Θάνος Γιαννούδης

Ο θάνατος του Σαββόπουλου ως αστάθμητος παράγοντας στο Έτος Θεοδωράκη

*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #8

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Στο όγδοο μέρος της ετήσιας στήλης μας για το «Έτος Μίκη Θεοδωράκη», προβαίνουμε σε μια έκτακτη και παρενθετική καταγραφή που γέννησαν οι συνθήκες, μιας και ο θάνατος του Διονύση Σαββόπουλου παρείχε σε πολλούς ερευνητές και (ταυτόχρονα) σε κάθε λογής σχολιαστές την ευκαιρία για πολλαπλές συγκρίσεις με τον Θεοδωράκη στους άξονες της παράλληλης πορείας, της αντίστοιχης και μη δημιουργίας, της ιδεολογικής μεταστροφής, ακόμα εντέλει και του στερνού αποχαιρετισμού που έλαβαν οι δύο καλλιτέχνες. Επιχειρώντας να συνενώσουμε τους βασικούς και μόνο άξονες αυτής της σύγκρισης, θα προβούμε κι εμείς με τη σειρά μας τόσο στην καταγραφή των έλξεων και των αποκλίσεων τους όσο και σε μια επιλογική (και ενδεχομένως εύλογη) εικασία.

///

–> Στο δεύτερο μισό του Αφιερωματικού Έτους Μίκη Θεοδωράκη που διανύουμε, ενώ είχαν αρχίσει ήδη να διατυπώνονται ορισμένες ενστάσεις με αφορμή την επέτειο εκατό χρόνων από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι για τη μη συμπερίληψη του τελευταίου ως ισότιμου στην επέτειο, ο ξαφνικός θάνατος του Διονύση Σαββόπουλου, η κηδεία του και οι αντιδράσεις που την ακολούθησαν, μετατόπισαν σημαντικά την ατζέντα και τον δημόσιο διάλογο. Ενδιαφέρουσα δε σύμπτωση αποτελεί το γεγονός πως ο πρωτοπόρος τραγουδοποιός, το έργο του οποίου έχει, εξάλλου, συνεξεταστεί ερευνητικά και επιστημονικά ως παραπληρωματικό και εναλλακτικό στα παραδείγματα Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, στο τελευταίο του εν ζωή δημόσιο κείμενο είχε αρθρογραφήσει κι εκείνος με τη σειρά του υπέρ της τιμής στη μνήμη του Χατζιδάκι ισότιμα μ’ εκείνη του Θεοδωράκη, κλείνοντας, έτσι, άθελά του έναν ιδιότυπο κύκλο.

–> Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η στάση ενός μεγάλου τμήματος του προοδευτικού χώρου έναντι των δύο καλλιτεχνών, όπως αυτή εκφράστηκε μετά τον θάνατό τους (περισσότερα…)

Θέρετρα

*

Φριχτά μαντέματα λεν για τα γηρατειά:
Το κύμα, λεν, αφρούς στ’ αστέρια δεν θα υψώνει.
Χωρίς χαμόγελο η χλόη, τα νερά
χωρίς καρδιάς παλμό, χωρίς Θεό οι κλώνοι.
ΜΠΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ (μετάφραση Γ. Κοροπούλης)

Και τώρα αρχίζει το φθινόπωρο:
Πού θα μας βγάλει αυτό; Ποιος ξέρει;
Η μέρα χάραζε πρωτόφαντη
κι ήταν η πλάση καλοκαίρι.

Κάποτε νόμισα μας μίλησαν,
Χαλκιδική, τα κύματά σου,
για μια στιγμή το σύμπαν άνοιξε…
Καιρέ, γιατί πια τρέχεις; Στάσου!

Ο ήλιος στην κορφή του ανέμιζε
κι εμείς, μικροί, δεν ξέραμ’ ότι
(καθώς χωρίς σκοπό γυρνούσαμε)
δεν είν’ αιώνια η νιότη.

Και τώρα αρχίζει το φθινόπωρο:
Αργά τα θέρετρα θ’ αδειάσουν.
Θα ’ρθούν βροχές, βροντές κι αγέρηδες
σωρούς τις μνήμες ν’ αραδιάσουν. (περισσότερα…)

Ο Μίκης Θεοδωράκης, το Βραβείο Νομπέλ και η Προεδρία της Δημοκρατίας

*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #7

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Κατά την ύστερη περίοδο της ζωής και του έργου του και κατά τη φάση της πάνδημης και διεθνούς του αναγνώρισης, ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε υποψήφιος για το Νομπέλ Ειρήνης το 2000 για τη κοινωνική του δράση για τη Δημοκρατία ανά την υφήλιο μέσα στις δεκαετίες. Πέντε χρόνια αργότερα, η λήξη της θητείας του Κωστή Στεφανόπουλου στην Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας το 2005, είχε φέρει έντονα στο προσκήνιο το όνομα του συνθέτη για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, ως μια προσωπικότητα κοινής αποδοχής που ήταν σε θέση να ενώσει έμπρακτα τον ελληνικό λαό πέρα από κόμματα και ιδεολογίες. Σήμερα, γνωρίζοντας καλά πως και οι δύο υποψηφιότητες (αν η δεύτερη υπήρξε όντως πέραν των αρχικών σκέψεων και των διαρροών) δεν ευδοκίμησαν, αξίζει τον κόπο να στήσουμε στο πλαίσιο της σταθερής φετινής μας στήλης ένα ακόμα ακαδημαϊκό σενάριο, εξετάζοντας τις πιθανές κατευθύνσεις μιας εναλλακτικής πραγματικότητας με τον Μίκη Θεοδωράκη νομπελίστα ή Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σε τι μπορεί να είχαν αλλάξει η φωνή του, οι δημόσιες τοποθετήσεις του ή η πρόσληψη του έργου του σε μια τέτοια περίπτωση;

///

–> Αν ο Μίκης Θεοδωράκης είχε τιμηθεί με το βραβείο Νομπέλ, η κίνηση αυτή θα προσέδιδε ένα ακόμα μεγαλύτερο κύρος στην ήδη σπουδαία διεθνή του ακτινοβολία, δρώντας, ταυτόχρονα, υποστηρικτικά τόσο για τη διαφήμιση (και) του καλλιτεχνικού του έργου όσο και της ίδιας της Ελλάδας και του πολιτισμού της εν γένει. Συγχρόνως, ο συνθέτης θα ήταν ο μοναδικός Έλληνας καλλιτέχνης που θα βραβευόταν και με το βραβείο Νομπέλ και με το βραβείο Λένιν, γεγονός που δεν θα μπορούσε ντε φάκτο να επαναληφθεί ποτέ ξανά εξαιτίας των ιστορικών ανατροπών που μεσολάβησαν, ξεπερνώντας, έτσι, τις περιπτώσεις Σεφέρη, Ελύτη και Ρίτσου, αντίστοιχα και αποδεικνύοντας το καθολικό εκτόπισμά του mανεξαρτήτως πολιτικών ιδεολογιών και γεωπολιτικών μπλοκ δυνάμεων. (περισσότερα…)

«Δε θέλω εγώ να μ’ αποκαλούνε ποιητή»: Ένας πρώιμος Βενέζης σε μια σύγχρονη έκδοση

*

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

~.~

Ηλίας Βενέζης, Ανέκδοτα διηγήματα και ποιήματα [1920-1922],
Εισαγωγή Α. Καστρινάκη, Μελέτη-Επιμέλεια Κ. Καλαϊτζάκης,
Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2025

Δεν υπάρχει, ενδεχομένως, μεγαλύτερος σκόπελος στη μελέτη της λογοτεχνίας από το να επιχειρηθεί η ανατροπή ή η διεύρυνση των παγιωμένων ορίων και της προκατασκευασμένης επικράτειας εντός της οποίας οφείλει ντε φάκτο να κινείται κάποιος κλασικός δημιουργός που βρίσκεται στο επίκεντρο του «κανόνα». Αδυνατούμε να δεχτούμε εύκολα εκδοχές του έργου του Παλαμά χωρίς την πατριδολατρεία, του Καραγάτση δίχως τον σεξουαλισμό, του Ρίτσου άνευ της αριστερής στράτευσης, μιας και τέτοιες θεάσεις σπάνε τα βολικά για την έρευνα «καλούπια» εντός των οποίων έχουμε τοποθετήσει τους συγγραφείς του παρελθόντος χωρίς να επιδέχονται εύκολα αλλαγών, πέραν κάποιων επιφανειακών προσθηκών εντός της ίδιας και σταθερής δομής σκέψης και αφήγησης.

Μια τέτοια αντίστοιχη περίπτωση αποτελεί και το πεζογραφικό έργο του Ηλία Βενέζη, το οποίο έχει συνδεθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου με τους απόηχους της Μικρασιατικής Καταστροφής, με τα πάθη των αιχμαλώτων στα τάγματα εργασίας, με το δράμα της προσφυγιάς και με τη συνακόλουθη προσπάθεια για την εκκίνηση μιας νέας ζωής στον ελλαδικό χώρο, ενώ, παράλληλα, κυριαρχούν εντός του εφ όρου ζωής οι αναμνήσεις μιας χαμένης για πάντα πατρίδας στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Αδυνατούμε, λοιπόν, σήμερα ακόμα και να διανοηθούμε πως υπάρχει εκεί έξω μια πλευρά του νεανικού Βενέζη που αγωνίζεται να ανακαλύψει τη φωνή του στην πεζογραφία και την… ποίηση πειραματιζόμενος με τον αισθητισμό, διαλεγόμενος με τα καινοτόμα ρεύματα των αρχών του 20ού αιώνα και πριμοδοτώντας στη γραφή του τη ρευστότητα και την υποβολή αίσθησης έναντι της γραμμικής εξιστόρησης και πλοκής. Αδυνατούμε, μάλιστα, να κατανοήσουμε πως, αν δεν είχε λάβει χώρα η Καταστροφή και η οδυνηρή του εμπειρία, όλα τα στοιχεία του πρώιμου έργου του οδηγούν μαθηματικά στο συμπέρασμα ότι η γραφή του θα εξελισσόταν σε εντελώς διαφορετικούς άξονες και ο λογοτέχνης Βενέζης σήμερα θα ήταν ταυτισμένος με εξ ολοκλήρου άλλα χαρακτηριστικά, ελάχιστα συμβατά με την εικόνα μας για εκείνον.

Αυτή την ως τώρα ανέκδοτη εκδοχή του πρώιμου Βενέζη φέρνει στο φως η τολμηρή και καλοστημένη αισθητικά σειρά «Αναψηλαφήσεις» των Εκδόσεων Σοκόλη σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Κρήτης και (εν προκειμένω) η ενδελεχής έρευνα του νέου επιστήμονα Κωνσταντίνου Καλαϊτζάκη, ο οποίος κατορθώνει να τοποθετήσει με απόλυτη ακρίβεια το έργο του Μικρασιάτη Λογοτέχνη στα δεδομένα της εποχής του. Ο Καλαϊτζάκης περιγράφει με σαφήνεια και αρκετές παράπλευρες πληροφορίες τη (λησμονημένη σήμερα) φιλολογική κίνηση της Μικράς Ασίας και των παραλίων τα χρόνια πριν την τραγική λήξη της εκεί ελληνικής εμπλοκής και αναλύει την επιρροή αισθητιστικών, νιτσεϊκών και πρωτοπόρων θεωριών σε νέους Λογοτέχνες της περιοχής που επιχειρούν τόσο να ορθώσουν αυτόνομα τη φωνή της δικής τους γενιάς όσο και να προβάλουν το στοιχείο της εντοπιότητας στην παραγωγή πνευματικού λόγου, δίχως να διαμεσολαβούνται από την ισχυρή μαγνητική δύναμη του «κέντρου» των Αθηνών. (περισσότερα…)

Κωστής Παλαμάς – Μίκης Θεοδωράκης: Ποιητής και συνθέτης προφήτες

*

*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #6

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Η ιστορική και δημιουργική πορεία του Μίκη Θεοδωράκη, η ζωή και το έργο του διασταυρώθηκαν και μελετήθηκαν εκτεταμένα από την κριτική σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες πορείες συγκεκριμένων ποιητικών ονομάτων της Ελλάδας (κατά βάση της «Γενιάς του ’30» και του ρεύματος του «μοντερνισμού»), τα οποία ο συνθέτης γνώρισε από κοντά και μελοποίησε (Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης και από τους «μεταπολεμικούς», Λειβαδίτης, Κατσαρός κ.ά.), αλλά και του εξωτερικού, ιδίως του ευρύτερου χώρου της Αριστεράς (Λόρκα, Νερούδα). Μάλιστα, ακόμα και η (μάλλον άστοχη και μη δικαιωμένη στον χρόνο) μεταπολιτευτική απόπειρα του συνθέτη να διαλεχθεί με το έργο και τον μύθο του Κώστα Καρυωτάκη αποτέλεσε την αφορμή για μια (αποσπασματική) αναλογία του με τον αυτόχειρα ποιητή. Σχεδόν πουθενά, ωστόσο, στην εκτεταμένη βιβλιογραφία για τον συνθέτη δεν έχει επιχειρηθεί ως τώρα μια συντονισμένη σύγκριση και σύγκλιση της πορείας και του έργου του με τον πλέον «μείζονα» νεότερο Έλληνα ποιητή, Κωστή Παλαμά, η συνάρτηση του οποίου με την αντίστοιχη πορεία του Θεοδωράκη κρίνουμε πως έχει πολλά να κομίσει στην έρευνα, μιας και αμφότεροι διεκδικούν (και κατακτούν έπειτα από αγώνες) τον ρόλο του «εθνικού» και του «ποιητή/συνθέτη-προφήτη». Με το παρόν, έκτο άρθρο στη σταθερή φετινή μας στήλη για το «Έτος Μίκη Θεοδωράκη», επιχειρούμε να θέσουμε ως μια πρώτη βάση ορισμένους άξονες αναφοράς και σύγκλισης της πορείας και των κεντρικών κατευθύνσεων του έργου τους.

///

–>Γεννημένοι και οι δύο σε πόλεις της ελληνικής επαρχίας, αναγκάστηκαν να αλλάξουν σπίτι στα κρίσιμα παιδικά χρόνια, ο Κωστής Παλαμάς λόγω της απώλειας των γονιών του, ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης εξαιτίας των επαγγελματικών μεταθέσεων του πατέρα του, με τίμημα την απομάκρυνσή τους από μια σταθερή παιδική και εφηβική ηλικία. Όταν, ως ενήλικες πια, φτάνουν στην Αθήνα, ο πρώτος σε μια εποχή εθνικών εξορμήσεων κι ο δεύτερος στην καρδιά της ακμής της Εθνικής Αντίστασης, οι αδιαμόρφωτες επιρροές της ως τότε ζωής τους σχηματοποιούνται ευκρινώς και τους κινητοποιούν δυναμικά και προωθητικά προς τη δράση. Η δε ποίηση του Παλαμά, κατά δήλωση του Θεοδωράκη, υπήρξε ένας από τους βασικούς οδικούς άξονες για τον ίδιο στα εφηβικά του χρόνια, έχοντας ως απότοκο και κάποιες (πρωτόλειες) μελοποιήσεις σε ελάσσονα παλαμικά ποιήματα. (περισσότερα…)

Η ιστορική συγκυρία στη στιχουργία του Μίκη Θεοδωράκη: Λίγα λόγια και μια μικρή ανθολόγηση

 

*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #5

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Μιας και στις 29 Ιουλίου έκλεισαν ακριβώς 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη, κρίνουμε πως στο πέμπτο τμήμα του ετήσιου αφιερώματός μας οφείλει να τοποθετηθεί ο ίδιος σε πρώτο πλάνο και να λάβει ανοιχτά τον λόγο. Η σύνδεση με την επέτειο και τη συγκυρία που επιχειρούμε δεν είναι τυχαία, μιας και το μουσικό έργο του Θεοδωράκη, σε όλες του, μάλιστα, τις μορφές και όχι μόνο στην δημοφιλέστερη «έντεχνη – λαϊκή» που εξετάζουμε σε βάθος στην παρούσα στήλη, διαπλέκεται σχεδόν στο πλήρες μάκρος του με την ιστορική συγκυρία και την κοινωνική πραγματικότητα, τέμνοντας εγκάρσια έξι και πλέον δεκαετίες του ιστορικού, πολιτικού και πολιτισμικού ελληνικού βίου, σχολιάζοντας ενίοτε επιμέρους τομές και ρήξεις του, ασκώντας σκληρή κριτική στους τομείς που χρήζουν αλλαγών και προσδοκώντας την ανάνηψή του από τη νοσηρή πραγματικότητα που ο συνθέτης κρίνει (και, κατά την κρίση μας, απολύτως βάσιμα) πως ο τελευταίος έχει περιέλθει.

///

Το συνεκτικό όραμα του Μίκη Θεοδωράκη αποκρυσταλλώνεται, ωστόσο, συχνά και μέσω επιμέρους τραγουδιών στα οποία τόσο η μουσική όσο και οι στίχοι ανήκουν στον ίδιο, πετυχαίνοντας, έτσι, την πλήρη ταύτιση των συνθετικών και στιχουργικών στοχεύσεων που δεν είναι πάντα δεδομένη όταν ο συνθέτης και ο στιχουργός αποτελούν δύο διακριτές, διαφορετικές και αυτόνομες οντότητες (για παράδειγμα, ακόμα και στον ίδιο τον Θεοδωράκη ασκήθηκε κριτική για τις αποδόσεις του στον πιο προωθημένο νεωτερικά λόγο του Κ. Τριπολίτη). Παρόλο που η αμιγώς στιχουργική πλευρά του Μίκη προφανώς και υπολείπεται της αντίστοιχης συνθετικής, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ψυχρή πραγματικότητα των αριθμών των πωλήσεων και από την επιβίωση ή μη του κάθε έργου στον χρόνο, εντούτοις αξίζει να σταχυολογήσουμε στο συγκεκριμένο άρθρο επιλεκτικά ορισμένες από τις χαρακτηριστικότερες στιγμές της, τοποθετώντας τις στα δεδομένα της εκάστοτε συγκυρίας, αλλά και πέρα από αυτήν και ελπίζοντας να ανοίξουμε τον δρόμο για μια ευρύτερη επιστημονική μελέτη στη συγκεκριμένη και ελαφρώς παραγνωρισμένη πλευρά του έργου του. (περισσότερα…)

Ωνάσης και Κάλλας

*

Θερινό παιχνίδι βασισμένο στα ιντερμέδια
του «Αέρα αυγούστου» του Κώστα Κουτσουρέλη

Ο Ωνάσης: των αρίστων αρετή,
στα πέλαγα και στα λιμάνια φάρος.

Ο Ωνάσης: τον ζηλέψαν αρκετοί,
μα του ’γινε στενός κορσές ο Χάρος.

Ο Ωνάσης: σιδηρόφραχτη θωριά,
αγέρηδες κι εχθρούς να χαντακώσει.

Ο Ωνάσης: πένθιμα καμπαναριά,
τρεκλίζει ένα βήμα πριν την πτώση.

Ο Ωνάσης: πίσω απ’ το θαμπό γυαλί,
φιλοδοξία, όνειρο κι ευθύνη.

Ο Ωνάσης: –αχ, καρδούλα μου κι αλί–
τα τάνκερ του ένα Κράκεν καταπίνει.

Ο Ωνάσης: πρωτογιός της συμφοράς,
θαρρείς νικά, μα στην ψυχή του τάλας.

Ο Ωνάσης: στα μαρτύρια προχωράς,
παιδί ξανά μπρος στη ματιά της Κάλλας.

/// (περισσότερα…)

Τι θα είχε συμβεί αν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε ασχοληθεί με την πολιτική και τη μελοποιημένη ποίηση

*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #4

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Η ιστορία, ως γνωστόν, δεν γράφεται με υποθέσεις και εναλλακτικά σενάρια, αλλά κατά βάση κινείται μπροστά από τα άτομα εκείνα που παίρνουν πρωτοβουλίες στο πεδίο, επηρεάζοντας καθοριστικά τον καιρό και την εποχή τους. Αξίζει, ωστόσο, στο σημερινό μας άρθρο να εισέλθουμε στην επικράτεια μιας εναλλακτικής πραγματικότητας, ερευνώντας το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί στο ελληνικό τραγούδι αλλά και στο έργο του ίδιου του συνθέτη, στην περίπτωση που ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε εμπλακεί τόσο ενεργά στην πολιτική ζωή του τόπου και δεν είχε προβεί, ταυτόχρονα, στη συστηματική μελοποίηση του ποιητικού λόγου. Δεδομένου ότι και οι δύο υποθέσεις είναι άμεσα και άρρηκτα συνδεδεμένες με τον πυρήνα της ζωής και του έργου του συνθέτη, σε τέτοιο βαθμό που αδυνατούμε πια να τον φανταστούμε και να τον ανασυστήσουμε άνευ εκείνων, γίνεται προφανές ότι εντέλει αυτό που επιδιώκουμε με το παρόν άρθρο δεν είναι τόσο να στήσουμε ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας παρά περισσότερο να ερευνήσουμε το πώς ήταν το ελληνικό τραγούδι πριν την έλευση του μείζονος δημιουργού και (κυρίως) τι έχει απομείνει την επόμενη μέρα που το παράδειγμά του έχει φαίνεται πως έχει απολέσει οριστικά (;) την άλλοτε δυναμική του.

Αν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική, το έργο του μάλλον θα είχε κερδίσει αλλά και ταυτόχρονα… χάσει συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων που το προώθησαν ή το χρησιμοποίησαν από τη μία, αλλά και το ανέγνωσαν μονοδιάστατα από την άλλη, βάσει αυτής και μόνο της ιδιότητας του δημιουργού του. (περισσότερα…)

Γιατί δεν διαβάζουμε σήμερα Σικελιανό;

*

«Από πού να ξεκινήσω;» Εκτός σειράς

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

~.~

Ξεκίνησα πρόσφατα να γράφω ένα άρθρο για τον Άγγελο Σικελιανό στο πλαίσιο της στήλης που κρατώ στο ηλεκτρονικό Νέο Πλανόδιον και φέρει τον τίτλο: «Από πού να ξεκινήσω». Στη στήλη αυτή επιχειρώ να δώσω ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές στον νέο αναγνώστη ώστε να προσπελάσει από το μηδέν μεγάλα ονόματα του ελληνικού ποιητικού κανόνα και να αποφύγει μια ενδεχόμενη μη αντιπροσωπευτική πρώτη εντύπωση που ίσως και να δημιουργούσε ψευδή εικόνα για το έργο τους. Είχα, λοιπόν, αρχίσει να γράφω ένα αντίστοιχο κείμενο για το ποιητικό (και μη) έργο του Σικελιανού, όταν με κατέκλυσαν ιδιαίτερα ορισμένες σκέψεις και με ανάγκασαν να το σταματήσω στη μέση και να το αφήσω ανολοκλήρωτο, δημιουργώντας, αντ’ αυτού, το συγκεκριμένο εντός / εκτός σειράς άρθρο. Αναλογίστηκα πως, ακόμα κι αν έδινα, όπως σκόπευα, συμβουλές προς τον αναγνώστη ώστε αυτός να ξεκινήσει π.χ. από το Πάσχα των Ελλήνων ως την πιο κοντινή στην θρησκευτική μας παράδοση και την αναμενόμενη αφηγηματικότητα συλλογή, να αποφύγει αρχικά τις Συνειδήσεις που προϋποθέτουν βαθμούς και επίπεδα μύησης κτλ., και πάλι η ιδιαιτερότητα του έργου του Σικελιανού δεν θα μπορούσε εύκολα να γίνει κατανοητή από τον αναγνωστικό ορίζοντα του 21ου αιώνα. Ποιοι παράγοντες, όμως, ευθύνονται γι’ αυτό; Γιατί το έργο του Άγγελου Σικελιανού, παρά τα τριάντα πέντε χρόνια της σύγχρονης έμμετρης ποιητικής παραγωγής και παρά την οργανωμένη επαναπροσέγγιση του αντίστοιχου παλαμικού σύμπαντος και κοσμοειδώλου που έχει συντελεστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, δεν έχει λάβει ακόμα μια αξιοσημείωτη νεότερη αναγνώριση; Εντέλει, γιατί δεν διαβάζουμε σήμερα Σικελιανό; Σταχυολογώ πέντε βασικούς κατά την κρίση μου λόγους:

 

-> Η μορφή των περισσότερων έργων του Σικελιανού είναι εξαιρετικά πολύστιχη και εκτεταμένη, σε έναν άξονα που εκκινεί από τις ποιητικές του συνθέσεις, διαπερνά τα κείμενα δοκιμιακής υποστήριξης και συμπληρώνεται με τα θεατρικά του έργα. H πριμοδότηση στη μικρή φόρμα που επικρατεί εδώ και δεκαετίες και έχει πλέον και την διαδικτυακή της ορολογία και απόληξη στην κουλτούρα του «too long, didnt read» δυσχεραίνει εμφανώς την προσπέλαση σε ένα έργο που φαίνεται πως απέχει καθοριστικά και κομβικά από τις συγκαιρινές μας νόρμες. Ταυτόχρονα, η διαρκής χρήση από πλευράς ποιητή πολυσύλλαβων σύνθετων λέξεων, πολλές φορές μάλιστα επινοημένων και δημιουργημένων από τον ίδιο, όπως και η αξιοποίηση εκτεταμένων και πολύστιχων παρομοιώσεων που ενισχύουν την ποιητική αίσθηση και εικονοποιία, καθιστά το (ήδη πολύστιχο ή ακόμα και πολυσέλιδο) ποίημα ακόμα πιο απροσπέλαστο για τον σημερινό αναγνώστη που έχει εθιστεί σε έναν διαφορετικό ορισμό για το τι είναι ποίηση. Εκ των πραγμάτων η εντύπωση αυτή παρασέρνει εξίσου στη λήθη και τις ολιγόστιχες και αποφθεγματικές του διατυπώσεις. (περισσότερα…)

-> Από πού να ξεκινήσω; #7 Διονύσιος Σολωμός


*

Νιώθουμε συχνά την επιθυμία να ασχοληθούμε σε βάθος με ποιητές, πεζογράφους, καλλιτεχνικά κινήματα και σχολές. Ωστόσο μας δυσκολεύει πολλές φορές ο όγκος τους, η διαφορά του ύφους τους ανά περιόδους και χρονικές φάσεις, καθώς και ο φόβος μιας εσφαλμένης πρώτης εντύπωσης που θα μας αποθαρρύνει. Στο πνεύμα αντίστοιχων εκλαϊκευτικών και βοηθητικών άρθρων για συγγραφείς, σκηνοθέτες, μουσικούς κ.ο.κ., που αφθονούν σε ιστότοπους του εξωτερικού, ο Θάνος Γιαννούδης επιδιώκει να σκιαγραφήσει έναν οδικό χάρτη ανάγνωσης του νεοελληνικού ποιητικού τοπίου. Έναν χάρτη σε καμία περίπτωση πατερναλιστικό, παρά περισσότερο βοηθητικό για τον νέο, καλοπροαίρετο και –κυρίως– απροκατάληπτο αναγνώστη.

~.~

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
(1798-1857)

-> Από πού να ξεκινήσω;

Όντας το έργο ζωής του Διονύσιου Σολωμού, «καταδικασμένο» εν πολλοίς να μείνει θραυσματικό, αποσπασματικό και ανολοκλήρωτο, φτάνοντας, εντούτοις, παράλληλα και σε ιδιαίτερες λυρικές κορυφώσεις, οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι αποτελούν για πολλούς λόγους την αντιπροσωπευτικότερη και την πλέον δυναμική είσοδο ενός νέου αναγνώστη στον σολωμικό κόσμο. Συνδέονται, αρχικά, άμεσα με ορισμένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της νεοελληνικής Ιστορίας, τον επαναστατικό αγώνα και τα γεγονότα της ηρωικής Εξόδου του Μεσολογγίου, ενώ, ταυτόχρονα, δίνουν τη δυνατότητα σε κάποιον: να αντικρύσει το έργο του Σολωμού σε όλες του τις περιόδους και στις κατά καιρούς μεταλλάξεις μέσω των διαφορετικών γραφών και των πολλαπλών (και απομακρυσμένων χρονικά μεταξύ τους) σχεδιασμάτων, να κατανοήσει το ποιητικό του όραμα και τον τρόπο σκέψης του μέσω των σημειώσεων και των κατευθυντήριων γραμμών που ο ποιητής έδινε στον εαυτό του κατά τη διάρκεια της συγγραφής, να διακρίνει τους βασικούς άξονες και τις επιρροές του ρομαντικού 19ου αιώνα αλλά και τον αγώνα του Σολωμού για την τιθάσευση της ελληνικής γλώσσας, την πλέον καίρια έκφραση, την ύψιστη λυρική διατύπωση και εντέλει τη δημιουργία εθνικής λογοτεχνίας, ενώ, τέλος, να διαβάσει εκ νέου ορισμένους στίχους του που λειτουργούν έκτοτε ως αυτόνομα ρητά και γνωμικά, έχοντας αποκτήσει το κύρος της αυτόνομης αιωνιότητας. (περισσότερα…)

Μίκης Θεοδωράκης – Μάνος Χατζιδάκις: Βίοι και παράλληλοι και αντίθετοι


*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #3

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις αποτέλεσαν για δεκαετίες δύο από τους συστηματικότερους διαμορφωτές και στυλοβάτες του «κανόνα» της νεότερης ελληνικής μουσικής, έχοντας αποκτήσει τόσο φανατικούς οπαδούς όσο και μαχητικούς πολεμίους. Στη συνύπαρξη, την (περιστασιακή) συμπόρευση, τις έλξεις, τις αποκλίσεις και τη διαφορά ταυτότητας και ιδιοσυγκρασίας τους χτίστηκε εν πολλοίς η νεότερη ελληνική μουσική και το λεγόμενο «έντεχνο» τραγούδι. Στο συγκεκριμένο άρθρο, έχοντας πάντα την εστίασή μας στην περίπτωση Θεοδωράκη, θα επιχειρήσουμε να επισημάνουμε τις κομβικότερες έλξεις και αποκλίσεις τους, επιχειρώντας να αιτιολογήσουμε ότι οι πορείες που οι δύο πλέον μείζονες Έλληνες συνθέτες ακολούθησαν υπήρξαν ταυτοχρόνως και ανά περιόδους της ζωής και του έργου τους ΚΑΙ παράλληλες  ΚΑΙ αντίθετες.

Βίοι παράλληλοι γιατί: Διήλθαν μαζί στα νεανικά τους χρόνια σε ορισμένες από τις κρισιμότερες περιστάσεις της νεότερης ελληνικής Ιστορίας. Γεννημένοι την ίδια χρονιά και οι δυο τους, σε επαρχιακές πόλεις της μεσοπολεμικής Ελλάδας (ο Μίκης, μάλιστα, έκανε στα παιδικά του χρόνια και το γύρο της, εξαιτίας των επαγγελματικών μεταθέσεων του πατέρα του), βρέθηκαν μετέπειτα στην Αθήνα και οργανώθηκαν εντός της ναζιστικής κατοχής στην αντιστασιακή (και αριστερή) ΕΠΟΝ, με το Θεοδωράκη, μάλιστα, να συμμετέχει και ενεργά στη σκληρότατη σύγκρουση των Δεκεμβριανών. Τα κοινά τους ενδιαφέροντα και οι παραπλήσιες μουσικές και πολιτικές (τότε) αναζητήσεις τους τούς έφεραν από νωρίς κοντά, ενώ ο νεαρός Χατζιδάκις προσέφερε και έμπρακτη βοήθεια στο Μίκη Θεοδωράκη κατά την περίοδο που αναζητούσε καταφύγιο εντός της Αθήνας ως αντικαθεστωτικός.

Βίοι αντίθετοι γιατί: Η πορεία τους στο κοινωνικό πεδίο πολύ σύντομα τους απομακρύνει σημαντικά, με τον καθένα τους να ακολουθεί πλέον διαφορετικούς δρόμους. Ο Μάνος Χατζιδάκις παίρνει γρήγορα αποστάσεις από την Αριστερά και την ενεργό πάλη, βρίσκοντας σταδιακά το ρόλο και τη θέση του στη μεταπολεμική αστική συνθήκη κι εστιάζοντας στο μουσικό και καλλιτεχνικό του έργο. Συν τω χρόνω, μάλιστα, θα καταστεί ένας από τους ελάχιστους μείζονες καλλιτέχνες με ανοιχτά «αστική» ιδεολογία, κρατώντας, ωστόσο, ακόμα και μέσα σ’ αυτή την κατάσταση την εσωτερική του αυτοτέλεια. Από την άλλη, ο Μίκης Θεοδωράκης θα υποστεί ολόκληρο το μαρτύριο της αταλάντευτης αριστερής προσήλωσης, με εκτοπισμούς, φυλακίσεις, εξορίες και βασανιστήρια για σχεδόν μια δεκαετία (σε κάπως πιο ήπιο βαθμό θα υποστεί τα ίδια εκ νέου και κατά τη δικτατορία της 21ης Απριλίου), καθιστάμενος προοδευτικά ένα σύμβολο του διαρκούς και αέναου αγώνα. Συν τω χρόνω, η ενεργός ανάμειξή του με την πολιτική θα τον φέρει σε πρόσκαιρες ή μονιμότερες κοινωνικές συμμαχίες με ετερόκλητους ιδεολογικούς χώρους, σμίγοντας, μάλιστα, απροσδόκητα και σε ύστερη ηλικία ξανά για λίγο και με τον πάλαι ποτέ ιδεολογικό «σύντροφό» του, Μάνο Χατζιδάκι. (περισσότερα…)

Η μεταπολιτευτική «μουσειοποίηση» του Μίκη Θεοδωράκη

*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #2

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Διαρκές παράπονο του Μίκη Θεοδωράκη (και πολλάκις επαναλαμβανόμενο, μάλιστα, στις κατά καιρούς συνεντεύξεις και τοποθετήσεις του) υπήρξε ο συστηματικός πόλεμος που –υποστήριζε πως– δεχόταν το έργο του στην ουσία του και ο αποκλεισμός της νεότερης δημιουργίας του από τον κόσμο, κάτι που οδηγούσε προοδευτικά κατά τα μεταπολιτευτικά έτη στην ολοένα και πιο προϊούσα μουσειοποίησή του. Με το δεύτερο μας άρθρο στη σειρά των μικρών κι ευσύνοπτων δοκιμίων μας που διατρέχουν την επετειακή ετούτη χρονιά, φιλοδοξούμε να ερμηνεύσουμε την προοδευτική αποριζοσπαστικοποίηση που έλαβε χώρα, ερευνώντας το πού ευθύνονται πράγματι οι μηχανισμοί της εξουσίας και οι γενικότερες κοινωνικές συνθήκες, αλλά και το πού φταίει μάλλον και ο ίδιος ο δημιουργός με τη στάση και τις επιλογές του.

Ευθύνονται οι συγκυρίες και οι μηχανισμοί γιατί: κατά την πρώιμη Μεταπολίτευση υπήρξε ομολογουμένως μια υπερέκθεση της περσόνας και του έργου του Μίκη Θεοδωράκη, με εμφανείς ροπές προς την υπερβολή. Η συσσωρευμένη οργή που εκφράστηκε με την πτώση της δικτατορίας έπειτα από χρόνια φίμωσης και καταπίεσης είχε ως συνέπεια τη δόμηση μιας τέχνης υπέρμετρα ριζοσπαστικής, με έντονα τα αντιστασιακά και τα επαναστατικά στοιχεία, ορισμένες, μάλιστα, φορές και εις βάρος εντέλει του αισθητικού αποτελέσματος. Η συνακόλουθη ελεύθερη πια κυκλοφορία της μουσικής του Θεοδωράκη, από κοινού με την επιστροφή του στην Ελλάδα με τιμές ήρωα, κίνησαν ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για εκείνον (που οι εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο) κι είχαν, συνεπώς, ως αποτέλεσμα μια μαζικότατη παραγωγή δίσκων (παλαιότερων κύκλων που επανακυκλοφόρησαν, έργων του καιρού της επταετίας, καθώς και νέων κύκλων τραγουδιών με εμφανέστατο το επικαιρικό και εφήμερο στοιχείο). Ωστόσο, η εκτεταμένη υπερέκθεση μιας περσόνας ούτως ή άλλως πληθωρικής και η εκμετάλλευσή της από τη δισκογραφική βιομηχανία έφερε μάλλον γρήγορα έναν εμφανή κορεσμό, γεγονός που μακροπρόθεσμα λειτούργησε εις βάρος των υπόλοιπων τμημάτων του μουσικού του έργου.

Φταίει και ο ίδιος ο Μίκης γιατί: επέμεινε πολύ έκτοτε στην δόμηση ταυτότητας κατά την περίοδο του αντιδικτατορικού αγώνα στην Ελλάδα, ενώ ενίσχυσε, παράλληλα, τη λογική του «συνθέτη του Ζορμπά» ως ενός ελληνικού εξαγώγιμου πολιτισμικού προϊόντος στο εξωτερικό. Η έλευση της Μεταπολίτευσης πράγματι τον εντάσσει αυτομάτως στους δικαιωμένους «ήρωες» και αγωνιστές της περιόδου, με τον ίδιο έκτοτε να μην μπορεί (και να μην επιθυμεί) να αποκρούσει αυτή του την ταυτότητα, επιμένοντας σε κάθε συγκυρία σ’ εκείνη κι έχοντας διαρκείς τις αναφορές του σε ένα εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κοσμοείδωλο που απείχε, ωστόσο, χρονικά ολοένα και περισσότερο από την άμεση και απτή πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, η δημοφιλία του «Ζορμπά» στο εξωτερικό (κατά βάση στη Δύση, μιας και ο τότε κομμουνιστικός κόσμος έδωσε περισσότερη βάση στο συμφωνικό του έργο) υπήρξε ένα γεγονός πάνω στο οποίο και ο ίδιος πάτησε, με σειρά συναυλιών και δίσκων, καθώς και με την παρουσίαση ενός σχετικού μπαλέτου, διαμορφώνοντας μια ωραιοποιημένη τουριστική απεικόνιση της Ελλάδας και του ίδιου ως του ντε φάκτο «ανέφελου» μουσικού της πρέσβη και εκπροσώπου. (περισσότερα…)