Στιχάκιας, Πέντε ποιήματα

Don_Quijote.png

Μπουρνάζι

Σε γνώρισα ένα βράδυ δακρυσμένο
(βροχή είχε αρχίσει)
Είχες παράνομα το αμάξι σταθμευμένο
και με είχες κλείσει

Άφησα post it στον υαλοκαθαριστήρα
νεύρα γεμάτο
μα όταν σε είδα έδειξα άλλο χαρακτήρα
πιο πιπεράτο

Γέλασα και σου είπα δεν πειράζει
θα περιμένω
Έτσι όπως έχει γίνει το Μπουρνάζι
καταλαβαίνω

Μου γέλασες κι εσύ πίσω απ’ το τζάμι
(κόπηκε η ανάσα)
Βρήκατε κίνηση καθόλου στο ποτάμι;
(ρίχνω την πάσα)

Δείχνεις διάθεση να συνεχίσεις την κουβέντα
(Τράβηξα άσσο!
Κοίτα να δεις που απόψε έχω ρέντα
μη με ματιάσω…)

Σκοπεύετε να βγείτε από το αμάξι;
(Θεέ μου ευφράδεια!)
Πριν απαντήσεις ήδη είχα αρπάξει
χωρίς καν άδεια

την πόρτα και τραβούσα σαν τανάλια
που είχε σφίξει
Δεν άνοιγε… Αν δε βγάλω την ασφάλεια
λες δε θ’ ανοίξει…

Α! Η ασφάλεια λέω αμήχανα λιγάκι…
Και κοκκινίζω
Βλέπεις εγώ οδηγάω μηχανάκι
Πού να γνωρίζω…

–Τι!!! Δεν είναι δικιά σου η SLK?
Σε άλλον ανήκει;
–Σε άλλον ασφαλώς. Εγώ έχω χρέη
Κι ούτε για… νοίκι…

Αααα λες εσύ απότομα με ύφος
σκοτεινιασμένο
και αφού το έπιασα το νόημα πως τζίφος
δεν επιμένω

Γυρίζω σπίτι. Βρέχει! Ματαιώθηκε
το όνειρο πως θα ’μαστε μαζί
Και το παπάκι σάμπως να πληγώθηκε
με άφησε στο δρόμο από μπουζί…

~ . ~

Passa Tempo

Δεν τον ενδιέφερε τι θ’ απογίνει
Όλοι του λέγανε να κάνει κράτει
μα εκείνος νόμιζε πως είχε σμήνη
μπροστά τα χρόνια του και ασέλωτο άτι

για να καλπάσει στης γης τα πέρατα
και να γνωρίσει άλλους ανθρώπους
(λες και δεν το ’ξερε πως απ’ τα κέρατα
ο ταύρος πιάνεται σ’ όλους τους τόπους…)

Θεριό ανήμερο! Χέρια τεράστια
και με ένα πείσμα που λυγίζει ατσάλι
Απ’ τα παράλια ως τα προάστια
ολοι τον ξέρανε. Τον μάθαν κι άλλοι…

Τα βράδια σέλωνε το μαύρο άλογο
Και το ξημέρωμα άραζε λίγο
Έκανε μόνος του κάποιο διάλογο
Κι ύστερα έλεγε: «ώρα να φύγω»

Θέριζε θάλασσες, όργωνε όρη
Ετρωγε γλένταγε χόρευε κι όταν
σπάνια έφτανε στο «μη προχώρει»
σαν τους ληστές κι αυτός λαγοκοιμόταν

Σπηλιές κατοίκησε και ουρανοξύστες
Το κρύο ρούφαγε κι έβγαζε λίβα
«Κόλλησε» κάποτε με κάτι αρτίστες
(μάλιστα τα ’μπλεξε και με μια diva)

Παιδιά δεν έκανε (ή δεν του το ’πανε)
–και να του λέγανε, αυτός χαμπάρι–
(κάποτε του ’πε μια «δικό σου κόπανε»
μα έλεγε ψέματα να τον τουμπάρει)

Μα αυτά τα ζόρικα γίναν’ παλιότερα
Τα χρόνια φύγανε σαν τους τουρίστες
Κι αυτός –στον κάμπο πια– θυμάται κότερα
Και τους που είπαμε –πιο πριν– αρτίστες

Σε κάποια -ήντα του στροφή επιτόπια
Και τόσο που άντεξε; – τι λέτε τώρα!–
καλλιέργεια έβαλε με ηλιοτρόπια
«Το πα-σα-τέ-μπο σου να φεύγει η ώρα…»

Και ψάχνει μόνος του να βρει το φταίξιμο
Φταίει που δεν άκουσε τι λέγαν’ οι άλλοι;
Όμοια κατάσταση (Θε μου τι μπλέξιμο)
Κι εμένα σήμερα με βρήκε πάλι…

Εκεί που μόνος μου έτρωγα ηλιόσπορους
(παππού τα τσίμπησες πάλι στο αλάτι…)
πώς αναζήτησα θάλασσες, Βόσπορους
κι ένα ξεσέλωτο που είχα άτι…

~ . ~

Θησαυρός

Είχα παλιά ένα θησαυρό.
Τον έχω χάσει.
Ψάχνοντας χρόνια να τον βρω
έχω γεράσει.

Ανοίγω χάρτες και κοιτώ
τα άστρα πάνω.
Τόσο, που μοιάζει περιττό
ό,τι κι αν κάνω.

Έχω στα χέρια μου σφιχτά
–σα να φοβάμαι–
φανό. Και φώτα ανοιχτά
όταν κοιμάμαι.

Διανύω ασθμαίνοντας κι εγώ
όνειρα, λύπες
και ψάχνοντας φωταγωγό
ανοίγω τρύπες…

Τρύπες στα χέρια. Στο κορμί.
Στο πρόσωπό μου.
Μέχρι να έρθει μια  ρωγμή
σα ριζικό μου.

Να καταπιεί όσα μπορεί
ώστε ένα βράδυ
να εκβάλει ο Αχέροντας με ορμή
καίγοντας λάδι

καίγοντας μνήμες καταργώντας
μέλλον κάποιο
να με εκβάλει εκεί γελώντας
τρύπιο. Σάπιο.

Κι εκεί μετά την εκβολή
σε κάθε τρύπα
λουλούδι –σαν παραβολή–
για ό,τι δεν είπα.

Είχα παλιά ένα θησαυρό.
Φωτιές μου βγάζει.
Τώρα, ακόμα κι αν τον βρω
πια δε με νοιάζει…

~ . ~

Τι τού κάναν του Μάη

Στην απέναντι όχθη
κάποιοι απρόσωποι μόχθοι παράμερα
δε γκρινιάζουν καθόλου
και γιορτάζουν του κώλου τα εννιάμερα

(Οι σιωπές ολοένα
με φλερτάρουν –ωϊμένα– αδυσώπητα
την καρδιά μου θα σφίξω
και μετά θα τους ρίξω χυλόπιτα)

Κι ένα ολόμαυρο πλοίο
σαν του Απρίλη αστείο (ε)μπάρκαρε
μα με άφησε –άκου–
να φωνάζω του κάκου «μια βάρκα ρε!»

Τα υπερπόντια ταξίδια
θα τα κάνω με ξύδια στο σπίτι μου
κι όταν γίνω κουρούπα
θα περάσω δυο ούπα στη μύτη μου

να κρεμάσω στεφάνι
–Αχ! βρε Μάη ποιος σε πιάνει και χαίρεται;–
Ποιος αγύρτης ζητιάνος
Ποιος θεός τσαρλατάνος. (Τον ξέρετε; )

(Η σιωπή περισσεύει
Όλο λέξεις μου κλέβει και πάει
Τις σκορπάει τις πετάει
κι έτσι δεν απαντάει
τι του κάναν’ του Μάη και βρομάει…)

~ . ~

Αχ Πατέρα!

Θα ανέβω ψηλά να κοιτάξω καλά προς τα κάτω
Ο καιρός πάει αλλιώς μη γνωρίζοντας ποιος πιάνει πάτο
Το δικό μου σταυρό καρφωμένο όταν βρω σε ένα λόφο
Με σκισμένο βρακί να ανέβω εκεί έχω στόχο

Από κάτω οι πιστοί –κάποιοι θα ’χουν πιαστεί– κάποιοι άλλοι
Θα κοιτάζουν ψηλά για να δούνε καλά ποιο κεφάλι
ποιο κεφάλι αδειανό –αιωνίως κενό– με στεφάνια
δίνει τόπο εκεί που ο –ποιος λες;– κατοικεί στην αφάνεια

Κι όταν όλοι μαζί –άντε πάλι χαζοί– βγάλουν άκρη
Το ένα μάτι μου θα επιλέξει ορθά κάποιο δάκρυ
να αφήσει να βγει μπας και ανθίσει στη γη άλλο χρώμα
που τα τόξα αυτηνής δεν αρκούν –τι να πεις μάταιο στόμα…–

Με τα χέρια ανοιχτά τα ποδάρια πλεχτά σαν κουλούρι
Την κοιλιά μου γυμνή –τέτοιο ωραίο κορμί κελεπούρι–
Ταλαντώσεις στο φως η εντολή του πατρός μία κι έξω
Δεν το ήθελα μα κοίτα τώρα –που να!– πάω να μπλέξω

Το στεφάνι εκεί. Βασιλιάς –μου αρκεί τόσο λίγο;–
Με ένα θαύμα μικρό –πριν με πάρουν νεκρό– λέω να φύγω
Δίπλα δυο –κι εγώ τρεις– σχηματίζουμε ευθύς μια τριάδα
Τρεις σταυροί –κι όποιος βρει τι σημαίνει– θα πιει λεμονάδα

Το ποτήρι βαθύ –τώρα πώς και γιατί να το αδειάσω–
με μια μπίρα ξανθιά –πιο καλά θα ’ταν να– ξεδιψάσω
Μα εσύ δυστυχώς μια ζωή αυστηρός δε με αφήνεις
Τι κατάλαβες –πες– –Έχεις μάτια; Για δες πού με δίνεις–

Μαλακία εντολή και αυτή η στολή που φοράω
με ενοχλεί αρκετά γιατί πρέπει σφιχτά να κρατάω
το πανί που εκεί έχω αντί για βρακί πέρα ως πέρα
Τι θα πουν οι πιστοί -αν ότι έχω χεστεί– δουν πατέρα;

ΣΤΙΧΑΚΙΑΣ (ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗΣ)

cf83cf84ceb9cf87ceaccebaceb9ceb1cf82-ceb3ceb9ceaccebdcebdceb7cf82-cebccf80ceb5cebbceb5cf83ceb9cf8ecf84ceb7cf821