Ένας διαφορετικός «οδηγός αυτοβελτίωσης»

Eva Illouz, Γιατί πληγώνει ο έρωτας,
Μτφρ.: Διονύσης Παπαδουκάκης
Εκδόσεις του Eικοστού Πρώτου, 2019

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Εάν κάποιος παρατηρούσε τις προθήκες ενός βιβλιοπωλείου και πρόσεχε τον τίτλο του βιβλίου της Eva Illouz, χωρίς να γνωρίζει το έργο και το προφίλ της, ενδέχεται να θεωρούσε ότι το βιβλίο είναι ένας πρακτικός οδηγός επούλωσης ερωτικών τραυμάτων. Ο τίτλος του βιβλίου: Γιατί πληγώνει ο έρωτας παραπέμπει άμεσα σε όλα τα best seller των “γυναικείων” βιβλίων, οδηγών αυτοβελτίωσης, τα οποία έχουν ως στόχο την εξερεύνηση των σχέσεων των δύο φύλων και τις συμβουλευτικές προτάσεις για τη συντήρηση μιας “πετυχημένης” ερωτικής σχέσης με διάρκεια.

Στην πράξη το βιβλίο της Illouz υπονομεύει κριτικά τέτοιου είδους εγχειρίδια, προβαίνοντας σε μια κοινωνιολογική ερμηνεία των κοινωνικοπολιτικών επιδράσεων στο ερωτικό συναίσθημα, καθώς και των πρακτικών οδηγών αυτοβοήθειας και της ψυχολογικοποίησης των ερωτικών σχέσεων. Παράλληλα, η Illouz συστηματικά επιθυμεί να κλονίσει την παραδοχή της θέσης ότι για την αποδιοργάνωση της ερωτικής ζωής η έμφαση πρέπει να δίνεται στα ψυχικά ελλείμματα των ατόμων. Για την Illouz, καθηγήτρια στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ και διευθύντρια σπουδών στην Ecole des Hautes Ėtudes en Sciences Sociales (EHESS) στο Παρίσι, στην κατασκευή του έρωτα ως τραύματος που πληγώνει η έμφαση δίνεται στο κοινωνικό πεδίο και όχι στο ψυχολογικό. Το βιβλίο της, το οποίο εξετάζει με όρους πολιτικούς την ερωτική δυστυχία είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στην παρούσα φάση, που οι προβληματισμοί για τις συνέπειες της κοινωνικής αποστασιοποίησης και απομόνωσης οξύνονται καθημερινά, ενώ ταυτοχρόνως αυξάνονται οι μαρτυρίες για μια εντεινόμενη μοναξιά στις καθημερινές συναναστροφές.

Η συγγραφέας παρατηρεί ότι η σύγχρονη ερωτική οδύνη συνοδεύεται από «μια σχεδόν ατέλειωτη σειρά από ερμηνείες» και σημειώνει ότι «η κοινωνική οργάνωση της ερωτικής οδύνης έχει αλλάξει ολοκληρωτικά» (σ. 15), παρόλο που συνεχίζει να αναπαράγει συστηματικά στους λόγους τις ουσιοκρατικές διπολικές κατασκευές για τα δύο φύλα. H Illouz εξετάζει τους μετασχηματισμούς αυτούς, επισημαίνοντας τις αλλαγές που έχουν συμβεί στις κατασκευές για τρεις καίριες εκδοχές του εαυτού, οι οποίες συνδέονται με τη βούληση (τους τρόπους με τους οποίους ορίζουμε την επιθυμίας μας), την αναγνώριση (τι είναι σημαντικό για το αξιακό μας σύστημα) και την επιθυμία (τι επιθυμούμε και με ποιες διαδικασίες).

Επανειλημμένα, στην ψυχολογικοποίηση και παθολογικοποίηση της ερωτικής επιθυμίας η συγγραφέας αναφέρει τις ιστορικές επιδράσεις της φροϋδικής ψυχανάλυσης και την εγκαθίδρυση της ψυχολογίας ως ελεγκτικής επιστήμης, η οποία ορίζει την κανονικότητα η μη των συναισθημάτων και των επιθυμιών. Ψυχανάλυση και ψυχολογία οδήγησαν ως ηγεμονικές κουλτούρες στην «υπαγωγή του αισθηματικού και του ερωτικού στη σφαίρα της προσωπικής ευθύνης του ατόμου», στην ταύτιση των επιλογών με παρελθοντικά υποσυνείδητα τραύματα που προέρχονται από την οικογένεια, την παιδική ηλικία και την ψυχική ιστορία του καθενός και στην πρόταξη του ισχυρισμού των θεραπευτικών ιδιοτήτων του λόγου, της θεραπείας και της αυτογνωσίας. Όλα τα παραπάνω αγνοούν, σύμφωνα με την Illouz, τη σύνδεση προσωπικού, πολιτικού και κοινωνικού, εντάσσοντας τις ερωτικές σχέσεις σε ένα πολιτικοκοινωνικό κενό, το οποίο δεν εξετάζει συστηματικά πώς το ισχύον θεσμικό πλαίσιο επιδρά και διαμορφώνει τις ανθρώπινες σχέσεις. Εμφατικά, με αναλυτικά επιχειρήματα και συγκεκριμένες ιστορίες που παρατίθενται στα κεφάλαια του βιβλίου, η συγγραφέας τεκμηριώνει πως «το πρόβλημα δεν έγκειται σε κάποια δυσλειτουργική παιδική ηλικία ή σε κάποιον ψυχισμό που πάσχει από ελλιπή αυτοεπίγνωση, αλλά στο σύνολο των κοινωνικών και πολιτισμικών εντάσεων και αντιφάσεων, που δομούν πλέον τον σύγχρονο εαυτό και τις σύγχρονες ταυτότητες». (σ. 17) Αναφέρει επίσης ότι σε πολλές από τις σύγχρονες ερωτικές ιστορίες η διαπίστωση της Simone de Beauvoir ότι «οι άνδρες ακόμη και ερωτευμένοι διατηρούν την κυριαρχία τους, ενώ οι γυναίκες επιδιώκουν να παραδοθούν»[1] συνεχίζει να καταγράφεται συχνά. Η Illouz δεν πιστεύει στα οντολογικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών φύλων, αλλά σημειώνει τους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνικές προσδοκίες και οι “κοινοί τόποι” των έμφυλων ταυτοτήτων δημιουργούν διαφορετικούς περιορισμούς στο κοινωνικό πεδίο ως προς τους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνουμε και διεκδικούμε τις ερωτικές επιθυμίες. Ένα επαναλαμβανόμενο, λοιπόν, μοτίβο που επανέρχεται είναι οι άνισες έμφυλες σχέσεις εξουσίας, οι οποίες τελικά θέτουν τους κανόνες και ορίζουν το ερωτικό παιχνίδι και τη συναισθηματική έκφραση. Πέρα, επομένως από τις θεωρητικές διακηρύξεις αποποίησης της ουσιοκρατικής κατασκευής των έμφυλων ταυτοτήτων στην καθημερινότητα οι πρακτικές συμμόρφωσης που επιβάλλονται στη γυναικεία επιθυμία από τους άντρες συνεχίζονται και ενισχύονται. Οι έμφυλες οικονομικές και πολιτικές διαφορές εξουσίας και η έμφυλη ιεραρχία διαρκώς εγγράφονται στα σώματα αντρών και γυναικών και στην καθημερινότητα επιδρούν στη διαχείριση της ερωτικής επιθυμίας.

Για να θίξει εξαρχής την πολιτικότητα των ζητημάτων αυτών η Illouz παραπέμπει στη διαπίστωση του Marx ότι «οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν».[2] Συνεχίζοντας αυτή τη συλλογιστική, η συγγραφέας επισημαίνει πως όταν πονάμε ή όταν είμαστε ερωτευμένοι χρησιμοποιούμε τους διαθέσιμους ιστορικούς πόρους, οι οποίοι βρίσκονται υπό συνεχή διαμόρφωση, αλλά δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από τις δικές μας επιθυμίες. Για την Illouz αυτό σημαίνει ότι συχνά στο ερωτικό πεδίο οι όροι για τους κοινωνικούς δράστες είναι άνισοι, με αποτέλεσμα κάποια άτομα να έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να ορίσουν το πεδίο ελευθερίας στον έρωτα. Η μελέτη του έρωτα στο βιβλίο της Illouz επιτρέπει την κατανόηση των διεργασιών της νεωτερικότητας. Οι διεργασίες αυτές είναι αμφίσημες και δεν μπορεί να περιοριστούν σε εξιδανικευμένες δηλώσεις που υποβάλλουν τη μάχη λογικής-συναισθήματος ή τη «“νίκη” της ισότητας των φύλων επί της έμφυλης εκμετάλλευσης». (σ. 21)

Στην ύστερη νεωτερικότητα οι πολιτικές διεκδικήσεις για έμφυλη ισότητα και σεξουαλική ελευθερία των φεμινιστικών κινημάτων τροποποίησαν τις μυστικιστικές κατασκευές του έρωτα και του έδωσαν εγκόσμιο χαρακτήρα, εκεί που πριν προτάσσονταν η ιερότητά του. Οι διαρκείς έμφυλοι αγώνες και η ανάδειξη της επιτελεστικότητας του φύλου ανέδειξαν όχι μόνο την αμφισημία του νεωτερικού, αλλά και πολιτισμικά διλήμματα σχετικά με την αυτονομία, την ισότητα, τη δέσμευση και την ελευθερία. (σ. 24) Ένα άλλο στοιχείο το οποίο προτάσσει στην ανάλυσή της η Illouz αφορά στους τρόπους με τους οποίους «η ορθολογικότητα, το συμφέρον και ο ανταγωνισμός μετασχημάτισαν» (σ. 25) το ερωτικό πεδίο. Στις νέες εξιδανικεύσεις του νεωτερικού η συγγραφέας αναφέρει το πρόταγμα του αναστοχαστικού συναισθηματικού εαυτού και την επιδίωξη της αυτονομίας και της χειραφέτησης στην ερωτική ζωή. Καθώς πραγματικότητα και επιθυμία συγκρούονται πολλαπλώς, προκαλώντας εντάσεις και διλήμματα, η Illouz σημειώνει πως καταγράφεται παράλληλα και η οντολογική ανασφάλεια ως «χρόνιο χαρακτηριστικό της σύγχρονης ζωής» (σ. 29): οι γυναίκες προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην επιθυμία για χειραφέτηση, τη συναισθηματική δέσμευση και τις καταπιεστικές έμφυλες κοινωνικές προσδοκίες.

Ορίζοντας την αιτία της οδύνης ο Σοπενχάουερ επιχειρηματολογούσε ότι αυτή προέρχονταν από «το γεγονός ότι ζούμε μέσω της ανάμνησης και της αναμονής».[3] Η Illouz περιγράφει την οδύνη ως «εισβολή του ανορθολογικού στην καθημερινή ζωή» (σ. 33), η οποία είναι δύσκολα διαχειρίσιμη όταν το άτομο δεν καταφέρνει να τη νοηματοδοτήσει. Έτσι, η ερωτική οδύνη αναδεικνύει τα διλήμματα και τους κλυδωνισμούς στις κατασκευές του εαυτού στη νεωτερικότητα και η συγγραφέας εξετάζει τις έμφυλες διαφοροποιήσεις που προκύπτουν και τις συνέπειες τους στη διαχείριση των ερωτικών μας σχέσεων.

Στα κεφάλαια του βιβλίου η Illouz διερευνά και παρουσιάζει διεξοδικά τα νεωτερικά στοιχεία της ερωτικής οδύνης: την απορρύθμιση των αγορών γάμου, τον μετασχηματισμό των διαδικασιών επιλογής συντρόφου, την καθοριστική πρόταξη του έρωτα για την κοινωνική αίσθηση αξίας, τον εξορθολογισμό του πάθους, και τέλος τα χαρακτηριστικά με τα οποία συγκροτείται και εκδηλώνεται η ερωτική φαντασία. Στο βιβλίο περιγράφεται η «αρχιτεκτονική της επιλογής» (σ. 37) μέσα από την οποία η εκάστοτε κουλτούρα της εποχής διαμορφώνει τον τρόπο που επιλέγονται και αξιολογούνται οι ερωτικοί σύντροφοι, καθώς και οι συνέπειες του πλαισίου αυτού στις συναισθηματικές και γνωστικές διεργασίες ως προς τα ερωτικά συναισθήματα. Τα πολιτισμικά πρότυπα επιδρούν στις συναισθηματικές αποφάσεις που λαμβάνονται και ορίζουν ταυτόχρονα αποδεκτά κοινωνικά πεδία δράσεων που γίνονται αντικείμενο προσωπικής και κοινωνικής αξιολόγησης, ώστε να κριθεί αν η επιλογή συντρόφου είναι “πετυχημένη” ή όχι. Η Illouz αναλύει διεξοδικά τα έργα της Austin για να θίξει τους σημαντικούς μετασχηματισμούς αυτών των προτύπων από τη βικτωριανή εποχή στη μετανεωτερικότητα. Επισημαίνει, λοιπόν ότι από τον 17o αι. και μέχρι την εποχή που εγκαθιδρύθηκαν οι φεμινιστικές διεκδικήσεις, η ερωτική επιθυμία δεν βιώνεται ως μια ανατροπή ταυτότητας, η οποία οδηγεί σε συγκεκριμένες συγκρούσεις με το κοινωνικό περιβάλλον, αλλά αντίθετα διέπεται από την ηθική διάσταση, η οποία ορίζει το συναισθηματικό και τις ισορροπίες ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Τα διλήμματα καρδιάς και η οδύνη παραμερίζονται και επιλύονται μέσα από την πρόταξη και την αποδοχή συγκεκριμένων κοινωνικών ρυθμίσεων, και όπου ο εαυτός λειτουργεί ως δημόσια μονάδα:

Τα τελετουργικά […] επιτρέπουν την εμπλοκή σε μια σχέση ή την απεμπλοκή από αυτήν – μοιάζουν με ένα καλοχαραγμένο μονοπάτι σε μια ζούγκλα δυνατοτήτων […] Για να το θέσουμε διαφορετικά, τα τελετουργικά αποτελούν ένα ισχυρότατο συμβολικό εργαλείο για τον εξορκισμό του άγχους που δημιουργεί η αβεβαιότητα. (σ. 51)

Η άρση των απαγορεύσεων, οι έμφυλες χειραφετητικές διεκδικήσεις που συνοδεύτηκαν από θεσμικές αλλαγές, η θεσμική παγίωση της ισότητας και η πολιτισμική πρόταξη αυτού που η Illouz αποκαλεί «καθεστώς συναισθηματικής αυθεντικότητας» άλλαξε άρδην τις σύγχρονες σχέσεις. Στο νέο αυτό πλαίσιο τα κοινωνικά υποκείμενα προβαίνουν σε μια εξονυχιστική διερεύνηση των δικών τους συναισθημάτων και αυτών των άλλων για να κατηγοριοποιήσουν και να αξιολογήσουν τη σημασία μιας σχέσης. Η αποτίμηση αυτή είναι διαρκώς διλημματική και επιδρά στον τρόπο που αξιολογείται ο εαυτός και οι άλλοι, ενώ παράλληλα εμπλέκει ένα περίτεχνο νέο σύστημα κοινωνικών μηχανισμών συναισθηματικού ελέγχου που εποπτεύεται από την ψυχολογία. Οι ψυχολόγοι και οι ψυχοθεραπευτές είναι αρμόδιοι να ορίσουν το κανονικό και το μη κανονικό στα συναισθηματικά διλήμματα των ατόμων και να αποφανθούν ποια σχέση είναι «φυσιολογική» και ποια «παθολογική».

Η Illouz καταγράφει επίσης μια διαδικασία θηλυκοποίησης χωρίς τέλος, στην οποία η σεξουαλική γοητεία «συνιστά ένα νέο κριτήριο αξιολόγησης» (σ. 69), η οποία ρυθμίζει και ιεραρχεί έμφυλα την επιτυχία στο ερωτικό πεδίο. Το αν μια γυναίκα θεωρείται σεξουαλικά γοητευτική και αρεστή γίνεται με αυτόν τον τρόπο ένα διαρκές κριτήριο αξιολόγησης εαυτού που κρίνει το ποσοστό κοινωνικής αποδοχής των γυναικών. Η συνεχής επιδίωξη μιας ιδανικής σεξουαλικοποιημένης ομορφιάς, η χρήση της σεξουαλικότητας ως γενικευμένης μεταφοράς για την επιθυμία, και η μυθοποίηση της ομορφιάς και της νεότητας συνδέθηκαν με την ψυχική ουσία του ατόμου και με τη συνεχόμενη προσπάθεια διαμόρφωσης ενός «υγιούς εαυτού». Η Illouz σημειώνει πως «η σεξουαλικότητα έχει γίνει ένα διάχυτο χαρακτηριστικό στάτους» συνυφασμένη με την κοινωνική αξία.

Η συγγραφέας λεπτομερώς καταδεικνύει τις αλλαγές στις κατασκευές της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας στο πεδίο των ερωτικών διεκδικήσεων. Δηλώνει ότι, παρ’ όλες τις διακηρύξεις που συνδέουν το σεξ με τις δημοκρατικές επιλογές της επιλογής, της αυτοδιάθεσης και της αυτονομίας, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά:

Όπως και στο πεδίο της οικονομίας της αγοράς, η σεξουαλική ελευθερία επιφέρει μια πολιτισμική ανακωδικοποίηση των έμφυλων ανισοτήτων, οι οποίες έχουν καταστεί αόρατες, καθώς η ερωτική ζωή ακολουθεί τη λογική της επιχειρηματικής ζωής, όπου ο κάθε εταίρος δίνει προτεραιότητα στη δική του ελευθερία και αποδίδει τα δεινά του σε έναν ελαττωματικό εαυτό. Ωστόσο, όπως επιχειρώ να δείξω, η σεξουαλική ελευθερία είναι παρόμοια με την οικονομική ελευθερία, καθώς οργανώνει και νομιμοποιεί τις ανισότητες με υπόρρητο τρόπο. (σ. 97)

H Illouz σημειώνει και αναγνωρίζει την παρατήρηση ότι στις νεωτερικές ηγεμονικές κατασκευές της αρρενωπότητας ένα από τα στοιχεία της είναι ο φόβος δέσμευσης και η συναισθηματική αμφιθυμία στις ερωτικές σχέσεις. Παραθέτει όλες τις ερμηνείες που έχουν δοθεί, αναγνωρίζοντας ότι η γενικότερη κατάρρευση της δέσμευσης στις ερωτικές σχέσεις συνδέεται με την αποδοχή του δικαιώματος να παραμένεις ή να αποχωρείς από μια σχέση. Ασκεί κριτική τόσο στα βιολογικά επιχειρήματα που συνεχίζουν να αναφέρονται και όπου ισχυρίζονται ότι ο άντρας ρέπει προς την πολυγαμία, αλλά και στις απλουστευτικές κοινωνικές/ψυχολογικές ερμηνείες που αναφέρουν ότι οι άντρες φοβούνται πως με τη δέσμευση απειλείται η ταυτότητά τους ή ότι τα αγόρια μαθαίνουν να διαφοροποιούνται, ενώ τα κορίτσια να επιλέγουν το συναισθηματικό δέσιμο. Η Illouz δέχεται ότι οι κοινωνικές αυτές ερμηνείες, ενώ μεν εντάσσουν τον έρωτα στις άνισες σχέσεις εξουσίας, ανακυκλώνουν την ουσιοκρατία των φύλων, θεωρώντας επίσης πως η δέσμευση και η οικειότητα είναι οι μόνες αποδεκτές καταστάσεις μιας “υγιούς σχέσης”.

Η συγγραφέας επιχειρηματολογεί ότι τα ζητήματα δέσμευσης συνδέονται: «με τους τρόπους με τους οποίους οι άνδρες και οι γυναίκες κατασκευάζουν και εποπτεύουν την επιλογή τους να εισέλθουν σε μια σχέση: δηλαδή από τους τρόπους με τους οποίους θεσμίζεται η ελευθερία». (σ. 112) Στο πλαίσιο αυτό, η σεξουαλικότητα χρησιμοποιείται από μια ομάδα αντρών για να εκφράσει δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά της αρρενωπότητας ως στάτους: την αυτονομία και την εξουσία. Στο βιβλίο αναφέρονται δύο είδη φόβου δέσμευσης η ηδονική και η αβουλική. Η πρώτη οδηγεί σε μια επιβεβαίωση του στάτους της αρρενωπότητας μέσα από τη συσσώρευση σεξουαλικών εμπειριών, η δεύτερη συνδέεται με την απροθυμία συναισθηματικής δέσμευσης. Η επιθυμία να επιδεικνύεται η αρρενωπότητα στο πλαίσιο ενός ανταγωνιστικού πεδίου ενσωματώνει σε αυτήν την περίπτωση «μια οικονομική αντίληψη περί συναισθήματος, όπου η υπερπροσφορά μειώνει την αξία και η σπάνη δημιουργεί αξία». Σε μια τέτοια κατασκευή ο άντρας επιβεβαιώνει τη σεξουαλική αξία του όταν ελέγχει το συναίσθημά του και είναι αυτός που ορίζει τα συναισθηματικά όρια στις σχέσεις του, προτάσσοντας την αυτονομία του απέναντι σε μια πιο συναισθηματική δεσμευτική διεκδίκηση στη σχέση.

Στην εποχή της νεωτερικότητας, ο έρωτας συνδέεται με τους τρόπους που συγκροτείται η αξία του ατόμου. Ωστόσο, στον έρωτα η αναγνώριση δεν είναι δεδομένη, με αποτέλεσμα όταν αμφισβητείται να οδηγεί σε αισθήματα ανασφάλειας και αυτο-ακύρωσης. Έτσι, σε περιπτώσεις που οι γυναίκες αισθάνονται ότι αμφισβητείται η αμοιβαιότητα ή τα συναισθήματα των άλλων είναι αμφιθυμικά, επιστρέφει η συμβολική κυριαρχία του αντρικού βλέμματος, όπου η αίσθηση εαυτού εξαρτάται από το πόσο επιθυμητή είναι η γυναίκα στον άντρα. Παράλληλα, στο ερωτικό πεδίο της νεωτερικότητας απαιτείται η προσεκτική εποπτεία ως προς την έκφραση των συναισθημάτων, ώστε στη σχέση να μην αισθανθεί ο άλλος πίεση και να μην απειλείται η αυτονομία εαυτού και των δύο πλευρών. Οι λεπτές ισορροπίες σε αυτούς τους εποπτικούς συναισθηματικούς μηχανισμούς συνδέονται πια με μια ολόκληρη σειρά από εκλαϊκευμένες και μη συμβουλευτικές λειτουργίες υποστήριξης, όπου γυναίκες και άντρες καθοδηγούνται στο πώς θα κινούνται με επιτυχία στο πεδίο της ερωτικής επικοινωνίας. Η Illouz επισημαίνει ότι όλες αυτές οι ψυχολογικές εποπτείες επαναλαμβάνουν τις ηγεμονικές έμφυλες κατασκευές φύλου και την ουσιοκρατία των φύλων. Τελικά, το δίλημμα αυτονομίας και συναισθηματικής αναγνώρισης δημιουργεί νέες τροπές αμφισβήτησης του εαυτού. Στη συνεχή ψυχολογική εποπτεία των συναισθημάτων συχνά οι γυναίκες αυτοενοχοποιούνται όταν απορρίπτονται ερωτικά ή αισθάνονται μειονεκτικά αν κρίνεται ότι «αγαπάν υπερβολικά πολύ».

Η Illouz ασκεί επίσης κριτική στην ψυχολογικοποίηση του έρωτα από την ψυχανάλυση, επισημαίνοντας ότι η ερωτική οδύνη αντιμετωπίζεται ως «αδικαιολόγητο σύμπτωμα ανωριμότητας» (σ. 236) και ο έρωτας γίνεται η έκφραση μιας οικουμενικής εσωτερικής ψυχικής δομής. Η αυτονομία και η συναισθηματική ορθολογική διαχείριση επικροτούνται ως στοιχεία ενήλικου εαυτού και ταυτίζονται με τον “υγιή” εαυτό. Η νέα, λοιπόν, τάση είναι η ορθολογικοποίηση του έρωτα, όπου όλα επιστρέφουν στα ατομικά συμφέροντα και η ερωτική επιθυμία δεν περιέχει κανένα ρίσκο. Η απογοήτευση αντιμετωπίζεται από την ψυχολογία ως αποτέλεσμα «μη ρεαλιστικών προσδοκιών», χωρίς όμως να αμφισβητείται ποτέ «η δομή του πραγματικού που καθιστά τις προσδοκίες αυτές ανέφικτες». Επιπρόσθετα, στο βιβλίο επισημαίνεται ότι:

η γλωσσική ανταλλαγή αποτελεί το μέσο για την παραγωγή γνώσης που δημιουργεί συνθήκες ψυχολογικής οικειότητας. Η οικειότητα που παράγεται δεν είναι βιωματική και δεν επικεντρώνεται στο σώμα, αλλά προέρχεται από τη συγκρότηση ψυχολογικής γνώσης και από τους τρόπους με τους οποίους σχετιζόμαστε με τον άλλον. (σ. 323)

Η σύνθετη ψυχολογικοποίηση του έρωτα, σύμφωνα με την Illouz δυσκολεύει τη σύνδεση επιθυμίας, φαντασίας και πραγματικότητας. Η τεχνολογία και η εικονική επικοινωνία, σημειώνει επίσης η συγγραφέας, συντελούν στη δημιουργία «μυθοπλαστικών συναισθημάτων, παροντοποιώντας την απουσία» (σ. 332) και κάνοντας την εικονική φαντασία της ερωτικής επικοινωνίας να καταργεί τις αλληλεπιδράσεις της πραγματικής ζωής.

Το βιβλίο της Illouz εντάσσεται στην ευρύτερη κριτική βιβλιογραφία των ανθρωπιστικών επιστημών που αποδομεί την ψυχολογικοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων στο πλαίσιο λεπτομερών εποπτικών μηχανισμών των σωμάτων και της επιθυμίας. Σε αυτό συμβάλλει και η άρτια μετάφραση του Διονύση Παπαδουκάκη. Στα δυνατά σημεία του βιβλίου είναι και η επισήμανση της συγγραφέα ότι η επικέντρωση στις γυναίκες δεν γίνεται βέβαια γιατί η ίδια πιστεύει στην ύπαρξη σταθερών έμφυλων κοινωνικών χαρακτηριστικών, αλλά επειδή οι γυναίκες είναι ο κυρίαρχος στόχος της ψυχολογικής βιομηχανίας, η οποία αδιάκοπα τις ωθεί να αναζητήσουν τα συναισθηματικά ελλείμματά τους, αγνοώντας επιδεικτικά το γεγονός ότι η οδύνη συνδέεται με «περίπλοκους τρόπους με την οργάνωση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας».

Επιλογικά, σημειώνεται πως ο έρωτας συγκροτεί τον χώρο μιας παράδοξης διαδικασίας στην οποία οι ετερόφυλες γυναίκες της μεσαίας τάξης με άγχος ελέγχουν διαρκώς το σώμα και τα συναισθήματά τους. Οι άντρες έχουν ακόμα περισσότερες σεξουαλικές και συναισθηματικές επιλογές με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέες ανισορροπίες εξουσίας και να διαιωνίζεται η αντρική συναισθηματική κυριαρχία. Προφανώς και η συγγραφέας αναφέρεται στις ηγεμονικές κατασκευές ταυτότητας και όχι σε μια απαραβίαστη έμφυλη γραμμική διαδικασία της ερωτικής έλξης. Όπως η ίδια αναφέρει, περιγράφοντας τις επιδράσεις της ως προς την οπτική της για την έμφυλη διαχείριση των συναισθημάτων:

το βιβλίο αυτό έθεσε ως βασική φιλοδοξία να πραγματευθεί το ζήτημα των συναισθημάτων ―τουλάχιστον του έρωτα― με τον ίδιο τρόπο που πραγματεύτηκε ο Marx το ζήτημα των εμπορευμάτων: να προσπαθήσει να δείξει, δηλαδή, ότι τα συναισθήματα διαμορφώνονται από τις κοινωνικές σχέσεις ̇ ότι δεν κυκλοφορούν ελεύθερα και απρόσκοπτα· ότι η μαγεία τους είναι κοινωνική· και τέλος ότι εμπεριέχουν και συμπυκνώνουν τους θεσμούς της νεωτερικότητας. (σ. 337)

Η αναδιαμόρφωση των έμφυλων διαφορών γύρω από τον έρωτα στοιχειοθέτησε τον έρωτα ως πηγή αξίας για τις γυναίκες και ως πηγή σεξουαλικού κεφαλαίου για τους άντρες, συνεχίζοντας με την ίδια ένταση την ουσιοκρατία των φύλων και «τη φυσικοποίηση των πολιτισμικά κατασκευασμένων διαφορών μεταξύ ανδρών και γυναικών». (σ. 342) Η Illouz προτείνει την αποψυχολογικοποίηση του έρωτα, την αναζήτηση νέων μορφών πάθους, αλλά και την ανάδειξη των κάθε τύπου διλημμάτων που συνδέονται με τον έρωτα και τις συνέπειές τους, έτσι ώστε να είναι εφικτή η δημιουργία νέων χώρων ερωτικής ισοτιμίας και αμοιβαιότητας με όρους πολιτικούς και συναισθηματικούς.

ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΑΚΗ


[1] De Beauvoir, S. (1949) The Second Sex, (μτφρ.: H. M.Parshley), Νέα Υόρκη, Vintage Books, 1970, [ελλ. μτφρ.: Κ. Σιμόπουλος, Το δεύτερο φύλο, Αθήνα, Γλάρος, 2006, σ. 18]. Όπως αναφέρεται στην Illouz (2019).

[2] Όπως παρατίθεται στο: P. Wagner, A Sociology of Modernity: Liberty and Discipline, Λονδίνο, Routledge, 1994, σ. xiii [Η μετάφραση του παραθέματος παρατίθεται από την έκδοση: Καρλ Mαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (1852), (μτφρ.-σημ.: Φ. Φωτίου), Αθήνα, Θεμέλιο, 1986, σ. 15]. Όπως αναφέρεται στην Illouz, (2019, σ. 20).

[3] A. Schopenhauer, Essays and Aphorisms, (επιλ.-μτφρ.-εισαγ.: R. J. Hollingdale), Χάρμοντσγουόρθ, Penguin, 1970, σ. 44. Όπως αναφέρεται στην Illouz, E. (2019, σ. 32).