Μαρία Φραγκούλη

Steve Sem-Sandberg, Μια νύχτα με τον Χόλαν (και άλλους επισκέπτες)

*

Ακουστικές μνήμες   Επιστρέφω στην Πράγα μαζί με τον ποιητή και τον νυχτακουστή. Ξέρετε τι είναι ένας νυχτακουστής; Νυχτακουστής είναι κάποιος που αφουγκράζεται διαρροές νερού, όλα όσα αποβάλλει μια μεγάλη πόλη. Ακριβώς αυτός ο νυχτακουστής πηγαίνει στο πόστο του στις δέκα το βράδυ και φεύγει ξανά το πρωί, στην ώρα αιχμής, στις έξι ή επτά. Η νύχτα είναι σαφώς η πιο κατάλληλη ώρα για κάποιον που θέλει να αφουγκραστεί διαρροές, όπως τα σαββατοκύριακα είναι προτιμότερα από τις εργάσιμες και ο χειμώνας από το καλοκαίρι. Άλλωστε, μια διαρροή δεν είναι κάτι που απλώς το πιάνεις με τα αυτιά σου στα καλά καθούμενα: απαιτεί κριτική ικανότητα, εμπειρία και μια καλή δόση τύχης. Ο νυχτακουστής ανοίγει το κάλυμμα του υπονόμου, κατεβάζει τον αισθητήρα του και ακούει. Τα αυτιά του ακούν βουητά και νερό να κυλάει σε σωλήνες και αγωγούς δικτύου· μερικές φορές ακούγονται μόνο τικ τακ, όπως ο χτύπος μικρών ρολογιών. Άλλοτε μπορείς να ακούσεις ολόκληρα κτίρια να τραγουδούν, μια ηχητική δόνηση παρόμοια με εκείνες που εμφανίζονται στο κάλυμμα μιας βάρκας ή στον σιδερένιο οπλισμό ενός εργοταξίου όταν κάνει κρύο και φυσάει. Σε αυτό το επάγγελμα αναπτύσσεις την ακοή σου. Ο νυχτακουστής μπορεί να ακούσει άνδρες να αγκαλιάζουν τις γυναίκες τους, να χτυπούν τα παιδιά τους ή να φωνάζουν στοργικά τα σκυλιά τους· μπορεί να ακούσει απορροφητήρες κουζίνας να βουίζουν, πλυντήρια να περιστρέφονται, πόρτες να τρίζουν και να χτυπούν με δύναμη. Μερικά πράγματα ενδεχομένως να τα περιφρονεί, μερικά να τον ελκύουν: είναι μέρος του επαγγέλματος. Ωστόσο, το σημαντικό είναι οι διαρροές, να τις εντοπίσει, να σταματήσουν να στάζουν έστω για λίγο. «Ούτε μια νύχτα χωρίς μια γερή διαρροή», αυτό είναι το μότο του. Την περασμένη εβδομάδα ανακάλυψε μια μεγάλη διαρροή στην περιοχή Λίμπενι. Δεκαπέντε χιλιάδες λίτρα νερού τη μέρα έσταζαν από ένα απλό ενοικιαζόμενο διαμέρισμα, και ο σπιτονοικοκύρης δεν το είχε καν παρατηρήσει. Υπάρχουν επιφανειακές διαρροές, όπως εκείνες που φαίνονται και ακούγονται, και εσωτερικές διαρροές, ακριβώς όπως στους ανθρώπους υπάρχουν τραύματα που φαίνονται και όσα χρειάζονται ένα εκπαιδευμένο μάτι –ή αυτί– για να τα ανιχνεύσει. Αν μέσα σε έναν χρόνο ο νυχτακουστής τύχει να βγει σε σύνταξη, θα έχει σαράντα χρόνια στο επάγγελμα και θα έχει δει και ακούσει τα περισσότερα· όμως γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα σταματήσει να ακούει. Έτσι όπως κάθεται ευθυτενής στην καρέκλα, θα προσπαθήσει να συλλάβει τον πιο φευγαλέο ψίθυρο που περνά μέσα από το αυτί του, αλλά του λείπει το σημαντικότερο: ένα μοτίβο μέσα στο οποίο θα υφάνει τους ήχους. Η ζωή μάς εγκαταλείπει πάντα όταν βρισκόμαστε στη μέση της. Σε αντίθεση με ό,τι πίστευε ο Γιαν Άμος Κομένιους, ο λαβύρινθος δεν ανοίγει όταν πλησιάζουμε στο τέλος του: πεθαίνουμε στη μέση μιας ανάσας, με φωνές που κραυγάζουν ακατανόητες λέξεις στα αυτιά μας. (περισσότερα…)

Mario Andrea Rigoni, Μεταφυσική της ματαιότητας

*

Η ιστορία της ματαιότητας είναι η ιστορία του κόσμου. Η ίδια η δημιουργία δεν ήταν, σε όλη την έκταση και με όλες τις έννοιες του όρου, μια πράξη ύψιστης, απροσμέτρητης ματαιότητας; Ο Θεός δεν μπορούσε να δημιουργήσει τον κόσμο παρά μόνο έξω από τον εαυτό του, και ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο έξω από εκείνον και, εφόσον ο κόσμος δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ Θεός, είναι και θα είναι πάντοτε μάταιος. Πώς θα μπορούσε να υπάρχει όχι μόνο το σύμπαν, μα κάθε ελάχιστο πράγμα, παρά μόνο μέσα στο κενό του Θεού; Πώς θα μπορούσε να ζει ο γάτος μου και πώς θα μπορούσα εγώ να είμαι διαφορετικός από αυτόν και να τον βλέπω να σκαρφαλώνει ανάμεσα στα φύλλα του σφενταμιού στον κήπο μου, παρά μόνο μέσα στο απόμακρο του Θεού;

Αν ο Θεός βρισκόταν πράγματι εδώ, αν εμείς βρισκόμασταν στην αγκαλιά του και εκείνος στη δική μας, δεν θα υπήρχε τίποτε άλλο παρά αυτός, μιας και το πεπερασμένο χάνεται στο άπειρο, το διαφορετικό στο όμοιο, με τον ίδιο τρόπο που ένα ξερό φύλλο εξαφανίζεται στη φωτιά. Μόνο στην απομάκρυνση βρίσκει χώρο το παιχνίδι του κόσμου και της γνώσης˙ αλλά, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, το παιχνίδι είναι επίσης αφοσιωμένο αιώνια στο ανεξήγητο. Οι Ωδές του Σολομώντος λένε πως δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθούν τα θαύματα της κτίσης γιατί όποιος θα μπορούσε να τα ερμηνεύσει, θα χανόταν και θα απόμενε μόνο η ερμηνεία. Είμαστε εκ φύσεως καταδικασμένοι στο άγνωστο, στο ψεύτικο και στο μάταιο. (περισσότερα…)

Στο βασίλειο της Κλειούς

*

του ΜΑΡΙΟ ΑΝΤΡΕΑ ΡΙΓΚΟΝΙ

Κάποιες μορφές ματαιότητας γειτνιάζουν με τον ηρωισμό. Γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο ότι πριν από τη μάχη των Θερμοπυλών ένας έφιππος ανιχνευτής που στάλθηκε από τον Ξέρξη προς αναγνώριση, για να κατασκοπεύσει το στρατόπεδο των Ελλήνων, είδε κατάπληκτος πως οι Σπαρτιάτες χτένιζαν αφοσιωμένοι, με ιδιαίτερη φροντίδα, τα μακριά μαλλιά τους πριν να πάνε προς τη σφαγή. Ήταν σίγουροι για το τέλος που θα είχαν, τόσο μεγάλη ήταν η δυσαναλογία των δυνάμεων: άλλωστε ο ίδιος ο βασιλιάς τους, ο Λεωνίδας, είχε προαναγγείλει πως εκείνο το βράδυ «θα δειπνούσαν στον Άδη».

Το επεισόδιο με έκανε πάντοτε να σκέφτομαι εκείνες τις κυρίες του γαλλικού 18ου αιώνα, που ήταν ικανές, όπως αφηγούνται οι Γκονκούρ, να σηκώνονται με το ζόρι από το κρεβάτι του ψυχορραγήματος και να καλλωπίζονται για τελευταία φορά, ώστε να «μην προκαλέσουν απέχθεια στον θάνατο».

*** (περισσότερα…)

Mario Andrea Rigoni, Αλληλογραφία με αγαπητή δεσποινίδα

*

Μάριο Αντρέα Ριγκόνι

Αγαπητή δεσποινίς Άμπρα,

μην αναρωτηθείτε πώς γνωρίζω το όνομά σας ούτε πώς κατάφερα να βρω τη διεύθυνση για να στείλω αυτό το γράμμα. Όταν θα το έχετε διαβάσει, ίσως και πριν φθάσετε στο τέλος, θα συνειδητοποιήσετε πως είναι περιττό το ερώτημα. Δεν υπάρχει τίποτε πιο εύκολο, πιστέψτε με, από το να εντοπίσει κανείς, αν το επιθυμεί, το όνομα και τη διεύθυνση ενός προσώπου˙ μέχρι και τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού του. Επιπλέον, μένω σε ένα κτίριο που βλέπει στο δικό σας, σε διαμέρισμα (δεν σας λέω σε ποιον όροφο), από όπου φαίνεται τόσο η είσοδος όσο και τα παράθυρά σας. Το ερώτημα που πρέπει να θέσετε –ίσως πολύ περισσότερο θα έπρεπε να το θέσω εγώ– είναι άλλης φύσεως. Ας τα πάρουμε, όμως, με τη σειρά˙ μάλιστα, η απάντηση θα μπορούσε να βρίσκεται στο ίδιο το γράμμα, πιθανώς κρυμμένη ανάμεσα στις γραμμές.

Πρέπει να ξέρετε πως μια ξαφνική απόλυση –από εκείνες που σήμερα τρομοκρατούν πολύ κόσμο, αλλά που στην περίπτωσή μου συνοδεύτηκε και από μια μεγάλη αποζημίωση και από μιαν αξιοπρεπή σύνταξη, κάτι το οποίο όντως με εμποδίζει να παραπονιέμαι!– με έφερε στην αξιοζήλευτη κατάσταση να αφιερώνω όλο τον χρόνο μου σε έναν απλό σκοπό: την παρατήρηση του κόσμου. Θα σας φανεί παράξενο, όμως δεν μου είχε συμβεί ποτέ πριν. Για ποιον λόγο; Είναι απλό: ήμουν πολύ απασχολημένος. Εσείς, που κάθε πρωί ξυπνάτε στις επτά γιατί στις οκτώ πρέπει να είστε στο δικαστήριο και καμιά φορά καταλήγετε να μακιγιάρεστε στο αυτοκίνητο, μπορείτε να με καταλάβετε. (περισσότερα…)

Ματίας Ματέους, Απολογία του Χάους

*

Μετάφραση ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ

χαίρετε τέκνα Διός, δότε δ᾽ ἱμερόεσσαν ἀοιδήν·
κλείετε δ᾽ ἀθανάτων ἱερὸν γένος αἰὲν ἐόντων,
οἳ Γῆς ἐξεγένοντο καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος,
Νυκτός τε δνοφερῆς, οὕς θ᾽ ἁλμυρὸς ἔτρεφε Πόντος.
Ησίοδος, Θεογονία (104-107)
Ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο, πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν.
Ηράκλειτος (DK 22, Β45)

I

Το άσμα της κοσμογονίας
ίσως είναι ένα τέλειο διάγραμμα
με συμπαγή και σταθερή όψη
παρόλα αυτά
πάντα υπερισχύει το Χάος.

II

Η αθωότητα επιβλήθηκε
ενώ νομίζαμε πως μείναμε ανέγγιχτοι από το μεγαλείο της
λες κι η επίκληση στην Ερατώ αρκούσε
για να συντρίψει τη γενιά της.

III

Η πρόθεση να αφεθούμε
απερίσκεπτα στην Ελπίδα
–σαν μετανάστες
που διασχίζουν τη θάλασσα με βάρκα
δίχως να ξέρουν ότι την καθοδηγεί ο Χάρος–
οδηγεί την Ελπίδα
προς τα σκουπίδια μέσα στο δώρο
που έλαβε ο Επιμηθέας.

Καθώς ξεσκεπάζουμε τον φόβο
έχοντας επίγνωση πως είμαστε ευάλωτοι,
συνεχίζεται η μάταιη αποστολή
για να λυτρώσει την ύλη
κλεισμένη στο βάθος του πίθου
που έφερε η Πανδώρα.
Το χειρότερο απ’ όλα τα δεινά
ευχαριστιέται,
προσφέρει την απαραίτητη ανάσα
που αφήνει τον λαιμό
στο έλεος της λάμας. (περισσότερα…)

Κλαούντιο Μάγκρις, Ιθάκη και πιο πέρα

*

Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη

Πού πηγαίνουμε λοιπόν, ρωτάει ο Χάινριχ φον Οφτερντίνγκεν –ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Νοβάλις– τη μυστηριώδη γυναικεία μορφή που του φανερώθηκε δίπλα στον πανάρχαιο βράχο του δάσους, πού κατευθύνεται η πορεία μας;

«Πάντα προς το σπίτι», του απαντά η κοπέλα, οδηγώντας τον σε ένα πλατύ, φωτεινό ξέφωτο. Το ημιτελές, ατελείωτο μυθιστόρημα Heinrich von Ofterdingen, που ο νεαρός Νοβάλις γράφει την περίοδο 1799-1800, στο κατώφλι του τόσο πρόωρου θανάτου του (1801), παραμένει το αριστούργημα όχι μόνο της γερμανικής μα και της ευρωπαϊκής ρομαντικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα από εκείνα τα μεγαλειώδη έργα όπου η ποίηση συνοψίζει συμβολικά την ουσία της ζωής και του πολιτισμού.

Μυθιστόρημα με στοιχεία παραμυθιού, που βρίθει φιλοσοφικής αλληγορίας και παθιασμένου λυρισμού, το Χάινριχ φον Οφτερντίνγκεν είναι μια μεταφορική οδύσσεια του ανθρώπινου πνεύματος, το ταξίδι του άνδρα που αφήνει το πατρικό σπίτι για να ριψοκινδυνεύσει στον κόσμο, για να εκτεθεί σε λάθη, παγίδες και πτώσεις, αλλά τελικά επιστρέφει στο σπίτι, όπως ο Οδυσσέας, ώριμος και μεγάλος πια, πλούσιος από όλες τις εμπειρίες καθώς και από τα βάσανα που αντιμετώπισε στη μεγάλη διαδρομή, τα οποία η ατομικότητά του ξεπέρασε, συγχώνευσε και έκανε δικά της. (περισσότερα…)

Ματτέο Νούτσι, Τα δάκρυα των ηρώων

*

Μετάφραση-Επιλόγισμα: Μαρία Φραγκούλη

~.~

Η   χ α μ έ ν η   ε π ο χ ή

Μόλις τον είδαν να φθάνει, το μουρμουρητό εξασθένησε και μια αφύσικη σιωπή έπεσε στον Κεραμεικό. Ορισμένοι είχαν την ίδια εντύπωση όπως πριν από έναν χρόνο, κατά την περίφημη έκλειψη ηλίου. Σαν η ζωή των ανθρώπων να έσβησε ξαφνικά. Μα στην Ιερά Πύλη και στο Δίπυλον, ο ουρανός ήταν διαυγής· ο Ηριδανός συνέχιζε να κυλά αργά στα δρομάκια της γειτονιάς των αγγειοπλαστών· και ο τσουχτερός άνεμος του Υμηττού περνούσε ανάμεσα από τα σπίτια, συνοδεύοντας το βορεινό αεράκι. Όλα ήταν όπως κάθε μέρα για τους Αθηναίους, εκείνο το πρωινό στο τέλος του χειμώνα. Εκτός από την τρομακτική σιωπή που είχε προσβάλει το πλήθος των παρευρισκομένων. Νέοι, ηλικιωμένοι, γυναίκες, παιδιά, μέχρι και μερικοί ξένοι – που ήταν φίλοι ή συγγενείς, υποστηρικτές ή εχθροί. Όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στον άνδρα που προχωρούσε με μικρά βήματα κρατώντας ένα στεφάνι. Ο ισχυρότερος άνδρας της Αθήνας εδώ και τριάντα χρόνια. Ο άριστος της μεγάλης Ελλάδας που θα γινόταν μεγαλύτερη αν μονάχα ο πόλεμος εναντίον της Σπάρτης είχε τελειώσει γρήγορα και νικηφόρα. Το παρουσιαστικό του ήταν όπως πάντα. Πρόσωπο σμιλεμένο με συμμετρικές γραμμές, σαν έτοιμο μοντέλο για τα αναρίθμητα αγάλματα που θα τον αναπαριστούσαν σε αθάνατη στάση. Φαινόταν εκείνος που όλοι είχαν γνωρίσει. Άλλωστε, στις πιο δύσκολες περιστάσεις ήξερε να δίνει τον καλύτερο εαυτό του.

Έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα ακόμη και τώρα που είχε φθάσει γι’ αυτόν η οριστική δοκιμασία; Ο λοιμός που έπληττε την Αθήνα εδώ και μήνες, για τον οποίο ο ηγέτης απήγγειλε έναν από τους πιο εξαιρετικούς λόγους του, τώρα δεν ήταν πια μια λέξη με την οποία κατακτούσε τα πλήθη ούτε μια πολιτική εμμονή· απλώς μοίραζε τον θάνατο. Ήρθαν λοιπόν όλοι εκεί, στον Κεραμεικό, γι’ αυτόν. Για τον Περικλή. Ο ηθικός οδηγός που ποτέ δεν υπέκυψε σε προκαταλήψεις και ανώφελους φόβους. Ο στρατηγός ο ικανός να καθησυχάζει τον λαό του όταν έχανε τον έλεγχο μέσα σε παράλογο φόβο. Ο ρήτορας που μπορούσε να τρομοκρατεί τους πολίτες όταν ήταν έρμαια ανάρμοστης τόλμης. Βρίσκονταν εκεί για να τον παρατηρήσουν, να τον διερευνήσουν στη δυσκολότερη στιγμή. Τον κοίταξαν σχεδόν δίχως να ανασάνουν, ενώ προχωρούσε προς τον τελευταίο από τους πεσόντες του. Κανείς δεν είπε λέξη, αργότερα όμως κυκλοφόρησαν ιστορίες. Σε κάποιον φάνηκε ότι έτρεμε. Κάποιος σκέφτηκε ότι δεν ήθελε πια να προχωρήσει κι ήταν έτοιμος να οπισθοδρομήσει. Εντούτοις, το στεφάνι που κρατούσε σφιχτά δεν πρόδιδε καμιά ταλάντευση των χεριών, τα σύντομα βήματα του πενθούντος άνδρα έμοιαζαν όντως με βήματα στρατιώτη. Διέσχισε τα τελευταία λίγα μέτρα με βραδύτητα. Μεγάλη βραδύτητα, σύμφωνα με κακόβουλα σχόλια. Μετά έφθασε μπροστά στο σώμα. Σταμάτησε. Ο λοιμός τού πήρε την αδερφή, τον πρωτότοκο γιο Ξάνθιππο, τους καλύτερους φίλους και πολλούς συγγενείς, εκείνος όμως ποτέ δεν υπέκυψε. Η ξακουστή σταθερότητα, η δύναμη της ψυχής που ήταν το καύχημά του, η ικανότητα να αντέχει χωρίς να φανερώνει τα συναισθήματά του. Η Αθήνα πάντα θαύμαζε αυτό το είδος ήρωα που την οδηγούσε στη δημοκρατική της πορεία. Τώρα, για τον Περικλή είχε φθάσει η κρίσιμη δοκιμασία. (περισσότερα…)

Λιν Σου, συγγραφέας του «Κιχώτη»

του Μικαέλ Γκόμεζ Γκούτχαρτ

Μετάφραση Μαρία Φραγκούλη

«Η Κίνα είναι τόσο αλλόκοτα αποκαλυπτική ως προς την ουσία της, ώστε κανείς δεν την αντιμετωπίζει ατιμωρητί: σπανίζουν οι συγγραφείς που είναι ικανοί να μιλήσουν γι’ αυτήν δίχως να επιδείξουν τις πιο μύχιες εμμονές τους· υπό αυτή την έννοια, όποιος μιλάει για την Κίνα, μιλάει για τον εαυτό του».
ΣΑΪΜΟΝ ΛΕΪΣ

Το όνομα του Λιν Σου σάς είναι σίγουρα παντελώς άγνωστο. Ε λοιπόν, μάθετε ότι θα άξιζε μια αξιοσέβαστη θέση στα εγχειρίδια ιστορίας της λογοτεχνίας. Καταγόμενος από την επαρχία Φουτζιάν, στα νοτιοδυτικά της Κίνας, αυτός ο σπουδαίος αυτοδίδακτος λόγιος, απόγονος της δυναστείας Κινγκ, της τελευταίας που βασίλεψε στην Κινεζική Αυτοκρατορία, υπήρξε ζωγράφος, καλλιγράφος, μυθιστοριογράφος, έγραψε διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια και μεταφράσεις. Εκτός των άλλων, από το τέλος του 19ου αιώνα υπέγραψε τις πρώτες λογοτεχνικές μεταφράσεις στην Κίνα – τις οποίες στερούνταν οι βιβλιοθήκες, εφόσον επί αιώνες η κινεζική παράδοση συνίστατο από σχόλια σε κείμενα αρχαίων Κινέζων, και όχι από εισαγωγές. Συνεπώς, ο Λιν Σου συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στο να διαδώσει, στον Κινέζο αναγνώστη, έργα και συγγραφείς άκρως εξωτικού χαρακτήρα, που προέρχονταν κυρίως από την Αγγλία, αλλά και από τη Γαλλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Σουηδία και τη Γερμανία˙ και όλο αυτό, πρέπει να τονιστεί, χωρίς να μιλάει καμιά ξένη γλώσσα. Ζητούσε να του διαβάσει τα κείμενα ένας βοηθός-μεταφραστής που γνώριζε, έστω θεωρητικά, τη γλώσσα προέλευσης και μπορούσε επομένως να επιχειρήσει χωρίς εμπόδια μια ερμηνεία σε προφορικά Μανδαρίνικα. Απ’ όσα μας παραδίδουν οι πιο οξυδερκείς σχολιαστές του –ελάχιστοι, στην πραγματικότητα–, ο Λιν Σου προχωρούσε στο ξαναγράψιμο του συνόλου σε κλασικά Μανδαρίνικα, προσπαθώντας όσο το δυνατόν να μείνει πιστός στη διασκευή, προτιμώντας την πλοκή της αφήγησης παρά τη μελωδία, τον ρυθμό και το ύφος. Ο Λιν Σου (1852-1924), με όπλο μόνο την αυθεντία του, επωφελούνταν της εκπληκτικής ικανότητας που έγκειται στην ανάγνωση οποιασδήποτε γλώσσας μέσα από τα μάτια ενός άλλου.

Βοηθούμενος διαδοχικά από δεκαεννέα βοηθούς, μετέφρασε, ή καλύτερα ξανάγραψε, σχεδόν διακόσιους κλασικούς της δυτικής λογοτεχνίας, μεταξύ των οποίων: Μπαλζάκ, Σαίξπηρ, Δουμάς πατέρας και υιός, Τολστόι, Ντίκενς, Γκαίτε, Στήβενσον, Ίψεν, Μοντεσκιέ, Ουγκώ, Τσέχωφ και Λοττί. Μερικές από τις διασκευές του έγιναν μάλιστα, στις αρχές του 20ού αιώνα, πραγματικά μπεστ σέλερ στην Κίνα, όπως Η κυρία με τις καμέλιες, ξαναβαπτισμένη για την περίσταση ως Η κληρονομιά της παρισινής κυρίας με τις καμέλιες. Ακόμη πιο συναρπαστικό και μυστηριώδες είναι το γεγονός ότι καμιά πενηνταριά από τις ανέκδοτες μεταφράσεις του ήταν κείμενα των οποίων κανείς ως σήμερα δεν στάθηκε ικανός να ταυτοποιήσει τον συγγραφέα ή τη γλώσσα προέλευσης. Ανάμεσα σε αυτά τα χαμένα χειρόγραφα βρίσκονται αριστουργήματα, για τα οποία αγνοούμε απολύτως τα πάντα.

Τα βιβλία συχνά παίρνουν πλάγιους δρόμους και άλλα «μονοπάτια που διακλαδίζονται», για να γκρεμίσουν κάθε όριο και να φτάσουν εκεί όπου κανείς δεν τα περιμένει. Η ιστορία της λογοτεχνίας, ή της γραφής, δεν υστερεί ανάλογων παραδειγμάτων. Ο νεαρός Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ –μεταφραστής των Κνουτ Χάμσουν, Ρομαίν Ρολλάν και Γκαμπριέλε Ντ’Αννούντσιο στα Γίντις– δεν είχε, απ’ όσο φαίνεται, καμιά ιδέα Νορβηγικών, Γαλλικών ή Ιταλικών˙ βασίστηκε στις γερμανικές μεταφράσεις που κυκλοφορούσαν στην προπολεμική Πολωνία. Ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς είναι ένα άλλο εντυπωσιακό παράδειγμα: στην Αργεντινή, ξανάγραψε ο ίδιος το Φερντυντούρκε του στα Ισπανικά, με τη βοήθεια των Βιρχίλιο Πινιέρα και Ουμπέρτο Ροντρίγκεζ Τομέου, δύο Κουβανών συγγραφέων που δεν είχαν ποτέ ακούσει ούτε μια πολωνική λέξη, και ύστερα ξαναμετέφρασε αυτή την εκδοχή στα Γαλλικά με τη βοήθεια ενός καθηγητή της Alliance Française του Μπουένος Άιρες, καταλήγοντας έτσι σε εκείνη που θα γινόταν η πρώτη γαλλική έκδοση του Φερντυντούρκε, η οποία εκδόθηκε από τον Μωρίς Ναντώ το 1958.

Το 1921 ο Λιν Σου αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον Κιχώτη, ξεκινώντας από μια αγγλική μετάφραση του 1885. Ο βοηθός Τσεν Τζιαλίν, που είχε συμπληρώσει ένα μέρος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Αγγλία, φαινόταν ικανός να κάνει την ανάγνωση, σύμφωνα με την εξοικειωμένη τεχνική. Ωστόσο, προέκυψε μια μερική εκδοχή, όχι απλώς παραγεμισμένη με ανέκδοτους διαλόγους, αλλά επίσης ακρωτηριασμένη κατά πολλά κεφάλαια, ανάμεσα στα οποία ο περίφημος πρόλογος: δηλαδή 285 σελίδες από το πρώτο μέρος του αριστουργήματος του Μιγκέλ ντε Θερβάντες – εδώ είναι αδύνατον να μη σκεφτούμε το μυστικό εγχείρημα κάποιου Πιερ Μενάρ που, σύμφωνα με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, φιλοδοξούσε ακριβώς να ξαναγράψει το πρώτο βιβλίο του Κιχώτη.

Η Βιογραφία του τρελού ιππότηΖωή του μαγεμένου ιππότη, ανάλογα με τις επαναμεταφράσεις) εκδόθηκε το 1922 στη Σανγκάι, προπύργιο της κινεζικής βιομηχανίας του βιβλίου, επονομαζόμενη τότε ως Παρίσι της Ανατολής, λόγω της πληθώρας εκδοτών, τυπογραφών και λογοτεχνικών καφέ. Ο Λιν Σου, καταβεβλημένος από την αρρώστια, πεθαίνει μετά από δύο χρόνια, αφήνοντας τον μισό Κιχώτη του εν είδει αποχαιρετισμού.

Αξίζει να θυμίσουμε ότι ο Δον Κιχώτης της Μάντσα αφηγείται για έναν άρρωστο γέρο συνεπαρμένο με τα ιπποτικά μυθιστορήματα, οι περιπέτειες του οποίου θα μεταφράζονταν από ένα αραβικό κείμενο που ο Θερβάντες με πανουργία αποδίδει σε κάποιον μουσουλμάνο ιστορικό. Η υπεκφυγή του ψεύτικου μεταφραστή ήταν, από τον 14ο αιώνα, ένα επαναλαμβανόμενο ταχυδακτυλουργικό κόλπο στην ιπποτική λογοτεχνία, οι συγγραφείς της οποίας συχνά παρουσίαζαν τα κείμενά τους ως μεταφράσεις από την τοσκανική και τη φλωρεντινή διάλεκτο, από τα Ταταρικά, Ελληνικά ή Ουγγρικά, για να μην αναφέρουμε άλλες γλώσσες που είναι αδύνατον να ταυτοποιηθούν. Ο λογοτεχνικός μοντερνισμός ξεκινάει το 1605 με ένα έργο που θα ήταν μια μετάφραση, και ο πρωταγωνιστής του οποίου είναι συγγραφέας μυθιστορημάτων. Ο κύκλος έκλεισε, και μάλιστα ωραία.

Μια μετάφραση, ως ξαναγράψιμο, όσο πιστή και αν είναι, δεν ισοδυναμεί ποτέ με το πρωτότυπο έργο. Ο Χοσέ Ορτέγκα υ Γκασσέτ επισήμαινε σχετικά ότι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, συνιστά ένα «μονοπάτι» με κατεύθυνση το πρωτότυπο έργο. Το απίστευτο μυθιστορηματικό ταξίδι του ευρηματικού Λιν Σου, συνοδευόμενου από τον πιστό βοηθό Τσεν Τζιαλίν, πέρα από να διαψεύδει, μοιάζει να εκπληρώνει την ανησυχητική απεικόνιση της παραπάνω θέσης.

Παρίσι, 2017   

Η μετάφραση βασίστηκε στη δημοσίευση του κειμένου στο περιοδικό Testo a fronte. Teoria e pratica della traduzione, n. 58, I semestre 2018, Marcos Y Marcos, Milano.

Ο Mikaël Gómez Guthart (Μοντεβιδέο, 1981) είναι συγγραφέας, μεταφραστής και λογοτεχνικός κριτικός. Έχει μεταφράσει έργα των Ζαν Ζακ Ρουσσώ και Μερλώ-Ποντύ στα Ισπανικά, και στα Γαλλικά έργα των Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Αλεχάντρα Πισαρνίκ, Ρικάρντο Πίλια κ.ά. Μαζί με την Αργεντινή συγγραφέα Ariana Harwicz έχουν γράψει το Desertar (Mardulce Editora, Buenos Aires 2020), έναν διάλογο γύρω από τη λογοτεχνία, τη μετάφραση, τα ταξίδια, καθώς και τα μυστήρια που εξυφαίνονται ανάμεσά τους.

Αποχαιρετισμός στον Μάριο Αντρέα Ριγκόνι

Mario Andrea Rigoni (Asiago, 2.6.1948 – Montebelluna, 15.10.2021)

~.~

Στις αληθινές φιλίες –ένα από τα θαύματα της ζωής–
λάμπει ένα αμυδρό φως αιωνιότητας: μόλις γινόμαστε φίλοι
και φαίνεται σαν να ήμασταν από πάντα.

MARIO ANDREA RIGONI, «Fondi di cassetto», 2019

Ανάμεσα στις τόσες πολλές φράσεις, αναμνήσεις και συναισθήματα που αναδύονται από τη φιλία μου με τον Μάριο, σκέφτομαι αυτόν τον αφορισμό του, τόσο αντιπροσωπευτικό του χαρακτήρα του και των όσων ο ίδιος ήταν ικανός να σου εμπνεύσει από την πρώτη κιόλας συνάντηση. Αξιαγάπητος, γενναιόδωρος, ευγενής, συμπονετικός, αυθόρμητος και γλυκός σαν παιδί.

Από το 2014 έως σήμερα τον συνάντησα τέσσερις φορές, συχνά μαζί με τη σύζυγό του Λουίζα, στο Μιλάνο, στην Πάντοβα και στην Ελλάδα. Διατηρούσαμε μια αδιάλειπτη επικοινωνία, γραπτή, τηλεφωνική, ακόμη και μέσω skype, μέχρι τις τελευταίες μέρες. Είχα την τιμή και την τύχη να μεταφράσω στα ελληνικά μια επιλογή από αφορισμούς και ποιήματά του, και πρόσφατα τη συλλογή διηγημάτων Η σκοτεινή όψη των πραγμάτων (Loggia, 2021), την οποία πρόλαβε να δει.

Τούτα τα φτωχά, ασυνάρτητα λόγια μου δεν επαρκούν, γιατί ο Μάριο Αντρέα Ριγκόνι ήταν ένα σπάνιο ον. Εδώ αισθάνομαι την ανάγκη να ανατρέξω στα λόγια του αγαπητού φίλου κινηματογραφιστή Τζόννυ Κονσταντίνο, ο οποίος γνώρισε τον Μάριο τον Γενάρη του 2020 και έγραψε ένα υπέροχο κείμενο για την συνάντησή τους εκείνη («In compagnia di Rigoni», Il primo amore, 31.1.2020): «Η συνάντηση με τον Μάριο Αντρέα Ριγκόνι είναι από εκείνες που, στα περιορισμένα όρια μιας ύπαρξης βιωμένης μες στη φωτιά του πάθους, καθιερώνει ένα πρότερον και ένα ύστερον».

Ο Μάριο έφυγε την 15η Οκτωβρίου, μέρα που γιορτάζεται η Αγία Τερέζα της Άβιλα, προστάτιδα των συγγραφέων, μια μυστικίστρια που πιθανόν θα ενέπνεε στον Μάριο άλλο ένα απαστράπτον ποίημα σαν εκείνα που μας άφησε τελευταία.

ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ

~.~

~.~

Tommaso Di Dio, Το παραμύθι των ματιών

 

Μετάφραση-Σημειώσεις Μαρία Φραγκούλη

 

Inardescimus et imus
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

εν αρχή

Ήταν μια φορά ένας χρόνος. Μια φορά
Ήταν ο χρόνος και σε κείνον τον χρόνο υπήρχε
ο χρόνος αποκτούσε χώρο, ήταν
ένα λευκό αυγό.

Ο άνθρωπος προχωρά.
Παίρνει μια πέτρα. Σηκώνει το χέρι.
Αυτή τη φορά, με τη φωνή σταμάτα τον. Εσύ

μπορείς να τον σταματήσεις. (περισσότερα…)

Η καζαντζακική Οδύσσεια στη γλώσσα του Δάντη (1/2)

Δεν είναι συνηθισμένο πράγμα η ενθουσιώδης υποδοχή στο εξωτερικό ενός έργου της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όμως η πρόσφατη έκδοση της καζαντζακικής Οδύσσειας μεταφρασμένης στα ιταλικά από τον Νικόλα Κροτσέττι (Nikos Kazantzakis, Odissea, Introduzione e traduzione di Nicola Crocetti, Crocetti Editore, Νοέμβριος 2020) έτυχε τέτοιας, τόσο από την κριτική της γειτονικής χώρας όσο και από το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Το μικρό αφιέρωμα του Νέου Πλανόδιου στο εκδοτικό αυτό γεγονός αποτελείται από δύο μέρη. Στο παρόν πρώτο, η Μαρία Φραγκούλη καταγράφει την απήχηση της κυκλοφορίας της Odissea και μεταφράζει ενδεικτικά το κριτικό σημείωμα με το οποίο την δεξιώθηκε η εφημερίδα Repubblica. Στο δεύτερο, ο μεταφραστής Νικόλα Κροτσέττι συζητά με τον Κώστα Κουτσουρέλη για το μεγάλο του εγχείρημα.    

 

(περισσότερα…)

Μάριο Αντρέα Ριγκόνι, Δύο διηγήματα (μτφρ. Μαρία Φραγκούλη)

Mario Andrea Rigoni

 

Ο άνδρας στο αναπηρικό καροτσάκι

Στη ζωή χρειάζεται να στηριζόμαστε σε κάτι, αλλιώς βουλιάζουμε. Ισχύει ίσως περισσότερο γι’ αυτόν, μα στην πραγματικότητα ισχύει για όλους, έλεγα: είναι απλώς ζήτημα τρόπου και βαθμού. Πόσα χρόνια, τώρα πια, ο Τάνο ήταν καταδικασμένος στο αναπηρικό καροτσάκι; Είκοσι, τριάντα; Ήταν οπωσδήποτε τόσα που, κάθε καλοκαίρι, ενώ κατέβαινα από το αυτοκίνητο και ξεφόρτωνα τις αποσκευές, σηκώνοντας το κεφάλι προς τον οικισμό κουρνιασμένο κατακόρυφα στη θάλασσα, έβλεπα το κοντόχοντρο περίγραμμά του να διαγράφεται ακίνητο στην ανοιχτή πόρτα –προστατευμένη μόνο από μια πράσινη πλαστική τέντα– του σπιτιού του, μικροσκοπικού σαν παιχνίδι. (περισσότερα…)