«ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ» —
Καθρέφτες και είδωλα στη ζωή και το έργο του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ
Επιμέλεια αφιερώματος, επιλογή υλικού, μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
********
Ποιήματα (στην πλήρη τους μορφή) για τα οποία γίνεται λόγος στο δοκίμιο του Αλφόνσο Αλέγκρε Χάιτσμαν για τον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ με τίτλο «Ποίηση μιας Ατλαντίδος» (βλ. παρόν αφιέρωμα, 4/5).
Η πιστή του θέση (Su sitio fiel)
Τα δέντρα και τα σύννεφα ριζώνουν
και ο ήλιος τα περνά με ειρήνη απτή.
Της ένωσης, τόσο μεγάλη η αγκάλη,
που την ποθεί ώς και η θάλασσα αυτή.
Η θάλασσα που, μακρινή, ζυγώνει,
η θάλασσα που ακούγεται αγριωπή.
Του σύμπαντος ο κύκλος αργοκλείνει,
και στη γαλάζια ώρα είναι εκεί
τα σύννεφα και κύματα μονάχα,
ως σύνθεση μια δόξας ύψιστης.
Το τέλος μες στο κέντρο ενυπάρχει,
του αιώνιου τη θέση την πιστή.
Γι’ αυτό εμείς εδώ ήρθαμε και παύει
το κάθε τι με λάμψη πρόσκαιρη.
Εδώ οι δρόμοι όλοι οδηγούνε,
και είσοδος και έξοδος μαζί.
Ανάπαυλα η ψυχή απολαμβάνει:
οι δρόμοι βρήκαν λήξη οριστική.
Εκ των έσω (Desde dentro)
Ξεχύθηκε η ψυχή μου χρυσαφιά.
Σαν φοίνικας μαγευτικός,
στο φως γερμένος,
με χάιδεψε κοιτώντας
εκ των έσω τα μάτια μου.
Μου είπε με την ίριδα:
«Η πλήρωση θα είμαι
των μέσων ωρών σου.
Τον κόρο σου θ’ αυξάνω,
τους φόβους σου θα σβήνω».
Και έκτοτε πόση γαλήνη!
Τα χέρια πια δεν απλώνω
προς τα έξω. Το άπειρο
βρίσκεται εντός. Εγώ είμαι
ο απόμακρος ορίζοντας.
Εκείνη, η Ποίηση, ο Έρωτας,
το κέντρο το αναμφίβολο.
Τίποτε (Nada)
Τον πύργο στοχασμού περιωνύμου
υψώνω στης ερήμωσης τη δίνη.
Και πάνω του η καρδούλα η δική μου
Τη θάλασσα θα βάψει με αίμα, οδύνη.
Στον ίσκιο μου θα φτιάξω την αυγή μου,
μακριά η λύρα απ’ του άνεμου τη μήνι.
Το στήριγμα θα ψάξω στην ψυχή μου.
Και –αχ!– δεν ήταν τίποτε η γαλήνη;
Ναι, τίποτε! Ουδέν! Ας έπεφτε όπου
το επιθυμεί η καρδιά μου ως γιρλάντα:
ο κόσμος θα ’μενε άδειο κάστρο τάχα.
Εσύ είσαι εσύ, η άνοιξη του ανθρώπου,
και γη και αέρας και φωτιά, τα πάντα,
ενώ εγώ είμαι η σκέψη μου μονάχα.
Πεταλούδα φωτός (Mariposa de luz)
Πεταλούδα φωτός –
η ομορφιά αλαργεύει σαν φτάνω εγώ
στο ρόδο της.
Τρέχω πίσω της, τυφλός…
Την μετρώ, την αγγίζω εδώ και εκεί…
Στο χέρι μου μονάχα απομένει
της φυγής της η μορφή!
Σωμάτων και φωτός μετακινήσεις
την εποχή την κάνουν να αλλάζει.
Μέσα στης φύσης τη μεταβολή
η ανοιχτή ζωή μας τι θα γίνει;
Ανθός ηλιακός με αιώνια όψη;
Της γέννας γη με το δικό μας στόμα;
Νερό για να πλυθεί παλλόμενο αίμα;
Και δύση, να κοιτάζουμε το δείλι;
Δεν έχει νόημα αυτή η φωνή ή το βλέμμα.
Αυτή η μορφή πια τώρα δεν αρκεί.
Πρέπει να βγούμε και να γίνουμε άλλο
πλάσμα σε άλλου πλάσματος μορφή:
το πλάσμα που ποθούσαμε εξ αρχής,
κι εκεί πάντα να μείνουμε. Τι σθένος
της μέθης που μας έριξε σ’ εκείνο·
της δύναμης μορφή, γαλήνια, καίουσα.
«Εκείνο το βουνό το πορφυρό,
με τη μορφή του που ζωντάνευε το δείλι,
κρυμμένο μυστικό της ύλης»,
σε μένα επιστρέφει και υπερτερεί
της πίστης μου, όμοια με Θεός,
με αθάνατη χρυσή ενέργεια.Να γνωρίζει πως αρκεί,
πως εδώ τον περιμένω με τραγούδια,
και τον προσμένω για την πλήρωση,
τη δόξα, τη γαλήνη;
Οι τόποι ταξιδεύουν,
τις ώρες τις κατάλληλες.
Διασχίζουν ανεμπόδιστοι,
καθώς ο χώρος παραδίνεται,
τις όμορφές μορφές τους,
καθένας ως νομίζει.
Κι ολοένα νέους κόσμους δημιουργούν…
«Αυτή η θάλασσα εμπρός στον τοίχο,
λευκή στο νότο της εβένινης νύχτας,
με τη σελήνη εγγύς
σε ολόχαρη αιωνιότητα.»
Και ξάφνου έτσι συναντούμε,
απρόσμενες βαθειές πατρίδες,
παράδεισους κρυμμένους όλο κάλλος,
που έμοιαζαν αλλιώτικοι:
εμπρός στο φως διαυγείς και αλλαγμένοι,
αδύναμα κύματα, και άλλα,
ψηλά, μονάχα δέντρα, αλλιώτικα.
Η αρμονία η κρυφή της ύπαρξής μας
συμπίπτει με εκείνην της ζωής.
Σε τέτοιες μεταθέσεις,
παράλληλες αλήθειες του ονείρου,
αφήνουμε το στόμα να γελάσει
απέναντι στο σύννεφο,
στιγμιαία αιωνιότητα,
σε μια ανάπαυση διαυγή,
απόδειξη του αδυνάτου.
Το μονοπάτι μου οδηγεί
στον κίτρινο ουρανό και τον λευκό που λάμπει,
στην πρώτη την πηγή, πλάι στη δάφνη.»
Στο άνθος (En flor 50)
Με άνθη είμαι γεμάτος και με φύλλα
στη μοναξιά την πράσινη που λάμπει,
όπου λαλούνε τα πουλιά γαλήνια.
Σαν την αμυγδαλιά μού δίνει ο Απρίλης
ζεστά αστέρια, λάμψεις τόσο πλούσιες,
παρμένες απ’ τις ύστατές μου ρίζες.
Ξανά ετούτη η νέα η φρεσκάδα,
που τον κορμό τον γκρίζο μού καλύπτει
και πάλι μου υπόσχεται τα νιάτα;
Αν το αιώνιο είναι μια στιγμούλα,
αιώνιο άψογο, θα εγγυάται
πως θα μπορούσε να είναι ό,τι δεν είναι!
Υπόσχεση που είναι παρελθόν και
παρόν και μέλλον και υπόσχεση η ίδια –
η επανάληψή της είναι η δόξα.
Καλύτερα δεν θα ’χει άλλος Απρίλης
αρώματα και χρώματα, ευτυχία
για τη ζωή, απ’ τον Απρίλη τούτο.
Απρίλη μου, είσαι στην ήσυχη ώρα
η κορυφή εκείνου που αγαπάει
του βίου του τον γυρισμό τον μέγα.
Ο μετοπωρινός (El otoñado)
«Μεστός είμαι ο ίδιος από φύση,
στης ωριμότητας το χρυσό δείλι,
αέρας που το πράσινο διατρέχει.
Κρυφά τα πλούσια φρούτα μου κρατάω
και ό,τι μέσα μου είναι μεγάλο:
το άπειρο, η γη, η φωτιά, ο αέρας.
Φωτός δεσμίδα: διώχνω το σκοτάδι.
Οσμή διεισδυτική: Θεός μυρίζει.
Εκβάλλων ήχος: μουσική του βάθους.
Της γεύσης φίλτρο: μάζα που με πίνει.
Μαυλιστικό της μοναξιάς το μέτρο.
Εγώ ο θησαυρός, τρανός και μέγας,
με χρώματα πολλά και στρογγυλάδα,
από την τόση δράση. Είμαι τα πάντα.
Τα πάντα που είν’ του τίποτε το απόγειο,
τα πάντα που αρκούνται στον εαυτό τους
και τρέφονται απ’ την φιλοδοξία.»