Μάριο Αντρέα Ριγκόνι, Δύο διηγήματα (μτφρ. Μαρία Φραγκούλη)

Mario Andrea Rigoni

 

Ο άνδρας στο αναπηρικό καροτσάκι

Στη ζωή χρειάζεται να στηριζόμαστε σε κάτι, αλλιώς βουλιάζουμε. Ισχύει ίσως περισσότερο γι’ αυτόν, μα στην πραγματικότητα ισχύει για όλους, έλεγα: είναι απλώς ζήτημα τρόπου και βαθμού. Πόσα χρόνια, τώρα πια, ο Τάνο ήταν καταδικασμένος στο αναπηρικό καροτσάκι; Είκοσι, τριάντα; Ήταν οπωσδήποτε τόσα που, κάθε καλοκαίρι, ενώ κατέβαινα από το αυτοκίνητο και ξεφόρτωνα τις αποσκευές, σηκώνοντας το κεφάλι προς τον οικισμό κουρνιασμένο κατακόρυφα στη θάλασσα, έβλεπα το κοντόχοντρο περίγραμμά του να διαγράφεται ακίνητο στην ανοιχτή πόρτα –προστατευμένη μόνο από μια πράσινη πλαστική τέντα– του σπιτιού του, μικροσκοπικού σαν παιχνίδι. Όμως, πάνω από την κατοικία δέσποζε ένα ψηλό παραθαλάσσιο πεύκο και ένας φοίνικας που το πρωί έριχναν μια διακεκομμένη σκιά στη λαμπερή πρόσοψη προς τα ανατολικά, με μια μαγευτική εντύπωση σαν από καρτ ποστάλ.

Τις πρώτες φορές που έφθανα στον οικισμό, περνώντας μπροστά από το καροτσάκι του Τάνο, ασυνείδητα επιτάχυνα το βήμα, περιοριζόμενος σε ένα ευγενικό νεύμα του κεφαλιού, θες γιατί ήμουν ξένος και δεν γνώριζα κανέναν (η αλήθεια είναι πως και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, είναι λίγα τα πρόσωπα που συναναστρέφομαι, και περισσότερο από ανάγκη παρά από ευχαρίστηση), θες γιατί το θέαμα μού δημιουργούσε κάποια δυσφορία, όπως συμβαίνει πάντα όταν βλέπουμε έναν συνάνθρωπό μας χτυπημένο από μιαν ανεπανόρθωτη δυστυχία. Για να πω όλη την αλήθεια, ο τύπος δεν είχε εμφάνιση πολύ περιποιημένη και ίσως ούτε πολύ καθαρή, κρίνοντας από ένα χρωματιστό μαντηλάκι, πάντα το ίδιο, που είχε δεμένο στον λαιμό, και από τις υφασμάτινες παντόφλες, πάντα τις ίδιες, που φορούσε.

Επιπλέον, είχα την εντύπωση ότι αυτός ο άνδρας δεν είχε καλό χαρακτήρα και μάλιστα, όπως είναι κατανοητό, ότι είχε επιδεινωθεί από την κατάστασή του. Θα έπρεπε να προσθέσω ότι οι ντόπιοι δεν διακρίνονται για το αίσθημα φιλοξενίας ούτε για τη χαρά της συζήτησης. Δεν θα έλεγα ότι είναι ιδιαίτερα ανόητοι (ούτε είχα ποτέ τρόπο να το επαληθεύσω), αλλά σίγουρα είναι κλειστοί, κενοί και ίσως αδιάφοροι, εκτός από ένα αίσθημα περηφάνιας τόσο πιο φθονερό, δύσπιστο και εύθικτο, όσο λιγότερο δικαιολογείται από τη μηδαμινότητά τους. Εν ολίγοις, είχα σχηματίσει τη γνώμη ότι επρόκειτο για μπασταρδεμένο κόσμο, καρπό εκείνων των ανώνυμων διασταυρώσεων που συχνά χαρακτήρισαν, στο πέρασμα των αιώνων, πολλούς παράκτιους πληθυσμούς.

Έμεινα ακόμη πιο έκπληκτος όταν μια μέρα, στρέφοντας χαμογελαστός το κεφάλι προς εμένα που περνούσα μπροστά από το σπίτι του, ο Τάνο είπε: «Είναι απαλός και ευωδιαστός όπως το δέρμα μιας γυναίκας από την Αιθιοπία».

«Τι πράγμα;» ρώτησα κατάπληκτος από εκείνη την απρόσμενη αποστροφή και προπαντός από την πρωτότυπη παραβολή, που με έκανε σχεδόν να σκεφτώ μιαν ατάκα ελισαβετιανού θεάτρου.

«Μα ο καφές!» απάντησε, σηκώνοντας το γυάλινο ποτηράκι που είχε στο χέρι, κραδαίνοντάς το σαν τρόπαιο. «Κοιτάξτε το καστανό βελούδο αυτού του αφρού, νιώστε το άρωμα της Αφρικής που αναδίδει!»

«Είναι αλήθεια» είπα. «Στον βορρά, στον αναιμικό και χλωμό βορρά μας» προσδιόρισα, για να προσπαθήσω να μη μείνω πολύ κάτω από την ατάκα του Τάνο «σπάνια ο καφές είναι τόσο καλός όπως στη Ρώμη, στη Νάπολη ή στο Παλέρμο, αλλά εδώ είναι καλός παντού: όχι πετρελαιοκηλίδα, μα ρόφημα που έρχεται από τον αρχάγγελο Γαβριήλ» πρόσθεσα, για να ξανακερδίσω έδαφος με την αναφορά σε έναν παράξενο ισλαμικό θρύλο.

Ο Τάνο φάνηκε να ομολογεί το πλήγμα ενός υπαινιγμού που δεν καταλάβαινε.

«Πώς εξηγείται;» συνέχισα.

«Δεν ξέρω» είπε «είμαστε άνθρωποι της θάλασσας, άνθρωποι απαιτητικοί, συνηθισμένοι στις γνήσιες και δυνατές αισθήσεις, έχουμε ταξιδέψει πολύ. Και εγώ, προτού…»

«Καταλαβαίνω» τον διέκοψα, για να μην τον φέρω σε αμηχανία με τη διήγηση μιας οποιασδήποτε ιστορίας που μπορούσα εύκολα να φανταστώ.

Σύντομα έμαθα πως ο Τάνο νέος είχε γυρίσει τον κόσμο ως λοστρόμος, έπειτα ως καπετάνιος σε πολυάριθμα εμπορικά πλοία, υπήρξε εραστής πλούσιων και κομψών γυναικών, σύχναζε σε καζίνο δύο ή τριών ηπείρων και είχε ζήσει πολλές περιπέτειες προτού ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, μια μετωπική σύγκρουση με φορτηγό –που συνέβη μια νύχτα σε δρόμο του Ρίο, στην Ιπανέμα– του σπάσει τη σπονδυλική στήλη. Έπρεπε να είχε ωραία εμφάνιση, την οποία ακόμη μπορούσες να αντιληφθείς αόριστα κάτω από τον όγκο λίπους που είχε συσσωρευτεί από τα χρόνια και την αναπηρία. Όχι ψηλός, μα με αρμονικό παρουσιαστικό, είχε αγαλμάτινο κεφάλι, χαρακτηριστικά έντονα χωρίς να είναι χυδαία, μαλλιά ακόμη μαύρα, πυκνά και κυματιστά, σαρκώδη χείλη, όπως φαινόταν σε μια διαβρωμένη νεανική φωτογραφία που φυλούσε σε ένα παλιό ημερολόγιο καταστρώματος, δεμένο με δέρμα. «Είναι ένα κειμήλιο αυτό το ημερολόγιο» είπε «όπως είμαι εγώ: καλύτερα να πω απομεινάρι».

Στη συνέχεια, μου αφηγήθηκε περίεργες ιστορίες, εύθυμες ή θλιβερές, χαριτωμένες ή αισχρές, στις οποίες ήταν θεατής ή πρωταγωνιστής. Δεν έπρεπε να είναι ο μόνος που τις είχε στον οικισμό, όπου μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες οι άνδρες δεν είχαν άλλη επιλογή για να ζουν και να συντηρούν την οικογένεια παρά να μπαρκάρουν έξι-οκτώ μήνες τον χρόνο, αφήνοντας στο σπίτι γυναίκες και παιδιά. Μα ο Τάνο (που ποτέ δεν παντρεύτηκε) διέθετε σίγουρα μιαν ευφυΐα και μια γνώση του κόσμου όχι συνηθισμένες στους συγχωριανούς του και στους συντρόφους του ταξιδιού, κοντά στους οποίους απολάμβανε εξάλλου ιδιαίτερη προσοχή και σεβασμό.

Αυτό που περισσότερο μου κίνησε την περιέργεια και με τράβηξε σε αυτόν ήταν εντούτοις η ιδιαίτερη σχέση του με τη γλώσσα, θα έλεγα μάλιστα με τη λογοτεχνία, όπως μου φάνηκε ήδη από την πρώτη συνάντηση. Η μόρφωσή του δεν ήταν παρά γενική και μέτρια, εν πάση περιπτώσει τεχνική, ούτε διέθετε στο σπίτι βιβλιοθήκη, έστω την παραμικρή: και όμως είχε ένα ασυνήθιστο φυσικό γούστο για τη λέξη, εκλεπτυσμένο πιθανόν από την κοινωνική ζωή που έκανε ως ναυτικός. Τέτοιο γούστο δεν είχε τίποτα από τη σχολαστικότητα που είναι τόσο χαρακτηριστική, σχεδόν αναπόφευκτη, στους αυτοδίδακτους· δεν μύριζε βιβλίο, μα ζωή, έστω και αν φαντάζομαι πως ο Τάνο είχε διαβάσει, ίσως πολύ, τουλάχιστον έναν καιρό. Οι παρατηρήσεις του, πάντα οξυδερκείς και ταιριαστές, ζωογονούνταν από τη χαρά της εικόνας και αναδεικνύονταν από το άλας του αφορισμού.

«Μου αρέσετε» είπε μια από τις πρώτες φορές «γιατί κάτω από αυτόν τον απατηλό επαγγελματικό τόνο, μηχανικού ή γιατρού, κρύβετε την οξύνοια ενός κοσμοπολίτη. Δεν λέω πως όλοι οι ευφυείς άνθρωποι είναι αναγκαστικά ειρωνικοί, αλλά είναι αρκετά σπάνιο ένας ειρωνικός άνθρωπος να μην είναι επίσης ευφυής».

Δεν καταλάβαινα γιατί φορούσε σκούρα γυαλιά και δεν τα έβγαζε ούτε όταν συζητούσε μαζί μου. Μου φάνηκε ένα σημάδι, άλλωστε κατανοητό, ελλιπών καλών τρόπων. Μόνο σε μιαν άλλη στιγμή έμαθα ότι έμεινε τυφλός ή σχεδόν τυφλός και βρισκόταν πάντα έξω από την πόρτα του σπιτιού, με το κεφάλι σηκωμένο προς τη θάλασσα για να αναπνέει τη μυρωδιά της, παρά για να απολαμβάνει το μεταβαλλόμενο λαμπύρισμα, σίγουρα για να φανταστεί τη ζωή μέσα από τους ήχους…

Σύντομα αντιλήφθηκα ότι μια έντονη συγκίνηση ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του όταν στη συζήτηση τύχαινε να αναφέρει κάποιο εξωτικό μέρος, που οπωσδήποτε είχε γνωρίσει. Ένα όνομα, ένα απλό όνομα υποκινούσε τις αναμνήσεις ή τη φαντασία του, που αφηγούνταν με αλάνθαστη ακρίβεια σε κομψά μα αυθόρμητα ιταλικά, είτε επρόκειτο για μια αρχαία και ανεμοδαρμένη κωμόπολη του Μαρόκου προς τον Ατλαντικό, όπου όλα τα σπίτια και οι βάρκες του λιμανιού είναι βαμμένα λευκά και γαλάζια, ή για ένα χωριό των Άνδεων, κατοικημένο μόνο από πόρνες, ή για ένα μοτέλ στο Χιούστον όπου είχε περάσει μιαν απρόβλεπτη νύχτα έρωτα με την ιδιοκτήτρια ενός ράντσου – «Μια γυναίκα που ποτέ δεν είχα παρόμοια, διάβολε!» σχολίασε. «Ήταν αρκετά ψηλή, είχε πράσινα μάτια, μακριά φρύδια και μαλλιά σαν φλόγες στον άνεμο. Εκτός από μιαν ελαφρά κύρτωση στα πόδια, που οφειλόταν στο ότι ίππευε τουλάχιστον δύο ώρες τη μέρα, ήταν στ’ αλήθεια τέλεια, διάβολε! Εκείνη μου χάρισε αυτό το μαντηλάκι, που πάντα φοράω». Είχε λύσει και ξεδιπλώσει το μαντηλάκι, δείχνοντάς μου με ασταθές και κάπως βρόμικο δάχτυλο την ξεθωριασμένη εικόνα του ράντσου, τυπωμένη πάνω σε φόντο μπλε ουρανού: μια κοκκινωπή ξύλινη κατασκευή, περιβαλλόμενη από έναν φράχτη με πασσάλους, με μερικά άλογα στα χωρίσματα του στάβλου.

Ήταν όμως τα ονόματα περισσότερο παρά οι τόποι που τον μάγευαν. Υποστήριζε ότι είχε, αν όχι ακριβώς μιαν αισθητική (ναι, προς έκπληξή μου, χρησιμοποίησε ακριβώς αυτή τη λέξη, που ωστόσο έλεγε ότι μισεί), τουλάχιστον μια ιεραρχία των πιο ωραίων, πιο ποιητικών, πιο μαγευτικών τοπωνυμίων. Ο Τάνο ζούσε με ονόματα, μέσω των οποίων ξανάβλεπε τον χαμένο κόσμο.

«Ωραία» είπα μια μέρα «κάθε πρωί που περνάω μπροστά από το σπίτι σας για να πάω στην παραλία, θα σας λέω ένα όνομα και εσείς θα μου διηγείστε τι αισθήσεις ή αναμνήσεις σάς υποκινεί».

«Οποιοδήποτε όνομα! Αρκεί να μην είναι Ιπανέμα, έστω και αν ο ήχος αυτής της λέξης είναι ένα αρωματικό βάλσαμο. Μα η πληγή που μου άφησε είναι πολύ μεγάλη!»

Έψαξα στη μνήμη μου τα ονόματα που ακόμη και σε μένα μπορούσαν να είναι γνωστά ή οικεία, αν και μόνο ως τουρίστα.

Το πρώτο ήταν Μοχάβε.

«Ω, Μοχάβε!» είπε ο Τάνο, μπαίνοντας σε ένα είδος ύπνωσης κατά τη διάρκεια της οποίας άνοιξε τα ρουθούνια λες και ανέπνεε τον άνεμο της ερήμου. «Το δέντρο του Ιησού του Ναυή…» άρχισε, σηκώνοντας τα χέρια και κινώντας τα δάχτυλα προς τον ουρανό για να θυμηθεί το σχήμα και τον θρύλο αυτού του δέντρου, βαφτισμένου από τους Μορμόνους αποίκους ενώ διέσχιζαν την έρημο στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Και ανέφερε τα κογιότ, τους κροταλίες, τις ταραντούλες, τους σκορπιούς και «τα μαγευτικά κολιμπρί, μικροσκοπικά όσο και ταχύτατα, ικανά να σταθούν στον αέρα σαν να πετούν ανάποδα».

«Πέρασα και εγώ από εκείνα τα μέρη, πηγαίνοντας στην Κοιλάδα του Θανάτου».

«Προς το απόλυτο τίποτα… Ανάμεσα σε εκείνους τους λόφους από άμμο ή πέτρα δεν μεγαλώνει ούτε ένα χόρτο, ούτε μπορεί να ζήσει κανένα ζώο. Τον δέκατο ένατο αιώνα πολλοί πέθαιναν ενώ τη διέσχιζαν. Ξέρετε ότι κάποτε ήταν καλυμμένη από τον ωκεανό;»

«Είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση που είχα, όταν βρέθηκα εκεί: ότι ήμουν στον πυθμένα μιας αχανούς αποξηραμένης θάλασσας. Η άπειρη σιωπή στην Κοιλάδα είναι συνταρακτική και, μαζί με μιαν απειλητική έλξη, νιώθεις μια τάση φυγής».

Έψαξα για δεύτερη φορά ένα τοπωνύμιο που δεν θα μπορούσε να θυμηθεί από τη λογοτεχνία ή τον κινηματογράφο, όπως η Μοχάβε ή η Κοιλάδα του Θανάτου, και που θα είχε αρχαϊκό ήχο.

«Ιεράπετρα!» είπα.

Σαν εμπνευσμένος, ο Τάνο σήκωσε το κεφάλι που κρατούσε χαμηλωμένο.

«Ακούω το Λιβυκό πέλαγος να φέρνει τα αρώματα της Αφρικής στον λευκό σωρό ανάμεσα στις ελιές και βλέπω το ενετικό σπίτι όπου κοιμήθηκε ο Ναπολέων επιστρέφοντας από την Αίγυπτο… Όταν σταμάτησα σε εκείνα τα μέρη, ψάρευα και μαγείρευα χταπόδια, εκπληκτικά μαλάκια, που αναπαριστώνται ήδη στην αρχαία κρητική ζωγραφική… Ξέρετε ότι έχουν τρεις καρδιές, στόμα που καταλήγει σε ράμφος για να σπάει το κέλυφος των καρκινοειδών που τρώνε, ένα περίεργο σύστημα επικοινωνίας, ερωτοτροπίας, αναπαραγωγής και προστασίας των αυγών τους;»

Μια μέρα τόλμησα: «Χισσαρλίκ».

Ο Τάνο συνοφρυώθηκε.

«Είναι πόλη; Παραθαλάσσιο μέρος;» ρώτησε διστακτικά.

«Ένας λόφος».

«Α, μάλιστα».

«Όχι μακριά από τη θάλασσα, όμως. Εκεί υψωνόταν η αρχαία, μυθική Τροία».

«Δεν πάτησα ποτέ το πόδι μου εκεί».

«Δεν χάσατε πολλά, εκτός από μια χούφτα πέτρες. Όλα τα φαντάσματα περιφέρονται μόνο μες στο μυαλό μας» κατέληξα.

Αυτή η συνήθεια τράβηξε για μερικά χρόνια, φθάνοντας όμως το περσινό καλοκαίρι, δεν είδα πια τον Τάνο έξω από την πόρτα. Τα παραθυρόφυλλα, σε ξεθωριασμένο χρώμα λεβάντας, ήταν κλειστά, μάλιστα αμπαρωμένα, με χαρακιές από πυκνή σκόνη. Μετακόμισε σε κάποιον συγγενή; Δεν μου φαινόταν να είχε κανέναν. Ήταν άρρωστος; Ήταν στο νοσοκομείο; Ήξερα ότι πού και πού νοσηλευόταν για κάποιον έλεγχο ή θεραπεία. Αντιθέτως, μου είπαν ότι πέθανε από αποπληξία τον προηγούμενο χειμώνα και ότι στο μπαρ του μικρού χωριού θα έβρισκα το ημερολόγιο καταστρώματος που ήθελε να μου μείνει κληρονομιά, ως ανάμνηση των συζητήσεών μας. Ήταν ένα μεγάλο μαύρο τετράδιο, αρκετά υγρό και κάπως μουχλιασμένο, με πυκνές τεχνικές σημειώσεις, γραμμένες με λεπτή καλλιγραφία, κανονική και ευανάγνωστη, όπου ο Τάνο είχε παρεμβάλει πολλές φωτογραφίες των τόπων για τους οποίους μου μιλούσε.

Τάνο… Πώς να περνάω μπροστά από το σπίτι του χωρίς να αντηχεί εμμονικά στο κεφάλι μου μια ηχώ;

Άντεν…

Ζανζιβάρη…

Μακάο…

~.~

Στη χλόη

Είμαι ξαπλωμένος ανάμεσα σε ψηλά χόρτα που θροΐζουν. Βλέπω τα φύλλα και τους μίσχους να σαλεύουν πάνω από το κεφάλι μου σαν μικρό πυκνό δάσος. Ίσως ήταν ένα από αυτά, με τις αιχμηρές άκρες του, που με πλήγωσε όταν έπεσα και άνοιξα διάπλατα το στόμα.

Ένα ρυάκι αίματος, του οποίου τη στυφή γεύση νιώθω, πλημμύρισε και μούσκεψε με μικροσκοπικές κηλίδες το χώμα κάτω από τα χείλη μου, αναδίδοντας μιαν αόριστη οσμή ζωικών περιττωμάτων.

Δεν αισθάνομαι πόνο, αλλά δεν μπορώ να κουνηθώ. Το δεξί χέρι είναι διπλωμένο, σχεδόν κολλημένο κάτω από το πλευρό, τουλάχιστον έτσι νομίζω, ενώ το αριστερό απλώνεται μπροστά, πιασμένο σφιχτά από μια πορώδη πέτρα. Προς αυτή τη μεριά γύρισε το κεφάλι μου, ακίνητο.

Ένα μαύρο μυρμήγκι τώρα αναρριχάται αργά στη ράχη του χεριού. Αισθάνομαι τη φαγούρα από το πέρασμά του: ευτυχώς δεν σταματάει αλλά, αφού φθάσει στην κορυφή, καθυστερεί λιγάκι χωρίς να τσιμπάει και κατεβαίνει από την άλλη μεριά της πλαγιάς, καθώς χάνεται στη βλάστηση. Εμφανίζεται άλλο ένα, μεγαλύτερο, κόκκινο. Έχει πελώρια, τρομακτικά μάτια. Με αποφεύγει και ανεβαίνει γρήγορα προς έναν μίσχο που λυγίζει και γέρνει ακριβώς πάνω στο μούτρο μου, χωρίς να σπάει. Είναι αυτό που φοβάμαι μη συμβεί. Δεν έχω ιδιαίτερη απέχθεια για τούτα τα έντομα ή άλλα ζώα, όπως έχω για τα ποντίκια ή τα ερπετά, μα στην κατάστασή μου όλα αποτελούν μια απειλή χωρίς προστασία.

Δεν μπορώ να κουνήσω ούτε καν μιαν άρθρωση, ίσως ούτε έναν μυ. Ακούω μονάχα το θρόισμα του ανέμου, σαν ελαφρά πόδια που σέρνονται στην άμμο· άλλους ακαθόριστους, μακρινούς θορύβους, όμοιους με φωνές, θρήνους ή βουβά ξεσπάσματα· ξαφνικές βαθιές σιωπές. Νιώθω υγρά τα μαλλιά, σαν μάλλινα, κολλημένα στο δέρμα. Τα χείλη μου είναι ξεραμένα, η γλώσσα κολλάει στον ουρανίσκο. Ένας γκριζωπός ουρανός στέκεται από πάνω απειλητικά σαν βαριά πλάκα σχιστόλιθου: δεν είναι ούτε κοίλη ούτε κυρτή, παρά επίπεδη και χαμηλή. Στην αριστερή γωνία του κατώτατου οπτικού μου πεδίου, μες στην πνιγηρή ατμόσφαιρα περνούν ηλεκτρικά αδύναμα φώτα. Μια μαυριδερή αιχμή ατσάλινης λαμαρίνας –που διαφαίνεται ενώ τα χόρτα λυγίζουν πότε-πότε– θα μπορούσε να είναι ένα απομεινάρι αυτοκινήτου, αεροπλάνου ή γεωργικού εργαλείου, ίσως ένα άροτρο παρατημένο στη σκουριά.

Πόσο καιρό βρίσκομαι εδώ; Δεν είμαι σε θέση να το πω ούτε να εξηγήσω στον εαυτό μου την αιτία. Δεν ξέρω μήτε πού βρίσκομαι.

Η μνήμη μου είναι μια ροή που διακόπτεται από ένα άλμα: ένα είδος ομιχλώδους τέλματος από όπου αγωνίζομαι να αναδυθώ, κουνώντας τα χέρια στα τυφλά, αλλά δεν ανεβαίνω πέρα από εκείνο το θαμπό διάλειμμα.

Σε αυτά τα περίχωρα πρέπει να φωλιάζει το αίνιγμα.

Ξαφνικά ένας τυφλοπόντικας αναποδογυρίζει την πέτρα και μαζί το χέρι μου που την έσφιγγε. Στο ανακατεμένο χώμα πρόβαλε ένα οπλόσημο.

Οπλόσημο; Έγινε λοιπόν πόλεμος; Πόλεμος του παρελθόντος ή του παρόντος, του οποίου αποτελώ μέρος; Πώς να το πω; Σίγουρα κάτι, κάτι το απρόσμενο και σοβαρό συνέβη: αλλιώς δεν θα ήμουν εδώ.

Εδώ – μα πού; Πού;!

Δεν θυμάμαι πια τίποτα.

Κάνω τεράστια προσπάθεια, μαζεύοντας όλες τις δυνάμεις για να σηκωθώ, να σταθώ στα πόδια. Όμως καμιά κίνηση δεν ακολουθεί την παρόρμηση. Είναι όπως στα όνειρα, όταν θες να κάνεις κάτι και δεν συμβαίνει τίποτα, αρπάζεις ένα αντικείμενο και σφίγγεις τον αέρα.

Νομίζω ότι έχω ακόμη τις αρθρώσεις μου, τουλάχιστον μερικές, σίγουρα το αριστερό χέρι, το μόνο πράγμα από μένα που βλέπω καλά. Ή παραληρώ;

Τώρα μια έκρηξη ή ένας σεισμός με χτυπάει άγρια με μια βοή· μα δεν τινάζομαι, παρά μόνο με τον νου. Πρόκειται για δύο καταδιωκτικά αεροσκάφη που γκρέμισαν τον τοίχο του ήχου.

Βράδιασε πια. Πουλιά πετούν φρενιτιώδη σε ζιγκ-ζαγκ, πολύ χαμηλά, αναζητώντας τροφή. Φοβάμαι για τα μάτια μου, μπορώ μόνο να τα κλείσω για να προστατευτώ – μα δεν κλείνουν!

Από μια κατεύθυνση που δεν διακρίνω φθάνει ένα χαμηλόφωνο, πυκνό μουρμούρισμα. Πλησιάζει. Ακούω επίσης μια κοφτή διαταγή.

«Πρέπει να είναι σε αυτά τα μέρη» λέει μια φωνή.

Μετάφραση Μαρία Φραγκούλη

~.~

Τα κείμενα του Μάριο Αντρέα Ριγκόνι προέρχονται από τη συλλογή διηγημάτων Η σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων (με επίμετρο του πεζογράφου και κριτικού Ματτέο Μαρκεζίνι), η οποία πρόκειται να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2020 από τις εκδόσεις Loggia.
Ο Mario Andrea Rigoni (Ασιάγκο, 1948) είναι ομότιμος καθηγητής ιταλικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Πάντοβα, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής, ενώ από τις αρχές του 1980 αρθρογραφεί στις πολιτιστικές σελίδες της Corriere della Sera. Έχει δημοσιεύσει μια σειρά μελετών για τη συμβολική σκέψη των Ιωάννη Σκώτου Εριγένη, Πίκο ντέλλα Μιράντολα, Τορκουάτο Τάσσο, Τζοβάν Μπαττίστα Μαρίνο και Εμανουέλε Τεζάουρο. Παράλληλα, επιμελήθηκε τη μετάφραση των Ιερογλυφικών του Ωραπόλλονος και μια επιλογή από τις Λογοτεχνικές αναμνήσεις του Λεόν Ντωντέ. Όμως, η μορφή στην οποία ο Ριγκόνι αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος των μελετών του είναι ο Τζάκομο Λεοπάρντι. Εκτός από την επιμέλεια των απάντων και άλλων κριτικών εκδόσεων του έργου του, έχει γράψει πολυάριθμες μελέτες για τον Λεοπάρντι. Άλλος συγγραφέας με τον οποίο ασχολήθηκε εκτενώς είναι ο Ε. Μ. Σιοράν, με τον οποίο διατήρησε επί πολλά χρόνια φιλία και αλληλογραφία, ήδη από τις αρχές του ’70. Ήταν ο πρώτος στην Ιταλία που παρουσίασε μια ανθολογία κειμένων του Σιοράν στο περιοδικό Nuovi Argomenti, ενώ διηύθυνε τη μετάφραση έργων του για τον εκδοτικό οίκο Adelphi. Το 2001 έλαβε από την Ακαδημία των Λυγκέων το Βραβείο Roncaglia-Mari για τη λογοτεχνία.