουν, νὰ κλάψουν λίγο ἀφοῦ γυρίσουν
Στοῦ χιτώνα τὶς πτυχὲς ἢ στὸ μανίκι·
Ἕνας κυνηγὸς τὸν σκύλο ποὺ τοῦ ἀνήκει
Ἀφήνει νὰ θρηνεῖ μὲ τὴν οὐρὰ στὰ σκέλια καὶ πεσμένα αὐτιά.
Ἀδέλφια καὶ γονεῖς πηγαίνουν στὴ σειρά.
Καὶ παντοῦ αὐτὸς ὁ θόρυβος ὁ μὴ ἠχῶν,
Τάματα ἀθυρμάτων παιδικῶν:
Κοῦκλες ἀπὸ πηλό, σβοῦρες μὲ δαχτυλίδια ζωγραφισμένα,
Τετράτροχα ἀμαξάκια, ἀπὸ σχοινάκι τραβηγμένα.
Πέρα ἀπὸ τὶς αἴθουσες μὲ τὰ κλιματιστικά,
Τὰ προάστια τῶν μνημάτων τὰ χλοερά,
Κάθε καμπουριαστὴ χελώνα περπατάει
Στοῦ χιλιοπατημένου δρόμου τὸ πλάι
Κι ὅλες μαζὶ στὸ πλουμιστὸ χορτάρι
Σὰν μπρούτζινα σκορπισμένα κράνη,
Ἀρχαίου πολέμου σκουριά.
Τὸ ρυάκι ρέει ὅπως παλιὰ
Μέσ᾽ ἀπὸ καλαμιὲς καὶ πέτρες, σταθερὸ σὰν τὸν πόνο
Γήινο ἀνάγλυφο, ἀπ᾽ τὸν χαράκτη Χρόνο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑΣ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ
[i] Ὁ τίτλος εἶναι πολύσημος καὶ οὐσιαστικὰ ἀμετάφραστος ἀφοῦ παραπέμει στὸ χαρακτηριστικὸ «Μοῦ Ἀρέσει» τοῦ Facebook ἀλλὰ καὶ στὴν ἔννοια τῆς ὁμοιότητας/ταυτότητας ὅπως δηλώνει καὶ τὸ ἐξώφυλλο τῆς συλλογῆς.
[ii] https://aestallings.wixsite.com/aestallings/bio
[iii] https://www.poetryfoundation.org/poets/ae-stallings
[iv] https://www.poetryfoundation.org/poets/ae-stallings
[v] Βλέπε τὴν συνέντευξή της στὴν Εἰρήνη Λουλακάκη-Μοὺρ γιὰ τὸ περιοδικὸ iTi-Intercultural Translation Intersemiotic: ‘Translation as a vital force: Alicia E. Stallings on poetry and translation’, τ. 3:1 (2014), (e-issn 2241-3863) καὶ πιὸ πρόσφατα (2018) στὴν Ἄντριεν Ρόουζ: ‘The art of translation: an interview with A.E. Stallings’, https://classicalstudies.org/scs-blog/adrienne-kh-rose/blog-art-translation-interview-ae-stallings
[vi] ‘Translation as a vital force’ ὅ.π.: σελ. 3.
[vii] ‘Translation as a vital force’ ὅ.π.: σελ. 2-3.
[viii] A.E. Stallings, Like, Νέα Ὑόρκη: Farar, Straus and Giroux, 2018, σελ. 98-104.
[ix] A.E. Stallings, Hapax, Ἔβανστον: Northwesten University Press, 2006, σελ. 11 καὶ 24 ἀντίστοιχα.
[x] A.E. Stallings, Olives, Ἔβανστον: Northwesten University Press, 2012, σελ. 34.
[xi] A.E. Stallings, Hapax, ὅ.π. σελ. 76.
[xii] Σημείωση τῆς μεταφράστριας: Τάφος ἀρ. 82 μὲ λείψανα σκύλου καὶ ταφικὰ κτερίσματα, Σταθμὸς Συντάγματος, Λεωφόρος Ἀμαλίας.