του ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ
Τον Ιούλιο του 1940, η Λέσχη Αριστερού Βιβλίου του Λονδίνου επέλεξε τη Νύχτα της Σβάστικας του Murray Constantine ως βιβλίο του μήνα, εκπληρώνοντας την ανάγκη, σε αυτούς τους δύσκολους καλοκαιρινούς μήνες, για μία διαφορετική θέαση του ναζισμού, η οποία θα αποκάλυπτε και ενδεχομένως ανέλυε πιθανές αδυναμίες του ψυχισμού των Ναζί.[1]H επανέκδοση του μυθιστορήματος, αν και άκρως επίκαιρη, είχε περάσει μάλλον απαρατήρητη τον καιρό της έκδοσης του (1η έκδοση: από τον οίκο Victor Gollancz, 1937), καθώς ο κριτικός λόγος που περιέβαλε το βιβλίο ήταν αμελητέος. Μισόν αιώνα αργότερα, η Νύχτα της Σβάστικας θα αναδημοσιευτεί από τους Lawrence και Wishart με την παρότρυνση της αμερικανίδας ερευνήτριας, Daphne Patai, η οποία ανακάλυψε πως ο Constantine ήταν στην πραγματικότητα γυναίκα, η Katharine Burdekin (1896–1963), που έγραφε με ψευδώνυμο, μη διστάζοντας να αντιμετωπίσει τον πυρήνα μίας ιδεολογίας την περίοδο μάλιστα που ο Χίτλερ απολάμβανε αξιοπρόσεκτη δημοσιότητα και διεθνές κύρος.
Η υπόθεση του έργου, τοποθετημένη μία χιλιετία περίπου μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έχοντας διαβλέψει την έκβαση του αντίστροφα, σκιαγραφεί μία δυστοπία.[2] Ο αντίκτυπος αυτής της αντίστροφης ιστορίας που συνιστά δυστοπία προέρχεται από την παραλλαγή ήδη γνωστών γεγονότων και όχι από την αντικατάσταση τους, όπως θα μπορούσε να συμβεί στην επιστημονική φαντασία. Αναλυτικότερα σε αυτήν την “εναλλακτική ιστορία”, οι Ναζί έχουν κυριαρχήσει στον μισό πλανήτη, ο Χίτλερ έχει θεοποιηθεί κάνοντας τον ναζισμό επίσημη θρησκεία, ενώ οι επίγονοί του, μία ελίτ ναζί ιπποτών, έχει την απόλυτη εξουσία. Όλα αυτά υπό το πρίσμα ενός άλλου Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις δύο μεγάλες αυτοκρατορίες, την Γερμανία και την Ιαπωνία, που βρίσκονται συνεχώς υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός πολέμου που ποτέ δεν πραγματοποιείται. Όπως προαναφέραμε, ο πυρήνας της Γερμανικής Αυτοκρατορίας που εδρεύει στην Γηραιά Ήπειρο βασίζεται στη χιτλερική θρησκεία που ακλόνητη και αταλάντευτη καθώς είναι δεν επιδέχεται καμία πολιτισμική αλλαγή, τη στιγμή μάλιστα που έχει φροντίσει να εξαλείψει κάθε ίχνος προϋπάρχοντος πολιτισμού. Έτσι, το “παρόν” αποτελεί τη συνέχεια του ναζιστικού οράματος της Γερμανίας του 1940· στην εξουσία βρίσκεται ένα ζοφερό καθεστώς, με την υπόλοιπη Ευρώπη και την Αφρική υπόδουλες στους “πολιτισμένους Γερμανούς”. Από τις πρώτες κιόλας αράδες ένα έντονο αίσθημα γνωστικής ανοικείωσης δημιουργείται, μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι η ιστορία εκτυλίσσεται σε μία μελλοντική, αλλά με έντονα παρελθοντικά-μεσαιωνικά χαρακτηριστικά, ευρωπαϊκή πραγματικότητα.[3] Απόρροια αυτής της νέας πραγματικότητας είναι η δυσκολία των ανθρώπων να ξετυλίξουν τον μίτο της αλήθειας περί της «αρχής», αφού η (χρονική) αρχή της προέλευσης και η (εξουσιαστική) αρχή της προσταγής μοιάζουν ταυτόσημες. Αυτή, μάλιστα, η βαθιά σύνδεση της αρχής με την προσταγή μάς φέρνει στο μυαλό τη χαϊντεγγεριανή αντίληψη της ιστορίας του Είναι.[4]
Ενώ, λοιπόν, όλα μοιάζουν καλά στημένα και αψεγάδιαστα με την αέναη επιτήρηση των πολιτών-ανδρών να θεωρείται όχι μόνο δεδομένη αλλά και αποδεκτή, η ιστορία που ξεκινάει παρουσιάζει, in media res, τον (αγγλικής καταγωγής) πρωταγωνιστή, Άλφρεντ, ο οποίος βιώνει «μία εμπειρία αποξένωσης που ακολουθείται από μία κλιμακούμενη αμφισβήτηση των πραγμάτων».[5] Η αμφισβήτηση αυτή έχει τροφοδοτηθεί από ένα βιβλίο, το οποίο οδήγησε τον, όχι και τόσο πειθήνιο, Άλφρεντ στην ανακάλυψη του ότι ο κόσμος ήταν διαφορετικός πριν την κυριαρχία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Το βιβλίο έχει διατηρηθεί εδώ και επτά αιώνες κρυφό από γενιές μίας οικογένειας του Τάγματος των Ιπποτών. Παρόλο που ο αδογμάτιστος Ιππότης φον Χες, ο οποίος είναι ο φύλακας του βιβλίου τον καιρό που διαδραματίζεται η ιστορία, είναι, όπως και οι προκάτοχοί του, κατά βάθος αντίθετος με τη γερμανική κυριαρχία, η θέση ισχύος του καθιστά δύσκολη την πλήρη κατανόηση της αλήθειας, όχι τόσο σε σχέση με την ύπαρξη άλλων προγενέστερων θρησκειών ή πολιτισμών όσο ως προς τον περιορισμό των γυναικών – μίας συστηματικής υποτίμησης οποιουδήποτε είναι γένους θηλυκού, παρακινούμενης από την άρχουσα τάξη των ναζί. Στην αντίπερα όχθη, ο Άλφρεντ, ο νέος κάτοχος αυτού του (άτιτλου) βιβλίου, λόγω της περιθωριοποιημένης θέσης του ως μέλος μίας «υποτελούς φυλής», ερμηνεύει διαφορετικά το περιεχόμενο του λόγω της προσωπικής εμπειρίας της καταπιεσμένη ζωής του.
Τα πρόσωπα της ιστορίας, όπως συχνά συμβαίνει στις δυστοπίες, συγκροτούν ένα τρίγωνο: το πρόσωπο με την απόλυτη εξουσία , το πρόσωπο που υπόκειται σ’ αυτήν την εξουσία και στο άτομο που είναι πιθανός πολιτικός δράστης που με την αντίδραση του κατά του ολοκληρωτικού συστήματος που ξεδιπλώνεται μπροστά του προσπαθεί να συστήσει τον ουτοπικό πυρήνα του κειμένου. Υπό το πρίσμα αυτό ο Ιππότης φον Χες, ο υποταγμένος στον ναζισμό Χέρμαν και ο Άλφρεντ προσπαθούν να ενώσουν τα κομμάτια της ιστορίας σε μία προσπάθεια επαναφοράς της παραμορφωμένης ιστορικής “αλήθειας”.
Βλέπουμε ότι στο ιστορικό παρόν ξεδιπλώνεται μία πραγματικότητα ομολογουμένως φουτουριστική με εσχατολογικές προσδοκίες έντονης πολιτιστικής αλλαγής. Αυτή η παράξενη μυθοπλασία απεικονίζει ένα μέλλον όπου ο θρίαμβος του ναζισμού συνιστά ένα ρατσιστικό κρεσέντο μίας ανδροκρατούμενης δυστοπικής κοινωνίας, με τις γυναίκες να είναι παντελώς αποκλεισμένες και ορμέμφυτα υποδεέστερες από τους άνδρες. Τη στιγμή που ο Χίτλερ αντιπροσωπεύει τον τέλειο «άνδρα-θεό» και έχει ανέλθει στον ουράνιο θρόνο του με υποπόδιο, οι γυναίκες εξισώνονται με ζώα,[6] βρίσκονται κλεισμένες σε γυναικωνίτες και βιώνουν την απόλυτη έκπτωση, αποτελώντας απλώς αντικείμενα σεξουαλικής ικανοποίησης και βιολογικής αναπαραγωγής.
Η γυναικεία υποδούλωση περιλαμβάνει την αδυναμία και τον φόβο των γυναικών μπροστά στην έλλειψη τόσο της σεξουαλικής όσο και της αναπαραγωγικής τους ελευθερίας, στοιχείο που αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό μίας πατριαρχικής δυστοπίας.[7] Οι γυναίκες αποτελούν την αριστοκρατία της δυστυχίας, αντιμετωπιζόμενες ως σκλάβες· ως μηχανές διαιώνισης του ανθρώπινου είδους, με την ηθική του συμβιβασμού να μοιάζει μονόδρομος για την επιβίωσή τους.
Ενδεικτικό αυτής της κατάστασης είναι το απόσπασμα που ακολουθεί:
Τα διαμερίσματα των γυναικών ήταν ένα μεγάλο κλουβί… Απαγορευόταν στις γυναίκες να βγούνε χωρίς ειδική άδεια, που δινόταν πολύ σπάνια. Είχε μέσα νοσοκομείο, και το αναμορφωτήριο όπου τις έστελναν αν τραυμάτιζε η μία την άλλη, ή αν αποτύγχαναν να είναι απόλυτα δουλικές… Μία φορά το μήνα τις οδηγούσαν από το μαντρί στην εκκλησία.. Στην εκκλησία δεν του επιτρεπόταν να προχωρήσουν πέρα απ’ τους βραχίονες του Γκέριγκ και του Γκέμπελς ούτε και να καθίσουν. Τα γυναικεία οπίσθια μίαιναν τους ιερούς τόπους ακόμη περισσότερο από τα μικρά τους πόδια. Ο Ιππότης τις παρότρυνε στην ταπεινότητα, την τυφλή υπακοή και την υποταγή στους άνδρες, υπενθυμίζοντας τους ότι η μεγάλη χάρη του Κυρίου μας Χίτλερ ήταν να τους επιτρέπει να κυοφορούν τους γιους των αντρών και να έχουν αυτήν την μικρή επαφή με το Ιερό Μυστήριο του Ανδρισμού.[8]
Ο ανήσυχος Άλφρεντ, παρουσιάζεται ως ο πιο ορθολογιστής και συμπαθητικός από τους υπόλοιπους ήρωες, και προσπαθεί να σταθεί διαφορετικά μπροστά στη γυναικεία ύπαρξη και να της αναγνωρίσει μία ανώτερη κοινωνική θέση. Ωστόσο, αποτυγχάνει να ενσωματώσει τις αξίες που αντιπροσωπεύουν οι γυναίκες στον εαυτό του – τις αξίες της ειρήνης και της μη-κυριαρχικότητας, αξίες που από μόνες τους υπόσχονται ένα πιθανό τέλος στη νύχτα της ωμής βίας της αρσενικής επιθετικότητας. Όταν γεννιέται το πρώτο του κορίτσι στην αρχή αναρωτιέται:
Αν έπαιρνα το παιδί και τη μεγάλωνα μόνος μου, και τη μάθαινα να σέβεται τον εαυτό της περισσότερο απ’ ο,τι εμένα, θα μπορούσα να την κάνω πραγματική γυναίκα. Θα μπορούσα να φτιάξω ένα καινούριο είδος ανθρώπου, που δεν υπήρχε πριν. Μπορεί να με αγαπούσε. Μπορεί να την αγαπούσα. Ή θα γινόταν σαν την Έθελ λόγω κληρονομικότητας;[9]
Μπροστά στο δίλημμα που τον ταλανίζει καταλήγει: «Αυτό το πραγματάκι θα μπορούσε να γίνει γυναίκα αλλά θα μεγάλωνε και θα γινόταν ακριβώς σαν την Έθελ».[10] Εγκαταλείπει έτσι τη νεογέννητη κόρη του να ακολουθήσει τη μοίρα των γυναικών μέσα στον γυναικωνίτη.
Η ενσπέρματη σκέψη του Άλφρεντ για την πρώτη εξίσωση άνδρα-γυναίκας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει καθόλου και θα ήταν μάλλον ουτοπική διότι θα αποτελούσε εργαλείο με αρνητικό πρόσημο για την άρχουσα τάξη των ανδρών καθώς θα προέβαλλε όλες εκείνες τις δυνατότητες και τις προοπτικές για μία καλύτερη κοινωνία. Οι συμβάσεις γύρω από τις έννοιες της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας παραμένουν βαθιά ριζωμένες και ακλόνητες. Οι γυναίκες βρίσκονται παραγκωνισμένες και πολλές φορές αυτο-υποτιμημένες. Έχουν δεχτεί αφειδώς τον ρόλο τους και έχοντας κάνει κτήμα τους την υποτέλεια τους λιμνάζουν μέσα σ’ αυτήν. Δεχόμενες τις επιδράσεις της πατριαρχίας και του μισογυνισμού, έχουν αποποιηθεί ακόμη και την έννοια της μητρότητας, αφού η ανθρωπολογική αντιστροφή της υπόθεσης θέλει τους άνδρες υπεύθυνους για την ανατροφή των αρσενικών τέκνων. Παραθέτω:
Φυσικά, οι γυναίκες δεν ήταν κατάλληλες να αναθρέψουν άντρες-παιδιά, φυσικά ήταν ανάρμοστο για έναν άντρα να δείξει μία γυναίκα και να πει “Αυτή η γυναίκα είναι η μητέρα μου”, φυσικά και έπρεπε να απομακρυνθούν από εμάς να μην μας ξαναδούν ποτέ και να μας ξεχάσουν ολοκληρωτικά.[11]
Τελικώς, ο μόνος λόγος που εμποδίζει την εξάλειψη των γυναικών είναι το καθήκον που τους έχει δοθεί από τη φύση και αποτελεί τη δικλείδα ασφαλείας της ύπαρξης, ενώ ακόμα και οι πιο διαλλακτικοί άνδρες αρνούνται πεισματικά, ακόμα και παρά τη θέλησή τους, να βιώσουν μία σύγκρουση ανάμεσα στο υπάρχον καθεστώς και στο άτομο-εαυτό τους και να μοιραστούν τα οποιαδήποτε προνόμια έχουν εξαιτίας της ανδρικής τους φύσης.
Εν είδει συμπεράσματος, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε το ότι οι συγγραφείς των δυστοπιών δεν είναι πρόθυμοι να αποδεχτούν την απόλυτα προγραμματισμένη και αυστηρά ελεγχόμενη δυστοπική πραγματικότητα που λειτουργεί ατέρμονα χωρίς προβλήματα· γι’ αυτό και ένα κοινό θέμα στα δυστοπικά σενάρια είναι μία μοιραία ρωγμή, αυτή που θα φέρει στην επιφάνεια όλες τις αδυναμίες και τα σκοτεινά σημεία του συστήματος. Παρ’ όλα αυτά, η Burdekin δεν έχει να προτείνει λύσεις για την αναδημιουργία του κόσμου. Καλά κρυμμένη πίσω από το ανδρικό ψευδώνυμο του Constantine, το μυθιστόρημα της δεν ακολουθεί τη δυστοπική νόρμα και δεν φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με μία απροσδόκητη αλλαγή του τρόπου θέασης της κατάστασης και των προσώπων με την υιοθέτηση μίας άλλης προτιμητέας οπτικής που θα πρόσφερε το ενδεχόμενο της ελπίδας. Προσπαθώντας να αφυπνίσει τους αναγνώστες για τα δυσοίωνα αποτελέσματα που θα έφερναν οι ερπύστριες του ναζισμού στην Ευρώπη περιορίζεται σε μία ισχνή και επιδερμική φεμινιστική κριτική που αρκείται στο προοιώνισμα της θεωρίας του νεοδαρβινισμού σε κοινωνιοβιολογική βάση με τα λόγια του Ιππότη φον Χες:
[…] σε όλη τη Γερμανία, σε όλη την Αγία Γερμανική Αυτοκρατορία γεννιόντουσαν όλο και περισσότερα αγόρια. Ήταν μία βαθμιαία έλλειψη ισορροπίας, φυσικά όμως, τώρα προκαλούσε ανησυχία… Κι όμως αν οι γυναίκες σταματούσαν να αναπαράγονται, πώς θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει η Χιτλερική Αυτοκρατορία; Φαινόταν, ότι έπειτα από εκατοντάδες χρόνια πραγματικής και ολόψυχης υποταγής, φυσικής για μία θρησκεία που ήταν απόλυτα αρσενική, με τη λατρεία ενός άντρα που δεν είχε μητέρα-του Μοναδικού Άντρα- οι γυναίκες είχαν αποκαρδιωθεί εντέλει Αδυνατούσαν πλέον να γεννηθούν. Ίσως υπήρχε κάποια φυσική αιτία. Όμως κανείς δεν είχε μπορέσει ν’ ανακαλύψει ποια ήταν.[12]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
[1]Shaw, Debra Benito, 2000, Women, Science and Fiction. The Frankestein Inheritance, Λονδίνο: Palgave Macmillan, σελ 42-64.
[2]Πρόκειται για έναν περιγραφικό όρο που ουσιαστικά προτάθηκε ως αντίρρηση σε εκείνο το φανταστικό και άπιαστο σενάριο που υπόσχεται η ουτοπία ή ευτοπία. Ως χαρακτηριστικά ενός τόπου που απαντά αντίθετο προς όσα σημαίνει η ουτοπία θα μπορούσαν να αναφερθούν η αναρχία ή η απολυταρχική διακυβέρνηση, η προπαγάνδα που κατευθύνει τους ανθρώπους, η έλλειψη ελεύθερης βούλησης κ.α. Για περισσότερα, βλ: Milner, Andrew (Δεκέμβριος 2009). Changing the climate: The politics of dystopia. Journal of Media & Cultural Studies Vol. 23, No. 6
[3]Booker, M. K.1994, Dystopian literature: A theory and research guide. Greenwood Press, σελ 19.
[4]Agamben, Giorgio, 2018, Δημιουργία και αναρχία, Αθήνα: Πόλις, σελ 80.
[5]Moylan, Tom,2000, Scraps of the Untainted Sky. Westview Publishing, σελ 148.
[6] «Κακόμοιρες αγελάδες, έρχονται ακόμα περισσότεροι λόγοι για να κλάψετε», Katharine Burdekin, 2019, Η Νύχτα της Σβάστικας, Αθήνα: Ars Nocturna, σ. 19.
[7] Varsam, M. (2003) Concrete dystopia: Slavery and its others. In Moylan, T., & Baccolini, R. (Eds.), Dark Horizons: Science Fiction and the Dystopian Imagination. Λονδίνο: Routledge, 203- 224
[8]Burdekin, 2019, Η Νύχτα της Σβάστικας, σ. 16 και 192.
[9]Burdekin, 2019, Η Νύχτα της Σβάστικας, σ.201.
[10]Burdekin, 2019, Η Νύχτα της Σβάστικας, σ. 201.
[11]Burdekin, 2019, Η Νύχτα της Σβάστικας, σ. 17.
[12] Burdekin, 2019, Η Νύχτα της Σβάστικας, σ. 17.