*
σὐγχρονη ελληνική ποίηση
Κατακόμβες
*
του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ
~.~
Ο ΔΗΜΑΣ ΓΡΑΦΕΙ
Ονήσιμε ακριβέ
το πήρα απόφαση· δεν τους αντέχω τους θεούς τους.
Τρελοί, σκληροί και πόρνοι και δεν ξέρω τι
και κάτι τάχα μου ήρωες – θες να σου πω;
Χθες λέγανε για μια που σκότωσε
τα αθώα παιδιά της· τότε ξεμυτίζει
–την ώρα της φριχτής εκείνης φρίκης–
κάποιος «Ορέστης», ξεπαστρεύει μερικούς
και πάλι πάμε απ’ την αρχή.
(Ψέματα δεν θα πω, τον Γιάννη
δεν τον πολυκαταλαβαίνω. Τον Ματθαίο
καλύτερα. Θα μου εξηγείς κι εσύ.)
Θεοί να σου πετύχουν,
γυμνοί γυμνοί κι εδώ κι εκεί
μυρίζουν λες τα μάρμαρά τους σάρκα
κι από τα στόματα τα ακίνητα θαρρείς
–ακούς;– μελωδικοί σκοποί θα βγουν· (περισσότερα…)
Δίπτυχο
*
A. CHECKLIST
Θυμίζω :
1 . Τα Αντικαρκινικά από το φαρμακείο του ΕΟΠΠΥ. Μου τελειώνουν. Μην μπερδευτείς, έχει αλλάξει το όνομα, τώρα μου γράφουν τα γενόσημα. Ό,τι λέει στην άυλη. Μέχρι να γίνω άυλη κι εγώ.
Συγγνώμη. Το ξέρω. Το υποσχέθηκα.
2 . Το Απομονωτήριο Λοιμυπόπτων Ζώων, του Σινιόσογλου (γράφει νουβέλες τώρα, ζήλεψε κι αυτός), από το βιβλιοπωλείο. Και τα καινούργια ποιήματα του Τσόκου και του Κουτσουρέλη. Κίχλη επίσης. Θα τους πλουτίσουμε.
3 . Μια μερέντα από το μίνι μάρκετ. Μην αρχίσεις πάλι, μου αρέσει.
4 . Να δεις για το εισιτήριο και το διαμονητήριο. Φεύγεις σε λίγο, μην τ’ αργείς. Θυμάσαι τι έγινε την άλλη φορά. Ακόμα, σημείωσέ το από τώρα: καμιά φωτογραφία από μαρμαροθέτημα θέλει η Κατερίνα, για το περιοδικό. Δεν την αφήνουνε να πάει, αλλ’ αυτή εκεί. Τέλος πάντων.
5 . Το πιο σημαντικό: Το χάπι της επόμενης ημέρας (Ellaone ή Norlevo, όποιο βρεις) από το φαρμακείο στη γωνία. Για την κυρία Μυρτώ πες, αν λείπει η Βάσω κι είναι το χαζό. Έχω συνεννοηθεί. (περισσότερα…)
«Όστια» και άλλα ποιήματα
*
ΟΣΤΙΑ
Κόπιασα – ανήγγειλε στο απέραντο δωμάτιο· κόπιασα πολύ
τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές
– μια απόπειρα να πείσει ή να επιπλήξει
ίσως με στόχο πάνω απ’ όλα τον εαυτό του –πέρασα τριάντα έτη συναπτά
– ολόκληρο, δηλαδή, το απόγευμα –
βλέποντας τις κερασιές
στα μάγουλά μου να φυλλορροούν
θρέφοντας του δειλινού τα ολοκαυτώματα
δίχως να Τους δώσω τη χαρά
ενός καν μορφασμούεπιστράτευσα, αντιθέτως,
όλη μου την εγκράτεια να μη δω
τον ταριχευτή χρόνο να περνά
αργά μα σταθερά
μ’ ασήμι τα μαλλιά μου
– επένδυση αδρή
στο τρόπαιο που θα γίνω
στο σαλόνι τουμα πάνω απ’ όλα έβαλα τα δυνατά μου
να κατεβάσω ως τα θεμέλια του οισοφάγου μου
κείνο το «έχει ο Θεός» που σαν όστια
έσπρωξε στο πληγιασμένο στόμα μου
το κορίτσι με τα διάφανα, ακαταλόγιστα χέρια
– αφόρητα λίγη μου,
απέθαντη ελπίδα –
όταν στα χιλιάδες δέντρα
που φύτεψα χθες
είχαν ως το πρωί
φυτρώσει ή κρεμαστεί
ισάριθμες φθαρμένες σαμπρέλες
να κάνει κούνια
επάνω από τις τέφρες των ονείρων μου
– θυμίζοντας το καθρεφτάκι
όταν μας μούτζωναν παιδιά,
μανούλα στον νόμο του μπούμερανγκ –
μ’ αναγνωριστικό στο μπράτσο του
άστρο εβραϊκό
ένα κεφαλαίο Θήτα
ο Μέγας Ενεχυροδανειστής./// (περισσότερα…)
Πατησίων και Στουρνάρη γωνία

*
Πατησίων και Στουρνάρη γωνία
Μνήμη Άλκη Αλκαίου
Αυτή η γωνιά έχει δει τα πάντα:
Εγγλέζους αλεξιπτωτιστές μεταγωγικά
οικοδόμους και ξηλωμένα πεζοδρόμια καναδέζες
τον Γιάννη Ξενάκη με πυροβόλο υποβρύχια
χαρτοπαίκτες μοναχικούς με βαλίτσες μολότοφ
άρματα μάχης μηχανικούς ρολογιών
επομένως – τι να λέμε τώρα – η γωνιά αυτή
έχει αιμορραγήσει ιστορία.
Ίσως έτσι να εξηγούνται οι χιονοπτώσεις,
τα χαμηλά βαρομετρικά / που όποτε περνάω από κει,
ξυπνούν οι αθάνατοι
και ξαναγινόμαστε
φίλοι από τα παλιά, σκάβουμε σκοτάδι
αρχίζουμε τα συνθήματα
και κάτι αρματωμένοι μας πλακώνουν στα μήλα
ή που μέσα σε λυπημένα όνειρα εμφανίζεται
η χοντρή παλάμη του Θάνου πάνω
στο λείο μάγουλο του Δημήτρη:
«όταν σου λένε για σύννεφα πρόσεχε
πόσο βαθιά ποντάρεις το χέρι σου» (περισσότερα…)
Γιώργος Μπλάνας, Σωκράτους απολογία
Γιώργος Μπλάνας (17.07.1959 – 18.02.2024)
///
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Δεν ξέρω αν σας έπεισαν τα λόγια τους,
εγώ όμως παραλίγο να ξεχάσω ποιος είμαι και τι θέλω εδώ.
Η αλήθεια είναι πως μαγείρεψαν σωστά τις λέξεις, τις προτάσεις τους,
και θα μπορούσα να μείνω απόλυτα ικανοποιημένος
από το αποτέλεσμα, αν το ψέμα δεν ήταν πάντα κάπως δυσκολοχώνευτο
—ιδίως όταν συνοδεύεται από κάποια υπερβολή στην μουσικότητα.
Εν πάση περιπτώσει, έχω γερό στομάχι. Κι έτσι πρέπει.
Αν ξερνούσα εδώ μπροστά σας την βλακεία τους,
θα ήταν οπωσδήποτε χαμένοι. Προχωρώ,
λοιπόν, και παραδέχομαι πως είπαν μία τουλάχιστον αλήθεια:
τα πάω πολύ καλύτερα απ’ αυτούς με την μαγειρική των λέξεων, γι’ αυτό
πανικοβλήθηκαν, και τώρα ακόμη ιδρώνουν πάνω απ’ τα τζετζερέδια τους,
θαρρώντας πως είναι στο έλεος μου. Μεταξύ μας, δεν έχουν άδικο. (περισσότερα…)
Κακοτράχαλος τόπος το χτές
*
Κακοτράχαλος τόπος το χτές
Κακοτράχαλος τόπος το χτές.
Ξεκινάω με τα πρώτα κοκόρια
την ανάβαση. Μόνος-μου. Λές
εγώ να μήν ξέρω απο ζόρια;
Ζωντανεύει, γλιστράει το ραβδί
σάν φίδι, μου φεύγει απ’ το χέρι
κι απο μόνο-του πιά μ’ οδηγεί
στο κρυφό μονοπάτι που ξέρει.
Μα στο τέλος του δρόμου, ψηλά,
στη σιγή που γεννάει παγετώνες
κάποιο ακούραστο χέρι κυλά
μία μία τις μεγάλες κοτρώνες
προς το μέρος-μου. Βοήθεια! Ξανά
και ξανά με σβελτάδα στην άκρη
πηδάω, κι απο δίπλα περνά
του βουνού το πέτρινο δάκρυ.
Πόνος ξάφνου. Αγωνία. Κραυγές
και στα μέλη ενα αβάσταχτο βάρος.
Τα παπούτσια-σου δέσε και βγές
να με σώσεις. Ή σου λείπει το θάρρος;
///
Το κουκλί
Σάν να μήν έφταναν όλα,
νά το κλαμένο κουκλί.
«Σπάσε το κρύσταλλο κι έλα»
μοιάζει να παρακαλεί,
«έλα να παίξουμε ξύλο.»
«Ξύλο; Μαζί-σου; Τί λές;
Με σένα, γλυκούλι-μου, θέλω
χάδια, φιλιά κι αγκαλιές.»
Πάνω στο γυάλινο ράφι
κλαίει, όλο κλαίει το κουκλί
κι η ταμπελίτσα-του γράφει:
«Γιατί να με λέν Ηρακλή;»
/// (περισσότερα…)





