λατινική γραμματεία

Πετράρχης, Η Ομιλία της Στέψης

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

Ο Πετράρχης (1304-1374) έτρεφε από την πρώιμη νεότητά του την επιθυμία να καταξιωθεί, και μάλιστα μέσω ενός επισήμου τελετουργικού στέψης, ως δεσπόζουσα μορφή των γραμμάτων. Την επιθυμία του ερέθισε η αναπάντεχη αναβίωση του εθίμου της απόδοσης δημοσίων τιμών σε επιφανείς ποιητές στις αρχές του 14ου αιώνα. Τούτη η αναβίωση βασίστηκε σε μια μάλλον ισχνή κατανόηση των διασωθεισών μαρτυριών για τους ποιητικούς αγώνες που τελούνταν κατά τη διάρκεια των Καπιτωλίων. Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το ενδιαφέρον που προκάλεσε σε όλη την Ιταλία, το καθοριστικό έναυσμα δόθηκε με τη βράβευση του ποιητή Αλμπερτίνο Μουσάτο από τις πανεπιστημιακές και διοικητικές αρχές της Πάδοβας, το 1315. Είναι γνωστό πόσο πολύκροτη κατέστη λίγο αργότερα η ματαίωση της επιθυμίας του Δάντη να λάβει αντίστοιχη τιμή από την πόλη της Φλωρεντίας. Για τον νεαρό Πετράρχη δε, έναν πρόσθετο ενθουσιασμό στην προοπτική να στεφθεί με το δάφνινο στεφάνι, γεννούσε η ομοηχία του ποθητού τροπαίου (Laurea) με το αειθρύλητο αντικείμενο του έρωτά του, τη Laura.

Ο Πετράρχης κινήθηκε πετυχημένα ώστε να του προταθεί, το 1340, η απόδοση δημόσιας καταξίωσης. Τούτο αποτελεί από μόνο του ένα παράδοξο, αφού ο ίδιος ήταν τότε μόλις 35 ετών, και δεν είχε ακόμα δημοσιεύσει ούτε ένα έργο από αυτά που θα καθιστούσαν, πράγματι, το όνομά του αθάνατο. Την πρόσκληση την κατέστησε μάλλον εφικτή η αρχαιογνωσία του, και η ιδιότητά του ως πολλά υποσχόμενου ποιητή. Ο ίδιος αναφέρει ότι προσκλήσεις για στέψη έλαβε τόσο από την πόλη του Παρισιού, όσο και από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Με προφανή τη συμβολική διάσταση, προτίμησε η στέψη να γίνει, (περισσότερα…)

Πέτρος Ράμους, Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

ΠΕΤΡΟΣ ΡΑΜΟΥΣ

Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης

[ 2/2  ]

Ας επικεντρωθούμε τώρα στο κύρος και στη μέθοδο του Γαληνού και ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη διδασκαλία ενός τόσο σημαντικού άνδρα. Διότι από όλους τους σχολιαστές του Αριστοτέλη για τους οποίους μίλησα στο πρώτο βιβλίο, κανείς δεν υπερέχει, κατά τη γνώμη μου, του Γαληνού. Του αρμόζουν ύψιστοι έπαινοι. Το πνεύμα του είναι μοναδικό. Η δε ευγλωττία του, παρόλο που φαντάζει νεανική και υπέρ το δέον ‘ασιατική’ και παρατραβηγμένη, για εκείνους, πάντως, που έχουν να διαθέσουν τον χρόνο, δεν αποδεικνύεται δυσάρεστη. Η ενδελέχειά του στη συγγραφή είναι μοναδική, μα, πάνω από όλα -και αυτό το τιμώ απεριόριστα- τη φιλοσοφική του στάση διακρίνει ένας πηγαίος και αχειραγώγητος ζήλος: προτάσσει τον σκοπό των πραγμάτων, διακρίνει μεταξύ της χρηστικότητας των τεχνών καθώς και της τελικής ευχαρίστησης και αλήθειας προς την οποία συντείνουν. Ακολουθώντας τη γραμμή μιας επιχειρηματολογίας, όχι μόνον θα συστήσει θερμά αυτό που βρίσκεται σε συμφωνία με την αρετή, μα, πιστός στην ίδια επιχειρηματολογία, θα ασκήσει δριμεία κριτική και σε ό,τι συνδέεται με μια ροπή προς το σφάλμα. Θέτει στο στόχαστρό του προηγούμενούς του φιλοσόφους που πίστεψαν προπετώς πολλές θεωρίες και φαντασιοκοπίες τις οποίες είχαν απλώς διαβάσει ή ακούσει. Τούτοι δεν μπήκαν στον κόπο να εξετάσουν εάν όσα διάβαζαν ή άκουγαν είναι αληθή, ούτε τα αντιπαρέβαλαν με κριτήρια της αλήθειας όπως η αίσθηση και η εμπειρία.

Ωστόσο, παρόλο που υπήρξε τόσο σημαντικός φιλόσοφος σε τόσα πράγματα, πρέπει να εξετάσουμε τι δίδαξε ο Γαληνός ως προς τη μέθοδο. Διότι κάνει ενίοτε λόγο για μέθοδο, άλλοτε για θεωρία -όπως ο Σιμπλίκιος- και άλλοτε για διδασκαλία σχετικά με την τάξη. Ας επικεντρωθούμε στην ουσία και όχι στην ορολογία που χρησιμοποιεί. Πιστεύω, λοιπόν, ότι, από τη στιγμή που βρει κανείς την ύλη μιας ολόκληρης τέχνης -τους ορισμούς, τους κανόνες, τις διαιρέσεις της-, έχουν δε αποκρυσταλλωθεί όλες οι βασικές παραδοχές και έχει κριθεί ποια ακριβώς είναι η ύλη αυτής της τέχνης, η επιστημονική και έντεχνη διάταξη αυτής της ύλης μπορεί να επιτευχθεί με έναν και μόνον τρόπο: ξεκινώντας από εκείνα που είναι πρότερα και γνωριμότερα κατά τη φύση. Με την άδειά σου, εγώ αυτό το αποκαλώ ‘μέθοδο’. Εάν τώρα εσύ, θεωρώντας ότι ως προς τον όρο ‘μέθοδος’ αλλά και ως προς τον ορισμό του, επιθυμείς να παρουσιάσεις τον Γαληνό ως αντίπαλό μου, τονίζοντας ότι τούτος εισήγαγε ποικίλους τρόπους διάταξης μιας τέχνης, εγώ ξεκάθαρα το αρνούμαι. Για να αποφύγουμε όμως μια διαφωνία που θα στρέφεται απλώς γύρω από τον όρο, θεωρώντας ότι ο Γαληνός μπορεί να εννοούσε κάτι διαφορετικό από αυτό που εννοούμε εμείς, επίτρεψέ μου να προσδιορίσω το θεμέλιο της αντιπαράθεσης. Εσύ επικαλείσαι την αυθεντία του Γαληνού· εγώ θα επικεντρωθώ στη βάση της διαφωνίας.

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, πώς, κατά τη γνώμη σου, ορίζει ο Γαληνός τι είναι ‘μέθοδος’: «εγώ ισχυρίζομαι», λέει, «ότι θα είσαι σε θέση να βρεις την αλήθεια των υπό διερεύνηση πραγμάτων εάν πρώτα αναγνωρίσεις την αρχή του δρόμου που οδηγεί σε αυτήν· γιατί αν χάσεις την αρχή, θα περιπέσεις σε πολλά λογικά σφάλματα. Με τα ίδια δε κριτήρια με τα οποία βρήκες την αρχή, θα βρεις το δεύτερο και το τρίτο έρεισμα, καθώς και όλα όσα έπονται»[1]. Τη μέθοδο που εξηγώ εδώ, φαίνεται, λοιπόν, να περιέγραψε ο Γαληνός στο ξεκίνημα του ένατου βιβλίου του Περί των Ιπποκράτους και Πλάτωνος δογμάτων. Ο ίδιος ορισμός επαναλαμβάνεται λίγο αργότερα στο ίδιο βιβλίο, εκεί όπου αναφέρεται η παρατήρηση του Ιπποκράτη πως για να κατανοηθεί τι χαρακτηρίζει το πρόσωπο ενός ανθρώπου που νοσεί, πρέπει αυτό να αντιπαραβληθεί με το πρόσωπο ενός ανθρώπου υγιούς. Σημειώνει, λοιπόν, ο Γαληνός: (περισσότερα…)

Πέτρος Ράμους, Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

Για να κατανοήσει κανείς την ιδεοϊστορική σπουδαιότητα της επεξεργασίας της έννοιας της μεθόδου από τον Πέτρο Ράμους (1515-1572) πρέπει να παραμερίσει πρώτα τον δημοφιλή εκείνο μύθο που θέλει τον Ντεκάρτ να εγκαινιάζει τάχα μία νέα εποχή στη φιλοσοφία πραγματευόμενος πρώτος και διεξοδικά την έννοια αυτή. Ο όρος μέθοδος εισάγεται στη φιλοσοφία ήδη από τον Πλάτωνα και συνδέεται πρωτίστως με τη θεμελίωση της διαλεκτικής· απαντά δε έκτοτε ευρέως τόσο στη φιλοσοφική παράδοση όσο και σε άλλες επιστήμες, έως τη βαθιά ύστερη αρχαιότητα. Ο όρος σήμαινε, όπως σε κάποιο βαθμό και σήμερα, τον «έντεχνο», δηλαδή τον συστηματικό, εγνωσμένο, έλλογο τρόπο προσέγγισης ενός ζητήματος (ή ενός συνόλου ζητημάτων), καθώς επίσης και τη σύνοψη ή τη βράχυνση των διαφόρων δρόμων ή οδηγιών για τη διαπίστωση του αληθούς και την άφιξη στον ποθητό γνωστικό προορισμό. Πολύ πιο σπάνια σηματοδοτούσε τον τρόπο οργάνωσης ενός ολόκληρου κλάδου του επιστητού. Η συζήτηση περί μεθόδου κορυφώνεται στον Γαληνό (129-περ.216), ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο πάνω από πεντακόσιες φορές, ενώ απασχολεί έντονα και όλους σχεδόν τους συγγραφείς της φιλοσοφικής σχολιαστικής παράδοσης. Στη Δύση, πρώτος ο Βοήθιος εισκομίζει τον όρο methodus, έναν όρο ο οποίος, παρόλο που δεν υιοθετείται στις μεσαιωνικές λατινικές μεταφράσεις του Αριστοτέλη, αξιοποιείται ευρέως στη σχολαστική γραμματεία.

Αναφέραμε ήδη ότι ο όρος συνδέθηκε πρωτίστως με την τέχνη της διαλεκτικής. Στο πρώτο βιβλίο των Τοπικών ο Αριστοτέλης γράφει χαρακτηριστικά: «τοῦτο δ’ ἴδιον ἢ μάλιστα οἰκεῖον τῆς διαλεκτικῆς ἐστιν· ἐξεταστικὴ γὰρ οὖσα πρὸς τὰς ἁπασῶν τῶν μεθόδων ἀρχὰς ὁδὸν ἔχει»[1]. Στη μέση και ύστερη σχολαστική περίοδο, η διαλεκτική (ως Λογική) θεωρείται, πράγματι, η «τέχνη των τεχνών» (ars artium), η «επιστήμη των επιστημών» (scientia scientiarum), καθώς μπορεί να αξιοποιηθεί για να εξετάσει τις βάσεις των «μεθόδων» όλων των υπολοίπων επιστημών. Στον μεσαιωνικό νου, βέβαια, το πρόσημο παραμένει αυτονόητα αριστοτελικό, και οποιαδήποτε συζήτηση περί μεθόδου δεν αξιοποιείται σθεναρά προς χάριν μιας διακριτής ή σημαίνουσας ανακατεύθυνσης της θεμελίωσης ή του περιεχομένου της φιλοσοφικής σκέψης. Όταν, όμως, οι ανθρωπιστές του 15ου αιώνα, με πρωτεργάτη τον Λορέντσο Βάλλα (περ. 1407-1457), ρίχνονται στη μάχη της αναβάθμισης της ρητορικής σε κορωνίδα των τεχνών, και παρόλο που αποφεύγουν αρχικά ως σχολαστικό και εξεζητημένο τον όρο methodus, επεκτείνουν αποφασιστικά το περικείμενο της σχετικής συζήτησης ως εξής: για να αποκαθηλωθεί η διαλεκτική, πρέπει να αποδειχθεί ότι η ρητορική παρέχει μια ασφαλέστερη βάση θεμελίωσης των τεχνών από την αντίπαλό της. Με άλλα λόγια, η ρητορική πρέπει να αναδειχθεί σε τελική εγγυήτρια για τον εξής απλό λόγο: εκείνη κομίζει ακριβώς αυτό που κατά βάθος απαιτείται, δηλαδή, μια ανεκζήτητη, ταχυβάδιστη, ορθή πορεία (processus, via, ratio) αρτίωσης και διδασκαλίας των τεχνών. Τη σπερματική ιδέα του Βάλλα αναπτύσσουν ο Ρούντολφ Αγκρίκολα (1444-1485) και ο Γιοχάννες Στουρμ (1507-1589), με το έργο των οποίων είναι εμφανώς εξοικειωμένος και ο Πέτρος Ράμους (1515-1572). Περί το 1540 δε, το ζήτημα της μεθόδου (ο ορισμός της, η σπουδαιότητά της, ο αποδεκτός αριθμός έγκυρων «μεθόδων», η ακριβής λειτουργία που μια μέθοδος επιτελεί κ.ά.) έχει ήδη ανασκαλευτεί αισθητά ανά την Ευρώπη, εξέλιξη η οποία συνδέεται επίσης με την εκδοτική και πνευματική δραστηριότητα της εποχής -ενδεικτικά και μόνον: διάχυση του πλατωνισμού, εμφάνιση του προτεσταντισμού, επανεξέταση των θεμελίων της παιδαγωγικής, δημοτικότητα της αντισχολαστικής διαλεκτικής γραμματείας, εκδόσεις του γαληνικού corpus,  εκδόσεις της ελληνικής σχολιαστικής παράδοσης κ.ά.

(περισσότερα…)

Σάββατο 24.5. | Εκδήλωση-Συζήτηση του Νέου Πλανόδιου

*

Tο ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

σας προσκαλεί σε εκδήλωση-συζήτηση αφιερωμένη στις ανθολογικές-αρχαιογνωστικές στήλες της ηλεκτρονικής του έκδοσης (planodion.gr)

το Σάββατο, 24 Μαΐου 2025, 12:00
στο Alsos Lounge Café
Ευελπίδων και Μουστοξύδη – Πλατεία Πρωτομαγιάς
(μεταξύ Πεδίου Άρεως και Δικαστηρίων)

Συζητούν:

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
επιμελητής της στήλης «Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη», πρώτης συστηματικής ποιητικής ανθολόγησης της χιλιετούς Ρωμαίων Βασιλείας

ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
επιμελητής της στήλης «Δοκιμές», όπου μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά κλασικά έργα της λατινικής και λατινογενούς γραμματείας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ
επιμελητής της στήλης «Γραφές της πέτρας», όπου παρουσιάζονται και σχολιάζονται ιστορικές βυζαντινές επιγραφές άγνωστες στο ευρύ κοινό.

Συντονίζει ο διευθυντής του ΝΠ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*

*

*

Ο θρήνος της Μαρίας

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Η δημοτικότητα του Θρήνου της Μαρίας (Planctus Mariae) μαρτυρείται από μια εξαιρετικά πλούσια χειρόγραφη, εκδοτική και μεταφραστική παράδοση. Πέρα από τα εκατοντάδες χειρόγραφα του έργου τα οποία διασώζονται σε ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες, το κείμενο γνώρισε τουλάχιστον 29 εκδόσεις από το 1467 έως το 1568. Ταυτόχρονα, κατά τον 14ο και 15ο αιώνα εμφανίζονται πολλές μεταφράσεις του, και μάλιστα σε πολλές γλώσσες: τα Αγγλικά, τα Αγγλονορμανδικά, τα Γαλλικά, τα Ολλανδικά, τα Ιταλικά και τα Οξιτανικά. Επιπροσθέτως, εκτενή τμήματα του έργου παραφράστηκαν ή μεταφέρθηκαν αυτούσια σε πολυάριθμα κείμενα της ευρύτερης «γραμματείας του Πάθους», όχι μόνον στα λατινικά, μα και στην καθομιλουμένη. Με άλλα λόγια, ο Θρήνος στάθηκε ένα από τα δημοφιλέστερα κείμενα του ύστερου Μεσαίωνα, κι η δημοτικότητά του συνεχίστηκε αμείωτη κατά την Αναγέννηση.

Ο τίτλος του έργου παραδίδεται σε διάφορες παραλλαγές ενώ, κατά μια σύμβαση συνήθη στη χριστιανική γραμματεία, η σύνταξή του αποδόθηκε ψευδώς σε συγγραφείς μεγαλύτερου κύρους. Ως δημιουργός του φερόταν κατεξοχήν ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, μα το κείμενο αποδόθηκε επίσης στον Άνσελμο, ακόμα και στον Αυγουστίνο. Περί τα μέσα του 20ου αιώνα ταυτοποιήθηκε με βεβαιότητα ο πραγματικός συντάκτης. Πρόκειται για τον Ογέριο (†1214), αββά της κιστερκιανής μονής του Λοκέντιο, το ίδιο το όνομα του οποίου επίσης παραδίδεται σε διάφορες παραλλαγές: Ogerius, Oglerius, Oglerus και Occlesius. Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα των Ομιλιών προς Έπαινο της Αγίας Θεοτόκου.

Για τον μεσαιωνικό μοναστικό νου, ιδίως της ώριμης και ύστερης περιόδου, η αφήγηση του Πάθους στα ευαγγέλια φάνταζε κοντολογιογραμμένη. Αναπτύχθηκε μια ευρύτατη λατρευτική γραμματεία αφηγηματικής, θεατρικής ή ποιητικής ανάπτυξης και παρατεταμένου στοχασμού επί των επεισοδίων του Πάθους η οποία, με όχημα τον ευσεβή συναισθηματισμό, επέτρεπε την πληρέστερη δυνατή ταύτιση και ένωση με τον Πάσχοντα. Προς το τέλος του 12ου αιώνα, διαμορφώνεται και μια διακριτή λογοτεχνική παράδοση που εστιάζει στη συμ–πάσχουσα Μαρία. Ο Θρήνος του Ογέριου δίνει αποφασιστική ώθηση στην παράδοση αυτή.

Στο κείμενο αναπτύσσεται ένας ιδιότυπος διάλογος μεταξύ του στοχαζόμενου και της ίδιας της Μαρίας, με την τελευταία να καλείται να περιγράψει τον πόνο και τον θρήνο που την κυρίευσαν στο διάστημα από την σταύρωση του Ιησού έως και την ταφή του (το διαλογικό σχήμα δεν τηρείται έως τέλους, και το κείμενο καταλήγει σε τριτοπρόσωπη αφήγηση). Ο Θρήνος εντυπωσιάζει με την παραστατικότητα και τη δραματική του υπερβολή. Αντί για μια Μαρία εχέθυμη, ο Ογέριος περιγράφει μια μητέρα της οποίας ο θρήνος εξωθείται στα άκρα, λαμβάνει δε ξεκάθαρα ερωτικά χαρακτηριστικά – σε ένα σημείο, μάλιστα, ο συγγραφέας διερωτάται για (και υπερασπίζεται, ασφαλώς, την) ευσέβεια του θρήνου της. Εξυφαίνεται η εικόνα μιας Μαρίας σχεδόν υστερικής, που θέλει να οδηγηθεί στον θάνατο μαζί με τον αγαπημένο της, γίνεται κατακόκκινη καθώς φιλά το χώμα που ποτίζεται με το αίμα του, ακριβοποθεί και διεκδικεί μέχρις εσχάτων το σώμα του. Η μητέρα πενθεί με τρόπο που οδηγεί τον περίγυρό της να λυπάται περισσότερο για εκείνη, παρά για τον θάνατο του Χριστού.

(περισσότερα…)

Πολιτσιάνο, Επιστολή προς τον Μπαρτολομέο Σκάλα

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Από τον Μάιο έως τον Δεκέμβριο του 1479, ο Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής επέτρεψε στον ευνοούμενό του Άντζελο Πολιτσιάνο, εικοσιπεντάχρονο τότε, να διαμείνει στην προσωρινά άδεια Βίλα των Μεδίκων στο Φιέζολε. Κατά πάσα πιθανότητα τον Ιούνιο, ο Πολιτσιάνο ολοκλήρωσε εκεί την εμβληματική λατινική μετάφραση του Εγχειριδίου του Επίκτητου. Αν και είχε ήδη προηγηθεί η μετάφραση του Εγχειριδίου από τον Περόττι το 1450, η τελευταία πρέπει να διανεμήθηκε σε πολύ στενό κύκλο, είναι δε πολύ πιθανόν ο Πολιτσιάνο να την αγνοούσε. Άμεση γνώση της μετάφρασης του Πολιτσιάνο έλαβε ο Μπαρτολομέο Σκάλα, Καγκελάριος της Φλωρεντίας. Απευθυνόμενος στον Πολιτσιάνο, ο Σκάλα άσκησε κριτική στα «ασαφή», «ανεδαφικά» και «ψευδή» στωικά παραγγέλματα που αναπτύσσει στο Εγχειρίδιον ο Επίκτητος. Την κριτική του Σκάλα τη γνωρίζουμε σήμερα μόνον μέσα από τις αναφορές που κάνει ο ίδιος ο Πολιτσιάνο στη διάσημη απαντητική επιστολή του, η οποία υπογράφεται την 1η Αυγούστου. Για την υπεράσπιση του Επίκτητου απέναντι στον Σκάλα, ο Πολιτσιάνο αντλεί έμπνευση από το έργο του Σιμπλίκιου Εξήγησις εις το του Επικτήτου Εγχειρίδιον. Ακολουθώντας τον Σιμπλίκιο, προσφέρει μια συγκρητιστική, πλατωνίζουσα ερμηνεία των παραγγελμάτων του Επίκτητου, θεωρώντας ότι ο στωικός φιλόσοφος αντιλαμβάνεται το σώμα ως «εργαλείο» της ψυχής, κατά το υπόδειγμα του ‘πλατωνικού’ Αλκιβιάδη.

Ο Πολιτσιάνο θεωρούσε την επιστολογραφία υψηλή λογοτεχνική δραστηριότητα, θέτοντας απαιτήσεις ευγλωττίας που ξεπερνούσαν εκείνες των συγχρόνων του. Δεν είναι τυχαίο ότι, επί δύο αιώνες, οι συλλογές των επιστολών του γνώρισαν πολυάριθμες εκδόσεις σε όλη την Ευρώπη. Ο Έρασμος, χαρακτηριστικά, θεωρούσε την επιστολογραφία του Πολιτσιάνο ανώτερη κάθε άλλου συγγραφέα των νεότερων χρόνων. Στην επιστολή αυτή προς τον Σκάλα, ο Πολιτσιάνο υιοθετεί ένα ύφος κομψής εμφατικότητας, απαντώντας εύστοχα και ευσύνοπτα στις αιτιάσεις του Καγκελάριου.

~.~

ΠΟΛΙΤΣΙΑΝΟ

Επιστολή προς τον Μπαρτολομέο Σκάλα
σε υπεράσπιση του στωικού φιλοσόφου Επίκτητου [1]

Αγαπητέ μου Σκάλα, φαίνεται πως δεν αρκείσαι στο να εκτελείς τα καθήκοντα ενός γενναίου στρατιώτη και ενός ατρόμητου στρατηγού, αλλά, με τη χαρακτηριστική σου σχολαστικότητα, δεν επιτρέπεις και στους νεοσύλλεκτούς σου να μαραζώσουν στη σχόλη και την οκνηρία. Αντιθέτως, τους καλείς να εγκαταλείψουν τη σκιερή σκηνή για το σκονισμένο πεδίο, το ιδροκόπημα του πεδίου ασκήσεων και τα γυμνάσια, θεωρώντας ότι ολόκληρο το σώμα των στρατιωτών υπάγεται στη δική σου και μόνον δικαιοδοσία.

Από την πλευρά μου, πίστευα ότι είχα κάνει αρκετά μεταφράζοντας τον Επίκτητο από τα Ελληνικά. Αλλά τώρα με ξεσηκώνεις, σημαίνοντας τη σάλπιγγα για μάχη, να τον υπερασπιστώ κιόλας. Επομένως, όπως λέει ο Οράτιος,

σ’ αυτόν και κάθε άλλο πόλεμο πρόθυμα θα συγκρουστώ                                  
με μόνη ελπίδα την εύνοιά σου να κερδίσω[2]. (περισσότερα…)

Βοήθιος, Για την καθολική πίστη

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Από τις πέντε σύντομες θεολογικές πραγματείες (Opuscula sacra) του Βοήθιου που ο Διάκονος Ιωάννης (πιθανώς ο ίδιος Ιωάννης που ανήλθε στον παπικό θρόνο το 523) εξέδωσε ως σύνολο, η τέταρτη, εκείνη, δηλαδή, στην οποία αποδίδεται συχνά ο τίτλος «Για την καθολική πίστη» (De fide catholica), υπήρξε έως πρότινος η λιγότερο μελετημένη. Παρόλες τις ενστάσεις που εκφράστηκαν –και εκφράζονται αραιά ακόμα και σήμερα– για τη γνησιότητά της, την τελευταία παραδέχονται πια οι περισσότεροι ερευνητές. Από την αναψηλάφηση δε του έργου προκύπτουν διαρκώς νέα σημεία πρωτοτυπίας και ζωηρού θεολογικού ενδιαφέροντος.

Εικάζεται ότι είναι το παλαιότερο από τα opuscula sacra, γραμμένο κοντά στο 512. Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια σε ποιους απευθυνόταν –ενδεχομένως σε έναν στενό κύκλο μαθητών και φίλων–, πάντως το έργο αποτελεί μια διαυγή, εύγλωττη και υποδειγματικά αφαιρετική σύνοψη της καθολικής πίστης, και μάλιστα από δύο σκοπιές. Η πρώτη είναι εκείνη του περιεχομένου της. Στο έργο ο Βοήθιος συμπλέκει έντεχνα και διακριτικά την ιστορική αφήγηση με την εννοιολογική υποτύπωση του καθολικισμού. Όχι μόνον συνοψίζει τη δομή και τα βασικά επεισόδια της θείας οικονομίας, αλλά φροντίζει να τα αναπλάσει με την επιβοήθεια μιας επάλληλης –και σχεδόν αθόρυβα φιλοσοφικής– εξήγησης που έχει πάντοτε νεοπλατωνικό (αυγουστίνειο) πρόσημο. Η δεύτερη σκοπιά είναι εκείνη του προσδιορισμού των κριτηρίων θεμελίωσης της ίδιας της καθολικής πίστης. Ο Βοήθιος αποσαφηνίζει τα ερείσματά της (αυθεντία της Γραφής, πατερική-οικουμενική διδασκαλία και γεωγραφική διασπορά), για να καταδείξει την ανωτερότητα της διδασκαλίας της καθολικής εκκλησίας και για να οριοθετήσει τις αιρετικές παραδοχές.

 ~.~

ΒΟΗΘΙΟΣ

   Για  την  καθολική  πίστη [1]

Τη χριστιανική πίστη διαχέει η αυθεντία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ωστόσο, αν και η Παλαιά Διαθήκη περιλάμβανε στα κείμενά της αναφορές του ίδιου του ονόματος του Χριστού και προεξήγγελλε την έλευση εκείνου που πιστεύουμε ότι γεννήθηκε από την Παρθένο, είναι φανερό ότι η εξάπλωση της πίστης στα πέρατα του κόσμου χρονολογείται από τη θαυματουργή παρουσία του ίδιου μας του Σωτήρα και ύστερα.

Τώρα, αυτή η θρησκεία μας που ονομάζεται χριστιανική και καθολική, θεμελιώνεται κυρίως στις ακόλουθες παραδοχές: προ πάντων των αιώνων, δηλαδή πριν πλαστεί ο κόσμος, και, έτσι, πριν υπάρξουν όλα εκείνα στα οποία μπορεί να αποδοθεί η ιδιότητα του χρόνου, υπήρχε η θεϊκή ουσία του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να αποκαλείται ο Πατήρ ‘θεός’, ο Υιός ‘θεός’ και το Άγιο Πνεύμα ‘θεός’, χωρίς να αποτελούν τρεις θεούς αλλά έναν. (περισσότερα…)

Μποναβεντούρα, Οδοιπορικό του Νου μες στον Θεό [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Όντας το πιο προσωπικό έργο του συγγραφέα του, το «Οδοιπορικό» συνιστά συγχρόνως την κορωνίδα της φραγκισκανικής μυστικής γραμματείας και ένα από τα πιο ρηξικέλευθα κείμενα της σχολαστικής μεταφυσικής. Ο αναγνώστης παραπέμπεται στην εισαγωγή η οποία παρέχεται στη δημοσίευση του A΄ Μέρους του έργου.

 ~.~

 ΜΠΟΝΑΒΕΝΤΟΥΡΑ ΝΤΑ ΜΠΑΝΙΟΡΕΤΖΙΟ

Οδοιπορικό του Νου μες στον Θεό

Κεφ. 3

Για την ενατένιση του Θεού μέσω της εικόνας του που χαράσσεται στις φυσικές μας δυνάμεις

1 .  Έτσι τα δύο σκαλοπάτια τα οποία περιγράφηκαν προηγουμένως, που μας οδηγούν μες στον Θεό μέσω των ιχνών του, δια των οποίων καταλάμπει σε όλη την πλάση, μας πήραν από το χέρι για να επανεισέλθουμε στον νου μας, εκεί όπου καταλάμπει η εικόνα του Θεού. Τώρα είμαστε ήδη στο τρίτο στάδιο, κατά το οποίο εισερχόμαστε στον ίδιο μας τον εαυτό, ωσάν να αφήνουμε πίσω μας την αυλή[1], και εισερχόμαστε στα άγια, το μπροστινό μέρος της Σκηνής· εδώ οφείλουμε να προσπαθήσουμε να δούμε τον Θεό μέσα από έναν καθρέφτη. Εδώ, σαν το φως της λυχνίας, το φως της αλήθειας καταλάμπει στο πρόσωπο του νου μας[2], αντανακλώντας την εικόνα της μακαριότατης Τριάδας.

Είσδυσε, λοιπόν, μέσα σου, και δες πόσο φλογερά ακριβαγαπά ο νους σου τον εαυτό του. Δεν θα μπορούσε να τον αγαπήσει αν δεν τον γνώριζε, και δεν θα μπορούσε να τον γνωρίσει αν δεν τον θυμόταν, αφού δεν αδράχνουμε τίποτα με τη νόηση εάν δεν είναι παρόν στη μνήμη μας. Από αυτό μπορείς να αντιληφθείς, όχι με το μάτι της σάρκας, μα με το μάτι της λογικής, ότι η ψυχή σου έχει μια τριπλή δύναμη. Στοχάσου τις ενέργειες και τις έξεις αυτών των τριών δυνάμεων, και θα μπορέσεις να δείς τον Θεό μέσα σου ωσάν σε μια εικόνα, βλέποντάς τον, ούτως ειπείν, θολά, μέσα από έναν καθρέφτη[3].

2 .  Ενέργεια της μνήμης είναι η διατήρηση και η αναπαράσταση, όχι μόνο πραγμάτων παρόντων, σωματικών και έγχρονων, αλλά και των διαδοχικών, των απλών και των αιώνιων. Η μνήμη διατηρεί εκείνα που έχουν προηγηθεί μέσω της ανάμνησης, εκείνα που είναι παρόντα μέσω της αφομοίωσης, και εκείνα που πρόκειται να γίνουν, μέσω της πρόβλεψης. Διατηρεί, επίσης, απλά πράγματα, όπως τις αρχές συνεχών και διακριτών μεγεθών, για παράδειγμα το σημείο, τη στιγμή και τη μονάδα, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να ανακαλέσουμε ή να εξετάσουμε εκείνα τα πράγματα που προέρχονται από αυτά. Διατηρεί όμως και τις αρχές και τα αξιώματα των επιστημών: τούτα είναι αιώνια και τα διατηρεί αιωνίως, αφού όσο εξασκούμε τη λογική μας, δεν είναι δυνατόν να τα λησμονήσουμε εντελώς. Άπαξ και τα ακούσουμε, τα εγκρίνουμε και συγκατατιθέμεθα σε αυτά όχι λες και τα ακούμε για πρώτη φορά, αλλά σαν να αναγνωρίζουμε κάτι που μας είναι έμφυτο και οικείο. Αυτό καθίσταται σαφές, αν προβάλετε σε κάποιον μια δήλωση όπως «για καθετί [αληθεύει] είτε η κατάφαση είτε η άρνηση»» ή «κάθε σύνολο είναι μεγαλύτερο από το μέρος» ή οποιοδήποτε άλλο αξίωμα που δεν αντιφάσκει προς «την απόδειξη που λαμβάνει χώρα εσωτερικά»[4]. (περισσότερα…)

Μποναβεντούρα, Οδοιπορικό του Νου μες στον Θεό [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το 1259, ο Μποναβεντούρα, έβδομος «γενικός διάκονος» των Μινοριτών αδελφών, επισκέφθηκε το όρος Βέρνα για να προσκυνήσει το μέρος όπου ο Φραγκίσκος της Ασίζης, 33 χρόνια πρωτύτερα, είχε βιώσει το σεραφεικό όραμα έπειτα από το οποίο δέχθηκε και έφερε τα στίγματα του εσταυρωμένου. Εμπνευσμένος από το όραμα (το εξαπτέρυγο Σεραφείμ δέσμιο στον σταυρό) και την ίδια την εμπειρία της εκστατικής θέασης στην οποία ανατάθηκε ο Φραγκίσκος, ο Μποναβεντούρα συνέλαβε την ιδέα να συγγράψει έναν οδηγό των έξι σταδίων απ’ τα οποία πρέπει να διέλθει ο ανθρώπινος νους για να φθάσει στην υπέρθετη θέαση του Θεού και, κατόπιν, στη μυστική, ειρηνική ένωση μαζί του. Στο έργο αυτό έδωσε τον τίτλο «Οδοιπορικό του νου μες στον Θεό» (Itinerarium mentis in Deum). Αποτελεί το πιο προσωπικό έργο του και συνάμα: την κορωνίδα της φραγκισκανικής μυστικής γραμματείας και ένα από τα πιο ρηξικέλευθα έργα σχολαστικής μεταφυσικής.

Ο Μποναβεντούρα ξεκινά από δύο βασικές παραδοχές της πλατωνικής παράδοσης: α) ότι η πρόσβαση στο θείο αποτελεί τη θεμιτή επιβράβευση μιας ανοδικής πορείας του «νου» την οποία κινητοποιεί η διαλεκτική και β) ότι στη Δημιουργία ο νους συναντά τα «ίχνη», το «αποτύπωμα» του Δημιουργού. Η πρώτη παραδοχή βαστάζει την ίδια τη βασική μεταφορά του έργου, με την απαραίτητη επισήμανση ότι ο Μποναβεντούρα δεν περιγράφει ποτέ το οδοιπορικό του ως μια πορεία «προς» (ad) τον Θεό, αλλά, πάντοτε, ως μια πορεία «μέσα» (in) στον Θεό. Τη δεύτερη καθοδηγητική πλατωνική ιδέα ο Μποναβεντούρα την προσαρμόζει στο αυγουστίνειο τρίπτυχο «έξω», «μέσα», «ύπερθεν», εντοπίζοντας, δηλαδή, τα ίχνη, την εικόνα και τις ομοιώσεις του Θεού και στις τρεις επικράτειες που οριοθετούν τον ανθρώπινο νου: τον εξωτερικό κόσμο, τον εσωτερικό κόσμο, και τον ίδιο τον Θεό.

Εντούτοις, και σε αυτό έγκειται η βασική πρωτοτυπία του «Οδοιπορικού», ο Μποναβεντούρα αναπτύσσει το τρίπτυχο αυτό σε τρία ζεύγη ενατενίσεων, ένα για κάθε επικράτεια, για αυτό και περιγράφει «έξι» στάδια της ανάβασης του νου μες στον Θεό. Τον διπλασιασμό σε κάθε τμήμα του τριπτύχου, τον σηματοδοτεί σταθερά με τις προθέσεις per (μέσω) και in (εντός, μέσα). Εκθέτοντας, λόγου χάρη, τον τρόπο θέασης του Θεού στον εξωτερικό κόσμο, ο Μποναβεντούρα εξηγεί ότι τούτη μπορεί να λάβει χώρα είτε «μέσω» των ιχνών του στον κόσμο, είτε «μέσα» σε αυτά. Ο πρώτος τρόπος είναι, για τον Μποναβεντούρα, κατώτερος. Οδηγεί σε μια έμμεση γνώση του Θεού. Είναι άλλο πράγμα να συνάγεις την ύπαρξη του Θεού «από» τα ίχνη των θείων ενεργειών στο σύμπαν, και είναι ολωσδιόλου υπέρτερο να είσαι σε θέση να δεις τον ίδιο τον Θεό «μέσα» στα δημιουργήματά του. Η ίδια λογική διέπει τη διαφοροποίηση των σταδίων ενατένισης όταν συζητιούνται ο εσωτερικός κόσμος (ο ίδιος ο νους) και το όνομα (η ουσία) του Θεού.

Έχοντας περάσει από αυτά τα στάδια, ο νους είναι πια έτοιμος για την τελική υπέρβασή του μες στον Θεό. Τούτη επιτυγχάνεται με τη σίγαση και την κατάργηση των ίδιων των νοητικών δυνάμεων και με την έξαρση του συναισθήματος: του μυστικού έρωτα προς τον Θεό.

Το ΝΠ δημοσιεύει το «Οδοιπορικό» σε δύο συναπτές αναρτήσεις: τη σημερινή της Μ. Πέμπτης και την αυριανή της Μ. Παρασκευής.

 ~.~

 ΜΠΟΝΑΒΕΝΤΟΥΡΑ ΝΤΑ ΜΠΑΝΙΟΡΕΤΖΙΟ

Οδοιπορικό του Νου μες στον Θεό  [1]

Πρόλογος

1 .  Στην αρχή[2], σε εκείνη την πρώτη αρχή από την οποία απορρέει κάθε φώτιση, τον Πατέρα των φώτων από τον οποίο προέρχεται κάθε χάρισμα αγαθό και κάθε τέλειο δώρημα[3], στον αιώνιο, λοιπόν, Πατέρα, απευθύνω δέηση μέσω του Υιού Του, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, με τη μεσιτεία της υπεραγίας Παρθένου Μαρίας, μητέρας του ίδιου του Θεού και Κυρίου μας Ιησού Χριστού, καθώς και του μακάριου Φραγκίσκου, πατέρα και οδηγού μας: να φωτίσει τα μάτια[4] του νου μας και να οδηγήσει τα βήματά μας στο μονοπάτι της ειρήνης[5] Του που υπερβαίνει κάθε κατανόηση[6]. Τούτην ακριβώς την ειρήνη ανήγγειλε και επιδαψίλευσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός[7]. Και αυτό το κήρυγμα επανέλαβε ο πατέρας μας Φραγκίσκος[8], ο οποίος ξεκινούσε και κατέληγε κάθε κήρυγμά του με ένα μήνυμα ειρήνης, και σε κάθε του χαιρετισμό απηύθυνε ευχή ειρήνης, και σε κάθε θέαση ακριβοποθούσε την εκστατική ειρήνη, ωσάν να ήταν πολίτης εκείνης της Ιερουσαλήμ για την οποία μιλά ο άνθρωπος εκείνος της ειρήνης που ήταν ειρηνικός και με όσους μισούν την ειρήνη[9]: ‘Να εύχεστε αυτά που φέρνουν την ειρήνη στην Ιερουσαλήμ[10]. Γνώριζε, βέβαια, ότι, τον θρόνο του Σολομώντα τον στέριωνε η ειρήνη, αφού έχει γραφτεί: Στην ειρήνη φτιάχτηκε η πατρίδα του, και η στέγη του είναι στη Σιών[11]. (περισσότερα…)

Λορέντσο Βάλλα, Εγκώμιο Αγίου Θωμά Ακινάτη

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς οι Δομινικανοί εισήγαγαν την παράδοση να προσκαλούν εξέχουσες προσωπικότητες εκτός του τάγματος προκειμένου να απευθύνουν πανηγυρικούς για τον Άγιο Θωμά Ακινάτη κατά την 7η Μαρτίου, την ημέρα τίμησης και μνήμης του. Στη σχετική παράδοση των Δομινικανών της Ρώμης, η παλαιότερη ομιλία που διασώζεται είναι εκείνη του Λορέντσο Βάλλα, θεμελιωτή της νεότερης φιλολογίας και ιστορικής κριτικής, η οποία εκφωνήθηκε το 1457 στη Βασιλική της Santa Maria sopra Minerva. Ο λόγος του Βάλλα, βέβαια, είναι ο λιγότερο αντιπροσωπευτικός και έχει πολλάκις χαρακτηρισθεί «αντι-πανηγυρικός». Δεν είναι τυχαίο ότι, καθώς μαθαίνουμε από συγκαιρινές πηγές, έτυχε ιδιαιτέρως δυσμενούς υποδοχής. Λαμβάνοντας υπόψη την εκτεταμένη αναζωογόνηση του θωμισμού στις αρχές του 15ου αιώνα –με τον Ακινάτη να έχει καταστεί κεντρικό σημείο αναφοράς της δομινικανής αυτοσυνειδησίας και τη Summa να επισκιάζει ως εγχειρίδιο ακόμα και τις Sententiae του Πέτρου Λομβαρδού–, οι ακροατές ενός λόγου που όχι μόνον αμφισβητούσε τη διαιώνια και υπερχρονική αξία της θωμιστικής φιλοσοφίας αλλά, εμμέσως πλην σαφώς, την καταδείκνυε και ως παράδειγμα προς αποφυγή, πρέπει να ένιωσαν τουλάχιστον αμήχανα. Στο Εγκώμιο του Αγίου Θωμά Ακινάτη ο Βάλλα συνοψίζει αφενός τις ρηξικέλευθες αντιμεταφυσικές του θέσεις και αφετέρου τον βιβλικό ανθρωπισμό που θα επηρέαζε αποφασιστικά μεταγενέστερους συγγραφείς, και πιο χαρακτηριστικά τον Έρασμο.

Στο προοίμιο ο Βάλλα υπερασπίζεται την πρακτική της επίκλησης των θείων κατά την έναρξη μιας ομιλίας. Στη διήγηση παρουσιάζει ένα μακροσκελές σκεπτικό δυσπιστίας απέναντι στην τυπική διάκριση των αγίων σε «μάρτυρες» και «ομολογητές», εντός της οποίας οι δεύτεροι θεωρούνται γενικά υποδεέστεροι των πρώτων. Ο Θωμάς, εξηγεί ο Βάλλα, αν και συγκαταλέγεται στους «ομολογητές», είναι στην πραγματικότητα ανώτερος από πολλούς «μάρτυρες». Οδηγώντας δε το σκεπτικό στην υπερβολή, φθάνει να τον συγκαταριθμήσει μεταξύ των Χερουβείμ και των Σεραφείμ, προκειμένου ακριβώς να αναγνωρίσει, γρήγορα και έντεχνα, την ανάγκη να τον εγκωμιάσει με αυστηρή αίσθηση του μέτρου. Στη σχετικά σύντομη απόδειξη ο Θωμάς επαινείται τόσο για τις αρετές του όσο και για τα σημάδια θεϊκής εύνοιας που συνόδευσαν τη ζωή του.

Το πιο διάσημο μέρος της ομιλίας του Βάλλα είναι, δίχως αμφιβολία, ο έλεγχος. Εκεί ο Βάλλα, αφού μεμφθεί με λεπτότητα την υποτιθέμενη πανεπιστημοσύνη του Ακινάτη, στρέφεται εναντίον τόσο του αντικειμένου, όσο και της ορολογίας της σχολαστικής μεταφυσικής. Για το πρώτο παρατηρεί ότι η σύμφυρση της θεολογίας με την –εγγενώς– σαθρή φιλοσοφία καταφέρνει μόνον να επιτείνει την άγνοια και την περιπλοκή γύρω από ιερά ζητήματα. Ως προς το δεύτερο, υπενθυμίζει τον βεβιασμένο/απερίσκεπτο χαρακτήρα της μεταφοράς ελληνικών φιλοσοφικών όρων στα λατινικά καθώς και ότι οι Λατίνοι πατέρες της εκκλησίας, κατεξοχήν εκείνοι του 4ου και του 5ου αιώνα, ουδέποτε υιοθέτησαν τέτοια ορολογία. Εκφράζοντας, λοιπόν, την αποστροφή του απέναντι στην τεχνητή και αφύσικη γλώσσα της σχολαστικής και πιστός στην προάσπιση του πρωτείου της ρητορικής έναντι της φιλοσοφίας, προβάλλει ως ανώτατο πρότυπο θεολογικού λόγου και ύφους τον Παύλο. Στον επίλογο ο Βάλλα παρουσιάζει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αποτίμηση και αντιπαραβολή των διδασκάλων της εκκλησίας σε Δύση και Ανατολή, δίνοντας στον Θωμά μια θέση πλάι στον Ιωάννη Δαμασκηνό.

~.~

ΛΟΡΕΝΤΣΟ ΒΑΛΛΑ

Εγκώμιο Αγίου Θωμά Ακινάτη [1]

I 1 Στα αρχαία χρόνια, τόσο στους Έλληνες όσο και στους Λατίνους, όταν κάποιος επρόκειτο να αγορεύσει για ένα σπουδαίο θέμα ενώπιον δικαστών ή του πλήθους, είθιστο να ξεκινά με μια επίκληση των θείων[2]. 2 Νομίζω πως τούτο το τελετουργικό εισήχθη από τους λάτρεις του αληθινού θεού, όπως άλλωστε και οι θυσίες, οι απαρχές[3], οι ιεροτελεστίες και άλλες μορφές τίμησης των θείων. Έπειτα δε, τούτο το τελετουργικό, όπως και όλα τα υπόλοιπα, μεταφέρθηκε από την αληθινή θρησκεία στις ψεύτικες. Αναμφισβήτητα, από όλα τα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι τούτο ξεχωρίζει ως η τερατωδέστερη ανοσιότητα και αποτελεί, ενδεχομένως, τη ρίζα όλων των κακών: να αποτίνουν τη θρησκευτική λατρεία που οφείλεται στον αθάνατο θεό και μοναδικό δημιουργό, στους θνητούς και τα δημιουργήματα. 3 Τούτη η συνήθεια, αφού ευδοκίμησε για πολλούς αιώνες και στα δύο έθνη, άρχισε σταδιακά να χάνει τη δύναμή της και οι άνθρωποι, είτε επρόκειτο να υπερασπιστούν καλό σκοπό, είτε κακό, έπαψαν να επικαλούνται τα θεία. Όσοι υπερασπίζονταν κακό σκοπό έπαψαν να τα επικαλούνται είτε επειδή δεν πίστευαν ότι υπάρχουν θεοί, είτε επειδή τους έτρεμαν (αφού, οποιοσδήποτε απευθύνει μια ικεσία στους θεούς, την απευθύνει προκειμένου να διασφαλίσουν την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, πράγματα που ο κακός αποστρέφεται). Όσοι από την άλλη υπερασπίζονταν έναν καλό σκοπό, αφενός ήθελαν να καλλιεργούν την εντύπωση πως αποδίδουν μεγαλύτερη βάση στη θεσμοσύνη τους έναντι της κηδεμονίας των θεών, αφετέρου θεωρούσαν πως θα φαίνονταν πιο ανδροπρεπείς και σπουδαίοι εάν δεν κατέφευγαν διαρκώς σε ικεσίες προς τους θεούς όπως κάνουν οι γυναίκες (καθώς θεωρείτο τότε γυναικίσιο, και όχι ανδροπρεπές, να επικαλείσαι τα θεία, για αυτό και ο Κάτων -στον Σαλούστιο- λέει: «η αρωγή των θεών δεν εξασφαλίζεται ούτε με υποσχέσεις, ούτε με γυναικίσια παρακάλια»[4]). (περισσότερα…)

Θωμάς Ακινάτης, Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ήδη από τον 12ο αιώνα, η ανάδειξη στη βαθμίδα του Magister in Sacra Pagina στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, συνεπαγόταν τρία κύρια καθήκοντα: τη διδασκαλία, τη διαλεκτική πραγμάτευση και την ομιλία (lectio, disputatio, praedicatio). Τον Θωμά, ο οποίος κατέκτησε τη βαθμίδα το 1256, τον γνωρίζουμε κυρίως μέσω των πραγματειών του, παραγνωρίζοντας, τουλάχιστον έως πρότινος, το βάθος των ομιλιών που εκφωνούσε στο πανεπιστημιακό περιβάλλον. Η ομιλία του Ecce rex tuus (Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου) αποτελεί έξοχο παράδειγμα της παραγνωρισμένης αυτής παραγωγής. Ηχεί κάπως απίθανο, μα η ομιλία είχε παραμείνει ανέκδοτη μέχρι το 1946, όταν και αποδείχθηκε η γνησιότητά της. Έχει διασωθεί σε δύο χειρόγραφες παραδόσεις που διαφέρουν ελαφρώς. Η πρώτη εντοπίζεται στην Ισπανία (Σαλαμάνκα και Σεβίλλη) και η δεύτερη στη Γαλλία (Σουασόν). Η μετάφραση που ακολουθεί, όπως και η πρόσφατη γαλλική, στηρίζεται στο κείμενο του Σουασόν, κυρίως επειδή τούτο αποδίδει πολύ πιο πιστά το ύφος του συντάκτη αλλά και το φυσικό συγκείμενο της εκφώνησης (όπως καταγράφηκαν, φυσικά, από τους συγκαιρινούς ακροατές στις σχετικές reportationes). Η ομιλία εκφωνήθηκε στις 29 Νοεμβρίου του 1271, δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Θωμά. Κατά τη συνήθη πρακτική, μέρος της εκφωνήθηκε το πρωί, ενώ αναπτύχθηκε περαιτέρω σε εσπερινή συνεδρία (collatio) της ίδιας ημέρας.

Ο Ακινάτης ακολουθεί αρκετά πιστά τη δομή του λεγόμενου sermo modernus, ενός προτύπου σχολαστικής ομιλίας που καλλιεργήθηκε αρχικά και ιδιαιτέρως στο Παρίσι. Πολύ συνοπτικά, σύμφωνα με αυτό το πρότυπο η ομιλία δομείται πάνω σε ένα «θέμα» (thema ή materies): μια λέξη ή μια φράση, προερχόμενη αποκλειστικά από τη Γραφή. Εξ ορισμού σύντομο, το θέμα περιλαμβάνει, κατά κανόνα, λέξεις που απαντώνται συχνά στη Γραφή και επιδέχεται, έτσι, ικανή και πολύπλευρη ανάπτυξη. Ταυτόχρονα είναι επιδεκτικό συνύφανσης με τη λειτουργική περίσταση που παρέχει το έρεισμα για την ομιλία. Το θέμα ακολουθεί ένας σύντομος «πρόλογος» (prothema), ο οποίος εισάγει το γενικό αντικείμενο της ομιλίας και καταλήγει τυπικά με μια παράκληση προς τον Θεό να συνδράμει τον ομιλητή και τους ακροατές. Το βασικότερο έργο της ομιλίας (fundamentum αποκαλείται στα σχολαστικά εγχειρίδια) είναι η «διαίρεση» (divisio), η οποία καθοδηγεί την επεξεργασία του θέματος λογικά, σημασιολογικά ή/και μεταφορικά. Τούτη μπορεί να συνοδευθεί από μια «διάκριση» (distinctio): εκεί η έμφαση δίνεται στην εκδίπλωση του νοήματος μεμονωμένων λέξεων του θέματος. Ο συντάκτης έπειται αναλαμβάνει το εκτενές έργο της «ανάπτυξης» (prosecutio) συχνά με τη βοήθεια «υποδιαιρέσεων» ή/και «υπο-διακρίσεων».

Στην ομιλία που μεταφράζεται εδώ, «θέμα» αποτελεί η φράση «ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πραΰς» από το Κατά Ματθαίον. Ο Θωμάς αναλαμβάνει αρχικά να υποσημάνει τις τέσσερις τροπικότητες και στιγμές «έλευσης» (adventus) του Ιησού, συνδέοντας το θέμα με την πρώτη Κυριακή της Παρουσίας (adventus στα λατινικά). Η διαίρεση και διάκριση επί του θέματος στις οποίες επιδίδεται στη συνέχεια, είναι υποδειγματικές.

(περισσότερα…)

Ανδρέας Καπελλάνος, Περί έρωτος

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το σύγγραμμα στο οποίο η χειρόγραφη παράδοση αποδίδει συχνά τον τίτλο De amore (Περί Έρωτος), είναι αρκετά βέβαιο πως συντάχθηκε περί το 1185. Ο συγγραφέας του συστήνεται με το όνομα «Ανδρέας» και εσωτερικές –κυρίως–αναφορές παγίωσαν την παράδοση να αναφέρεται ως «Ανδρέας, Καπελλάνος της Βασιλικής Αυλής του Παρισιού». Εάν αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα και αυτή η πραγματική του ιδιότητα, είναι τουλάχιστον αμφίβολο· ωστόσο, είναι πολύ πιθανό ο συγγραφέας να ήταν κληρικός. Το έργο στάθηκε εξαιρετικά δημοφιλές. Τη δημοτικότητά του, μάλιστα, δεν κατάφερε να κάμψει σθεναρά ούτε και η περιβόητη condemnatio του 1277 που το οδήγησε στην πυρά. Ο συντάκτης της καταδίκης, Ετιέν Τεμπιέ, επίσκοπος του Παρισιού, πλάι στις 219 φιλοσοφικές-θεολογικές θέσεις που στηλίτευσε και απαγόρευσε εκεί, παρέσχε σε τούτο το έργο τη σπάνια «τιμή» να το περιλάβει σε εκείνα που καταδικάζονται ονομαστικά.

Κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, το σύγγραμμα του Ανδρέα θεωρήθηκε η επιτομή του «αυλικού έρωτα» (amour courtois): δίνει, υποτίθεται, μια συστηματική αποτύπωση των γενικώς συνεκτικών ιδεών περί έρωτα που ενέπνεαν τους τροβαδούρους και τους συγγραφείς ερωτικής λογοτεχνίας της ώριμης μεσαιωνικής περιόδου. Σήμερα, ωστόσο, η ιστοριογραφική αξία της υπόθεσης του «αυλικού έρωτα» έχει υποβαθμιστεί και αναγνωρίζεται ευρέως ότι οι συγκαιρινές συλλήψεις περί έρωτα ήταν πολύ πιο διαφορισμένες.

Η υποτιθέμενη συνοχή του φαινομένου του «αυλικού έρωτα» δεν θα μπορούσε να αναγνωσθεί ούτε και εντός του ίδιου του Περί Έρωτος. Το έργο αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια εύκολης ταξινόμησης και ερμηνείας. Η πραγματεία, ο διάλογος, ο επιστολικός λόγος, το διήγημα, η συλλογή αφορισμών είναι κάποια από τα γραμματειακά είδη που συμπλέκονται απροσδόκητα στο κείμενο και, παρόλο που το ψυχαγωγικό αποτέλεσμα είναι, ομολογουμένως, εντυπωσιακό, η ποικιλία αυτή, σε συνδυασμό με τις έντεχνες και επιτηδευμένες εξακτινώσεις (και αντιφάσεις) του κειμένου, καθιστούν την ερμηνεία του εξαιρετικά δύσκολη.

Το απόσπασμα που μεταφράζεται εδώ είναι το κεφάλαιο που ολοκληρώνει το δεύτερο βιβλίο του έργου. Με εικονοποιητική δεξιοτεχνία, ο Ανδρέας συντάσσει μια ιπποτική αφήγηση που προλογίζει τη διατύπωση των περίφημων «κανόνων του έρωτα» (regulae amoris) οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα αποτελέσουν το καταστατικό κείμενο ενός «δικαστηρίου του έρωτα».

~.~

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΠΕΛΛΑΝΟΣ

«Οι Κανόνες του Έρωτα»  [1]

(Περί Έρωτος, βιβλίο ΙΙ, κεφ. 8)

Ας περάσουμε τώρα στους κανόνες του έρωτα. Θα προσπαθήσω να σου παρουσιάσω εν συντομία τους κανόνες που λέγεται ότι ο ίδιος ο βασιλιάς του έρωτα άρθρωσε προφορικά, διατυπώνοντάς τους εν συνεχεία και γραπτά προς χρήση όλων των ερωτευμένων. Ένας, λοιπόν, από τους ιππότες της Βρετανίας διέσχιζε μονάχος το βασιλικό δάσος με σκοπό να συναντήσει τον Αρθούρο. Όταν βρέθηκε στα βύθια του δάσους, αντάμωσε απροσδόκητα μια νεαρή κοπέλα εκπάγλου καλλονής, η οποία καθόταν επάνω σε ένα υπέροχο άλογο και έπλεκε τα μαλλιά της. Ο ιππότης έσπευσε να τη χαιρετήσει και η ίδια ανταποκρίθηκε ευγενικά. Του είπε, λοιπόν, η κοπέλα: «Αυτό που αναζητάς, Βρετανέ, δεν θα μπορέσεις να το βρεις όσο και να προσπαθήσεις, παρά μόνον εάν λάβεις τη βοήθειά μας». Ο ιππότης σάστισε όταν το άκουσε αυτό, και αμέσως τη ρώτησε εάν ήταν σε θέση να του πει για ποιον λόγο βρισκόταν εκεί. Εάν ήξερε να του πει, τότε θα έδινε βάση στα λόγια της. Η νεαρή κοπέλα απάντησε: «Όταν γύρεψες τον έρωτα μιας Βρετανίδας δέσποινας, εκείνη σου είπε ότι δεν θα μπορούσες ποτέ να τον αξιωθείς, παρά μόνον εάν της έφερνες το νικηφόρο γεράκι που λένε πως ριζώνει στην αυλή του Αρθούρου, πάνω σε κούρνια χρυσή». Ο Βρετανός παραδέχθηκε ότι όλα αυτά αληθεύουν. Τότε η κοπέλα του είπε: «Δεν θα μπορέσεις να αποκτήσεις το γεράκι που αναζητάς, εκτός και αν πρώτα βεβαιώσεις, μονομαχώντας στο παλάτι του Αρθούρου, ότι απολαμβάνεις τον έρωτα μιας δέσποινας πιο όμορφης από όλες όσες ζουν στο παλάτι του. Δεν θα μπορέσεις καν να μπεις στο παλάτι, παρά μόνον εάν δείξεις στους φρουρούς την περιχειρίδα για το γεράκι. Και ούτε είναι δυνατόν να αποκτήσεις την περιχειρίδα, παρά αγωνιζόμενος σε διπλή μονομαχία εναντίον δύο ισχυρότατων ιπποτών». (περισσότερα…)