*
Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
~.~
~.~
~.~
Ας επικεντρωθούμε τώρα στο κύρος και στη μέθοδο του Γαληνού και ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη διδασκαλία ενός τόσο σημαντικού άνδρα. Διότι από όλους τους σχολιαστές του Αριστοτέλη για τους οποίους μίλησα στο πρώτο βιβλίο, κανείς δεν υπερέχει, κατά τη γνώμη μου, του Γαληνού. Του αρμόζουν ύψιστοι έπαινοι. Το πνεύμα του είναι μοναδικό. Η δε ευγλωττία του, παρόλο που φαντάζει νεανική και υπέρ το δέον ‘ασιατική’ και παρατραβηγμένη, για εκείνους, πάντως, που έχουν να διαθέσουν τον χρόνο, δεν αποδεικνύεται δυσάρεστη. Η ενδελέχειά του στη συγγραφή είναι μοναδική, μα, πάνω από όλα -και αυτό το τιμώ απεριόριστα- τη φιλοσοφική του στάση διακρίνει ένας πηγαίος και αχειραγώγητος ζήλος: προτάσσει τον σκοπό των πραγμάτων, διακρίνει μεταξύ της χρηστικότητας των τεχνών καθώς και της τελικής ευχαρίστησης και αλήθειας προς την οποία συντείνουν. Ακολουθώντας τη γραμμή μιας επιχειρηματολογίας, όχι μόνον θα συστήσει θερμά αυτό που βρίσκεται σε συμφωνία με την αρετή, μα, πιστός στην ίδια επιχειρηματολογία, θα ασκήσει δριμεία κριτική και σε ό,τι συνδέεται με μια ροπή προς το σφάλμα. Θέτει στο στόχαστρό του προηγούμενούς του φιλοσόφους που πίστεψαν προπετώς πολλές θεωρίες και φαντασιοκοπίες τις οποίες είχαν απλώς διαβάσει ή ακούσει. Τούτοι δεν μπήκαν στον κόπο να εξετάσουν εάν όσα διάβαζαν ή άκουγαν είναι αληθή, ούτε τα αντιπαρέβαλαν με κριτήρια της αλήθειας όπως η αίσθηση και η εμπειρία.
Ωστόσο, παρόλο που υπήρξε τόσο σημαντικός φιλόσοφος σε τόσα πράγματα, πρέπει να εξετάσουμε τι δίδαξε ο Γαληνός ως προς τη μέθοδο. Διότι κάνει ενίοτε λόγο για μέθοδο, άλλοτε για θεωρία -όπως ο Σιμπλίκιος- και άλλοτε για διδασκαλία σχετικά με την τάξη. Ας επικεντρωθούμε στην ουσία και όχι στην ορολογία που χρησιμοποιεί. Πιστεύω, λοιπόν, ότι, από τη στιγμή που βρει κανείς την ύλη μιας ολόκληρης τέχνης -τους ορισμούς, τους κανόνες, τις διαιρέσεις της-, έχουν δε αποκρυσταλλωθεί όλες οι βασικές παραδοχές και έχει κριθεί ποια ακριβώς είναι η ύλη αυτής της τέχνης, η επιστημονική και έντεχνη διάταξη αυτής της ύλης μπορεί να επιτευχθεί με έναν και μόνον τρόπο: ξεκινώντας από εκείνα που είναι πρότερα και γνωριμότερα κατά τη φύση. Με την άδειά σου, εγώ αυτό το αποκαλώ ‘μέθοδο’. Εάν τώρα εσύ, θεωρώντας ότι ως προς τον όρο ‘μέθοδος’ αλλά και ως προς τον ορισμό του, επιθυμείς να παρουσιάσεις τον Γαληνό ως αντίπαλό μου, τονίζοντας ότι τούτος εισήγαγε ποικίλους τρόπους διάταξης μιας τέχνης, εγώ ξεκάθαρα το αρνούμαι. Για να αποφύγουμε όμως μια διαφωνία που θα στρέφεται απλώς γύρω από τον όρο, θεωρώντας ότι ο Γαληνός μπορεί να εννοούσε κάτι διαφορετικό από αυτό που εννοούμε εμείς, επίτρεψέ μου να προσδιορίσω το θεμέλιο της αντιπαράθεσης. Εσύ επικαλείσαι την αυθεντία του Γαληνού· εγώ θα επικεντρωθώ στη βάση της διαφωνίας.
Ας εξετάσουμε, λοιπόν, πώς, κατά τη γνώμη σου, ορίζει ο Γαληνός τι είναι ‘μέθοδος’: «εγώ ισχυρίζομαι», λέει, «ότι θα είσαι σε θέση να βρεις την αλήθεια των υπό διερεύνηση πραγμάτων εάν πρώτα αναγνωρίσεις την αρχή του δρόμου που οδηγεί σε αυτήν· γιατί αν χάσεις την αρχή, θα περιπέσεις σε πολλά λογικά σφάλματα. Με τα ίδια δε κριτήρια με τα οποία βρήκες την αρχή, θα βρεις το δεύτερο και το τρίτο έρεισμα, καθώς και όλα όσα έπονται»[1]. Τη μέθοδο που εξηγώ εδώ, φαίνεται, λοιπόν, να περιέγραψε ο Γαληνός στο ξεκίνημα του ένατου βιβλίου του Περί των Ιπποκράτους και Πλάτωνος δογμάτων. Ο ίδιος ορισμός επαναλαμβάνεται λίγο αργότερα στο ίδιο βιβλίο, εκεί όπου αναφέρεται η παρατήρηση του Ιπποκράτη πως για να κατανοηθεί τι χαρακτηρίζει το πρόσωπο ενός ανθρώπου που νοσεί, πρέπει αυτό να αντιπαραβληθεί με το πρόσωπο ενός ανθρώπου υγιούς. Σημειώνει, λοιπόν, ο Γαληνός: (περισσότερα…)
~.~
*
*
*
~.~
Αγαπητέ μου Σκάλα, φαίνεται πως δεν αρκείσαι στο να εκτελείς τα καθήκοντα ενός γενναίου στρατιώτη και ενός ατρόμητου στρατηγού, αλλά, με τη χαρακτηριστική σου σχολαστικότητα, δεν επιτρέπεις και στους νεοσύλλεκτούς σου να μαραζώσουν στη σχόλη και την οκνηρία. Αντιθέτως, τους καλείς να εγκαταλείψουν τη σκιερή σκηνή για το σκονισμένο πεδίο, το ιδροκόπημα του πεδίου ασκήσεων και τα γυμνάσια, θεωρώντας ότι ολόκληρο το σώμα των στρατιωτών υπάγεται στη δική σου και μόνον δικαιοδοσία.
Από την πλευρά μου, πίστευα ότι είχα κάνει αρκετά μεταφράζοντας τον Επίκτητο από τα Ελληνικά. Αλλά τώρα με ξεσηκώνεις, σημαίνοντας τη σάλπιγγα για μάχη, να τον υπερασπιστώ κιόλας. Επομένως, όπως λέει ο Οράτιος,
σ’ αυτόν και κάθε άλλο πόλεμο πρόθυμα θα συγκρουστώ
με μόνη ελπίδα την εύνοιά σου να κερδίσω[2]. (περισσότερα…)
Τη χριστιανική πίστη διαχέει η αυθεντία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ωστόσο, αν και η Παλαιά Διαθήκη περιλάμβανε στα κείμενά της αναφορές του ίδιου του ονόματος του Χριστού και προεξήγγελλε την έλευση εκείνου που πιστεύουμε ότι γεννήθηκε από την Παρθένο, είναι φανερό ότι η εξάπλωση της πίστης στα πέρατα του κόσμου χρονολογείται από τη θαυματουργή παρουσία του ίδιου μας του Σωτήρα και ύστερα.
Τώρα, αυτή η θρησκεία μας που ονομάζεται χριστιανική και καθολική, θεμελιώνεται κυρίως στις ακόλουθες παραδοχές: προ πάντων των αιώνων, δηλαδή πριν πλαστεί ο κόσμος, και, έτσι, πριν υπάρξουν όλα εκείνα στα οποία μπορεί να αποδοθεί η ιδιότητα του χρόνου, υπήρχε η θεϊκή ουσία του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να αποκαλείται ο Πατήρ ‘θεός’, ο Υιός ‘θεός’ και το Άγιο Πνεύμα ‘θεός’, χωρίς να αποτελούν τρεις θεούς αλλά έναν. (περισσότερα…)
*
~.~
Κεφ. 3
1 . Έτσι τα δύο σκαλοπάτια τα οποία περιγράφηκαν προηγουμένως, που μας οδηγούν μες στον Θεό μέσω των ιχνών του, δια των οποίων καταλάμπει σε όλη την πλάση, μας πήραν από το χέρι για να επανεισέλθουμε στον νου μας, εκεί όπου καταλάμπει η εικόνα του Θεού. Τώρα είμαστε ήδη στο τρίτο στάδιο, κατά το οποίο εισερχόμαστε στον ίδιο μας τον εαυτό, ωσάν να αφήνουμε πίσω μας την αυλή[1], και εισερχόμαστε στα άγια, το μπροστινό μέρος της Σκηνής· εδώ οφείλουμε να προσπαθήσουμε να δούμε τον Θεό μέσα από έναν καθρέφτη. Εδώ, σαν το φως της λυχνίας, το φως της αλήθειας καταλάμπει στο πρόσωπο του νου μας[2], αντανακλώντας την εικόνα της μακαριότατης Τριάδας.
Είσδυσε, λοιπόν, μέσα σου, και δες πόσο φλογερά ακριβαγαπά ο νους σου τον εαυτό του. Δεν θα μπορούσε να τον αγαπήσει αν δεν τον γνώριζε, και δεν θα μπορούσε να τον γνωρίσει αν δεν τον θυμόταν, αφού δεν αδράχνουμε τίποτα με τη νόηση εάν δεν είναι παρόν στη μνήμη μας. Από αυτό μπορείς να αντιληφθείς, όχι με το μάτι της σάρκας, μα με το μάτι της λογικής, ότι η ψυχή σου έχει μια τριπλή δύναμη. Στοχάσου τις ενέργειες και τις έξεις αυτών των τριών δυνάμεων, και θα μπορέσεις να δείς τον Θεό μέσα σου ωσάν σε μια εικόνα, βλέποντάς τον, ούτως ειπείν, θολά, μέσα από έναν καθρέφτη[3].
2 . Ενέργεια της μνήμης είναι η διατήρηση και η αναπαράσταση, όχι μόνο πραγμάτων παρόντων, σωματικών και έγχρονων, αλλά και των διαδοχικών, των απλών και των αιώνιων. Η μνήμη διατηρεί εκείνα που έχουν προηγηθεί μέσω της ανάμνησης, εκείνα που είναι παρόντα μέσω της αφομοίωσης, και εκείνα που πρόκειται να γίνουν, μέσω της πρόβλεψης. Διατηρεί, επίσης, απλά πράγματα, όπως τις αρχές συνεχών και διακριτών μεγεθών, για παράδειγμα το σημείο, τη στιγμή και τη μονάδα, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να ανακαλέσουμε ή να εξετάσουμε εκείνα τα πράγματα που προέρχονται από αυτά. Διατηρεί όμως και τις αρχές και τα αξιώματα των επιστημών: τούτα είναι αιώνια και τα διατηρεί αιωνίως, αφού όσο εξασκούμε τη λογική μας, δεν είναι δυνατόν να τα λησμονήσουμε εντελώς. Άπαξ και τα ακούσουμε, τα εγκρίνουμε και συγκατατιθέμεθα σε αυτά όχι λες και τα ακούμε για πρώτη φορά, αλλά σαν να αναγνωρίζουμε κάτι που μας είναι έμφυτο και οικείο. Αυτό καθίσταται σαφές, αν προβάλετε σε κάποιον μια δήλωση όπως «για καθετί [αληθεύει] είτε η κατάφαση είτε η άρνηση»» ή «κάθε σύνολο είναι μεγαλύτερο από το μέρος» ή οποιοδήποτε άλλο αξίωμα που δεν αντιφάσκει προς «την απόδειξη που λαμβάνει χώρα εσωτερικά»[4]. (περισσότερα…)
*
~.~
Πρόλογος
1 . Στην αρχή[2], σε εκείνη την πρώτη αρχή από την οποία απορρέει κάθε φώτιση, τον Πατέρα των φώτων από τον οποίο προέρχεται κάθε χάρισμα αγαθό και κάθε τέλειο δώρημα[3], στον αιώνιο, λοιπόν, Πατέρα, απευθύνω δέηση μέσω του Υιού Του, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, με τη μεσιτεία της υπεραγίας Παρθένου Μαρίας, μητέρας του ίδιου του Θεού και Κυρίου μας Ιησού Χριστού, καθώς και του μακάριου Φραγκίσκου, πατέρα και οδηγού μας: να φωτίσει τα μάτια[4] του νου μας και να οδηγήσει τα βήματά μας στο μονοπάτι της ειρήνης[5] Του που υπερβαίνει κάθε κατανόηση[6]. Τούτην ακριβώς την ειρήνη ανήγγειλε και επιδαψίλευσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός[7]. Και αυτό το κήρυγμα επανέλαβε ο πατέρας μας Φραγκίσκος[8], ο οποίος ξεκινούσε και κατέληγε κάθε κήρυγμά του με ένα μήνυμα ειρήνης, και σε κάθε του χαιρετισμό απηύθυνε ευχή ειρήνης, και σε κάθε θέαση ακριβοποθούσε την εκστατική ειρήνη, ωσάν να ήταν πολίτης εκείνης της Ιερουσαλήμ για την οποία μιλά ο άνθρωπος εκείνος της ειρήνης που ήταν ειρηνικός και με όσους μισούν την ειρήνη[9]: ‘Να εύχεστε αυτά που φέρνουν την ειρήνη στην Ιερουσαλήμ’[10]. Γνώριζε, βέβαια, ότι, τον θρόνο του Σολομώντα τον στέριωνε η ειρήνη, αφού έχει γραφτεί: Στην ειρήνη φτιάχτηκε η πατρίδα του, και η στέγη του είναι στη Σιών[11]. (περισσότερα…)
*
I 1 Στα αρχαία χρόνια, τόσο στους Έλληνες όσο και στους Λατίνους, όταν κάποιος επρόκειτο να αγορεύσει για ένα σπουδαίο θέμα ενώπιον δικαστών ή του πλήθους, είθιστο να ξεκινά με μια επίκληση των θείων[2]. 2 Νομίζω πως τούτο το τελετουργικό εισήχθη από τους λάτρεις του αληθινού θεού, όπως άλλωστε και οι θυσίες, οι απαρχές[3], οι ιεροτελεστίες και άλλες μορφές τίμησης των θείων. Έπειτα δε, τούτο το τελετουργικό, όπως και όλα τα υπόλοιπα, μεταφέρθηκε από την αληθινή θρησκεία στις ψεύτικες. Αναμφισβήτητα, από όλα τα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι τούτο ξεχωρίζει ως η τερατωδέστερη ανοσιότητα και αποτελεί, ενδεχομένως, τη ρίζα όλων των κακών: να αποτίνουν τη θρησκευτική λατρεία που οφείλεται στον αθάνατο θεό και μοναδικό δημιουργό, στους θνητούς και τα δημιουργήματα. 3 Τούτη η συνήθεια, αφού ευδοκίμησε για πολλούς αιώνες και στα δύο έθνη, άρχισε σταδιακά να χάνει τη δύναμή της και οι άνθρωποι, είτε επρόκειτο να υπερασπιστούν καλό σκοπό, είτε κακό, έπαψαν να επικαλούνται τα θεία. Όσοι υπερασπίζονταν κακό σκοπό έπαψαν να τα επικαλούνται είτε επειδή δεν πίστευαν ότι υπάρχουν θεοί, είτε επειδή τους έτρεμαν (αφού, οποιοσδήποτε απευθύνει μια ικεσία στους θεούς, την απευθύνει προκειμένου να διασφαλίσουν την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, πράγματα που ο κακός αποστρέφεται). Όσοι από την άλλη υπερασπίζονταν έναν καλό σκοπό, αφενός ήθελαν να καλλιεργούν την εντύπωση πως αποδίδουν μεγαλύτερη βάση στη θεσμοσύνη τους έναντι της κηδεμονίας των θεών, αφετέρου θεωρούσαν πως θα φαίνονταν πιο ανδροπρεπείς και σπουδαίοι εάν δεν κατέφευγαν διαρκώς σε ικεσίες προς τους θεούς όπως κάνουν οι γυναίκες (καθώς θεωρείτο τότε γυναικίσιο, και όχι ανδροπρεπές, να επικαλείσαι τα θεία, για αυτό και ο Κάτων -στον Σαλούστιο- λέει: «η αρωγή των θεών δεν εξασφαλίζεται ούτε με υποσχέσεις, ούτε με γυναικίσια παρακάλια»[4]). (περισσότερα…)
*
*
Ας περάσουμε τώρα στους κανόνες του έρωτα. Θα προσπαθήσω να σου παρουσιάσω εν συντομία τους κανόνες που λέγεται ότι ο ίδιος ο βασιλιάς του έρωτα άρθρωσε προφορικά, διατυπώνοντάς τους εν συνεχεία και γραπτά προς χρήση όλων των ερωτευμένων. Ένας, λοιπόν, από τους ιππότες της Βρετανίας διέσχιζε μονάχος το βασιλικό δάσος με σκοπό να συναντήσει τον Αρθούρο. Όταν βρέθηκε στα βύθια του δάσους, αντάμωσε απροσδόκητα μια νεαρή κοπέλα εκπάγλου καλλονής, η οποία καθόταν επάνω σε ένα υπέροχο άλογο και έπλεκε τα μαλλιά της. Ο ιππότης έσπευσε να τη χαιρετήσει και η ίδια ανταποκρίθηκε ευγενικά. Του είπε, λοιπόν, η κοπέλα: «Αυτό που αναζητάς, Βρετανέ, δεν θα μπορέσεις να το βρεις όσο και να προσπαθήσεις, παρά μόνον εάν λάβεις τη βοήθειά μας». Ο ιππότης σάστισε όταν το άκουσε αυτό, και αμέσως τη ρώτησε εάν ήταν σε θέση να του πει για ποιον λόγο βρισκόταν εκεί. Εάν ήξερε να του πει, τότε θα έδινε βάση στα λόγια της. Η νεαρή κοπέλα απάντησε: «Όταν γύρεψες τον έρωτα μιας Βρετανίδας δέσποινας, εκείνη σου είπε ότι δεν θα μπορούσες ποτέ να τον αξιωθείς, παρά μόνον εάν της έφερνες το νικηφόρο γεράκι που λένε πως ριζώνει στην αυλή του Αρθούρου, πάνω σε κούρνια χρυσή». Ο Βρετανός παραδέχθηκε ότι όλα αυτά αληθεύουν. Τότε η κοπέλα του είπε: «Δεν θα μπορέσεις να αποκτήσεις το γεράκι που αναζητάς, εκτός και αν πρώτα βεβαιώσεις, μονομαχώντας στο παλάτι του Αρθούρου, ότι απολαμβάνεις τον έρωτα μιας δέσποινας πιο όμορφης από όλες όσες ζουν στο παλάτι του. Δεν θα μπορέσεις καν να μπεις στο παλάτι, παρά μόνον εάν δείξεις στους φρουρούς την περιχειρίδα για το γεράκι. Και ούτε είναι δυνατόν να αποκτήσεις την περιχειρίδα, παρά αγωνιζόμενος σε διπλή μονομαχία εναντίον δύο ισχυρότατων ιπποτών». (περισσότερα…)