Συμεών Σταμπουλού

Γιάννης Πατίλης: Τὸ εἴδωλο τοῦ θραύσματος

*

τοῦ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

~.~

Ἡ ποίηση εἶναι λύσις συνεχείας τοῦ πνεύματος
(περίπου ἔτσι ὁ Νίκος Καροῦζος)

Μαντόρλα – ἀμύγδαλο – Mandel – Mandelstamm

Στὸ ἀμύγδαλο –τί στέκεται στὸ ἀμύγδαλο;
Τὸ Τίποτα.
Τὸ Τίποτα στέκεται στὸ ἀμύγδαλο.
Στέκεται καὶ στέκεται

Ἀπόσπασμα ποιήματος τοῦ Πάουλ Τσέλαν ἀπὸ τὴ συλλογὴ Die Niemandsrose (Τοῦ Κανενὸς τὸ ρόδο, 1963), γραμμένου στὶς 23.5.61.

Πενήντα τρία ποιήματα, αὐστηρὰ χρονολογημένα: 3 Μαρτίου 1959-Μάρτιος 1963. Κλειδί τους τὸ ἀμύγδαλο (Mandel, Mandorla), ἡ ἀμυγδαλιά. Αὐτὸ βρίσκεται καὶ στὸ ὄνομα τοῦ πιὸ ἀκριβοῦ φίλου τοῦ Τσέλαν, τοῦ σπουδαίου ποιητῆ Ὀσὶπ Μαντελστάμ: κορμὸς τοῦ ἀμύγδαλου, ἀμυγδαλιά. Ἀλλὰ δὲν θὰ φτάσουμε ὣς ἐκεῖ, τὸ κεφάλαιο εἶναι τεράστιο. Τὸ μοτίβο ὑπάρχει καὶ στὴ συλλογὴ τοῦ 1952 Mohn und Gedächtnis (Ἀφιόνι καὶ μνήμη), στὸ ποίημα «Μέτρα τ᾽ ἀμύγδαλα»:

Μέτρα τ ἀμύγδαλα,
μέτρα αὐτὸ ποὺ ἦταν πικρὸ καὶ σὲ κράτησε ξύπνιο,
μέτρα κι ἐμένα σ᾽ αὐτά […] 

Βρισκόμαστε στὰ πρῶτα μεταπολεμικὰ χρόνια. Στὴν ἀρχὴ τοῦ τραύματος ποὺ δὲν θὰ κλείσει ποτέ. Γιὰ τὸν Τσέλαν τὰ «ἀδειανὰ μάτια», τὸ κενὸ ποὺ χάσκει ἀπέναντι στὸ Τίποτα, ἔχουν τὸ σχῆμα τοῦ ἀμύγδαλου∙ τὰ πετρωμένα, ἀμυγδαλωτὰ μάτια, μὲ τὸ ἀμυγδαλωτό τους δάκρυ, σὰν τὸν σκληρὸ φλοιὸ τοῦ ἀμύγδαλου, τοῦ ἀδειανοῦ, χωρὶς καρπό, ἀμύγδαλου. Τώρα γνωρίζουμε ὅτι λίγα χρόνια μετὰ (1970) ὁ ποιητής ἔδωσε τέλος στὴ ζωή του ἔχοντας ἀντικρύσει στὸ κάτοπτρο τοῦ ἀμύγδαλου καὶ τὸ δικό του κενό. Ὅμως αὐτὸ τὸ κενὸ ἔκρυβε περισσότερα ἀπὸ ὀκτακόσια ποιήματα-λαμπηδόνες ἀνθηρῆς ἀμυγδαλιᾶς. (περισσότερα…)

«Μὲ γέννησαν ἡ Ζούρτσα καὶ τὸ Ἀργοστόλι»: Τάσος Γαλάτης (1937-2025)

*

του ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

~.~

«Γεννήθηκα στὸ Ἀργοστόλι τῆς Κεφαλλονιᾶς στὶς 8 Δεκεμβρίου 1937, μιὰ ἐποχὴ δύσκολη καὶ ἐπικίνδυνη γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν Εὐρώπη. Ἄλλωστε εἶχαν προηγηθεῖ ὁ ἱσπανικὸς ἐμφύλιος πόλεμος καὶ οἱ Δίκες τῆς Μόσχας. Τὰ πάντα ἔδειχναν ὅτι ὅσα θὰ ἐπακολουθοῦσαν δὲν θὰ ἦταν αἰσιόδοξα.

Ἤμουν κιόλας ἑπτὰ χρονῶν ὅταν διαδραματίστηκαν τὰ Δεκεμβριανὰ καὶ ἀκολούθησε ὁ ἐμφύλιος σπαραγμός. Σ᾿ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν περίοδο, ἀμέσως μετὰ τὰ Δεκεμβριανὰ ἡ οἰκογένειά μου ἐγκαταστάθηκε στὴν Καλογραίζα ὅπου ζήσαμε ὣς τὰ δεκαέξι μου χρόνια, ὁπότε μετακινηθήκαμε σὲ ἄλλες γειτονιὲς τῆς Νέας Ἰωνίας καὶ τοῦ Νέου Ἡρακλείου. Νωρίτερα κάπως εἶχα ἀρχίσει νὰ ἀνακαλύπτω τὴν ποίηση παρακολουθώντας φανατικὰ τὸ Ἑλληνόπουλο καὶ τὸν Θησαυρὸ τῶν παιδιῶν, τὰ δύο περιοδικὰ ποὺ στήριξαν τὰ παιδικά μας χρόνια καὶ τὴν ἐφηβεία μας. Ἂς προσθέσω σ᾿ αὐτὰ καὶ τὸ Σπίτι τοῦ παιδιοῦ. Τί ἦταν ὅμως ἡ ποίηση γιὰ μένα; Χρειάστηκε νὰ περάσει καὶ ἄλλος καιρὸς γιὰ νὰ συνειδητοποιήσω τὴ σημασία της, τὴν ἀξία καὶ τὴν ἀποστολή της. Στὴν πρώτη μου συλλογὴ προτάσσω ἕνα πολύστιχο κάπως ποίημα μὲ τὸν τίτλο «Στὸ Λαβύρινθο». Ἐκεῖ χρησιμοποιώντας ὡς σύμβολο τὸν Μινωϊκὸ Λαβύρινθο ἀπὸ τὸν ὁποῖο βγῆκε σῶος ὁ Θησέας χάρη στὴ βοήθεια τῆς Ἀριάδνης, θέλησα νὰ δώσω μιὰ εἰκόνα τῆς ἐποχῆς μας. Ὁ Λαβύρινθος εἶναι ὁ σύγχρονος κόσμος καὶ ἡ Ἀριάδνη μιὰ ἀπὸ τὶς μεταμορφώσεις τῆς ποιήσεως. Σ᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ στιχούργημα ἀκούγεται ἡ φωνή

Δὲν θὰ ξαναγυρίσεις πιά
δὲν θὰ ξαναγυρίσεις
εἶσαι ὁ ποιητής.

Ἡ προειδοποίηση αὐτὴ στάθηκε προφητική, ἀφοῦ γιὰ πάντα ἔμεινα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ χαλάσματα μὲ τὰ παγωμένα βλήματα. Στὰ ἑπόμενα βιβλία μου ἡ φωνὴ αὐτὴ ἄλλοτε ἀπειλητική ἄλλοτε παρηγορητική, ἐπίμονη πάντα μὲ συνοδεύει μέχρι σήμερα καὶ στὶς ἑπόμενες συλλογές μου.

Ὡστόσο ἐπιθυμῶ πέρα ἀπὸ τὶς προσωπικές μου ἐμπειρίες νὰ μνημονεύσω τὸ ἀνθρώπινο περιβάλλον ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς φίλους μου. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλους τὸν συμμαθητή μου Δαμιανὸ Κοκκινίδη, τὸν βιβλιογράφο τοῦ ζεύγους Roger [καὶ Τατιάνας] Milliex. Ἦταν ὁ Δαμιανὸς ποὺ μὲ παράσυρε σ᾿ ἕνα ἀτέλειωτο κυνηγητὸ γνωστῶν τότε ποιητῶν καὶ λογοτεχνῶν. Στὴν Νέα Ἰωνία ζοῦσε κι ἔγινε ὁ στενότερος φίλος μας ὁ ποιητὴς Χρῖστος Ρουμελιωτάκης ποὺ χάσαμε πρόσφατα, ὁ σκηνοθέτης καὶ πεζογράφος Γιῶργος Μιχαηλίδης, ὁ ζωγράφος, ἀρχιτέκτονας καὶ ποιητὴς Νίκος Γαζέπης καὶ ἄλλοι ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸν πνευματικὸ κόσμο τῆς Νέας Ἰωνίας καὶ στάθηκαν ὁδηγητές μας. Πρέπει νὰ ἀναφέρω τὸν σπουδαῖο ποιητὴ Τάκη Σινόπουλο, τὸν σημαντικὸ λόγιο Νίκο Μηλιώρη, τὸν ποιητὴ τῶν Λιμανιῶν Χρῖστο Καμπούρογλου, τὸν ζωγράφο Βάσο Βασιλειάδη, τὸν γιατρὸ καὶ συγγραφέα Βάσο Βογιατζόγλου καὶ ἀνάμεσα σὲ ὅλους τὸν ποιητὴ Δημήτρη Δούκαρη ποὺ χάθηκε πρόωρα μόλις δέκα χρόνια μεγαλύτερός μας. (περισσότερα…)

Paul Celan, Ὁδοιπορικὸ πρὸς τὸ ποίημα μετὰ τὸ Ὁλοκαύτωμα

*

 τοῡ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

Ἀμύγδαλο

Στὸ ἀμύγδαλο – τί στέκεται στὸ ἀμύγδαλο;
Τὸ Τίποτα.
Τὸ Τίποτα στέκεται στὸ ἀμύγδαλο.
Στέκεται καὶ στέκεται.
[…]
Καὶ τὸ μάτι σου – ποῦ στέκεται καὶ κοιτάζει τὸ μάτι σου;
Τὸ μάτι σου στέκεται ἀπέναντι στὸ ἀμύγδαλο.
Τὸ μάτι σου στέκεται ἀπέναντι στὸ Τίποτα.
[…]
Ἀνθρώπινε βόστρυχε, δὲν θὰ γκριζάρεις ποτέ.
 Ἀμύγδαλο ἀδειανό, βασιλικὸ γαλάζιο.

[Die Niemandsrose (Τοῦ Κανενὸς τὸ ρόδο), 23.5.61]

Αὐτὸς ποὺ στέκεται ἀπέναντι, εἶναι ἕνας ποιητής. Tραγουδᾶ προσηλώνοντας τὸ βλέμμα στὸ ἴχνος τοῦ Θεοῦ ποὺ τράπηκε σὲ φυγή. Ἐπειδὴ στὸ μεταξὺ συνέβη μία τερατωδία, καὶ αὐτός, ὁ ἐπιζήσας, προσηλώνει τὸ βλέμμα του στὸ ἀδιάψευστο ἴχνος, γιὰ νὰ καταγράψει τουλάχιστον αὐτὸ τὸ ἴχνος, ἀφοῦ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν μάρτυρα. Ὁ ποιητὴς στέκεται ἀπέναντι. Στέκεται ἀπέναντι στὸ ἀμύγδαλο. Ἀπέναντι στὸ Τίποτα, στὸ ἀδειανὸ ἀμύγδαλο. Στέκεται καὶ σκέφτεται ὅτι τὰ μαλλιὰ τῆς μητέρας του δὲν θὰ γίνουν γκρίζα.

Σκέφτεται ὅτι στὴ γλώσσα του μνήμη καὶ στοχασμός, προσευχὴ καὶ ἐνθύμηση, εὐχαριστία καὶ κατάνυξη εἶναι περίπου συνώνυμα. Denken καὶ danken, Andenken, eingedenkt sein καὶ Andacht – πηγάζουν στὴ γλώσσα του ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα. Ὅμως δὲν ὑπάρχει λέξη γι᾿ αὐτὸ ποὺ συνέβη. Αὐτὸς ἔχει στὸ στόμα του μόνο τὸ Kaddish, τὴν προσευχὴ τοῦ μικροῦ Ἑβραίου, τοῦ μικροῦ ὀρφανοῦ Ἑβραίου ποὺ προσεύχεται στοὺς πεθαμένους γονεῖς του. Προσεύχεται καὶ προσεύχεται. Δίπλα τους εἶναι ὁ Θεός. Εἶναι κοντὰ ὁ Θεός. Ὁ μικρὸς Ἑβραῖος τοῦ στέλνει ποιήματα-Kaddish: (περισσότερα…)

Βίλχελμ Μύλλερ, Τὸ χειμωνιάτικο ταξίδι


*

Εἰσαγωγὴ – Ἐπιλογὴ
ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

Ὁ Wilhelm Müller (1794-1827), κορυφαῖος Γερμανὸς φιλέλληνας, ὑμνητὴς τοῦ Εἰκοσιένα, ποιητής, μεταφραστὴς στὴ γερμανικὴ γλώσσα τῆς συλλογῆς ἑλληνικῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν τοῦ Κλὼντ Φωριέλ, ἔγραψε καὶ δημοσίευσε τὸν κύκλο ποιημάτων Τὸ χειμωνιάτικο ταξίδι (Die Winterreise) σὲ δύο περιόδους (1823-1824). Συνολικὰ εἴκοσι τέσσερα ποιήματα ποὺ μελοποιήθηκαν ὅλα ἀπὸ τὸν Φρὰντς Σοῦμπερτ τὸ 1827. Οἱ χρονολογικές, ἢ μᾶλλον, ἡμερολογιακὲς λεπτομέρειες τῆς σύνθεσης εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ συγκινητικὲς στὴν ἱστορία τῆς μουσικῆς. Ὅπως ἀναφέρει σὲ χειρόγραφο σημείωμα, ὁ Σοῦμπερτ καταπιάστηκε μὲ τὴ σύνθεση τῶν δώδεκα πρώτων ποιημάτων τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1827, καὶ μὲ τὸ δεύτερο μέρος ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ μέχρι τὸ τέλος Ὀκτωβρίου τῆς ἴδιας χρονιᾶς. Ὁ Μύλλερ, βαριὰ ἄρρωστος στὴ γενέτειρά του, τὸ Ντεσσάου, πέθανε στὶς 20 Σεπτεμβρίου, πιθανότατα χωρὶς νὰ πληροφορηθεῖ τὸ συνθετικὸ ἐγχείρημα τοῦ Σοῦμπερτ καὶ φυσικὰ χωρὶς νὰ ἀκούσει τὶς μοναδικὲς στὴν ἱστορία τῆς μουσικῆς, καὶ τοῦ ρομαντισμοῦ εἰδικότερα, συνθέσεις.

Ἦταν 33 χρόνων. Εἴκοσι μέρες ἀργότερα ἔγινε ἡ ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου (20 Ὀκτωβρίου 1827) ποὺ σήμανε γιὰ τοὺς Ἕλληνες τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγό. Ὁ Μύλλερ εἶχε γράψει καὶ δημοσιεύσει περισσότερα ἀπὸ πενῆντα λῆντερ (ὅπως τὰ ὀνόμαζε), τὰ πασίγνωστα πλέον GriechenliederLieder der Griechen, φόρο τιμῆς στὸν ἀγώνα. Τὰ τέσσερα τελευταῖα γιὰ τὴν Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Ὁ Σοῦμπερτ, ἄρρωστος ἤδη ἀπὸ τὸ 1823, πέθανε ἕνα χρόνο ἀργότερα, στὶς 19 Νοεμβρίου 1828. Ἦταν 31 χρόνων. Ὁ ποιητὴς καὶ ὁ συνθέτης (ποὺ δὲν εἶχαν γνωριστεῖ προσωπικὰ οὔτε συναντηθεῖ) συναντήθηκαν μέσα ἀπὸ τὴν τέχνη τους. Τὰ τραγούδια τοῦ Σοῦμπερτ συγκινοῦν, καὶ θὰ συγκινοῦν στοὺς αἰῶνες, ὅπως συνέβη στὴ πρώτη παρουσίαση τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1828 στὴν Βιέννη, καὶ πάλι (δύο μῆνες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συνθέτη) τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1829.

Ποιήματα-τραγούδια τῆς περιπλάνησης, τοῦ ἀπεγνωσμένου ἔρωτα καὶ τῆς βύθισης στὴ μελαγχολία. Στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, ἀναπόφευκτη κατάληξη, ἡ αὐτοκτονία. Εἴκοσι τέσσερα λιτά, ἔμμετρα, μὲ πλεκτὴ κατὰ βάση ὁμοιοκαταληξία καὶ πλούσια σὲ εἰκόνες καὶ ἀποχρώσεις γλώσσα. Κατὰ ἕναν τρόπο ἀποτελοῦν τὴν ποιητικὴ ἐκδοχὴ τῆς πορείας τοῦ Βέρθερου τοῦ Γκαῖτε (Τὰ πάθη τοῦ νεαροῦ Βέρθερου, 1774-1787), στὸ μυθιστόρημα μαθητείας ποὺ ἄνοιξε τὸν δρόμο στὸν γερμανικὸ ρομαντισμό.

Μὲ τὸν ἴδιο ἀριστουργηματικὸ τρόπο ὁ Σοῦμπερτ εἶχε μελοποιήσει ἐνωρίτερα, τὸ 1823, τὸν ὁμόθυμο ποιητικὸ κύκλο τοῦ Μύλλερ Ἡ ὡραία μυλωνού, γραμμένον τὸ 1820 (μελοποιήθηκαν εἴκοσι ἀπὸ τὰ εἴκοσι πέντε ποιήματα). Ὅσο γνωρίζουμε, ὁ Μύλλερ δὲν εὐτύχησε νὰ ἀκούσει οὔτε αὐτὲς τὶς συνθέσεις ποὺ πρωτοπαίχτηκαν, καὶ μάλιστα στὸ βιεννέζικο κοινό, τρεῖς δεκαετίες ἀργότερα, τὸ 1856.

(περισσότερα…)

Hölderlin Reparatur

*

Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια
ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

«Μιὰ συντομία μου δυὸ λόγων»

Ἐπιδιόρθωση Χαίλντερλιν  ἢ  Ἐπισκευάζοντας τὸν Χαίλντερλιν. Πρῶτα ἕνας παράδοξος τίτλος ποιητικῆς συλλογῆς (Hölderlin Reparatur, Berlin Verlag, 2008), ἀλλὰ ἂς κάνουμε ὑπομονή. Οἱ πολλὲς παραδοξότητες βρίσκονται στὰ ποιήματα, τὶς λέξεις, τὶς φράσεις, τὶς εἰκόνες τοῦ ἐκκεντρικοῦ (μᾶλλον, ἔκκεντρου) διανοούμενου, θεατρικοῦ συγγραφέα, ἐπιμελητῆ ἐκδόσεων, ἀνθολόγου, ταξιδευτῆ καὶ πρὸ πάντων ποιητῆ, Gerhard Falkner, γεννημένου στὸ Σβάμπαχ τῆς Γερμανίας τὸ 1951.

Ἐπιδιορθώνεται ὁ Χαίλντερλιν; Αὐτὴ ἡ λατινογενὴς «Reparatur» ταιριάζει περισσότερο σὲ ἕνα διαταραγμένο λογισμικό, σὲ δημιουργικὴ τακτοποίηση τοῦ χάους (τιθασεύεται τὸ χάος;). Ὁ (κάθε) ποιητής, ἄλλωστε δὲν εἶναι πλέον πολλοί, προσπαθεῖ νὰ βάλει σὲ τάξη τὸ χάος τῶν λέξεων. Ἂν ὁ Χαίλντερλιν εἶδε τοὺς μίζερους, μικρόψυχους καιρούς (πῶς ἀλλιῶς νὰ ἀποδώσουμε τὸ «dürftige Zeit»; ὁ Μητροπολίτης Χίου μοῦ ψιθύρισε: «ὀρφανούς), πῶς βλέπουν σήμερα οἱ καιροὶ τὸν ποιητή; Χρήζοντα ἐπισκευῆς; Αὐτὸ διατείνεται ὁ Φάλκνερ. Ἔχει πάρει μαθήματα ἀπὸ τοὺς σημειολόγους, τοὺς στρουκτουραλιστές, τὸν Ρολὰν Μπάρτ (μεσουρανοῦσε στὴν ἐφηβεία τοῦ ποιητῆ). Τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ διαμαρτύρεται (μὲ τὴ σωκρατικὴ εἰρωνικὴ προσχώρηση στὴ ρητορεία τοῦ συνομιλητῆ) γιὰ τὴν κυρίαρχη γλώσσα τῶν χρηστῶν τοῦ διαδικτύου (ἢ τοῦ διαδικτύου ποὺ τιθασεύει τοὺς χρῆστες). Τί σημαίνει αὐτὸ γιὰ τὸν Φάλκνερ; Τὴν πρόκληση μιᾶς ἀνάγνωσης τῶν καιρῶν του ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Ρομαντισμοῦ. Σκέφτεται ἕναν Χαίλντερλιν νὰ πληκτρολογεῖ σὲ Windows μὲ Times New Roman τὸν ὕμνο «Ἄρτος καὶ Οἶνος».

Πρόσχημα, ἢ ἄλλοθι, γιὰ μιὰ νέα προκλητικὴ ποιητικὴ δημιουργία. Ὁ Φάλκνερ ἐπικαλεῖται καὶ προσκαλεῖ (μαζὶ μὲ τὸν Ἐρημίτη τοῦ Τύμπινγκεν) ὅλα τὰ ποιητικὰ ὁρόσημα πρὶν καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτόν: Σαπφώ, Ὀρφέα, Μαλλαρμέ, Ρίλκε, Κλόπστοκ, Νοβάλις, Γκαῖτε, Μαίρικε, Τράκλ, Μπένν, Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, Τσέλαν, Μπάχμανν καὶ πολλοὺς ἀκόμη ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ προσέρχονται, ἢ ἄλλους ποὺ ἀδυνατώντας νὰ παραστοῦν (Γερτρούδη Στάιν, Χάινε, Σίλλερ) στέλνουν στίχους τους, γιὰ νὰ παρεντεθοῦν πλαγιωμένοι, ἀνολοκλήρωτα ποιήματα ποὺ θέλουν νὰ «ἐπιδιορθωθοῦν» στὴ δαιμόνια πέννα τοῦ Φάλκνερ.

Τὸ ἴδιο πλούσια εἶναι ἡ ἱστορική, μυθικὴ γεωγραφία τοῦ κύκλου ἀπὸ τὴν Κνωσὸ μέχρι τὸ Στάλινγκραντ, τὸ Heathrow, τὸν Ὄλυμπο, τὸ Neverywhere. Ποιητικὰ κείμενα ποὺ δοκιμάζουν ἀκόμη καὶ τὴν πολυμάθεια ἑνὸς Τζὼρτζ Στάινερ, μὲ γλώσσα πολυστρωματική, λεπτουργημένη καὶ κοινότοπη, ἐπιστημονικὴ καὶ γλώσσα τῆς διαφήμισης, τῆς σύγχρονης πληροφορικῆς, τῆς ἀναλυτικῆς φιλοσοφίας, τῆς τετριμμένης κουβέντας.

Τί ἄλλο νὰ ἐπιδιώκει ὁ πάντοτε ἀπρόβλεπτος Φάλκνερ; Ἴσως ἀκόμη τὴ βίαιη ἔξωση τοῦ Χαίλντερλιν ἀπὸ τὸν «πύργο» του, ὅπου μένει κλεισμένος δύο αἰῶνες, ἀντικείμενο λατρείας καὶ προσκυνήματος τῶν πιστῶν ποὺ ἐπισκέπτονται μὲ δέος τὸ φασματικό του ξόανο στὸ νέο μαυσωλεῖο τῆς ποίησης. Τὴν ἀρχὴ ἔκαναν οἱ Ναζιστὲς τὸ 1943, στὰ ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατό του, ὑψώνοντας στὸν τάφο του σβάστικες γιὰ τὸν ποιητὴ τῆς «πατρίδας» (Vaterland). Τὴ σκυτάλη πῆρε ὁ Χάιντεγγερ, ὁ ὑπόλογος φιλόσοφος, ὁ ἐπιτιμητὴς τῆς νέας τεχνολογίας, τῆς μεταπολεμικῆς Εὐρώπης. (περισσότερα…)

Ἀπὸ τὸν Γιὰν Σκάτσελ, μὲ διάμεσο τὸν Πάουλ Τσέλαν, στὸν Σωτήρη Γουνελᾶ

*

τοῦ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

Σωτήρης Γουνελᾶς,
Διάπλους,
Ἁρμός, 2016
[διάπλους: (ναυτικὸς ὅρος) ἡ διέλευση θαλάσσιας ἔκτασης ἢ πορθμοῦ μὲ πλωτὸ μέσο]

~.~

«Γιὰ νὰ γεννηθεῖ ἕνας στίχος, θὰ πρέπει νὰ ἔχεις δεῖ πολλὲς πολιτεῖες, πολλὰ πράγματα καὶ ἀνθρώπους, πρέπει νὰ γνωρίσεις τὰ ζῶα, νὰ νιώσεις πῶς πετοῦν τὰ πουλιά, νὰ ξέρεις τὴ χειρονομία ποὺ κάνουν τὰ μικρὰ ἄνθη ὅταν ἀνοίγουν τὸ πρωί […]. Πρέπει νὰ ἔχεις δεῖ ἀνθρώπους νὰ ξεψυχοῦν, νὰ ἔχεις ξενυχτίσει πεθαμένους σὲ κάποιο δωμάτιο μὲ ἀνοιχτὸ παράθυρο καὶ θυρύβους κατὰ διαστήματα. Ὅμως δὲν ἀρκεῖ νὰ ἔχεις ἁπλῶς ἀναμνήσεις. Πρέπει νὰ μπορεῖς νὰ τὶς ξεχάσεις ὅταν εἶναι πολλές, καὶ πρέπει νὰ περιμένεις ὑπομονετικὰ νὰ ξανάρθουν. Γιατὶ αὐτὲς δὲν εἶναι ἀκόμα οἱ πραγματικὲς ἀναμνήσεις. Μόνο ὅταν μετουσιωθοῦν μέσα μας σὲ αἷμα, βλέμματα καὶ χειρονομίες, ὅταν γίνουν ἀνώνυμες καὶ μὴ ἀναγνωρίσιμες ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, μόνο τότε μπορεῖ νὰ ἔρθει κάποια σπάνια στιγμὴ ποὺ θὰ ξεπηδήσει ἀπὸ μέσα τους ἡ πρώτη λέξη κάποιου στίχου».
Ρ. Μ. ΡΙΛΚΕ, Σημειώσεις τοῦ Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε,
Μτφρ. Ἀλ. Ἴσαρης, Κίχλη, 2018, σ. 25-26.

Ἄρχισα νὰ γράφω γιὰ τὸν ποιητὴ Σωτήρη Γουνελᾶ (1949) –θὰ ἤθελα νὰ ἀπομονώσω τὶς παράλληλες ἰδιότητες, τοῦ στοχαστῆ, τοῦ θρησκευόμενου χριστιανοῦ, τοῦ κατὰ τὸ Finis Graeciae καὶ τὸ «Χαμένο κέντρο» ἐσχατολόγου ἐπικροτητῆ τῶν Γιανναρᾶ καὶ Λορεντζάτου, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον–, ἄρχισα, λοιπόν, νὰ γράφω γιὰ τὸν ποιητή, μὲ ἕνα πασίγνωστο ἀπόσπασμα τοῦ Ρίλκε γιὰ τοὺς ὅρους τῆς ποιητικῆς λειτουργίας, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Γουνελᾶς τὸ ἔχει ἐγκολπωθεῖ καὶ παρουσιάσει («Γράμμα στὸν Κώστα Κουτσουρέλη», 13.4.2020). Δὲν εἶμαι μεθοδικὸς ἀναγνώστης του, ἰδίως τῶν θεωρητικῶν κειμένων ποὺ γενικῶς ἀποφεύγω, ἀλλὰ ἀρκεῖ ἡ καταβύθιση (μὲ τὴν ἀπαιτούμενη, ἐλπίζω, σκευή) σὲ ἕναν ποιητικό του κύκλο, λόγου χάρη τὸν Ἰωνᾶ, γιὰ νὰ συναισθανθεῖς τὴ μετουσίωση τῶν ἀναμνήσεων σὲ αἷμα, βλέμμα, χειρονομία. Καμία λέξη του δὲν ἔρχεται τυχαῖα, κανένας αὐτοσχεδιασμός, πέρα ἀπὸ τὸ ἀπρόβλεπτο τοῦ ἐργαστηρίου ὅπως τὸ ἐννόησε ὁ Ἔλιοτ: «Μέχρι νὰ ὁλοκληρώσω μιὰ πρόταση, δὲν ξέρω πῶς θὰ τὴν ὁλοκληρώσω».

Ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ ἐργαστηρίου εἶναι ὁ αὐτοματισμός, ὄχι ὡς συνειρμός, ἀλλὰ ὡς προϊὸν ἀδιόρατων, ἄπειρων διεργασιῶν ποὺ συντελοῦνται, ἄλλοτε βουβά, ἄλλοτε ἐκκωφαντικά, ὄχι στὶς ὧρες τῆς προσήλωσης σὲ ἕνα γραφεῖο, ἀλλὰ μέσα στὴν τύρβη τῆς καθημερινότητας, στὴ χλαλοὴ τῆς κίνησης σὲ μιὰ πολυάνθρωπη πόλη, στὶς ἀγχώδεις συναλλαγές, στὶς ἀγορές. Ὅπως δηλώνει ὁ ἴδιος, ἔτσι γεννήθηκε τὸ ἀκόλουθο ποίημα ἀπὸ μιὰν ἐντύπωση στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς Τράπεζας:

«Τὰ κάδρα»
(μιὰ σημείωση)

Σήκωσα τὰ μάτια μου ψηλὰ
Κι εἶδα τοὺς ἀγωνιστὲς παραταγμένους
Ἕνας ἕνας στὸ κάδρο του
Νὰ τὸν φωτίζει τὸ χρυσαφὶ τῆς κορνίζας
Νὰ τὸν φέγγει
Νὰ τὸν ἁγιάζει.
 
Ἔστεκαν λαμπροὶ
Ἄλλος πάνω στὸ ἄλογο
Ἄλλος μὲ γιαταγάνι
Κι ἄλλος μὲ τὸ καρυοφίλι στὸ πλάι
Κι οἱ φουστανέλες
Εἶχαν κι αὐτὲς τὸ συμβολισμό τους.
 
Βουνά, ραχοῦλες, οὐρανός, ξέφωτα
Κι ἕνας ἥλιος νὰ τυλίγει τὰ πρόσωπα
Καὶ νὰ φωτίζεται ἡ πλάση.
 
Κάτω, μέσα στὴ αἴθουσα
Τράπεζα ἦταν
Ὁ κόσμος ἐξακολουθοῦσε τὶς συναλλαγές του,
Ἀνυποψίαστος. (περισσότερα…)

Βίλχελμ Μύλλερ, Εκλογή από το ποιητικό και πεζογραφικό έργο

*

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από το «Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος» ο τόμος Βίλχελμ Μύλλερ Εκλογή από το ποιητικό και πεζογραφικό έργο, με επιμέλεια της Αναστασίας Αντωνοπούλου και του Συμεών Σταμπουλού. Ο τόμος είναι προϊόν μεταφραστικού εργαστηρίου που οργανώθηκε το 2022 μετά από πρόταση του «Ιδρύματος» προς το Τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, και  λειτούργησε στο «σπίτι» του ποιητή Τ. Σινόπουλου, έδρα σήμερα του φερώνυμου Ιδρύματος για την ποίηση. Την εποπτεία του εργαστηρίου είχε ο Συμεών Σταμπουλού. Συμμετείχαν έξι απόφοιτες του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, αλλά και του Μεταπτυχιακού Προγράμματος του ίδιου Τμήματος. Αρκετές από τις συμμετέχουσες μεταφράστριες είναι ήδη υποψήφιες διδάκτορες. Πρόκειται για τις Ελένη Βίσκα, Παναγιώτα Καλογερά, Φιλαρέτη Καρκαλιά, Ειρήνη Κορώνη, Αγγελική Λυσικάτου και Λίνα Φιλοπούλου.

Ο τόμος περιλαμβάνει Προλογικά σημειώματα του Ξάνθου Μαϊντά, προέδρου του Ιδρύματος, και των επιμελητών της έκδοσης. Ως προς την άγνωστη σε μας πεζογραφία του Μύλλερ φιλοξενούνται στον τόμο τρία εκτενή αποσπάσματα από το επιστολικό του έργο Ρώμη, Ρωμαίοι και Ρωμαίες: συλλογή οικείων επιστολών από τη Ρώμη και το Αλμπάνο (Rom, Römer und Römerinnen: eine Sammlung vertrauter Briefe aus Rom und Albano mit einigen späteren Zusätzen und Belegen, 1820). Από το πλούσιο ποιητικό του έργο παρουσιάζονται τα Στιχάκια Καραμέλας (Devisen zu Bonbons,1823), κύκλος που μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά, και μάλιστα στο σύνολό του∙ ανθολογία από τους τρεις κύκλους ποιημάτων του, στη μορφή των λήντερ (Lieder), ασμάτων ή τραγουδιών, εμπνευσμένων από την επανάσταση του 1821: Τραγούδια των Ελλήνων (Lieder der Griechen, 1821), Νέα τραγούδια των Ελλήνων (Neue Lieder der Griechen, 1823), Νεώτερα τραγούδια των Ελλήνων (Neueste Lieder der Griechen, 1824). Έπεται επιλογή ποιημάτων από τον κύκλο Η ωραία Μυλωνού (Die schöne Müllerin, 1821). Ο τόμος κλείνει με εννέα ποιήματα από τον πιο γνωστό ίσως κύκλο του ποιητή Το χειμωνιάτικο ταξίδι (Die Winterreise, 1824). Τον τόμο συνοδεύει Παράρτημα με το μακροσκελές ποίημα «Μπάιρον» («Byron»), έναν επικήδειο ύμνο, γραμμένον για τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα στις 19 Απριλίου 1824.

Στο παρόν Σημείωμα παρέχονται βασικά εργοβιογραφικά στοιχεία για τον Μύλλερ, σύντομη παρουσίαση του πεζογραφικού και ποιητικού του έργου και μικρή εκλογή από τα μεταφρασμένα στον τόμο ποιήματα.

(περισσότερα…)

Ἡ «Νέα Βιέννη» τοῦ Χοῦγκο φὸν Χόφμαννσταλ

*

τοῦ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

Στὶς 16 Σεπτεμβρίου 2024 ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ ὁ Günther Steffen Henrich, ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους νεοελληνιστὲς τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ χώρου. Δημοσίευσε δεκάδες μονογραφίες καὶ δοκίμια ἑστιασμένα στὶς λεπτὲς ὑφάνσεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ τὴν ἀλεξανδρινὴ ἐποχὴ μέχρι σήμερα. Δίδαξε στὰ πανεπιστήμια τοῦ Ἁμβούργου καὶ τῆς Λ(ε)ιψίας, ὅπου εἶχε τὴν ἕδρα στὸ τμῆμα Βυζαντινῶν καὶ Νεοελληνικῶν Σπουδῶν, μέχρι τὴ συνταξιοδότησή του, τὸ 2003. Ἔκτοτε, ἀπὸ τὸ Ἁμβοῦργο, μόνιμη ἕδρα του, συνέχισε νὰ μελετᾶ μεσαιωνικὰ καὶ νεώτερα κείμενα καὶ νὰ δημοσιεύει τὰ πορίσματά του, συχνὰ ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὴ σύζυγό του Κυριακὴ Χρυσομάλλη-Henrich, νεοελληνίστρια, ἐπίσης, καὶ μεταφράστρια, μεταξὺ ἄλλων, τῆς Κρίστα Βόλφ.

Ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους μὲ τὸ ἐξελληνισμένο ὄνομα Στέφανος Χένριχ γεννήθηκε στὴν Βιέννη τὸ 1938 (βαφτίστηκε στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ὅθεν τὸ δεύτερο ὄνομά του). Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια συναντηθήκαμε ἐκεῖ σὲ συνέδριο Νεοελληνιστῶν καί, μετὰ τὸ τέλος τῶν ἐργασιῶν, περπατήσαμε στὰ ἴχνη τὴς Παλαιᾶς καὶ Νέας Βιέννης, μὲ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ ὄψη τοῦ 19ου αἰώνα, τοὺς τόπους συνάντησης καὶ τὰ ἱστορικὰ Καφέ, ὅσα σώζονται, τῶν Βιεννέζων καλλιτεχνῶν, τοῦ Χόφμαννσταλ, τοῦ Τσβάιχ, τοῦ Κράους, τοῦ Σνίτσλερ, τοῦ Κανέττι, τοῦ Ἄλτενμπεργκ…

Ἀφιερώνω τὸ δοκίμιο ποὺ ἀκολουθεῖ, στὴ μνήμη τοῦ σπουδαίου μελετητῆ τῶν Γραμμάτων μας καὶ ἀκριβοῦ μας φίλου: Στὸν Στέφανο ἀντὶ στεφάνου. – Σ.Σ.

///

Ἡ «Νέα Βιέννη» τοῦ Χοῦγκο φὸν Χόφμαννσταλ (1874-1929)
(ἢ ὁ Χόφμαννσταλ τῆς «Νέας Βιέννης») [1]

Τέλη τοῦ 19ου αἰώνα. Ἡ Παλαιὰ Βιέννη πεθαίνει∙ γιὰ τὴν ἀκρίβεια, μετὰ τὸ 1848 καὶ ἐπὶ μισὸν αἰώνα, ἀργοπεθαίνει μαζὶ μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ μεγαλεῖο τῆς αὐστροουγγρικῆς μοναρχίας. Ἀλληγορικά, καὶ συνεκδοχικά, μποροῦμε νὰ ἀκούσουμε τὸν ρόγχο της στὴ σκηνὴ τοῦ Burgtheater, ἱδρυμένου τὸ 1741 ἀπὸ τὴν Μαρία Θηρεσία ὡς «Αὐτοκρατορικοῦ Θεάτρου», «Hofburgtheater» (τὸ 1776 ὁ Ἰωσὴφ Β’ τὸ ὀνόμασε «Γερμανικὸ Ἐθνικὸ Θέατρο», «Teutsches Nationaltheater»). Ὑπῆρξε τὸ καμάρι τῆς πόλης καὶ ὁ σφυγμὸς τῆς καλλιτεχνικῆς ζωῆς. Οἱ ὀνομαστοὶ ἠθοποιοί του, σύμβολα μυθοποιημένα, ὑποκλίνονταν -ἐκτὸς σκηνῆς- μόνο μπροστὰ στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο. Σήμερα κυκλοφοροῦν στὶς αὐτοβιογραφίες, τὴν ἀλληλογραφία καὶ τὸ ἔργο ὅλων τῶν λογίων τοῦ βιεννέζικου κύκλου (Τσβάιχ, Χόφμαννσταλ, Κανέττι, Λάιτνερ, Τσέλλερ, Σνίτσλερ, Σπέρμπερ, Χόμπσμπαουμ κ.ἄ.). Ἡ Σαρλόττε Βόλτερ (1834-1897), ἡ διασημότερη γερμανόφωνη ἠθοποιὸς στὸν 19ο αἰώνα, κηδεύτηκε, ὅπως εἶχε ζητήσει, μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς Ἰφιγένειας.[2] Ἀπὸ παράδοση, τὸ ρεπερτόριο τοῦ θεάτρου περιελάμβανε ἔργα μὲ καλὸ τέλος (happy-end), καὶ ὅσα δὲν εἶχαν (Ἅμλετ, Ρωμαῖος καὶ Ἰουλιέττα), τὸ ἀποκτοῦσαν. Εἶναι τὸ γνωστὸ «Wiener Schluß», «βιεννέζικο φινάλε».

Νονὸς τῆς Νέας Βιέννης ποὺ εἶναι ἁπλῶς ἕνας κύκλος συγγραφέων, καὶ μάλιστα ἑτερόκλιτων, γίνεται τὸ 1890 ὁ Χέρμανν Μπάρ (1863-1934), λογοτέχνης καὶ κριτικός, μπολιασμένος στὸ Παρίσι μὲ τὰ νεωτερικὰ ρεύματα. Ὁ κύκλος φαίνεται σχετικὰ μικρός: Μπάρ, Σνίτσλερ, Ρίχαρντ Μπέερ-Χόφμανν, Πέτερ Ἄλτενμπεργκ, Τσβάιχ, Χόφμαννσταλ, Φέλιξ Ζάλτεν, Κὰρλ Κράους (ἀρχικά), ποὺ ὅμως πλαισιώνεται, σὲ ὁμόκεντρους κύκλους, μὲ χαλαρὴ ἐπικοινωνία, ἀπὸ πολλούς, σχεδὸν ξεχασμένους σήμερα: Raoul Auernheimer, Felix Dörmann, Leopold Andrian Werburg, Paul Wertheimer… Πολλὰ τὰ ὀνόματα, ὅπως πολλὰ εἶναι τὰ βιεννέζικα Καφέ, τὰ φυτώρια λογοτεχνῶν. Θὰ τὰ δοῦμε στὴ συνέχεια. Ἡ Νέα Βιέννη ἦταν οἱ νεαροί, φιλόδοξοι συγγραφεῖς της ποὺ ὀνειρεύονταν νὰ κατακτήσουν, μὲ τὸν ἕνα ἢ ἄλλο τρόπο, τὸ Μπούργκτεάτερ (ἢ ἁπλῶς Μπούργκ). Προσώρας, συνωθοῦνται στὰ τραπεζάκια τῶν Καφὲ γύρω ἀπὸ τὸ θέατρο. Ἂς τοὺς δοῦμε πιὸ κοντά: (περισσότερα…)

Μοναστηράκι-Ὁδός Μυλλέρου-Ἵππιος Κολωνός: Ἕνα «χειμωνιάτικο ταξίδι»

                       

*

τῶν ΣΥΜΕΩΝ ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ – ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΙΛΗ

«Χειμωνιάτικο ταξίδι». Ἔτσι βάφτισε ὁ Γιάννης τὸ «τάμα» ποὺ εἴχαμε κάνει, λίγο πρὶν ἐκδηλωθεῖ ὁ κορωνοϊός: Νὰ περπατήσουμε μαζὶ σὲ ὅλο τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ Μυλλέρου στὸ Μεταξουργεῖο, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ δρόμου, κάθετα στὴν Πειραιῶς, στὸ ὕψος τῆς πλατείας Κουμουνδούρου καὶ τοῦ παλαιοῦ Βρεφοκομείου, ὅπου σήμερα στεγάζεται ἡ πρώτη Δημοτικὴ Πινακοθήκη, μέχρι τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς ὁδοῦ, ὣς τὶς γραμμὲς τοῦ τραίνου, τὴ νότια εἴσοδο στὸν Κολωνό. Οἱ λόγοι γι’ αὐτὸ τὸ «τάμα» εἶναι πολλοί. Θὰ τοὺς διαβάσετε στὸ συνοδευτικὸ κείμενο γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Μυλλέρου. Δὲν θὰ διαβάσετε ὅμως τοὺς ἄλλους, τοὺς πιὸ οὐσιαστικούς, ποὺ μᾶς τραβοῦσαν ἐκεῖ σὰν ὑπόθεσες ψυχικές. Εἶναι ἡ βαθειὰ ἀγάπη ποὺ μᾶς ἑνώνει, σχεδὸν ἀνομολόγητη. Εἶναι ἡ καταγωγή μας, τὰ πρῶτα μας βήματα καὶ ἡ ἐφηβεία. Ὁ Γιάννης μεγάλωσε στὸν Κολωνό, ἐγὼ στὰ δυτικὰ ὑψώματα τοῦ Περιστερίου. Δυτικὰ τῆς δύσης. Ἡ γνωριμιά μας μετρᾶ δυστυχῶς λίγα χρόνια, ὅμως χρόνια μεστὰ ἀπὸ λόγια καὶ ἔργα πού, ἂν ἀραδιαστοῦν, ὑπερβαίνουν ὅ,τι ὀνομάζουν οἱ νεολόγοι «προσδόκιμο ζωῆς». Θὰ εἰπωθοῦν ἀλλοῦ. Ὄχι ἐδῶ.

Ὁ Γιάννης ὅρισε μετεωρολογικῶς τὴν ἡμέρα: στὶς 25 Φεβρουαρίου, Παρασκευή, λίγο πρὶν τὸ μεσημέρι. Μιὰ ἡλιόλουστη μέρα μέσα στὸν χειμώνα.

Κατέβηκα νωρίς, γιὰ τὸν μηνιαῖο ἀνεφοδιασμὸ ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο τῶν ἐκδόσεων «Κουκκίδα», τοῦ φίλου Δημόπουλου. Ἀστόχαστη ἐπιλογή. Θὰ ἔπρεπε νὰ κουβαλῶ ἕνα βιβλικὸ βάρος δέκα τουλάχιστον κιλῶν. Βιάζομαι, ὡστόσο, νὰ πῶ ὅτι ἡ χαρὰ τῆς συνοδοιπορίας ἔκανε τὰ πράγματα ἀνάλαφρα. Σχεδὸν λησμόνησα τὸ ἄχθος. Ἕνα εἶδος σεισάχθειας. Πρὶν ἀπὸ τὴ συνάντηση στὸν σταθμὸ Μοναστηρακίου (λέω καλὰ τὴ γενική;), εἶχα χρόνο, σκέφτηκα νὰ περπατήσω στὸν ἀρχαῖο Κεραμεικό. Μάλιστα, βρίσκω ἐδῶ τὴν εὐκαιρία νὰ προτείνω μιὰ συνάντηση ἐκεῖ, κυριακάτικη, μὲ πλανόδιους φίλους, γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους. Θὰ ἔχουμε νὰ ποῦμε πολλά. Λ.χ., ἡ Τασούλα Καραγεωργίου γνωρίζει τὰ ἐκθέματα τοῦ Μουσείου σὰν τὴν παλάμη της. Τοὺς ἔχει ἀφιερώσει ποιήματα, ὡραίους ἀναπαίστους. Θὰ εἶναι καὶ ὁ Andreas Kelletat. Δὲν τὸν ξέρετε. Θὰ τὸν μάθετε σύντομα στὸ «Κοράλλι». Ἐπισκέπτης κι αὐτός τοῦ Κεραμεικοῦ. Ἐνδεχομένως καὶ ἡ κυρία Στρόσεκ, τοῦ Γερμανικοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Ἰνστιτούτου, ἐπικεφαλῆς τῶν ἀνασκαφῶν στὸν Κεραμεικὸ ἀπὸ τὸ 1993. Βρέθηκα, λοιπόν, ἐκεῖ γιὰ λόγους σχετικοὺς μὲ τὸ δρομολόγιο ποὺ θὰ κάναμε. Ἀπὸ τὸ Δίπυλο ξεκινοῦσε ὁ δρόμος γιὰ τὸν Κολωνό. Στὴ νοητὴ εὐθεία βρίσκεται ἡ πρώην ὁδὸς Κεραμεικοῦ ποὺ τὸ 1884, ὅπως θὰ διαβάσετε, μετονομάστηκε σὲ Μυλλέρου. Βρισκόμουν στὴν ἀρχὴ μιᾶς ἄλλης πομπῆς ποὺ δὲν θὰ ἔπαιρνε τὴν Ἱερὰ ὁδὸ γιὰ τὴν Ἐλευσίνα οὔτε τὴν Παναθηναίων γιὰ τὸν Παρθενώνα. Σήμερα μόνο μὲ ἰσχυρὴ φαντασία καὶ θέληση μπορεῖς νὰ τὴν ἀναπαραστήσεις. Καὶ νὰ τὴν περπατήσεις. (περισσότερα…)

Στοιχεία για την ιστορία της οδού Μυλλέρου στην Αθήνα

*

τοῦ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

Συνδεδεμένη μὲ τὴν ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης ἡ πόλη τῶν Ἀθηνῶν –τὸ σῶμα πόλεως τῶν Ἀθηνῶν- συντηρεῖ τὴ μνήμη της μὲ ἀκέραια καὶ σπαραγμένα στοιχεῖα τοῦ πολυστρωματικοῦ, ἐνίοτε ἀσυνεχοῦς, παρελθόντος της. Ἡ μνήμη ἰσχυροποιεῖται συχνὰ ἀντιστρόφως ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ κατερείπωσης αὐτοῦ τοῦ πολιτικοῦ σώματος. Τὸν 19ο αἰώνα ἡ πόλη αὐτή, μὲ λιγότερους ἀπὸ 100.000 κατοίκους, θυμᾶται τοὺς θεμελιωτὲς τῆς δόξας της καὶ τοὺς ποιητές της, δηλονότι τοὺς βάρδους ποὺ τὴν ἐτίμησαν μὲ τὴ Μούσα τους. Στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ἡ Ἀθήνα θυμόταν ἀκόμη μὲ εὐγνωμοσύνη τὸν φιλέλληνα ποιητὴ Wilhelm Müller (Βίλελμ ἢ Γουλιέλμο Μύλλερ), τὸν «Ἕλληνα-Μύλλερ», ἢ ὀρθότερα «Μύλλερ τῶν Ἑλλήνων» («Griechen-Müller).

Ὁ (Johann Ludwig) Wilhelm Müller, Γερμανὸς ποιητής, γεννήθηκε στὸ Ντέσσαου (Dessau) τὸ 1794, ὅπου πέθανε σὲ ἡλικία 33 ἐτῶν, τὸ 1827, τὴν κρίσιμη χρονιὰ τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Ἑλλάδας. Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἱστορία στὸ Βερολῖνο, ὅπου ἔζησε παράλληλα στὸν λογοτεχνικὸ κύκλο τῶν Achim von Arnim, Clemens Brentano, Friedrich de la Motte Fouqué, Ludwig Tieck. Στὴν ποίησή του ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὸν Λόρδο Βύρωνα (George Gordon Byron, 1788-1824), πρότυπό του καὶ στὸν φιλελληνικὸ ἀγώνα ποὺ προσέφερε μὲ ζῆλο κατὰ τὴ σύντομη ζωή του. Ἔγραψε τρεῖς κύκλους ποιημάτων, στὴ μορφὴ τῶν Lieder, τῶν τραγουδιῶν, ἐμπνευσμένους ἀπὸ τὸν ἀγώνα τῶν Ἑλλήνων: Ἄσματα τῶν Ἑλλήνων (Lieder der Griechen, 1821), Νέα ἄσματα τῶν Ἑλλήνων (Neue Lieder der Griechen, 1823), Νεώτατα ἄσματα τῶν Ἑλλήνων (Neueste Lieder der Griechen, 1824), καθὼς καὶ τὸν κύκλο Μεσολόγγι (Missolunghi, 1826), τέσσερα ποιήματα ποὺ γράφτηκαν μὲ τὴ θλιβερὴ εἴδηση τῆς ἡρωικῆς ἐξόδου καὶ πτώσης τοῦ Μεσολογγίου. Ἔγινε περισσότερο γνωστὸς γιὰ τοὺς κύκλους ποιημάτων Ἡ ὡραία μυλωνού (Die schöne Müllerin) καὶ Τὸ χειμωνιάτικο ταξίδι (Die Winterreise) ποὺ μελοποίησε ὁ Φρὰντς Σοῦμπερτ τὸ 1823 καὶ τὸ 1827 ἀντίστοιχα· τὸ δεύτερο ἕναν χρόνο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του. Στὸ ἔργο τοῦ Μύλλερ, ἀλλὰ καὶ στὸ γενικότερο ὅραμά του γιὰ τὴν ἐξάλειψη κάθε μορφὴς δεσποτείας, εἶναι φανερὴ ἡ ρομαντική, βυρωνικὴ διάθεση καὶ στάση, ἀπόηχος τοῦ ρομαντικοῦ κύκλου τῆς Ἰένας καὶ τῶν κοινωνικῶν ζυμώσεων ποὺ προοιωνίστηκαν τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1848.

Τὸ 1884, πενήντα περίπου χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγὸ καὶ τὴν ἀνακήρυξη τῶν Ἀθηνῶν σὲ πρωτεύουσα τοῦ νεοπαγοῦς κράτους, ὁ καθηγητὴς Νικόλαος Πολίτης, θεμελιωτὴς τῆς ἑλληνικῆς λαογραφίας, εἰσηγεῖται στὸ δημοτικὸ συμβούλιο καὶ τὸν Δήμαρχο τῆς πόλης Δημήτριο Σοῦτσο τὴ μετονομασία τῆς ὁδοῦ Κεραμεικοῦ, στὴν περιοχὴ τοῦ σημερινοῦ Μεταξουργείου, σὲ «ὁδὸν Μυλλέρου». Ἡ πρόταση ἔγινε ὁμόφωνα δεκτή. Ἀνάμεσα στὰ μέλη τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου διαβάζουμε ὀνόματα ἀγωνιστῶν κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ γνωστῶν πολιτικῶν ἀνδρῶν, ὅπως τῶν Δημητρίου Καλλιφρονᾶ καὶ Δημητρίου Λεβίδη. Ὁ Καλλιφρονᾶς διετέλεσε Δήμαρχος Ἀθηναίων (1837-1841), ὑπουργὸς Οἰκονομικῶν κατὰ τὴ συνταγματικὴ ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 καὶ Πρόεδρος τοῦ Κοινοβουλίου. (περισσότερα…)

Μπάρμπαρα Καῖλερ, Γερμανικὴ ρουλέττα (Εἰσαγωγὴ-Μετάφραση Συμεὼν Σταμπουλοῦ)

 

ΑΝΤΙ ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΛΟΓΟΥ

Ὁ λογοτεχνικὸς κόσμος πληροφορήθηκε μὲ θλίψη τὸν θάνατο τῆς Μπάρμπαρα Καῖλερ (Barbara Köhler), Γερμανίδας ποιήτριας, πεζογράφου, δοκιμιογράφου, μεταφράστριας καὶ ξεχωριστῆς μορφῆς τῆς μαχόμενης διανόησης. Γεννήθηκε στὶς 11 Ἀπριλίου τοῦ 1959 στὸ Μπούργκστεντ (Burgstädt) τῆς  Σαξονίας καὶ πέθανε στὶς 8 Ἰανουαρίου τοῦ 2021 στὸ Μύλχαϊμ (Mühlheim) τοῦ ποταμοῦ Ρούρ τῆς βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Χωρὶς πανεπιστημιακὲς σπουδὲς πέρασε ἀπὸ τὰ χειρωνακτικὰ ἐπαγγέλματα (ὑφαντουργεῖο, οἶκος εὐγηρίας) στὸν χῶρο τῆς τέχνης. Ὁλοκλήρωσε ἕναν κύκλο μαθημάτων στὸ Ἰνστιτοῦτο Λογοτεχνίας «Johannes R. Becher» στὴν Λιψία (1985-1988).  Ἀπὸ ἐκεῖ ἀπασχολήθηκε σὲ διάφορες ὀργανωτικὲς θέσεις στὸ θέατρο τοῦ Κέμνιτς (Chemnitz),  πρώην Karl-Marx-Stadt.  Μετὰ τὴν πτώση τοῦ Τείχους, τὴν ἐπανένωση τῶν δύο Γερμανιῶν καὶ τὴν ἄνοδο τῶν δεικτῶν ἀνεργίας στὴν πρώην ΛΔΓ, στὰ τριάντα της χρόνια, προσανατολίστηκε στὴ λογοτεχνικὴ γραφή. Τὸ 1991 κυκλοφόρησε τὴν πρώτη της ποιητικὴ συλλογὴ Γερμανικὴ ρουλέττα (Deutsches Roulette), ἐνῶ παράλληλα δημοσίευε δοκίμια σὲ ἐφημερίδες καὶ εἶχε τὴν ἐπιμέλεια Καταλόγων εἰκαστικῶν τεχνῶν.  Δεύτερη ἐμφάνιση τὸ 1995 μὲ τὸν κύκλο ποιημάτων Blue Box. Στὴν ἐκπνοὴ τοῦ αἰώνα στέγασε ἀνάμικτα κείμενά της γιὰ τὴ σχέση τῆς γραμματικῆς γλώσσας μὲ τοὺς ρόλους τῶν φύλων ὑπὸ τὸν ἐνδιαφέροντα τίτλο Ἡ ἀνεψιὰ τοῦ Βιττγκενστάιν∙ προφανὴς ὑπαινιγμὸς στὸ ἔργο τοῦ Τόμας Μπέρνχαρντ Ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Βιττγκενστάιν. Τὸ 2009 ὀργάνωσε στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Ντούισμπουργκ (Duisburg) ἐργαστήριο γραφῆς μὲ τίτλο «Poet in residence». (περισσότερα…)

Μεταφραστική άγονη γη: Ο Τ. Σ. Έλιοτ του Χάρη Βλαβιανού

 

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΛΟΥΛΑΚΑΚΗ-ΜΟΥΡ

. . . Από την Εισαγωγή στην Άγονη Γη αποκομίζει κανείς αμέσως την αίσθηση ότι ο Βλαβιανός βλέπει τη μετάφραση του The Waste Land όπως έβλεπαν οι Ρωμαίοι τη μετάφραση από τα ελληνικά: ως ευκαιρία να ανταγωνιστούν και να ξεπεράσουν το πρωτότυπο. Στην περίπτωση του Βλαβιανού το πρωτότυπο δεν είναι μόνο ο Έλιοτ αλλά και ο Σεφέρης. Mέσα από τη μετάφρασή του ο Βλαβιανός φαίνεται να αποσκοπεί α) να γκρεμίσει από το βάθρο της τη μετάφραση του Έλιοτ από τον Σεφέρη και να εκτοπίσει από τις λογοτεχνικές συζητήσεις τον τίτλο Η Έρημη Χώρα, και β) να υποβαθμίσει την πολυεπίπεδη ανάγνωση του έργου του Έλιοτ, παρουσιάζοντάς το με απλουστευτικούς όρους. . .

. . . Δυστυχώς, τα όσα διαπιστώνει ο Ηλίας Μαλεβίτης σε πρόσφατο άρθρο του για τις Σημειώσεις στη μετάφραση του Βλαβιανού, δηλαδή «έλλειψη κριτικού ελέγχου», «αβλεψίες και προχειρότητα», «αμέλεια ενιαίας εποπτικής φροντίδας» και «υπεροπτική υποτίμηση του αναγνώστη» ισχύουν και για την Εισαγωγή. Όπως ο Μαλεβίτης παρατηρεί στην κατακλείδα της μελέτης του: «…σχεδόν ολόκληρη, είναι μία συρραφή διαφόρων verbatim μεταφρασμένων αποσπασμάτων από το έργο του Ρέινυ» . . .

 

(περισσότερα…)