Γλυκό κι απέριττο το αψέντι της σιωπής μου
Και είναι η μέθη της βαθιά, σαν σάβανο, βελούδο
όσο να έρθει η λήθη, κάποτε, για τ’ όνειρο το φρούδο
αργά στο ηλιοβασίλεμα μιας κάποιας Κυριακής
Στοιχειά κακά οι μνήμες μου προσμένουνε τη σμίλη
του καιρού, φαντάσματα πικρά, ντυμένα από τη σκόνη
σαν ρεντιγκότα διάφανη, με φόβο που παγώνει
Οι λέξεις μου σκοντάφτουνε σε μουδιασμένα χείλη
Και τι άλλωστε να πω για όλα εκείνα τα άλλα
με λόγια που δεν λέγονται, δεν γράφονται, δεν σβήνουν
μονάχα φεύγουν κι έρχονται κι ανέστιο μ’ αφήνουν
δειλό, σαλό, βρυκόλακα στου Μούρναου τη σκάλα
Για λέξεις που δεν λέγονται, σκοτάδι, θα τις χάσεις
στου πλήθους μέσα τη ροή και στην βοή του κόσμου
τυφλός πλανιέμαι, πλάνητας, όσο να βρω το φως μου
κι αν δεν το βρω, καλώς, απέτυχα με πράξεις
Μισές κι αυτές, ατροφικές, σαν τις ιτιές που γέρνουν
όταν η μέρα φεύγει αργά στην ερημιά εκεί πέρα
που οι ψυχές χορεύουν κυκλικά, γελώντας, στον αιθέρα
στο λάβρο εκείνο φύσημα, στον ψίθυρο του ανέμου
Και ίσως κάπου θάπρεπε εδώ να σταματήσω
Τα μέτρα μου είναι άσχημα και οι ρίμες μου είναι λίγες
Κι ας πήγα κι έκανα πολλά, κι ας είδα όσα είδα
Μονάχα ένα μου έμεινε, κι αυτό: να σιωπήσω.
23/8/2020
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΖΩΤΖΗΣ
φωτογραφία Ιωάννα Χρονοπούλου