1821

«Ἄργειε νά ’λθῃ…»

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ φιλολογικὴ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

///

«Ἡ Ἑλλάδα πέθανε!» Εἶναι μιὰ φράση ποὺ ἀκούγεται συχνὰ στὴν Εὐρώπη ἀπὸ στόματα πολιτικῶν ἢ πνευματικῶν ἀνθρώπων τὸν καιρὸ τῆς Τουρκοκρατίας.  «Ἡ Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχει πιά!».

Κι ἄξαφνα γίνεται τὸ θαῦμα. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ζωντανὴ καὶ μάχεται καὶ καταπλήσσει. Γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν ἐξοικειωθεῖ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία, αὐτὴ τὴν ἱστορία τῶν ἐπλήξεων, τὸ πράγμα καταντᾶ σχεδὸν ἀπίστευτο.

Τί ἦταν, ἀλήθεια, ἐκεῖνοι ποὺ κάμανε τὴν ἐπανάσταση τοῦ ’21; Ἄνθρωποι πού ’χανε περάσει ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς τους στὴ σκλαβιά. Κι ὄχι μόνο οἱ ἴδιοι μὰ κι οἱ πατεράδες τους κι οἱ παπποῦδες τους καὶ μιὰ μακρότατη σειρὰ προγόνων ποὺ ἡ ἀρχή τους ἔφτανε ὣς τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰώνα. Σκλάβοι, γιοὶ σκλάβων.

Τετρακόσια χρόνια εἶναι πολὺ μεγάλο διάστημα. Οἱ ξένοι εἴχανε πιστέψει πὼς ὁ λαὸς τούτης τῆς χώρας δὲ θὰ μποροῦσε νὰ βαστάξει τοὺς τέσσερεις αἰῶνες τῆς τυραννίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ σκοταδιοῦ. Θὰ λύγιζε. Θὰ συμβιβαζότανε. Θὰ παραδέχουνταν πὼς ἔτσι ἤτανε καμωμένος ὁ κόσμος, πὼς οἱ ἄνθρωποι εἶναι πλασμένοι ἄλλοι γι’ ἀφέντες κι ἄλλοι γιὰ δοῦλοι καὶ πὼς ἡ δική τους μοῖρα τὸν εἶχε προορίσει γιὰ τὴν πικρὴ ζωὴ τῆς ὑποταγῆς. Θὰ ξεχνοῦσε ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε, τί ἤτανε κάποτε καὶ πῶς βρέθηκε νὰ σκύβει τὴν πλάτη κάτω ἀπ’ τὸ μαστίγιο τοῦ Ἀσιάτη.

Ἡ πραγματικότητα ἀποδείχτηκε διαφορετική. Ὁ λαός μας ἔδειξε μιὰ σπάνια ἀντοχὴ καὶ μιὰ πεισματικὴ προσήλωση στὶς ρίζες του. Χωρὶς πολιτικὴ ἡγεσία καὶ χωρὶς πνευματικοὺς ὁδηγούς, τὸν πρῶτο καιρὸ ὕστερ’ ἀπὸ τὴ διάλυση τῶν ὑπολειμμάτων τῆς ἄλλοτε Μεγάλης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας,  συσπειρώνεται γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴ μόνη δύναμη ποὺ ἄφησε ἀπείραχτη ὁ σκληρὸς ἀφέντης του. Ἀπ’ αὐτὴ ζητᾶ προστασία καὶ καθοδήγηση. Ἀργότερα θὰ προχωρήσει στὴν κοινοτικὴ ὀργάνωση καὶ στὴν προσπάθεια τοῦ φωτισμοῦ μὲ τὰ γράμματα. Καὶ σὰν ἀπὸ ἔνστιχτο κοιτάζει νὰ φυλάξει ὅ,τι κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς πατεράδες του κι ὅ,τι τὸν ξεχώριζε ἀπὸ τὸν δυνάστη του.

Ἡ γλώσσα ποὺ μιλοῦσε, ὅσο κι ἂν δέχτηκε μερικὲς λέξεις ἀπὸ τὴ γλώσσα τοῦ καταχτητῆ, ἔμεινε πάντα ἡ ἴδια παλιὰ γλώσσα, αὐτὴ ποὺ κάποτε εἶχε δώσει τ’ ἀριστουργήματα τῆς λογοτεχνίας, τῆς φιλοσορίας καὶ τώρα γινόταν ἡ γλώσσα τοῦ πόνου, τοῦ καημοῦ καὶ τῆς ἐλπίδας του, ἡ γλώσσα τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν του. (περισσότερα…)

Απ’ το ημερολόγιο ενός Φιλικού

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Κατά την ανακαίνιση της Οικίας Ζαμπελίων, για την δημιουργία του «Ζαμπέλιου Κέντρου Γραμμάτων και Τεχνών Δήμου Λευκάδας», ανευρέθη σε κρύπτη του ισογείου –εντός ασημένιας πεποικιλμένης θήκης– το ημερολόγιο του δικαστικού λειτουργού, μέλους της Φιλικής Εταιρείας και μετέπειτα δραματουργού, Ιωάννου Ζαμπελίου. Ο εργάτης που ανακάλυψε το πολύτιμο αυτό χειρόγραφο το εμπιστεύθηκε σε μένα, μιας κι ήταν στενότατος φίλος μου κι εγώ εργαζόμουν εκείνον τον καιρό στην Χαραμόγλειο Ειδική Λευκαδιακή Βιβλιοθήκη.

Για να παραλάβω το χειρόγραφο, θα έπρεπε να κατατεθεί επισήμως. Του πρότεινα να το παραδώσει στον υπεύθυνο του έργου και κατόπιν, αφού ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία, να περιληφθεί το πρωτότυπο ή αντίγραφό του στην Χαραμόγλειο.

Ομολογώ πως υπέκυψα στον πειρασμό να το φυλλομετρήσω κι έμεινα έκπληκτος απ’ το συναρπαστικό του περιεχόμενο. Αδυνατώντας ν’ αντισταθώ στην εσωτερική μου παρόρμηση, φωτοτύπησα μερικές σελίδες, εκείνες που με συνάρπασαν περισσότερο, και προέτρεψα τον φίλο μου να μην πει τίποτα σε κανέναν γι’ αυτό, πολύ δε περισσότερο πως το έφερε σ’ εμένα.

Εκείνος μού έδωσε τον λόγο του. Παρέδωσε το εύρημα σε κάποιον υπεύθυνο και συνέχισε την εργασία του. Σύντομα, όμως, το έργο διακόπηκε, όπως συμβαίνει πολλάκις στα έργα του δημοσίου τομέα. Όταν συνεχίστηκε η ανακαίνιση, ο υπεύθυνος είχε αντικατασταθεί. Κατά παρότρυνσή μου, ο φίλος μου ρώτησε τον αντικαταστάτη για την τύχη του ημερολογίου. Εκείνος δεν ήξερε τίποτα, πέραν του ότι ο προκάτοχός του εργάζονταν πλέον σε κατασκευαστική του εξωτερικού. Ήταν προφανές πως το χειρόγραφο είχε κάνει φτερά. Ίσως πωλήθηκε σε κάποιον συλλέκτη αντί αδράς αμοιβής. Ίσως το κράτησε ο ίδιος. Εξάλλου δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι το παρέλαβε. Καμία, πλην των φωτοτυπημένων σελίδων που βρίσκονται στην κατοχή μου και που σήμερα –μεταγραμμένες στην νέα ελληνική– δημοσιεύω εδώ, με κίνδυνο να κατηγορηθώ πως υπεξαίρεσα ολόκληρο το ημερολόγιο ή πως πρόκειται περί αποκυήματος της φαντασίας μου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν παραθέτω ούτε μία φωτοτυπημένη σελίδα του χειρογράφου, ώστε ν’ αποφύγω οποιαδήποτε νομική συνέπεια αν κατηγορηθώ για υπεξαίρεση, ισχυριζόμενος –σε μια τέτοια περίπτωση– πως η όλη υπόθεση είναι επινοημένη.

Κυρίες και κύριοι, σας παρουσιάζω –παραμονές της Εθνικής Παλιγγενεσίας– τις εκλεκτότερες πατριωτικές σελίδες που διάβασα ποτέ, τα σπαράγματα του χαμένου ημερολογίου του δικαστικού λειτουργού, μέλους της Φιλικής Εταιρείας και μετέπειτα δραματουργού, Ιωάννου Ζαμπελίου.

(περισσότερα…)

Η μοναρχία στην Ελλάδα

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Η συμπλήρωση πενήντα χρόνων αβασίλευτης δημοκρατίας, μετά την οριστική ως φαίνεται λύση του πολιτειακού ζητήματος, επιτρέπει πλέον μια νηφάλια αποτίμηση της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα, στο πεδίο της ιστορικής πράξης και ως προς τα κοινωνικά της θεμέλια, πέραν των θεωρητικών απόψεων για τον θεσμό ή τη λαϊκή του απήχηση. Απήχηση που, όπως το αδιάβλητο (τουλάχιστον σε σχέση με όσα προηγήθηκαν κατά τον εικοστό αιώνα: 1924, 1935, 1946, 1973) δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 κατέδειξε, παρέμεινε υψηλή (σχεδόν 31%) παρά την πληθώρα πολιτικών λαθών και τις εθνικές κρίσεις που επανειλημμένα προκάλεσαν οι αποφάσεις της δυναστείας η οποία υπήρξε ο φορέας του θεσμού.

Ένα από τα μεγαλύτερα ατυχήματα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας αποτέλεσε ίσως η έλλειψη εθνικής δυναστείας, την εποχή που σε όλη την Ευρώπη η μορφή αυτού του πολιτεύματος εθεωρείτο αυτονόητη αρχή νομιμότητας. Μια έλλειψη η οποία υπήρξε απότοκος της γενικής καταστροφής της ελληνόφωνης ηγέτιδας τάξης, συνεπεία της διάλυσης της ανατολικής χριστιανορωμαϊκής αυτοκρατορίας, πριν αυτή εξελιχθεί φυσιολογικά, όπως συνέβη στη Δύση, προς τα νεώτερα εθνικά κράτη. Η τουρκοκρατία δεν απορφάνισε το υπόδουλο γένος μόνο από τη φυσική του αριστοκρατία ή τις προϋποθέσεις συγκρότησης εθνικής αστικής τάξης (όπως θα διαφανεί αργότερα), αλλά και από τη νόμιμη διαδοχή. Οι δύο αδελφοί και τυπικοί διάδοχοι του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αποδείχθηκαν ανάξιοι των ιστορικών τους καθηκόντων, εκχωρώντας ο ένας στη Δύση και ο άλλος στον Σουλτάνο τα δικαιώματά τους, προκειμένου να παρατείνουν με κάποιαν άνεση τη θλιβερή ύπαρξή τους, θεωρώντας άνευ περιεχομένου την ιδέα της θυσίας, η οποία σφράγισε τη ζωή και τη δράση του αδελφού τους.

Όταν, μετά από αιώνες, έφτασε η ώρα της Επανάστασης και της Παλιγγενεσίας, οι λαϊκοί θρύλοι που ενίσχυαν το φρόνημα αντίστασης των Ελλήνων κατά την τουρκοκρατία, δεν είχαν σαφή αναφορά σε έναν υποψήφιο βασιλέα. Η δημοκρατική ιδέα άλλωστε ήταν κυρίαρχη στις διακηρύξεις αλλά και την ιδεολογία όλων των επαναστατών- πολιτικών, στρατιωτικών ή διανοουμένων. Δύο δυνητικοί υποψήφιοι για το Θρόνο, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ήταν αδύνατο (όπως αποδείχθηκε) να γίνουν αποδεκτοί από τους επαναστάτες και εξέλιπαν πρόωρα. Ο πρώτος στα κελιά της Αυστροουγγαρίας (ενώ η Φιλική Εταιρία είχε εξοβελιστεί από κάθε αναφορά της επαναστατικής ηγεσίας) και ο δεύτερος από ελληνικά χέρια, και μάλιστα (τι ειρωνεία) από χέρια τα οποία είλκυαν την καταγωγή τους από το μετέπειτα «κάστρο» της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα. (περισσότερα…)

Απνευμάτιστο και πανεπιζήμιο

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

*

Απνευμάτιστο και πανεπιζήμιο

Στα Έξι Μαθήματα για την Παιδεία, ο Νίτσε περιγελά την αξίωση του πανεπιστημίου να θεωρείται ανώτατο πνευματικό ίδρυμα και διαπιστώνει ότι στην μουντή του ατμόσφαιρα μαραίνονται τα καλύτερα άνθη της ευγενικής νεολαίας. Σήμερα, στο καθυστερημένο μνημόσυνο, ενάμιση αιώνα  μετά την άκλαυτη κηδεία του, χύνονται πολλά δάκρυα. Τα περισσότερα ειλικρινή, δεν αντιλέγω, αλλά περιττά εκεί όπου θα αρκούσε ένας πικρός μορφασμός, αφού το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει ήδη αλωθεί προ πολλού με τη διαστροφική έκπτωση της γνώσης από αγαθό σε προϊόν και την επιχειρησιακή ανασύνταξη της virtus από τον ελληνικό περίπατο της Αρετής στον στρατιωτικό βηματισμό της Δυνάμεως. Οι σχολές των θετικών επιστημών λειτουργούν ως προπαιδευτικά παραρτήματα της εταιρικής διάρθρωσης του καπιταλισμού, μεριμνώντας για τη σύνδεση των αποφοίτων με την αγορά και όχι με την κοινωνία  και τις ανάγκες της. Ενώ οι θεωρητικές, αντί να ασχολούνται με την καλλιέργεια των προϋποθέσεων της αυθεντικής σκέψης, βγάζουν με το τσουβάλι, ως επιβεβαίωση του Κίρκεγκωρ, «δούλους παραπομπών και αχθοφόρους υποσημειώσεων» — για ν’ αφήσω στην άκρη τα πομφολυγοξεράσματα των «αφυπνισμένων» δικαιωματικών σχολών. Προς τι λοιπόν τόσος θρήνος και τόσος κοπετός; Κουκιά τρώει κανείς, κουκιά μολογάει. Το ότι σήμερα ιδιωτικοποιούνται και επισήμως δεν αλλάζει και πολλά στο πιάτο – που εξακολουθεί να σερβίρεται με τα ίδια υλικά: εξίσου ευτελή αλλά πιο ακριβά.

~.~

Στις ανταύγειες του 1821

Όλες οι ιδέες για τις οποίες αξίζει να μαχηθεί κανείς είναι προορισμένες να ηττηθούν, έτσι τουλάχιστον λέει μελαγχολικά ο Σίλερ στους Ληστές. Οι κλεφταρματολοί του ’21 έδειξαν όμως ότι το αρνητικό πρόσημο αυτού του ρομαντικού προτάγματος μπορεί καμιά φορά να αντιστραφεί. Κάθε ευγενική ιδέα είναι ραγδαία στη σύλληψη, παράτολμη στην εκτέλεση και αβέβαιη στην έκβαση. Γι αυτό η νίκη της ανταμείβεται διπλά και τρίδιπλα στο γραφείο των μεγάλων ιστορικών στοιχημάτων. Και η λάμψη της γίνεται εμφανέστερη στο πρόσωπο όσων δεν πρόλαβαν να τη χαρούν: (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν, «Προς Οδησσό, αλλά επί ματαίω» 2

*

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον δημοσιεύει σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Για τις προηγούμενες αναρτήσεις του έργου, ο αναγνώστης παραπέμπεται εδώ.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Δεύτερο
ΠΡΟΣ ΟΔΗΣΣΟ, ΑΛΛΑ ΕΠΙ ΜΑΤΑΙΩ 

2.

Φάγαμε κάνα σαραντάλεπτο στο καφενείο – στην αρχή είχα να αντιμετωπίσω τις οκτάβες του Κίνναμου. Έχει δυνατή φωνή ο Κίνναμος: διδάσκει σε λύκειο. Σε κουράζει όμως να κοιτάς δεξιά αριστερά, πάνω από τους ώμους σου, λες κι όλοι έχουν στήσει αυτί για τις μαλακίες που θα πεις. Παρόλα αυτά: το τραπέζι μας δεν άργησε να μετατραπεί  σε κέντρο διερχομένων. Ποδαρικό έκανε ένας ταξιτζής – αυτός άνοιξε τον χορό. Άρπαξε το μαντήλι απ’ το χέρι του Κίνναμου και μπήκε μπροστά: Παιδιά, είπε, ακούστε τι έπαθα φέτος το Πάσχα. Με παίρνει τηλέφωνο ένας παππούς, Μεγάλη Τετάρτη ήταν, ή Μεγάλη Πέμπτη. Μεσημέρι. Να τον πάω στον Βόλο. Στο Βελεστίνο είσαι; του λέω. Στον Θαύλιο Δία, μου λέει. Καλά, έρχομαι σε δυο λεπτά, του είπα. Και πήγα. Ήταν στην είσοδο, πάνω στον δρόμο. Και είχε μια τσάντα, ένα σακ βουαγιάζ. Μπες, του λέω. Καλοντυμένος ο τραγόγερος, Όταν κάθισε και ξεκινήσαμε, μου ήρθε μυρωδιά θυμιατού. Τι έκανε; σκεφτόμουν, κάνας τρελός θα ’ναι, είπα από μέσα μου. Από εδώ είσαι; τον ρώτησα. Δεν θυμάμαι τι είπε, δεν μιλήσαμε πολύ. Όταν φτάσαμε, του λέω τριάντα ευρώ, βγάζει και μου δίνει δυο εικοσάρικα και μου λέει ότι είμαστε εντάξει, τον ευχαρίστησα και τον άφησα να περάσει απέναντι. Βρωμοκοπούσε το αυτοκίνητο άφτερ σέιβ. Τέλος πάντων, πήγα να κάνω κάτι δουλειές μετά, μιας και ήμουν στον Βόλο, και ξεκίνησα να γυρίσω. Δεν περνάω μία  από το μνημείο; σκέφτηκα, είχα περιέργεια να δω τι είχε κάνει ο παππούς. Και πήγα. Ξέρετε τι είδα; Σε μια μεγάλη πέτρα ο κωλόγερος είχε απλώσει τρία ψάρια ωμά, μεγάλα, λαβράκια ήταν, παραδίπλα κάτι λουλούδια κι ένα κυπελλάκι που έκαιγε θυμίαμα. Ρε τον πούστη, έκανα τον σταυρό μου και έφυγα, φοβήθηκα. Μάγια ήταν.

Προσφορά ήταν, είπε ο Κίνναμος, ο γέρος πρέπει να ήταν δωδεκαθεϊστής. Τρελός όσο κι εσύ δηλαδή, που πιστεύεις σε μάγια και φλιτζάνια.

«Ρε άλλο να σου το λέω, κι άλλο να το δεις», είπε ο ταξιτζής, «πάνω μου τα έκανα».

Γύρω στα τριάντα είναι ο ταξιτζής. Τον ρωτάμε αν έχει πάει στα Φάρσαλα από το Μικρό Περιβολάκι, πώς είναι ο δρόμος, αν έχει ανηφόρες  κ.λπ. Έχω να πάω πελάτη στα Φάρσαλα από τότε που ο Γιωργάκης μάς έφερε γαμπρό το ΔΝΤ, είπε ο ταξιτζής. Τον Τέγο να ρωτήσεις, είπε, και μου έδειξε έναν γκριζομάλλη που κατέβαινε σαν ρομπότ τα σκαλιά καμακώνοντάς τα με την ψιλοστραβή του γκλίτσα. Είχε φορτηγό αυτός. Μπάρμπα-Τέγο, για έλα να πεις κάτι στα παιδιά, είπε και σηκώθηκε να βγάλει το πορτοφόλι του. Άσ’ το, είπα στον ταξιτζή, κερασμένο το τσιπουράκι. (Το ζήλεψα το τσιπουράκι. Έκανα νόημα στον Κίνναμο ότι θα πιούμε στον γυρισμό.) Τι φορτηγό είχες κυρ-Τέγο; ρώτησα τον ψαρομάλλη άντρα. Ένα μικρό Βόλβο, φρούτα κουβαλούσα, είπε ο Τέγος. Τριάντα χρόνια έκανε εμπόριο ο Τέγος, είπε ο ταξιτζής. Μπράβο, είπα εγώ. Θέλουμε να πάμε μέχρι τα Φάρσαλα, είπε ο Κίνναμος, αλλά να μην ψοφήσουμε κιόλας. Τι να κάνετε στα Φάρσαλα; ρώτησε ο Τέγος. Πιο πριν από τα Φάρσαλα θέλουμε να πάμε, υπήρχε μια πόλη εκεί κάποτε, στα αρχαία χρόνια, αποκρίθηκα. Δεν θυμάμαι τίποτα, είπε ο Τέγος. Δεν έχω δει ερείπια. Ο ταξιτζής πέταξε ένα «γεια χαρά παιδιά» και πήγε να την αράξει στο ταξί. Πάντως, είπε ο Τέγος, μακριά είναι. Σκυλιά έχει; ρώτησε ο Κίνναμος. Γέλασε ο Τέγος. Ε, κι άμα βρείτε από κανένα, ήσυχο θα’ ναι, δεν θα σας π’ράξ’. Έκανε λίγο πιο πίσω την καρέκλα του γιατί τον χτυπούσε ο ήλιος. Εσύ παντρεμένος στο Βελεστίνο δεν είσαι; με ρώτησε. Τον ήξερα τον πεθερό σου – Θεός σχωρέστον. Καλός άνθρωπος ήταν. Τον είχα πάρει μια φορά με του φορτηγό, είχε κάτι δουλειές στα Φάρσαλα. Μου έτυχε και κάτι τρελό μια φορά, είπε ο Τέγος. Δεν είχε ξημερώσει, είχα φύγει εδώ κατά τις τέσσερις, περνώ το Μικρό Περιβολάκι και συνεχίζω για Αγιά Τριάδα, σε ένα σημείο βλέπω τσακάλια μπροστά μου. Περνούσαν τον δρόμο, όλη η φαμίλια των τσακαλιών. Σταμάτησα και τα κοιτούσα. Πρέπει να πέρασαν πάνω από τριάντα τσακάλια. Πέρασαν τον δρόμο και εξαφανίστηκαν. (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν, «Προς Οδησσό, αλλά επί ματαίω» 1

*

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον δημοσιεύει σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Για τις δύο πρώτες αναρτήσεις του έργου, ο αναγνώστης παραπέμπεται εδώ.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Δεύτερο
ΠΡΟΣ ΟΔΗΣΣΟ, ΑΛΛΑ ΕΠΙ ΜΑΤΑΙΩ 

1.

Το ποδήλατό μου το αγόρασα πριν από δυο εβδομάδες από τον Βόλο, είναι ένα ποδήλατο πόλης, μονοτάχυτο και με νίκελ τιμόνι, λιτό, αέρινο, και με όμορφο ρετρό φανάρι. Ο Κίνναμος έχει το παλιό Raleigh του συγχωρεμένου πατέρα του. Το ποδήλατο ήταν παρατημένο στην αυλή, σκούριαζε, σάπιζε. Μια πρωία ο Κίνναμος αποφάσισε να το αναστήσει Έκανε το εξής: το έδωσε για ανακατασκευή σε έναν άψογο και υπομονετικό μάστορα, ο οποίος γυάλισε τα αλουμίνια,  έτριψε τη σέλα και την πότισε χημικά, για να μαλακώσει το δέρμα, έβαλε λαμπερούς καθρέφτες και πέταξε την παλιά σκουριασμένη σχάρα, έβαψε τον σκελετό, τα φτερά και το πηρούνι με μια βαφή στο γκρίζο του ταλαιπωρημένου δολλαρίου, και τέλος έστησε το δημιούργημά του, τον δίτροχο Λάζαρο, δίπλα από την είσοδο σαν κράχτη της μαστοροσύνης του. Φυσικά η συγκίνηση του Κίνναμου, όταν είδε το σαράβαλο αναστημένο,  ήταν για τον πατέρα του, που δεν ζει πια: τον φαντάστηκε νέο, ένα ηλιόλουστο πρωί στο κέντρο της Λάρισας, πενήντα χρόνια πριν, να βγαίνει από ένα ποδηλατάδικο που δεν υπάρχει πια, να καβαλάει το Raleigh και να εξαφανίζεται στις γειτονιές της πόλης. Ω, κάνουμε στάση στον ναό του Θαυλίου Διός, έχουμε βγει από το Βελεστίνο.  Βγάζω από την τσάντα το θερμός με τον καφέ, σκουπίζω τις πευκοβελόνες από το παγκάκι και το βλέμμα μου χάνεται στα κτήματα, στα ερείπια, στον λόφο Μπακάλη. Ελληνικός χωρίς καϊμάκι δεν πίνεται, το ίδιο πιστεύει και ο Κίνναμος, ποτίζω, αηδιασμένος, τις δάφνες με το νεροζούμι και προτείνω στον φίλο μου αλλαγή πλεύσης: να μεταφέρουμε το στρατηγείο μας στο πλησιέστερο καφενείο: στο αμέσως επόμενο χωριό.

Πότε έγιναν οι ανασκαφές εδώ; ρωτάει ο Κίνναμος, χαϊδεύοντας με το βλέμμα του τα κομμάτια του θριγκού, τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, κατά μήκος του διαδρόμου, τα επιβλητικά μέρη του επιστύλιου και τον γκριζωπό σπόνδυλο ενός δωρικού κίονα. Η καημένη αρχαιολογική υπηρεσία μας δεν είχε λεφτά το 1920, απάντησα, μια μίζερη ζητιάνα ήταν, ως εκ τούτου όλα έγιναν με τη βοήθεια των Γάλλων. Α χα, έκανε ο Κίνναμος. Ποιος ξέρει, γύρισα και είπα, ο παππούς μου ήταν παιδί τότε, έντεκα χρονών. Και σκέφτηκα ένα τσούρμο παιδιά, ξυπόλητα, παιδιά του χωριού, αγόρια: Έχουν μαζευτεί μπουλούκι στα υψώματα και χαζεύουν τους θησαυρούς που είχε φέρει στο φως η σκαπάνη:  ένα γυάλινο περιδέραιο, ένα μελαμβαφές αγγείο, ενώτια από χρυσό και ασήμι. Ο Κίνναμος έχει κάνει λίγο πιο κει, τι είναι εδώ, λέει, κι άλλος ναός; Κοίτα πίσω σου, είπα, έχει κιόσκι ενημέρωσης. Ο Κίνναμος θέλει να μείνουμε κι άλλο, του αρέσει στον ναό, είναι πολύ όμορφο το σημείο, μέσα στα πεύκα. Αλλά εγώ χρειάζομαι καφέ. Και βγαίνουμε να πάρουμε τα ποδήλατά μας. Η ώρα έχει πάει έντεκα και δέκα. (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν, «Σαν λιοντάρια» 2

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον θα δημοσιεύσει τους προσεχείς μήνες σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Ξεκινήσαμε πριν από δύο εβδομάδες με την αρχή του Πρώτου Μέρους. Σήμερα, η συνέχεια και η ολοκλήρωσή του.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Πρώτο
ΣΑΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ  [2/2]

Παρά την υπερβολή τους, οι σελίδες που προηγήθηκαν περιγράφουν τα πράγματα με σχεδόν συγκινητική ακρίβεια. Θέλω δηλαδή να πω ότι αυτό ήταν το κλίμα, αυτή ήταν η κατάσταση όταν με τον φίλο μου τον Κίνναμο πήραμε την απόφαση να γράψουμε ένα μυθιστόρημα για το ’21. Κι αρχίσαμε να λέμε: αυτή θα είναι μια ιστορία άπεφθης βίας. Σκεφτόμασταν να αναμίξουμε φουστανέλλες, καριοφίλια, τη γλώσσα των κλέφτικων τραγουδιών και των απομνημονευμάτων με τα κλασικά τοτέμ της steampunk μυθοπλασίας, δηλαδή ατμομηχανές, brass goggles και αναχρονιστικά αερόπλοια – σε περίπτωση μάλιστα καλλιτεχνικής αποτυχίας θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι γράφουμε σάτιρα, κάτι σαν εξωφρενική διασκευή της Γκόλφως με τη μέθοδο (ή καλύτερα τη μη-μέθοδο) του Χάινερ Μύλλερ, ιδού μάλιστα η περίληψη του πρώτου κεφαλαίου: 1876, Αταλάντη,  η λησταρχίνα Φλώρα Παμπάνη, ο εραστής της Στέργιος Καρατάσος και το πρωτοπαλίκαρό τους, ο Φώτος Λίβανος, έχουν στήσει τα ατμοκίνητα ανεμόπτερά τους, τους πηγάσους τους, στον κορμό μιας ακακίας. Μεσημέρι, λιακάδα, άνοιξη, δυο μεγάλες σαύρες, περασμένες σουβλάκι σε σκουριασμένο χαρμπί ξεροψήνονται στις πέτρες. Ο Φώτος Λίβανος στρίβει τα στροφάλια της λύρας που έχει στα χέρια του, χώνει το δάχτυλό του στα μαθιά κι ύστερα πιάνει το τοξάρι, τσιμπάει τη χοντρή χορδή, τη βουργάρα, και ο ήχος που βγαίνει είναι σαν από τα ρουθούνια ενός λεβέντη που σιναχώθηκε. Ο Στέργιος κόβει φέτες παστουρμά με το μαχαίρι και προσφέρει στη λησταρχίνα, μα η Φλώρα δεν θέλει να δοκιμάσει, το στομάχι της έχει ανακατευτεί. Πάντως έκαναν γερή μπάζα χθες: με το σκοτάδι να έχει απλώσει τα κρόσια του πάνω από τις στέγες της Ουράνιας Λαμίας, ο οργανοποιός Ντογάν μπέης καληνυχτίζει τον δούλο του και βγαίνει από το εργαστήριο – έξω οι εργάτες ανάβουν τους φανούς του φωταερίου. Στρώνει ο δούλος σε μια γωνιά, σκεπάζεται, γυρίζει από την άλλη γιατί τον ενοχλεί το φως. Η υγρασία έχει κάνει τον γύψινο τοίχο να μοιάζει με χούφτα άμμου στον αέρα. Άκου, ψιθυρίζει στο αυτί του δούλου μια γυναικεία φωνή, ο δούλος ανοίγει τα μάτια τρομοκρατημένος. Ποιος είσαι; ψιθυρίζει.  Άκου, επαναλαμβάνει η φωνή, ο Θεός είναι μέγας και ελεήμων και δίκαιος, μάρτυς το μαχαίρι που  λαχταρώ να σου μπήξω στην κοιλιά. Θα κάνουμε τη δουλειά μας ήσυχα και θα φύγουμε, χωρίς αίματα, εκτός αν  θες η νύχτα τούτη να είναι η τελευταία σου – πες μου, το θες; Όχι, τραύλισε ο δούλος, τι θα κάνετε; Δεν θα τα πάρουμε όλα, του ψιθύρισε η γυναικεία φωνή, σου αρκεί αυτό; Κούνησε το κεφάλι ο δούλος, η Φλωρού είπε μπράβο και στράφηκε στους δικούς της. Σήκωσαν τους κεμεντζέδες και τις κρητικές λύρες, όλες σκαλιστές στο χέρι, πήραν και τα κανονάκια, ντυμένα και τα δυο με φίλντισι, τους ζουρνάδες και τη βαριά ατμοκίνητη πριονοκορδέλα, τα ούτια, τα μαντολίνα και τα λαούτα. Έφυγαν, κι ούτε νυχτοπούλι δεν τους είδε. Η Φλωρού έκανε δώρο στον Φώτο μια βροντολύρα, τη λύρα που έχει στα χέρια του αυτή τη στιγμή. Ο κλεπταποδόχος τους έσταξε τον παρά και οι ληστές γύρισαν στη λοκάντα για ύπνο. Το πρωί χωρίστηκαν.  Η Φλώρα έφυγε με μουλάρι, οι άλλοι δυο δεν ξέρω πώς, και συναντήθηκαν στο Μαρτίνο την ώρα του φαγητού, πέταξαν τα ευρωπαϊκά κουστούμια, φόρεσαν τις φουστανέλες και καβάλησαν τους πηγάσους τους για να πάνε εκεί όπου τους πρωτοσυναντήσαμε – εκεί είναι τώρα. Πουλιά πετούν στα κλαδιά και παίζουν, ενώ πίσω απ’ τα βουνά οι χωμάτινοι ρύποι ενός εργοστασίου διασπούν την ελαφρώς κίτρινη και αιματώδη ατμόσφαιρα. (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν, «Σαν λιοντάρια» 1

*

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον θα δημοσιεύσει τους προσεχείς μήνες σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Ξεκινάμε σήμερα με την αρχή του Πρώτου Μέρους.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Πρώτο
ΣΑΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ  [1/2] 

Αυτή την πόλη δεν την ξέρω καλά, ούτε τη συμπαθώ. Κι όσο περιμένω τον καλό μου φίλο Ιωάννη Κίνναμο σκέφτομαι: τι κρίμα που δεν έχει καμπάνες η λογοτεχνία, αγγέλους και ιερείς, ένα ευρύ και ταπεινό εκκλησίασμα που θα νηστεύει και θα γιορτάζει, θα παρακολουθεί μαθήματα αγάπης, θα οργανώνει  εκδρομές σε μοναστήρια στους γκρεμούς και θα περιμένει με χαρά τη χαρμολύπη μιας ανάλογης Σαρακοστής. Κι ακόμα: όπως τη Μεγάλη Παρασκευή όπου το χωριό, σύσσωμο, ακολουθεί την περιφορά του επιταφίου, ο καθένας με το κερί του, κι όλες οι αυλές είναι φωτισμένες και οι πασχαλιές μοσχοβολούν, γιατί να μη συγχρονίζονται όλοι ευλαβικά, σε παρέες ή κατά μόνας,  για την παρουσίαση ενός βιβλίου ή για μια ανέσπερη, έστω, ποιητική βραδιά;  Παρατηρώ τα παιδιά απέναντι, στο περίπτερο μπροστά, που έχουν παρατήσει τα ποδήλατά τους ξάπλα και αγοράζουν αυτοκόλλητα – τα κοιτάζω λες και είναι αυτά που θα μου δώσουν την απάντηση. Παρατηρώ τις κυρίες που περνούν, μάλλον μάνα και κόρη, με σακούλες στα χέρια  από το σούπερ μάρκετ. Κοιτώ την κοπέλα στη γωνία, ίσιο σώμα, πεταχτό στήθος, καθώς διέρχεται με τα χέρια στις τσέπες του παλτού της, και στα αυτιά ακουστικά. Η εντύπωση που αποκομίζω, ότι δηλαδή τίποτα δεν είναι πιο άχρηστο για αυτούς από τη λογοτεχνία, με φέρνει αντιμέτωπο με μια πιο δύσκολη υπόθεση:  άραγε ποιος φταίει γι’ αυτό; Η πολιτεία; Οι λογοτέχνες; Τα σχολεία; Ο αγώνας για τον επιούσιο;  Και τότε μια φωνή σφυρίζει στην πλάτη μου: Νικήτα, φωνάζει ο Κίνναμος –  γυρίζω να τον δω. Ο ολύμπιος φίλος μου Ιωάννης Κίνναμος, με κασκόλ, καφέ σακάκι κοτλέ κι ένα χαμόγελο σαν του επαίτη που του ’πες καλημέρα. Χαίρομαι που τον συναντώ, μήνες έχουμε να ιδωθούμε. Αγκαλιαζόμαστε, τον σκουντώ, του λέω ότι ψήλωσε κι εκείνος γελάει. Άρχισες τις μαλακίες, μουρμουρίζει, έχεις ώρα που περιμένεις; Πάμε και θα τα πούμε, αποκρίνομαι. Αργήσαμε, λέει ο Κίνναμος, πάμε να φύγουμε. Και ξεκινάμε για το βιβλιοπωλείο. Σαν δυο έφηβοι που αποφάσισαν να κάνουν κοπάνα. (περισσότερα…)

Θεατρόμορφο ελκυστικό αφήγημα

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ 

Παντελής Μπουκάλας, Το μάγουλο  της Παναγίας,
Αυτοβιογραφική εικασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη, Άγρα, 2021

Το μάγουλο της Παναγίας είναι ένα πεζογράφημα θεατρικής μορφής που προσπαθεί να εικάσει, όπως δηλώνει και ο υπότιτλος του έργου, την αυτοβιογραφία του Καραϊσκάκη, μιας από τις πιο γοητευτικές και αντιφατικές προσωπικότητες του ’21. Τα πρόσωπα του έργου είναι ο Καραϊσκάκης, ο τυφλός λυράρης, παλιός στρατιώτης του οπλαρχηγού που τυφλώθηκε στη μάχη του Ανάλατου,  ο γραμματικός και βιογράφος του Δημήτριος Αινιάν και η Μαριώ- Ζαφείρης, η εξελληνισμένη τουρκοπούλα αγαπημένη του οπλαρχηγού που τον ακολουθούσε στις εκστρατείες του ντυμένη αντρικά.  Το κείμενο συμπληρώνουν επίλογος του συγγραφέα, βιβλιογραφία και γλωσσάρι. Η σκηνή τοποθετείται σε κάποια ρευστή στιγμή του χωροχρόνου όπου ο Καραϊσκάκης νεκρός πλέον με αφορμή το τραγούδι του λυράρη ξετυλίγει τη ζωή του από την γέννησή του έως το θάνατό του. Σταδιακά στο πλάνο μπαίνουν ο Αινιάν και η Μαριώ που υποδαυλίζουν τη μνήμη  του Καραϊσκάκη που στέκεται σε σημαδιακές στιγμές του βίου και της δράσης του. Η κύρια στόχευση του έργου είναι να αναφανεί  το «αγγελικό και μαύρο φως» αυτής της φιλόνικης, βλάσφημης, απόκοτης, φιλόδοξης και ηρωικής προσωπικότητας που στις αντιφάσεις και τις υπερβάσεις της μοιάζει να προσωποποιεί εκείνες τις αντίρροπες δυνάμεις που κατηύθυναν την επανάσταση και μοχλεύτηκαν από αυτήν.

Το κείμενο καταπιάνεται με ένα απαιτητικό εγχείρημα. Εκκινεί από ένα σαφώς προσδιορισμένο και ιδεολογικά σεσημασμένο ιστορικό υλικό με σκοπό να επανεγγράψει μορφές που σαν εξαχνωμένες ή λογοκριμένες μυθοποιήσεις στοιχειώνουν την εθνική μας μνήμη. Η ακραία ιδιομορφία του Καραϊσκάκη και η πολυπόταμη ρευστότητα της ιστορικής συγκυρίας μπορούν να διαβαστούν και ως παραβολές για τις άλυτες υποθέσεις της ψυχής και της φυλής. Το κοσμογονικό γίγνεσθαι του ’21 βρήκε ψυχές αρχικά ανέτοιμες να υπερβούν εαυτές, αλλά που εντέλει κατόρθωσαν, κάποιες εξ αυτών, την αυθυπέρβαση, πέρα από τη μερικότητα της οπτικής, την έριδα και την μικροπολιτική.  Η ιστορία που προκύπτει δεν γίνεται επίσημο ανάγνωσμα αλλά παλίμψηστο μιας ες αεί ανασημασιοδότησης. (περισσότερα…)

Μια ποιητική ανθολογία-σταθμός για την Επανάσταση του 1821

της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΩΣΤΙΟΥ

Ένας απολύτως νόμιμος επιστημονικά τρόπος διερεύνησης ενός θέματος στη διαχρονική του ποιητική αποτύπωση είναι γνωστό πως μπορεί να ξεκινήσει από μια θεματική ανθολογία, εφόσον υπάρχει. Παρά την αποδεκατιστική λογική που αναπόφευκτα διέπει εκ προοιμίου κάθε ανθολογία, η θεματική ανθολογία δίνει μια αξιόπιστη χαρτογράφηση του θέματος και συνιστά όχι μόνον δημοφιλές ανάγνωσμα αλλά και πολύτιμο εργαλείο για τους ειδικούς: ένα αρχείο, όπου εγγράφεται παράλληλα με το θέμα και η δυναμική του. Γι’ αυτό και οι ανθολογίες κατατάσσονται στα λεγόμενα έργα αναφοράς.

Στην περίπτωση του 1821, έως το επετειακό έτος 2021 είχαν εκδοθεί δύο ανθολογίες: Το 1821 στην ελληνική ποίηση, που επιμελήθηκε ο ποιητής Ηλίας Γκρης (2011 και εμπλουτισμένη επανέκδοση το 2020), και Η ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης 1821. Δημοτικό τραγούδι – Νεοέλληνες ποιητές από τον Σολωμό και τον Κάλβο μέχρι σήμερα, που επιμελήθηκε ο συγγραφέας Κώστας Σταμάτης και εκδόθηκε το 2020. Ξεφυλλίζοντας, λοιπόν, τις ανθολογίες τι μπορεί κανείς να διαπιστώσει; Πρώτα απ’ όλα ότι η ελληνική επανάσταση αποτελεί διαχρονική πηγή ποιητικής έμπνευσης. Από τα σύγχρονα του Αγώνα δημοτικά τραγούδια, έως σήμερα, ο αγώνας των Ελλήνων για την ελευθερία όχι μόνον δεν έχασε τη δυναμική του, αλλά στην πορεία συχνά προσέλαβε τις διαστάσεις ενός θαύματος, οι πρωταγωνιστές του οποίου συμβολοποιήθηκαν, ενώ τα γεγονότα που το καθόρισαν μετατράπηκαν από χώρους δράσης σε λογοτεχνικούς τόπους. Επιπλέον, οι πρώτοι επώνυμοι ποιητές που συνέδεσαν το όνομά τους με την ελληνική επανάσταση, ο Κάλβος και ο Σολωμός, μετατράπηκαν από ποιητικό διακείμενο σε ποιητική ύλη συνώνυμη του αγώνα για την ελευθερία. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ανάγκη διερεύνησης ή και επαναπροσδιορισμού της ελληνικής ταυτότητας εργαλειοποίησε το 1821 αναδεικνύοντας την εθνεγερτική του δράση. Από τον μεσοπόλεμο και εξής η ελληνική επανάσταση υφίσταται ποικίλους μετατονισμούς και συχνά μετατρέπεται σε απόλυτο μέγεθος με βάση το οποίο κρίνεται το παρόν ή το πρόσφατο παρελθόν. Το 1821 ενέπνευσε όχι μόνον ελεγείες ή ποιήματα δοξαστικά της επανάστασης, της ελευθερίας και άλλων μετωνυμιών του υψηλού, αλλά και ποιήματα ειρωνικά ή σατιρικά με στόχο την κριτική του ήθους της σύγχρονης εποχής. Πινακοθήκη «προσωπογραφιών» ιστορικών προσώπων που υπήρξαν πρωταγωνιστές της Επανάστασης και αποτέλεσαν σηματωρούς στην εξέλιξη της ελληνικής ταυτότητας, αρχείο των γεγονότων που σημάδεψαν την εξέλιξη του Αγώνα, αλλά και αντηχείο ανθρώπινων αδυναμιών, παθών ή και σκοτεινών πλευρών του ξεσηκωμού, οι ανθολογίες αποτελούν ιδεολογικό βαρόμετρο της κάθε εποχής συντηρώντας την ιστορική μνήμη και την πρόσληψή της.

Από τις ποικίλες επετειακές εκδηλώσεις για το 1821, έγινε φανερό ότι η ποιητική διαχείριση των αγωνιστών από εποχή σε εποχή και από γενιά σε γενιά είναι αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο διαμορφώθηκε και διαμορφώνεται η εθνική συνείδηση και ιδίως η σχέση παρόντος-παρελθόντος. Η πρόσφατη ενασχόλησή μου με την ποιητική διαχείριση του Μακρυγιάννη σε ποιήματα του 20ού αιώνα με έφερε ως μελετήτρια στην πιο πρόσφατη ποιητική ανθολογία για το 1821 με τον εμβληματικό τίτλο Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! και υπότιτλο Ο αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση, την οποία και θα σας παρουσιάσω.

148 Έλληνες και 43 ξένοι ποιητές περιλαμβάνονται στις 967 σελίδες μιας τυποτεχνικά άψογης και εξαιρετικά καλαίσθητης ανθολογίας η οποία αποτελεί καρπό δύο χρόνων συστηματικής εργασίας των δύο υποψηφίων διδακτόρων Νεοελληνικής φιλολογίας του ΕΚΠΑ, του Θανάση Γαλανάκη και του Μάνου Κουμή, και, επίσης, λεπτουργημένης εικαστικής επεξεργασίας από την Ηρώ Νικοπούλου του «Εικονογραφημένου παραρτήματος κοσμημάτων», όπου, επιπλέον, περιλαμβάνονται 30 πλούσια λήμματα και 32 σχέδια όπλων, ενδυμάτων και καθημερινών αντικειμένων των αγωνιστών του Εικοσιένα. Όπως επισημαίνουν οι ανθολόγοι στον Πρόλογο, κριτήρια για την επιλογή των ποιημάτων στάθηκαν «αφενός η ποιότητα και αφ’ ετέρου η αντιπροσωπευτικότητα των ανθολογούμενων κειμένων». Η δομή της ανθολογίας είναι γραμμική, με χρονολογικές/γραμματολογικές ενότητες, ξεκινώντας από τη δημοτική ποίηση έως το παρόν. Τα ποιήματα επιλέχθηκαν από μια δεξαμενή 1.500 ποιημάτων, την οποία συγκρότησαν σε πρώτη φάση οι ανθολόγοι και η οποία απόκειται στο Ίδρυμα Τάκη Σινόπουλου που, σε συνεργασία με την Τράπεζα Πειραιώς, ανέλαβε την έκδοση. Η δεξαμενή αυτή είναι ιδιαίτερα πολύτιμη για τους μελετητές και καλό θα ήταν σε μια δεύτερη φάση να δημοσιευτεί ένας κατάλογος αυτών των ποιημάτων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η βούληση των ανθολόγων να ισορροπήσουν ανάμεσα στα δύο κριτήρια της αισθητικής και της αντιπροσωπευτικότητας, σε συνδυασμό με μια τρίτη παράμετρο που σχολιάζεται στον Πρόλογο: την ισότιμη εξέταση των ποιημάτων που συχνά έδωσε προτεραιότητα σε μια ήσσονα ποιητική φωνή προκειμένου να φανεί η εμβέλεια της Επανάστασης. Ιδίως στην περίπτωση του 19ου αιώνα και της μεταπολεμικής περιόδου στον 20ό αιώνα έχουν συμπεριληφθεί αρκετοί άγνωστοι ποιητές με ένα ή περισσότερα ποιήματά τους. Το γεγονός είναι ιδιαίτερα χρήσιμο όχι μόνον διότι διασώζονται και ποιητικές φωνές που δεν γνωρίζουμε, αλλά και διότι έτσι αποκαλύπτεται η ακτινοβολία ενός θέματος δομικού για τη διαμόρφωση της ταυτοτικής αυτοσυνειδησίας του ελληνικού λαού. Ασφαλώς, η διαχρονική αποτύπωση του θέματος στη διάρκεια των 200 ετών δείχνει και την ποικιλία των στάσεων, εκτιμήσεων και ερμηνευτικών προσεγγίσεων και πρόσληψης προσώπων, γεγονότων και ιδεών. Η ίδια αρχή διέπει και την ξενόγλωσση ποίηση: Στην ανθολογία έχουν περιληφθεί και φιλελληνικές φωνές όχι μόνο ποιητών ήδη γνωστών, αλλά και λιγότερο γνωστών, από όλη σχεδόν την Υφήλιο. Σ’ αυτό το τμήμα της ανθολογίας αξιομνημόνευτη είναι η συμβολή του Ξάνθου Μαϊντά, Προέδρου του Ιδρύματος Τάκη Σινόπουλου, ο οποίος συνέβαλε και στην ανθολόγηση ορισμένων Ελλήνων και ξένων ποιητών και του Συμεών Σταμπουλου ο οποίος μετέφρασε γερμανόφωνα ποιήματα. Εδώ οφείλω να μεταφέρω την πληροφορία του επιμελητή της έκδοσης ότι εμπνευστής του εγχειρήματος υπήρξε ο Γιάννης Πατίλης, ο οποίος βοήθησε στα μετόπισθεν.

Πέρα από τη συμπερίληψη στην έκδοση και φιλελληνικής ποίησης ένα βασικό στοιχείο στο οποίο η ανθολογία αυτή οφείλει τη μοναδικότητά της είναι η φιλολογική συνείδηση που διέπει το όλο εγχείρημα, γεγονός που την καθιστά επιπλέον χρήσιμη και για τους ειδικούς, τους μελετητές της λογοτεχνίας. Όπως μας πληροφορεί ο Θανάσης Γαλανάκης, επιμελητής αυτού του εξαιρετικά απαιτητικού εκδοτικού εγχειρήματος, «η ποικιλομορφία των συγγραφέων, των ποιητικών τους φωνών και των ίδιων των ποιημάτων γέννησε την ανάγκη μιας ενδελεχούς επιμέλειας». Τα γλωσσικά και πραγματολογικά υπομνήματα που συνοδεύουν το κάθε ποίημα, και η βιβλιογραφική καταγραφή της πηγής από την οποία αυτό αντλήθηκε, πέρα από τον τεράστιο μόχθο που προϋποθέτουν καθιστούν την ανθολογία πολύτιμο εργαλείο. Το “διευρυμένο” γλωσσικό υπόμνημα, που μερικές φορές περιλαμβάνει και λέξεις που δύσκολα θα θεωρούσε κανείς άγνωστες, εξηγείται κατά τον επιμελητή από το γεγονός ότι η έκδοση δικαίως φιλοδοξεί να περιλάβει στους δυνητικούς αναγνώστες της τις νεότερες γενιές αλλά και τους Έλληνες της διασποράς. Έχοντας εμπειρία της προϊούσας γλωσσικής αφασίας των νεότερων γενιών, δηλώνω ότι πείθομαι απολύτως από την επισήμανσή του.

Στην άψογη τυποτεχνική εμφάνιση του τόμου, ως επιπλέον στοιχείο καλαισθησίας αλλά όχι μόνον, έρχεται να προστεθεί η εικονογράφηση με έργα από τον χώρο της ελληνικής και φιλελληνικής ζωγραφικής, τα οποία έχουν λειτουργική σχέση με ανθολογημένα ποιήματα. Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και το πλούσιο εικαστικό και πραγματολογικό Παράρτημα της Ηρώς Νικοπούλου που ολοκληρώνει τον τόμο.

Επιπλέον, έχοντας χρησιμοποιήσει την ανθολογία όχι απλώς ως αναγνώστρια αλλά και ως μελετήτρια οφείλω να παρατηρήσω πως θα διευκόλυνε ένα ευρετήριο των ονομάτων προσώπων και τόπων: δεδομένης μάλιστα της μεγάλης έκτασης του τόμου, το ευρετήριο ονομάτων θα είναι ένας αποτελεσματικός πλοηγός στις 967 σελίδες. Κατανοώ ότι η έκδοση δεν ήταν δυνατόν να επιβαρυνθεί με το ευρετήριο, αλλά θεωρώ απαραίτητη την εκ των υστέρων συγκρότησή του και την αυτοτελή δημοσίευσή του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βιβλιογραφία εμπλουτίστηκε με ένα πολύ σημαντικό βιβλίο αναφοράς, το οποίο μπορεί να χαίρεται ο αναγνώστης της ποίησης και να εμπιστεύεται ο ειδικός μελετητής· ένα μεγαλειώδες βιβλίο αντάξιο του υψηλού θέματος και terminus post quem από την άποψη ότι οι ανθολόγοι του μέλλοντος, αν θελήσουν να συγκροτήσουν μια νέα ανθολογία για το 1821, θα χρειαστεί να εργαστούν, μακάρι με την ίδια ευσυνειδησία, ευρηματικότητα και ενδελέχεια, “από εκεί και πέρα”.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΩΣΤΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ


Σημ.: Το κείμενο αυτό αποτέλεσε εναρκτήρια ομιλία με θέμα «Οι ανθολογίες ως αρχείο της πρόσληψης του 1821», σε διαδικτυακή ημερίδα με τίτλο «Το ’21 μετά το ’21. Λογοτεχνικές αναπαραστάσεις και ιστορική μνήμη», που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Πατρών σε συνεργασία με το Ίδρυμα Τοπάλη στις 20.11.2021.

Δύο κείμενα για την ανθολογική έκδοση «Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά…» (2/2)

τοῦ ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 2019 καὶ μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπέτειο τῶν διακοσίων ἐτῶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὁ συγγραφέας Γιάννης Πατίλης, μέλος τοῦ ΔΣ τοῦ Ἱδρύματος Τάκης Σινόπουλος ‒ Σπουδαστήριο Νεοελληνικῆς Ποίησης, ἐμπνεύστηκε ἕναν ἀνθολογικὸ τόμο, ὁ ὁποῖος θὰ περιελάμβανε ποιήματα Ἑλλήνων καὶ ξένων συγγραφέων μὲ θέμα τὴν ἑλληνικὴ παλιγγενεσία. Πολὺ σύντομα, σύσσωμο τὸ ΔΣ τοῦ Ἱδρύματος, προεξάρχοντος τοῦ προέδρου του, Ξάνθου Μαϊντᾶ, ἀγκάλιασαν τὴν ἰδέα αὐτὴ καὶ ἔθεσαν σὲ ἐφαρμογὴ ἕνα πλάνο σύστασής της μὲ τὴν ἀρωγὴ τῆς Τράπεζας Πειραιῶς, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της ἐνέταξε τὸν τόμο αὐτὸν στὸ πρόγραμμα δράσεών της γιὰ τὸ 1821.

Ἡ ἀνθολογικὴ ἐπιμέλεια ἀνετέθη στὸν φιλόλογο καὶ κριτικὸ λογοτεχνίας, ὑποψήφιο διδάκτορα Μάνο Κουμῆ καὶ στὸν ὑποφαινόμενο, στὸν ὁποῖον πιστώνεται ἐπίσης ἡ φιλολογικὴ ἐπιμέλεια καὶ ἡ γενικότερη φροντίδα τοῦ τόμου. Τὸ ἐγχείρημα αὐτὸ ὑπῆρξε ἤδη ἀπὸ τὴ σύλληψή του παράτολμο. Ὁ ἔλεγχος τῶν κειμενικῶν τεκμηρίων ὄφειλε νὰ καλύψει περίπου δυόμιση αἰῶνες ποιητικῆς παραγωγῆς, ἐνῶ ἡ ἔρευνα δὲν γινόταν νὰ περιοριστεῖ μόνο στὰ γνωστὰ καὶ εὐκόλως ἐντοπίσιμα ἔργα, μὰ νὰ ἐπεκταθεῖ σὲ πηγὲς δευτερεύουσες, ἄγνωστες καὶ πολὺ συχνὰ δυσεύρετες.

Παρὰ ταῦτα, ἔπειτα ἀπὸ μῆνες ἀνάγνωσης, ἀποθησαύρισης καὶ ἀρχειοθέτησης, οἱ δύο ἀνθολόγοι ἔχοντας προσπελάσει περίπου 2.000 ποιητικὲς συλλογές, κατέληξαν σὲ ἕνα σῶμα εὑρεθέντων ποιημάτων ἐκ τῶν ὁποίων καλοῦνταν νὰ ἐπιλέξουν ποιά ἐπρόκειτο νὰ συμπεριληφθοῦν στὸ ἀνθολογικὸ corpus. Μιὰ διαδικασία ἂν ὄχι μακρὰ ὅσον ἀφορᾶ στὴ διάρκειά της, μιᾶς καὶ συνέβαινε ἀνὰ τακτὰ διαστήματα παράλληλα μὲ τὴν ἔρευνα καὶ τὸν ἐντοπισμὸ νέων ποιημάτων, σίγουρα ὅμως ἐπίπονη ἕως καὶ ψυχοφθόρα, δεδομένης τῆς σημασίας τοῦ ἔργου ποὺ φαινόταν νὰ σχηματίζεται.

Ἡ σύσταση μιᾶς ἀνθολογίας χαρακτηρίζεται στὶς πλεῖστες τῶν περιπτώσεων ἀπὸ δύο καθοριστικοὺς παράγοντες, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλοι ἀπὸ τὴν αἰσθητικὴ καὶ τὴν ἀντιπροσωπευτικότητα. Στὴν περίπτωση τοῦ τόμου Χαῖρε, ὢ χαῖρε Ἐλευθεριά!, πάρθηκε ἡ ἀπόφαση νὰ ὑπάρχουν ἑκατέρωθεν παραχωρήσεις ἐφόσον ἐξυπηρετεῖτο ὁ ἀπώτερος στόχος τοῦ ἔργου. Μ’ ἄλλα λόγια, τὸ ἰδανικὸ ποίημα ἦταν ἐκεῖνο ποὺ συνδύαζε ὑψηλὸ αἰσθητικό, λογοτεχνικὸ ἀποτύπωμα, ἀλλὰ καὶ πλούσιες ἀναφορὲς σὲ περιστατικὰ ἢ πρόσωπα τῆς Ἐπανάστασης. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ ἀρχικὴ συγκομιδὴ τῶν ποιημάτων μὲ ἀναφορὲς στὸ 1821 ἀπέδειξε ὅτι κάθε ἕνα ποίημα θὰ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίζεται ὡς ἕνα ξεχωριστὸ σύμπαν καὶ βάσει αὐτοῦ νὰ κρίνεται ἐὰν θὰ συμπεριληφθεῖ στὸν τόμο μας ἢ ὄχι. Ἔτσι, προκρίθηκαν καὶ ποιήματα ποὺ ἐνδεχομένως ὑστεροῦσαν αἰσθητικὰ μπροστὰ στὸν Βαλαωρίτη, τὸν Σολωμὸ ἢ τὸν Κάλβο, περιελάμβαναν ὅμως ἀναφορὲς σὲ πρόσωπα, περιστατικὰ καὶ γεγονότα ποὺ ἐμφανίζονται πολλὲς φορὲς ἅπαξ στὴ λογοτεχνία μας, κι’ ὡς ἐκ τούτου δὲν γινόταν νὰ ἐξοβελιστοῦν ἀπὸ τὴν τελικὴ ἐπιλογή. Ὁπωσδήποτε ἡ συνθήκη τῆς ἀντιπροσωπευτικότητας ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλα πεδία, ὅπως λ.χ. στὴ συμπερίληψη ποιητῶν λιγότερο γνωστῶν ἢ προβεβλημένων, ποιημάτων ποὺ θεματοποιοῦν τὴ μη-ἡρωϊκὴ πλευρὰ τῆς Ἐπανάστασης ἢ/καὶ ποιημάτων ποὺ περιεῖχαν ἁπλὲς μνεῖες στὸ ’21, χρησιμοποιῶντας το ὡς μιὰ ἱστορικὴ ἀντικειμενικὴ συστοιχία μὲ τὸν πραγματολογικὸ περίγυρο τῆς ἐποχῆς ποὺ γράφτηκαν.

Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ τοὺς Ξένους συγγραφεῖς, συγκεντρώνοντας ποιήματα ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, τὴν Γαλλία, τὴν Γερμανία, τὴν Ρωσσία, ἀκόμα κι’ ἀπὸ τὴ μακρινὴ Κούβα, ἀνθολογῶντας ποιητὲς γνωστοὺς σὲ ὅλους μας, ὅπως λ.χ. ὁ Λόρδος Βύρων, ὁ Βίκτωρ Οὑγκώ, ὁ Οὐλιέλμος Μύλλερ καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Πούσκιν, ἀλλὰ καὶ ἐλάσσονες φωνὲς ἄσημων ἀλλοδαπῶν συγγραφέων ποὺ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ 1821.

Ὡστόσο, μιὰ ἀνθολόγηση ποιημάτων δὲν θὰ μποροῦσε ἀπὸ μόνη της νὰ ἀποδώσει τὸ βάρος τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος ποὺ κίνησε τὴ σύσταση αὐτῆς τῆς ἐργασίας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀποφασίστηκε τὰ ποιήματα νὰ παρουσιάζονται συνοδευόμενα ἀπὸ γλωσσικὰ καὶ πραγματολογικὰ ὑπομνήματα, παραθέτοντας κάθε φορὰ στὸ τέλος καθεμιᾶς ἑνότητας ἕνα σύντομο βιογραφικὸ σημείωμα τοῦ συγγραφέα καὶ τὶς βιβλιογραφικὲς πηγὲς ἀπ’ ὅπου ἀντλήθηκαν τὰ κείμενα. Ὅσον ἀφορᾶ στὰ ὑπομνήματα, τὸ μὲν γλωσσικὸ παρατηρεῖ κανεὶς ὅτι περιλαμβάνει τόσο λέξεις ἢ φράσεις ἐν πολλοῖς ἄγνωστες στὸ εὐρὺ κοινό, τουρκογενεῖς ἢ δυτικοφερμένες, ἢ πολλὲς φορὲς καὶ ἀνήκουσες στὴν ἀρχαΐζουσα ἢ τὴν καθαρεύουσα, ὅσο καὶ πιὸ κοινὲς λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦνται μέχρι σήμερα στὰ νέα ἑλληνικά. Ὁ λόγος τῆς συμπερίληψης ἐξαντλητικῶν γλωσσικῶν ὑπομνημάτων ὑπαγορεύθηκε ἀπὸ μιὰν ἀπώτερη στόχευση τοῦ τόμου αὐτοῦ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἀπεύθυνσή του ὄχι μόνο στὸ ἐνήλικο ἐγγράμματο κοινὸ καὶ τοὺς ἐπαΐοντες, ἀλλὰ καὶ στὶς νεώτερες γενιές, πολλῷ δὲ μᾶλλον στοὺς Ἕλληνες τῆς Διασπορᾶς ποὺ ἐνδεχομένως χρειάζεται νὰ γνωρίζουν ὅτι τὸ «βόλι» εἶναι τὸ «βλῆμα πυροβόλου ὅπλου» ἢ ὅτι τὸ «τραγὶ» εἶναι τὸ «ἐνήλικο ἀρσενικὸ ἐρίφιο».

Στὰ δὲ πραγματολογικὰ ὑπομνήματα ποὺ ἀκολουθοῦν τὰ γλωσσικὰ κάτω ἀπὸ κάθε ποίημα, βρίσκονται πληροφορίες γιὰ πρόσωπα, καταστάσεις, γεγονότα, μάχες καὶ συνδηλώσεις ποὺ ἐντοπίζονται στοὺς στίχους τῶν ποιημάτων, καθιστῶντας εὐκολότερες τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἑρμηνεία, βοηθῶντας παράλληλα τὴν ἱστορικὴ ἔνταξη τοῦ ἀναγνώστη στὰ νεώτερα ποιήματα ὅπου τὸ 1821 λειτουργεῖ ἀντιστικτικά.

Πέρα ὅμως ἀπὸ τὰ ποιήματα καὶ τὰ ὑπομνήματα ποὺ συνοδεύουν τὴν κειμενικὴ ὕλη τοῦ βιβλίου, ὁ τόμος αὐτὸς ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλα πεδία, ἐπιδιώκοντας νὰ καλύψει κατὰ τὸ δυνατὸν περισσότερες ὄψεις τῆς τέχνης ποὺ ἐνδύθηκε ἢ ἐνέδυσε τὴν Ἐπανάσταση. Τὸ εἰκαστικὸ κομμάτι, λοιπόν, χωρίστηκε σὲ δύο μέρη: ἀφ’ ἑνὸς στὴν εἰκονογράφηση τοῦ τόμου, ἡ ὁποία ἐπιλέχθηκε προσεκτικὰ προκειμένου νὰ ἀναδειχθεῖ τόσο ἡ ἀκαδημαϊκὴ ζωγραφικὴ ποὺ ἱστόρησε ἐπαναστατικὰ θέματα, ὅσο καὶ ἡ λαϊκὴ τέχνη ποὺ ἐμπνεόμενη ἀπὸ τὸν Ἀγῶνα δημιούργησε μὲ τὰ δικά της μέσα καὶ στὴ δική της κλίμακα σπουδαῖα ἔργα. Δὲν εἶναι μάλιστα λίγες οἱ φορὲς ποὺ τὰ εἰκαστικὰ ἔργα συνομιλοῦν μὲ τὰ ποιήματα, ἐξ οὗ καὶ ἡ στρατηγικὴ τοποθετησή τους στὶς σελίδες τοῦ τόμου. Στὴν οὐσία τὸ εἰκαστικὸ τμῆμα συνιστᾶ κι’ αὐτὸ μιὰν ἄτυπη ἀνθολογία περιλαμβάνοντας ὄχι μόνο ἀναγνωρίσιμα, ἀλλὰ καὶ ἀνεύρετα ἢ λιγότερο γνωστὰ ἔργα συνοδευόμενα πάντοτε ἀπὸ ἀναλυτικὲς λεζάντες.

Ἀφ’ ἑτέρου, τὶς σελίδες τοῦ τόμου διανθίζουν τυπογραφικὰ κοσμήματα τῆς Ἡρῶς Νικοπούλου, τὰ ὁποῖα σχεδιάστηκαν ἀποκλειστικὰ γιὰ αὐτὸν καὶ ἐπεξηγοῦνται ἀναλυτικὰ ἐντασσόμενα στὴν ἱστορική τους διάσταση σὲ εἰκονογραφικὸ παράρτημα στὸ τέλος τοῦ βιβλίου, ὅπου κάθε ἕνα κόσμημα συνοδεύεται ἀπὸ κείμενα ἐπιμελημένα ἀπὸ τὴν εἰκαστικὸ καὶ συγγραφέα συνεργάτιδα τῆς ἀνθολογίας. Πέραν τῆς σὲ λειτουργικὸ ἐπίπεδο ποικιλματικῆς χρήσης τῶν κοσμημάτων αὐτῶν, ἔχει ὑψηλὴ παιδευτικὴ σημασία ἡ ἀπεικόνιση ἀντικειμένων ἢ μεταφορικῶν μέσων ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν στεριανὸ ἢ θαλάσσιο ἔνοπλο ἀγῶνα, ἀλλὰ κι’ ἀπ’ τὸν κόσμο τῆς διανόησης ποὺ μὲ κάθε μέσο ὑποστήριξε τὸν ἐθνικοαπελευθερωτικὸ σκοπό. Ἔτσι, πλάι στὰ γιαταγάνια, τὶς κορβέτες καὶ τὰ καρυοφύλλια, βρίσκει κανεὶς ματογυάλια καὶ καλαμάρια, ἀποτίοντας φόρο τιμῆς σὲ ὅλους ὅσους ἐπιστράτευσαν τὸν νοῦ καὶ τὸ κοντύλι. Μεταξὺ ἄλλων, φιλοτεχνήθηκαν καὶ τμήματα ἢ ἐξαρτήματα τῆς παραδοσιακῆς ἐνδυμασίας. Ένισχύθηκε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἡ ἐγκυκλοπαιδικὴ διάσταση δίνοντας ὄψη στὰ συμπαρομαρτοῦντα τῆς προετοιμασίας καὶ τῆς περάτωσης τῆς Ἐπανάστασης.

~.~

Ὅλα τὰ παραπάνω, ἑπομένως, συνιστοῦν ἕνα σύνολο ποὺ μὲ τὶς τυπογραφικὲς χάριτες τῆς κας Μπαλῆ καὶ τοῦ Ἀναγράμματος κατόρθωσαν νὰ διαμορφώσουν τὸ ἀνὰ χεῖρας χαρτῶο ἄθροισμα τῆς Ἀνθολογίας μας ‒ μιὰ δουλειὰ ποὺ τύχῃ ἀγαθῇ θὰ μνημονεύεται. Πέραν ὅμως τῶν συντελεστῶν ποὺ ἐργάστηκαν γιὰ τὴν ἀνθολογία καὶ τὴν ἐπιμέλειά της, ὑπάρχουν κι’ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ εἴτε ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ Ἱδρύματος, εἴτε ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Τράπεζας Πειραιῶς συνέβαλαν στὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα ποὺ παρουσιάζεται σήμερα. Ἀναφέρθηκε σὲ ὅλους προηγουμένως ὁ πρόεδρος κ. Ξάνθος Μαϊντᾶς. Προσωπικὰ θὰ ἤθελα κι’ ἐγὼ ἀπὸ αὐτὸ τὸ βῆμα νὰ εὐχαριστήσω τὸν Δῆμο τῆς Νέας Ἰωνίας ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια στηρίζει ἀπροϋπόθετα τὴ λειτουργία τοῦ Ἱδρύματος, καθιστῶντας ἕναν φαινομενικὰ μικρὸ ὀργανισμὸ μιὰ ἀπὸ τὶς πλέον ἀναγνωρίσιμες μῆτρες πολιτισμοῦ τῆς χώρας, μὲ δράσεις ποὺ συχνὰ ξεπερνοῦν καὶ τὰ ἑλληνικὰ σύνορα ‒ κάτι ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ ἂν μοῦ ἐπιτρέπετε γιὰ ἕναν Δῆμο, ὁ ὁποῖος κατοικεῖται κατὰ κόρον ἀπὸ λαϊκὰ ἐργατικὰ στρώματα· αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ στὴ βάση τους στηρίζουν τόσο τὸ οἰκοδόμημα ὅσο καὶ τὸ ἐποικοδόμημα ἂν ἀναλογιστεῖ κανεὶς τὸ πλῆθος τῶν Ἰωνιωτῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων στὸν ἕναν αἰῶνα ζωῆς τῆς σπουδαίας προσφυγικῆς αὐτῆς συνοικίας. Σὲ ὅλους τοὺς παραπάνω, ἀξίζουν χάριτες ποὺ μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις καὶ συμβολές τους περάτωσαν ἕνα τέτοιο ἔργο.

~.~

Καὶ οἱ χάριτες αὐτὲς ἀξίζουν ὄχι τόσο γιὰ τὴν ἔκδοση καθ’ αὑτή, ὅσο γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐν μέσῳ μιᾶς συγκυρίας ἡ ὁποία καθὲ ἄλλο παρὰ προσφερόταν γιὰ ἑορτασμούς, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔθεσαν τὶς δυνάμεις τους στὶς ὑπηρεσίες ἑνὸς σκοποῦ πρωτίστως παιδευτικοῦ καὶ ἀληθινοῦ ‒ ἀληθινοῦ, δηλαδὴ ἐθνικοῦ, γιὰ νὰ φέρουμε στὸν νοῦ μας τὸν Διονύσιο Σολωμό.

Τὸ περιεχόμενο τῆς ποιητικῆς ἀνθολογίας μας ἀποδεικνύει μὲ ἐναργῆ τρόπο ὅτι ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 κινήθηκε τόσο ἀπὸ τὰ πάνω ὅσο κι’ ἀπὸ τὰ κάτω, συνιστῶντας ὄχι μόνο μιὰ ἐγχώρια, στενὰ πατριωτικὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ τουναντίον, μιὰ εὐρωπαϊκῆς ἐμβέλειας πράξη κρατογένεσης ὁδηγῶντας σὲ σημαντικὲς ἀνακατατάξεις τὰ ἀποτελέσματα τῶν ὁποίων εἶναι ὀρατὰ ἀκόμα καὶ σήμερα. Ἡ θρυαλλίδα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης μετουσίωσε σὲ πράξη τὰ προτάγματα τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ βασίστηκε σὲ πυλῶνες τοῦ ἑλληνισμοῦ ὅπως ἡ γλώσσα, ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη, ἀκόμα καὶ τὸ ἀρχαῖο κλέος, διαμορφώνοντας πρωτογενῶς τὸ τριαδικὸ σχῆμα τῆς ἑλληνικῆς συνέχειας. Οἱ μύθοι ποὺ πλαισιώνουν τὴν Ἐπανάσταση, οἱ ὁποῖοι πολὺ συχνὰ ἀναθεωροῦνται ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα, κρύβουν στὸν πυρήνα τους μιὰ λαϊκὴ διάθεση ἀπόδοσης τιμῆς στοὺς πυλῶνες αὐτούς. Τὸ τουφέκι καὶ ἡ πάλα ἔχουν τὴν τιμητική τους, ὡστόσο δίχως ὅλους ἐκείνους ποὺ ὑποστήλωσαν τὸν Ἀγῶνα ἠθικά, πνευματικὰ καὶ οἰκονομικά, ὁ τελευταῖος ἐνδέχεται νὰ εἶχε τὴν κατάληξη ὅλων τῶν προεπαναστατικῶν κινημάτων. Οἱ δύο αὐτὲς ροὲς εἶναι μεταξύ τους ἀλληλένδετες καὶ σχηματίζουν ἕνα σύμπαν, ἕνα ἡρωϊκὸ πάνθεον ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν γίνεται νὰ λείπει ὁ μύθος.

Συνάμα, στὴν ἀνθολογία μας οὐκ ὀλίγες ἀναφορὲς γίνονται στὴν ἄλλη ὄψη τῆς Ἐπανάστασης· αὐτὴ τῶν διχασμῶν, τῶν αὐτομολήσεων καὶ τῶν “καπακιῶν”, ἐνδεχομένως καὶ ὁρισμένων κοινῶς παραδεκτῶν θηριωδιῶν. Ποιός ὅμως δὲν συμφωνεῖ ὅτι στὴν ἐπίτευξη ἑνὸς ἐπαναστατικοῦ σκοποῦ δὲν συμβάλλουν μόνον οἱ ἄγγελοι, ἀλλὰ κι’ οἱ δαίμονες τῆς ἀνθρώπινης φύσεως; Ἡ λαϊκὴ ἐξίσωση —ἂν μοῦ ἐπιτρέπετε— τῶν ἀβγῶν καὶ τῆς ὀμελέτας δὲν γίνεται νὰ λείπει κι’ ἐν προκειμένῳ ‒ ἡ οἰκονομία μιᾶς πορείας ἀπαιτεῖ ὅλα τὰ ἐμπόδια ποὺ τελικὰ τὴν καθιστοῦν ἄξια καὶ λάμπουσα ἀνάμεσα σὲ πολλὲς ἄλλες. Ἡ λογοτεχνία δὲν τέρπει μόνο, ἀλλὰ καὶ φρονηματίζει, παραδειγματίζει, διδάσκει. Ἡ συμπερίληψη καί τέτοιων ποιημάτων κινήθηκε πρὸς αὐτή, τὴ “σωφρονιστικὴ” —ἂν θέλετε— κατέυθυνση. Ἄλλωστε, πλεῖστοι ὅσοι θεωρητικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἐπιστήμονες κάνουν λόγο γιὰ βία καὶ ἀντι-βία. Πῶς μπορεῖ, ἑπομένως, νὰ κατηγορηθεῖ ἡ ἑλληνικὴ πλευρὰ γιὰ βίαιη κατάληψη τῆς Τρίπολης, ὅταν τὰ ὀξυμένα πνεύματα τετρακοσίων ἐτῶν ἁπλῶς συσσώρευσαν τὴν ὀργή τους σὲ μιὰ πράξη ἀντι-βίας; Τὸ παράδειγμα αὐτό, κι’ ἄλλα παρόμοια, μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ ἐντοπίσει σὲ ποιήματα ποὺ βρίσκονται στὸν ὀγκηρὸ αὐτὸν τόμο.

~.~

Διακόσια χρόνια μετὰ καὶ ἡ νεοελληνικὴ ἱστορία ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει πάντοτε στραμμένο τὸ βλέμμα της στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Πῶς ὄχι, ἄλλωστε, ὅταν αὐτὴ ἡ ἴδια στέκει ὡς φάρος, ὡς παράδειγμα λαμπρὸ καὶ φωτεινὸ μονοπάτι τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ποὺ παρὰ τὶς διαρκεῖς προκλήσεις ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπιβιώνει ἄλλοτε μὲ λιγότερες κι’ ἄλλοτε μὲ περισσότερες ἀπώλειες; Τὸ κυανέρυθρο αὐτὸ φῶς τοῦ φάρου, κυανὸ καθὼς ἑλληνικό, ἐρυθρὸ καθὼς καθημαγμένο, προσπαθήσαμε κι’ ἐμεῖς μὲ τὶς ὅποιες δυνάμεις μας νὰ τιμήσουμε, βάζοντας ἕνα μικρὸ λιθαράκι ποὺ πέρα ἀπὸ τὴ συγχρονία, τὸ παρόν, εὐχόμαστε νὰ ἀποτελέσει διαχρονικὴ παρακαταθήκη γιὰ τὸ μέλλον ‒ τὶς νέες γενιὲς Ἑλλήνων, τὶς νέες γενιὲς ἐλεύθερων ἀνθρώπων.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

Νέα Ἰωνία, 13 Ὀκτωβρίου 2021

Δύο κείμενα για την ανθολογική έκδοση «Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά!…» (1/2)

του ΞΑΝΘΟΥ ΜΑΪΝΤΑ

Το να συνεορτάσουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 χωρίς καμία επίμονη ματιά στη σημερινή κοινωνία μας, μόνο ως φολκλόρ και γελοιότητα μπορεί να ακουστεί. Αν και αυτό δεν απέχει πολύ από παλαιότερες αλλά και σημερινές κυβερνητικές επιλογές.

Δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες που οι εορταστικές εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου είχαν αποκλειστικά τον χαρακτήρα της εθνοπατριωτικής υποκρισίας, όπου οι μετεμφυλιοπολεμικοί ηγέτες του τόπου στις βροντώδεις ανοησίες τους μαγάριζαν, όταν έπιαναν στο στόμα τους, καί το Έθνος των Ελλήνων καί την πτωχή Πατρίδα. Και φυσικά το άλλο άκρο καιροφυλακτούσε. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης και της ευτυχισμένης μας ένταξης στην Ευρώπη, με την υπόσχεση της καταναλωτικής ευμάρειας , ήρθαμε αντιμέτωποι με το αντιδιαμετρικό αίσχος. Εθνοαποδόμηση αντί για εθνοπατριωτισμό. Στο σωρό της αποδομητικής επιχειρηματολογίας τους, το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο αλλά όχι το μόνο, εμφανίζεται με το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού και την ιδιαίτερη αναφορά του στο ’21. Αντί λοιπόν για κριτική σκέψη, αντί για συνεχή θεώρηση και αναθεώρηση, αντί για τίμια στάση απέναντι στο γεγονός μιας μεγάλης επανάστασης, είχαμε την ευκολία της αποδόμησης. Μαζί στην προσπάθεια αυτή υπήρξαν οι νεοφιλελεύθεροι μιμητές ό,τι ξένου και οι δήθεν προοδευτικοί του θολού διεθνισμού. Απόπειρα τελικά, μιας αεθνικής πολιτικής που έδειχνε να συγκλίνει με οτιδήποτε άνοιγε, χωρίς όρους και όρια, σύνορα και πόρτες στα επαχθέστερα των σύγχρονων συμφερόντων. Η Δημοκρατία αναιρούταν μέσα στην ίδια την Δημοκρατία. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, κάθε χρόνο γιορτάζαμε την ημέρα της Εθνικής Παλιγγενεσίας.

Ναι. Να συνεορτάσουμε και να τιμήσουμε όλοι οι Έλληνες τη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση στη διακοσιοστή επέτειό της. Χωρίς όμως να κλείνουμε τα μάτια στη βαθύτατη παρακμή της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Πολλά τα δεινά που έχουμε να μετρήσουμε στην πορεία μας σήμερα. Πολιτικά είμαστε προσαρμοσμένοι, για την ακρίβεια δεμένοι, στην εξάρτηση. Μάλιστα οι κυρίαρχες πολιτικές ελίτ, με εντυπωσιακό εθελοντισμό, υπακούν σε μια τέτοια κατεύθυνση. Ο Ελληνισμός συρρικνώνεται, ακόμη και πολιτιστικά, εκεί όπου είχε μέχρι και πρόσφατα το πλεονέκτημα. Ο μιμητισμός του ευρωπαϊκού ή αμερικάνικου τρόπου πήρε τη θέση του παλαιού δημιουργικού κοσμοπολιτισμού των Ελλήνων της διασποράς. Και οι “ποικίλες δράσεις των στοχαστικών προσαρμογών”, ίδιον κατά τον Καβάφη του Ελληνισμού, εξαφανίστηκαν δίνοντας ό,τι πιο άχρωμο και άοσμο στον σημερινό κόσμο μας, τον νεοελληνικό του 21ου αιώνα. Συγχρόνως φέραμε βαρέως στις πλάτες μας και με κάθε τρόπο αρνηθήκαμε την παράδοσή μας, τη σημαντικότερη ίσως στον κόσμο. Έτσι βολευτήκαμε στη νωθρότητα και αγκαλιάσαμε σαν ξιπασμένοι επαρχιώτες ό,τι ξένο. Καμία δημιουργική στάση, καμία σύνθεση, μόνο μιμητισμός. Όμως η συρρίκνωση του Ελληνισμού γίνεται ακόμα πιο φανερή στις ημέρες μας, όταν δούμε τα δημογραφικά στοιχεία. Κάθε χρόνο μειωνόμαστε με τέτοιο τρόπο που ισοδυναμεί με την απώλεια μιας πόλης όπως η Καλαμάτα και δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τι θα είναι αυτό που θα ανατρέψει μια τέτοια δημογραφική διολίσθηση, η οποία δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τι θα επιφέρει σε πενήντα με ογδόντα χρόνια.

Μ’ αυτά τα δεδομένα, αλλά με γνώση και φρόνηση, με τα μάτια ανοιχτά και την ψυχή σε βρασμό, να εορτάσουμε και να συνεορτάσουμε την 25η Μαρτίου. Και ας αγκαλιάσουμε το μήνυμα που δίνει ένα από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά γεγονότα του 19ου αιώνα. Πως η Ελευθερία μόνο με την κόψη μετριέται του σπαθιού την τρομερή.

Το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος ‒ Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης με την ευγενική χορηγία και συνεργασία της Τράπεζας Πειραιώς αποφάσισε τη συμμετοχή στον εορτασμό της εθνικής παλιγγενεσίας με την πραγμάτωση ανθολογίας ποιημάτων που έχουν ως πηγή έμπνευσης το 1821. Έτσι αξιωθήκαμε σήμερα να δώσουμε στο αναγνωστικό κοινό την ανθολογία μας που φέρει τον τίτλο : Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά! Ο Αγώνας του 1821 στην Ελληνική και Ξένη Ποίηση.

Όμως ποιος είναι ο λόγος της ποίησης για ένα τόσο μεγάλο ιστορικό γεγονός, γιατί επελέγη από εμάς στην επετειακή μας κατάθεση, και τι μπορεί να αρθρώσει η ποίηση όταν στέκεται απέναντι στο 1821;

Βαθύτατη πεποίθησή μας είναι πως η ποίηση, μετά το μεγαλειώδες γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης, μετράει και αποτυπώνει τον βαθύ πόθο της ελευθερίας με το ανάστημα του θανάτου, και τότε γίνεται γνήσια, αιχμηρή, παρηγορητική και απελευθερωτική. Γίνεται η έκφραση του αγωνιζόμενου έθνους αποκαλύπτοντας το τρομερό πρόσωπο του εξαίσιου εγχειρήματος. Η επιβεβαίωση έρχεται ήδη από τους πρώτους στίχους του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν»: «Σε γνωρίζω από την κόψη / του σπαθιού την τρομερή, / σε γνωρίζω από την όψη / που με βία μετράει τη γη».

Προς τον σκοπό αυτό, έγινε ανάθεση σε δύο εξαίρετους νέους φιλολόγους, οι οποίοι διερεύνησαν, με τη στήριξη όλων μας, τα ελληνικά και ξένα ποιητικά πράγματα και έκαναν την επιλογή, την καταγραφή και τον εκτεταμένο σχολιασμό του υλικού. Τα ευρεθέντα τεκμήρια —άλλοτε γνωστά ποιήματα της δημοτικής και λόγιας ελληνικής γραμματείας, άλλοτε σπάνια μικρά αριστουργήματα, σχεδόν χαμένα στα άδυτα του ποιητικού μας χρυσωρυχείου— καθώς και η ξένη ποίηση, έκφραση του φιλελληνικού κινήματος συνθέτουν τον παρόντα τόμο.

Ας μου επιτραπεί, χωρίς οι αμφιβολίες να βαραίνουν τον σχολιασμό μου, να εικάσω πως το βιβλίο μας, που αποτελεί ταπεινή απότιση φόρου τιμής στους ανθρώπους, Έλληνες και Ξένους, που αγωνίστηκαν για την Ελευθερία της Ελλάδας, θα μακροημερεύσει, θα το αγκαλιάσουν πολλά χέρια και πολλές ματιές, θα συγκινήσει μελλοντικές γενιές. Έτσι το χαρίζουμε σήμερα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με την ελπίδα πως έστω και λίγο μπορεί να προσφέρει στη σκέψη και να συγκλονίσει την ψυχή των συμπολιτών μας. Και ίσως κάτι να θυμίσει, που αν ξεχαστεί θα μας πονέσει.

Θα ήθελα από τη θέση αυτή να εκφράσω θερμές ευχαριστίες στην Τράπεζα Πειραιώς και ιδιαίτερα στον πρόεδρό της κ. Γιώργο Χατζηνικολάου. Σε όλα τα μέλη του ΔΣ του Ιδρύματος, κι ιδιαίτερα στον Γιάννη Πατίλη, που είχε την αρχική έμπνευση καθώς και σημαντικό μέρος του σχεδιασμού, στον Κώστα Κουτσουρέλη που στάθηκε καίριος στις κρίσιμες στιγμές της δημιουργίας του έργου μας, στις κυρίες Λίλιαν Αθυμαρίτου και Αναστασία Κλάρα , στον Γιώργο Ζεβελάκη και στον Στέλιο Χαραλαμπόπουλο, καταθέτω την ευγνωμοσύνη μου. Στην ποιήτρια και ζωγράφο Ηρώ Νικοπούλου για τα κοσμήματα , στην βιβλιοθηκονόμο μας κ. Νούλα Κουκίδου και στον Μάνο Κουμή τις ευχαριστίες όλων μας. Ευχαριστίες στον φιλόλογο και ποιητή Συμεών Σταμπουλού, και στον ηθοποιό και σκηνοθέτη Πολύκαρπο Πολυκάρπου για την πολύτιμη προσφορά τους. Ευχαριστίες στον Δήμο της Νέας Ιωνίας που εδώ και 25 χρόνια μας στηρίζει ηθικά και υλικά σε κάθε μας βήμα. Αφήνω στο τέλος τον φιλόλογο και ποιητή, ανθολόγο, επιμελητή και σχολιαστή. Είναι ο δημιουργός του παρόντος πονήματος, του βιβλίου μας. Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλουμε στον ξεχωριστό φίλο και συνεργάτη μας Θανάση Γαλανάκη.

ΞΑΝΘΟΣ ΜΑΪΝΤΑΣ

Νέα Ιωνία, 13 Οκτωβρίου 2021