Ο παίχτης κι ο μάρτυρας
Ακούει τ’ όνομα του
από την μεθυσμένη εξέδρα.
Νομίζει πως είναι αστέρι
που εξορίστηκε στη γη.
Ακούει το τροπάρι του
από χορούς αγγέλων.
Υποκλίνεται στην αγάπη
που κρεμάστηκε στο ξύλο.
⸙
Πάροικοι
Κι από τα κρίνα του αγρού
κι από τα ρόδα της αυγής
πιο πάροικοι
και στοίβες τα γραμμάτια
να σπαρταρούν
να κλαίγονται
στο νοίκι του ελέους
ψυχές μετέωρες
μετέωρα μπαλόνια
σε μαρμαρένια αλώνια
⸙
Της κλεψύδρας
Λοξά σε κοιτάζει
η κλεψύδρα σου.
Κάποτε ποτάμι σιγανό
στις φλέβες του ονείρου
κύλησε η ζωή σου.
Κι άλλοτε ζαρκάδι
κυνηγημένο από λύκο
πού ’τρεξε για να σωθεί
πέρα από το δάσος του θανάτου.
Φωτογραφίες
που δεν πάγωσε ο χρόνος
όσο κι αν προσπάθησες.
ΔΑΥΪΔ ΜΠΑΚΑΣ