Νατάσα Κεσμέτη, Ὁ ἄνεμος τῶν ψυχῶν  

Στόν Donald Mcphail

Ἴσως σέ σύγχρονες ταινίες πολύ εὐαίσθητων σκηνοθετῶν ἀπό το Ἰράν ἤ τήν Τουρκία μπορεῖ κάποιος σημερινός νέος ν’ ἀντιληφθεῖ πῶς εἶναι ἕνα δωμάτιο μέ χωμάτινο δάπεδο. Δέν μπορεῖ ὅμως νά τό μυρίσει· γιατί ἕνα χωμάτινο δωμάτιο σπάνιο νά μήν εἶναι ὑγρό, ὁπότε μιά ἐλαφριά ἤ βαριά μυρωδιά μούχλας – ἀνάλογα τό πῶς ἀερίζεται ὁ χῶρος, σοῦ χτυπάει τά ρουθούνια μέ τό πρῶτο βῆμα πού κάνεις ἀπό τήν εἴσοδο, καί αἰωρεῖται γύρω σου ὥσπου νά τή συνηθίσεις.

Στό χωμάτινο πού σᾶς λέω συνήθως ἐπικρατοῦσε, ἐπιπλέον, μυρωδιά ἀπό βρασμένο γάλα. Ἡ Γαλατοῦ ὡστόσο δέν ἦταν πάντα γαλατοῦ. Πολλά-πολλά χρόνια πρίν ἦταν περβολαριά καί μάλιστα εὐτυχισμένη περβολαριά, γιατί τά ἐδάφη ἦσαν γόνιμα καί πλούσια κι ὁ τόπος… μιά ὀμορφιά! Αὐτό τήν ἔκανε νά παρακούσει τόν ἀδελφό της, πού νά μήν ἔσωνε…

  — Τήν ξέρεις τή Μαρσίλια; ρώταγε. Καί πρίν προλάβεις ν’ἀπαντήσεις, ξεκίναγε.

Δέν εἶναι ὑπερβολή νά πεῖς πώς σέ κεῖνο τό χωμάτινο, παρά πού δέν ἄντεχες νά μείνεις γιά πολύ, ὑπῆρχαν ἐνδιαφέροντα πράγματα: ὁ τρόπος πού μίλαγε ἡ Γαλατοῦ, ἡ ταχύτητα καί ἡ ζωντάνια τῆς γλώσσας της, οἱ κινήσεις τῶν χεριῶν, ἡ εὐκινησία παρά τόν ὄγκο της, οἱ γνῶμες της- κάτι παραπάνω ἀπό πληροφορίες ἤ κουτσομπολιά.

Ἡ Γαλατοῦ εἶχε ἀπόψεις, εἶχε σταθερά μέτρα μέ τά ὁποῖα ἔκοβε κι ἔραβε τά πράγματα τοῦ κόσμου, τά δημόσια πρόσωπα, τά ἱστορικά γεγονότα ἀλλά καί τούς δικούς της ἀνθρώπους. Γιά τόν ἑαυτό της ἔμοιαζε νά μήν τρέφει αὐταπάτες, ἦταν σίγουρη καί ἀπόλυτη στίς κρίσεις της. Ἐξόν… ἀπό τήν Μαρσίλια. Ἐκεῖ εἶχε πέσει πέρα γιά πέρα ἔξω παρακούοντας τόν ἀδελφό της, προτιμώντας νά βαδίσει καταπάνω στήν καταστροφή. Ὁ ἀδελφός της ἔβλεπε στίς συναλλαγές του πώς ἐρχόταν μέ βέβαιο βῆμα. Ἐκείνη ἦταν τυφλή κι ἀνόητη. Ἄσε με νά γυρίσω ἐπέμενε. Τῆς ἔμειναν στό χωμάτινο δωμάτιο τά: Ντόνε μουά ἔν σιτρόν … Μόν ἀμούρ, σίλ βού πλέ… Και ἡ ἀξέχαστη γεύση ἀπό σοκολοτίνια, προτοῦ γεμίσουν φαρμάκι.

Ἐμένα, ὅμως, ἔλεγε ὁ φίλος μας πού ἦταν ἱστορικός, ποσῶς δέ μ’ἐνδιέφεραν τότε οἱ διηγήσεις της, τίποτα ἀπό τή ζωή της· οὔτε ὁ γαλατάς, ὁ ἄντρας της, οὔτε οἱ θρῆνοι της πού ἄφησε τή Μαρσίλια, ἡ κακοκέφαλη πού νά μήν ἔσωνε, γιά νά γυρίσει στά γνωστά της εὔφορα περιβόλια. Ἐμένα ὁ νοῦς μου ἦταν στήν μποτιλίτσα. Εὐχόμουνα νά μήν ἔχει προλάβει νά τίς πάρει ἄλλος κανείς… Ἤ μέσα στό Δωδεκάμαρο βρισκόμασταν ἐκεῖ ἤ ἴσως στήν γιορτή της τόν Νοέμβριο. Πῶς ἐμφανιζόταν ἐκεῖνο τό πολύχρωμο κουτί κάθε φορά, ποιός τό ἔφερνε, δέν ἔχω ἰδέα. Καί οὔτε θέλω νά μάθω, ἀκόμα καί τώρα.

Νά χαρῶ ἐγώ τσί γλύκες σου! μοῦ ἔλεγε. Διαλέεις τό πιοτό!

—  Ποιό πιοτό; Ρωτούσαμε οἱ περισσότεροι τῆς συντροφιᾶς μας, κι ἄς ξέραμε τήν ἀπάντηση. Πάντα κατάφερνε νά μᾶς συνεπάρει ὁ ἱστορικός τῆς παρέας μας μέσα σέ κείνη τήν γλυκιά ἐπανάληψη.

—  Ξέρω γώ τί εἶχε μέσα ἡ μποτιλίτσα; Μαρασκίνο…Κουαντρώ…

—  Στό χωμάτινο δωμάτιο! Μέ τό χωμάτινο πάτωμα! Μαρασκίνο ἤ Κουαντρώ! Μεγάλη φαντασία εἶχες …

Αὐτή ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβανόταν μέ τακτικότητα καί κατέληγε στό ἴδιο σημεῖο.

Ὁ φίλος προσπαθοῦσε νά μᾶς πείσει πώς ἡ μποτιλίτσα μέ τό πιοτό ὑπῆρχε στό ὡραῖο πολύχρωμο χαρτονένιο κουτί, καί στό τέλος μουτρωμένος σταμάταγε νά διαμαρτύρεται καί ὑποσχόταν νά μή ξαναμιλήσει ποτέ γιά τό χωμάτινο κ.λ. κ.λ.

—  Ὄχι ἱστορικός! Ἀρχαιολόγος ἔπρεπε νά γίνεις, τόν τσίγκλαγε συνήθως ἕνας ἄλλος, ὁ ὡραῖος Λεονάρντο, πού εἶχε σπουδάσει στην Ἰταλία καί ἦταν ὁ πιό εὔπορος ἀπ’ ὅλους μας. Ποῦ ξέρεις, μπορεῖ σέ καμιά ἀνασκαφή νά ἔβρισκες γυάλινες μποτιλίτσες θαμμένες μές στά χώματα καί τά χωμάτινα δάπεδα …

—  Αὐτή ὅμως ἦταν πραγματική! Εἶπε κάποτε ὑπερασπιζόμενη τόν ἄνδρα της ἀποφασιστικά ἡ γυναίκα του. Ἔψαξα στό διαδίκτυο καί βρῆκα τό μακρόστενο πολύχρωμο κουτί μέ σοκολατάκια Παυλίδη. Ἀπό σκληρό καρτόνι, τό καπάκι του ἄνοιγε ἀπό πάνω, χωρίς ν’ ἀποχωρίζεται ἀπό τό κουτί, καί μέσα εἶχε δυό στρώσεις σοκολατάκια· σέ κάθε στρώση, ἀνάμεσα στ’ ἄλλα ἕνα ἤ δυό μέ σχῆμα μποτιλίτσας σέ χρυσόχαρτο.

Κι ὅμως τά πειράγματα δέν σταμάτησαν. Λιγομίλητος ἄνθρωπος ὁ ἱστορικός, νηφάλιος τό πλεῖστον, σ’ αὐτά τά καλόγνωμα ἀστεῖα, ἡ φωνή του φανέρωνε κάτι σάν ἐκνευρισμό πού συγκρατοῦσε μέ τό ζόρι. Κι ὅπως ἡ κουβέντα ἐπανερχόταν, λές κι ἡ μποτιλίτσα διατηροῦσε μιά σαγήνη γιά τόν ἀφηγητή της, παρά τίς ὑποσχέσεις στόν ἑαυτό του καί σέ μᾶς πώς δέν θα ξαναμιλήσει γι’ αὐτήν τήν γλυκόπιοτη παλιά του ἀγάπη, τά πειράγματα τοῦ ἄλλου, τοῦ ὡραίου Λεονάρντο, γίνονταν ὅλο καί πιό τσουχτερά.

Ἔτσι πήγαινε τό πράμα, ὥς τή φορά πού τοῦ κατέβηκε τοῦ Λεονάρντο νά διακόψει τά περί τοῦ χωμάτινου καί νά πιάσει νά μιλάει γιά μιά Πρωτοχρονιά, ὅταν ὁ πατέρας του εἶχε ἀσυνήθιστο κέφι. Ἐμπορικός ἀντιπρόσωπος διεθνοῦς ὁμίλου ἑταιρειῶν, ταξίδευε συχνά σ’ Εὐρώπη κι Ἀνατολή. Δέν ἦσαν πλούσιοι ἀλλά ὁπωσδήποτε εἶχαν τόν τρόπο τους. Δέν τούς ἔλειπε τίποτα καί λάτρευαν οἰκογενειακῶς τόσο τά μαγευτικά Χρούσσα τῆς Σύρας, ἀπ’ ὅπου κατάγονταν, τό μεγάλο κτῆμα καί τό ἀρχοντόσπιτο μέ τίς θαυμάσιες πέργκολες καί τίς γιασεμένιες αἱμασιές, κληρονομιά ἀπό τούς πάππους τους, ὅσο καί τό Παλαιό Φάληρο, ὅπου νοίκιαζαν ἕναν ὁλόκληρο ὄροφο. Ὁ πατέρας του μιλοῦσε πολλές γλῶσσες, ἀλλά προτιμοῦσε τά Γαλλικά, γιατί εἶχε ἀποφοιτήσει ἀπό τούς Φρέρηδες. Ἔφερνε τοῦ κόσμου τά πράγματα, ἀλλά περισσότερο ποτά ἀπό τά ταξίδια του. Ἐκεῖνο τό γιορτινό πρωτοχρονιάτικο βράδυ, εἶχαν στρώσει ἕνα μεγάλο μακρόστενο τραπάζι, ὅπου, ἀνάμεσα σέ πιατέλες μέ ποικίλα ἀλλαντικά καί ἄλλες λιχουδιές, διάφορες μποτίλιες μέ σπάνια κρασιά ἦσαν τοποθετημένες σέ πελώριους, ἐγχάρακτους, ἀσημένιους δίσκους ἀπό τήν Ἀνατολή. Γρήγορα στά ποτήρια ἰριδίζανε κάθε λογῆς ἀποχρώσεις ἀπό κανελλογαρύφαλλα μέχρι γκρενά καί βαθύ ροδί- κάτω ἀπό τόν πολυέλαιο.

Ὁ πατέρας κέρναγε τούς καλεσμένους ξανά καί ξανά καί ἡ μάνα μας ἔδειχνε νευρική καί κάπως ἀνήσυχη. Ἀσυνήθιστο γι αὐτήν, καί μάλιστα μέρα γιορτῆς. Ἡ μάνα μας ἦταν περήφανη γιά τ’ ὄνομά της. Ἤξερε πόσο σπάνιο καί ἦταν καί ἀκουγόταν. Ἀπέφευγε νά ἀπαντᾶ στίς ἐρωτήσεις τοῦ τύπου «ποιό ἦταν ὁλόκληρο, ἄν ἦταν ὑποκοριστικό τοῦ Στεφανία ἤ Στεφανωτή ἤ Σταματία, γιά παράδειγμα». Ἔλεγα κοφτά «ἔτσι μέ βάφτισαν: Στέμμα». Ὁ πατέρας μου τῆς εἶχε μεγάλη ἀδυναμία γιατί λάτρευε τίς κοκκινομάλες. Ἡ μάνα μας ἦταν μιά κοκκινομάλα μ’ ἀλεπουδίσιο βλέμμα, πού κι αὐτό τό ἔκρυβε κάτω ἀπό μιά περισπούδαστη καί βαθυστόχαστη ἔκφραση. Κοίταζε ἀπό κάτω πρός τά πάνω ὅπως ἡ πολύκλαυστη Νταϊάνα, ἄν καί στά νιάτα της ἡ πριγκίπισσα δέν εἶχε γεννηθεῖ ἀκόμα. Ἡ Στέμμα μποροῦσε νά ξεγελάει τούς πάντες, ἐκτός ἀπό τόν πατέρα μου, πού ἐκείνη τήν Καλή Βραδιά ὅλο «Στέμμα μου καί Στέμμα μου» τήν εἶχε…

Ἐντούτοις, καί παραδόξως, δέν ἔδινε στίς γκριμάτσες πού τοῦ ἔκανε, καί στά νεύματά της «νά μήν πίνει ἄλλο», καμιά σημασία. Ὅταν στό τραπέζι ἦρθε ἡ ὥρα γιά τά γλυκά, ὁ πατέρας δέν συγκρατιόταν πιά:

—  Mon Amour! Mon amour! ἔλεγε στόν κάθε καλεσμένο ἐπιμένοντας: Θά πιεῖς ὁπωσδήποτε ἕνα ἀκόμη Μαρασκίνο! Ἤ χαμογελώντας στίς γυναῖκες τῆς συντροφιᾶς καί σκύβοντας κοντά στό λαιμό τους, σά νά ἤθελε νά τίς ἀναπνεύσει γιά πρώτη καί τελευταία φορά ὅσο πιό βαθιά γινόταν, ὥς ἐκεῖ πού ὅλες γίνονταν ἡ μοναδική Στέμμα του, ἐπαναλάμβανε:

 —  Ἕνα ἀκόμη Marasquino, Mon Amour?

Ξαφνικά ὁ Λεονάρντο σταμάτησε, σηκώθηκε καί μᾶς παράτησε σύξυλους.

Γιά πολύ καιρό μᾶς ἀπέφευγε. Δέν μπορῶ νά πῶ μέ σιγουριά ποιός μᾶς ἔδωσε τή συνέχεια καί τό τέλος τῆς ἱστορίας:

   Λίγους μῆνες μετά ἀπό κείνη τή γιορταστική σύναξη, τό ἀερόπλάνο πού ταξίδευε ὁ πατέρας τοῦ φίλου μας συντρίφτηκε σέ κάτι κορφές στίς Ἄλπεις, ἔχοντας μόλις ἀφήσει πίσω του τή Μαρσίλια. Εἶχε πυκνή ὁμίχλη, καί σίφουνες ἀπό ἀνέμους φερμένους ἀπ’ τούς ὠκεανούς, ποιός ξέρει ποῦθε, τραντάζανε τά οὐρανοθέμελα πάνω ἀπό τήν Εὐρώπη…

 — Φτάνουν τά gales τόσο ψηλά καί τόσο μακριά; Διασχίζουν τόν Ἀτλαντικό, κι ἀπό κεῖ πού ἀφρίζουν ρούφουλες ἀπό ἄγρια νέφη στά ὑψίπεδα τῆς Σκωτίας καί στα ὀρεινά τῆς Κορνουάλης… ἁπλώνονται καί καλύπτουν ὥς καί τίς Ἄλπεις; Ρώτησε κάποιος μέσα στή γενική ἀμηχανία, ξάφνιασμα καί θλίψη…

Ποιός ἔχει δεῖ ποτέ τόν ἄνεμο;
Οὔτε ἐγώ οὔτε κι ἐσύ:
Ὅμως τά φύλλα ὅταν αἰωροῦνται τρέμοντας
Περνάει ἀνάμεσα τοῦ ἀνέμου ἡ εἰδή

Ποιός ἔχει δεῖ ποτέ τόν ἄνεμο;
Οὔτε σύ, οὔτ’ ἐγώ – νά φυσάει:
Μά σάν τά δέντρα ὑποκλίνονται
Ὁ ἀγέρας εἶναι πού περνάει. *

Μοῦ ἦρθε τότε, ξαφνικά, ν’ ἀρχίσω μουρμουριστά, καί μετά μέ θάρρος δυνατά, ἕνα παιδικό τραγουδάκι τῆς Χριστίνας Ρωσσέτη. Κι ὅλοι σιγά–σιγά πῆραν μαζί μου τόν σκοπό.

— Ὁ ἄνεμος τῶν ψυχῶν περνάει ἀνάμεσά μας κάθε στιγμή…

Εἶπε μέ τήν μαλακή της φωνή ἡ γυναίκα τοῦ ἱστορικοῦ, καί ἔγειρε τό κεφαλάκι της στό στῆθος του.

— Θά θελα νά εἶμαι κι ἐγώ κοκκινομάλλα, καί νά μέ λένε Στέμμα

Ἔμοιαζαν νά μᾶς ἔχουν ξεχάσει ἐντελῶς, ἀλλά ἡ τρυφερότητά τους ἀλάφρωσε τό βάρος τῆς καρδιᾶς μας, ἰδίως ὅταν ὁ φίλος μας τῆς ἀπάντησε:

— Γιά μένα εἶσαι τό Στέμμα μου, καρδιά μου…

Κορώνα στό κεφάλι μου! Πού λέγανε οἱ παλιοί, εἶπε τότε ἕνας ἄλλος ἀπό τήν συντροφιά μας, καί λίγο–λίγο τό αἶμα ζεστάθηκε στις φλέβες μας, καί μιά γλυκιά ἐπιθυμία γιά ζωή ξαναγύρισε, ὅταν ὁ πιο χωρατατζής ἀνάμεσά μας φώναξε:

Κ ο ρ ώ ν α; Φτού κακά! Φτού κακά κι ἔξω ἀπό δῶ! ..

 Χίλιες φορές καλύτερα…Κολώνα!                                 

ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ
Ἰανουάριος 2019 – Δεκέμβριος 2020

* Christina Rossetti, Sing-Song: A Nursery Rhyme Book (1872).
Advertisement