Δημήτρης Αγαθοκλής

Pablo Neruda, Εἴκοσι ἐρωτικὰ ποιήματα κι ἕνα τραγούδι ἀπελπισμένο

*

Προλόγισμα-Μετάφραση ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

* ~ *

Ἑκατὸ χρόνια πίσω, τὸ 1924, ὁ Πάμπλο Νερούδα ἐκδίδει σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν, ἀπ’ τὶς Ἐκδόσεις Nascimento, τὸ ἐμβληματικὸ Veinte poemas de amor y una canción desesperada. Εἶναι ἡ δεύτερη ποιητική του δουλειά. Ἔχει προηγηθεῖ, μόλις ἕναν χρόνο πρίν, τὸ Crepusculario ἀπ’ τὶς Ἐκδόσεις Claridad (γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ ὁποίου, σύμφωνα μὲ τὸν ἀστικὸ μύθο, ὁ Νερούδα πουλάει μέχρι καὶ τὸ χρυσὸ ρολόι ποὺ τοῦ δώρισε ὁ πατέρας του). Ἡ κριτικὴ δὲν ἀγκαλιάζει ἀμέσως τὸ ἔργο. Μάλιστα ὁ Νερούδα ἀρθρογραφεῖ σχετικὰ ὑπερασπιζόμενος τοὺς στίχους του. Τὸ 1932 κυκλοφορεῖ ἡ δεύτερη ἔκδοση μὲ κάποιες ἀλλαγές. Αὐτὴ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ὁριστικὴ μορφὴ τῆς συλλογῆς ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὁποίας, ἀπ’ τὸ παγκόσμιο ἀναγνωστικὸ κοινό, ὑπῆρξε ἐνθουσιώδης (μόνο στὴν ἱσπανικὴ γλώσσα, μέχρι τὸ 1973, ϑὰ πωληθοῦν περισσότερα ἀπὸ δύο ἑκατομμύρια ἀντίτυπα καὶ τὸ 1976 ἡ ϕωνὴ τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς, ἡ Μερσέδες Σόσα, ϑὰ τραγουδήσει τὸ ὑπ’ ἀριθμὸν XV ὑπὸ ἀντίξοες πολιτικὲς συνθῆκες). Τὴν ἀπήχηση τοῦ ἔργου οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει, παρὰ τὶς κατὰ καιροὺς ἀναλύσεις· ὅπως γιὰ παράδειγμα ὅτι στὰ ποιήματα ἐνυπάρχουν δύο ἱστορίες ἀγάπης: ἡ ἐφηβικὴ τῆς ἐπαρχίας καὶ ἡ ὡριμότερη, ἡ ϕοιτητική, τῆς μεγαλούπολης (ἡ Μαρισόλ καὶ ἡ Μαρισόμπρα) — λεπτομέρειες ποὺ προσθέτουν πολλὰ ἀλλὰ μᾶλλον τίποτα προκειμένου κανεὶς ν’ ἀπολαύσει τὸ ἔργο.

Διαβάζοντας τὰ ποιήματα ἀναδύεται ἡ αἴσθηση τοῦ «ἀπέλπιδου», τοῦ «ἀνεκπλήρωτου», τοῦ «τέλους» ὄχι ὅμως ὡς ἀδιέξοδο ἀλλὰ ὡς ζώπυρο χαρμόσυνης ἀφετηρίας. Στίχοι πηγαῖοι ἀφιερωμένοι στὸν πηγαῖο ἔρωτα, τὸν ἰδεατό. Τὸν ἔρωτα ποὺ εἶναι καταδικασμένος νὰ συντριβεῖ κάτω ἀπ’ τὸ ϐάρος του καὶ ἐπακόλουθα νὰ γεννήσει —μέσα ἀπὸ ἕνα λυρικὸ Bing Bang— τοὺς γαλαξίες καὶ τ’ ἀστέρια στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Δ. Ἀ.
Πρωτοχρονιὰ 2025

Ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, στὴν ἑλληνικὴ ἀγορὰ κυκλοφοροῦν οἱ ἑξῆς πλήρεις μεταφράσεις —οἱ ὁποῖες καὶ μὲ ϐοήθησαν νὰ ξεπεράσω, οὐκ ὀλίγες ϕορές, ποικίλα μεταφραστικὰ ἐμπόδια: τῆς Δανάης Στρατηγοπούλου (Μετρονόμος 2023 & Νέοι Ἄνθρωποι 1973), τοῦ Βασίλη Λαλιώτη (Ἱδεόγραμμα 2004 & Bibliothèque 2023) καὶ τοῦ Γιώργου Κεντρωτῆ (Τυπωθήτω, 2006). Τέλος, mil gracias στὴ ϕιλόλογο Φαίη Κακαβᾶ γιὰ τὶς πολύτιμες ἐπισημάνσεις της. Ὁ ρόλος της ὑπῆρξε καταλυτικός. Σ’ ευχαριστῶ, Φαίη!

*

(περισσότερα…)

Crash-test etc.

*

τοῦ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΓΑΘΟΚΛΗ

.~.

CRASH-TEST

Καὶ ἐπανέρχομαι στὸ θέμα λέγοντας τὸ ἑξῆς.

Ὅτι πρὶν συναντηϑοῦν δύο ἄνϑρωποι
κι ἑνώσουν τὶς ζωές τους καὶ προχωρήσουν
δὲν γνώριζαν τίποτα ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον
ἀμήχανα τὰ σώματα κυκλοφοροῦσαν
σπὸρ-ἁμάξια τρέχοντας μανικὰ στὶς λεωφόρους
παρ’ ὅλα αὐτὰ μ’ ἕναν τρόπο μεταφυσικὸ
οἱ ψυχὲς ἐπικοινωνοῦσαν κρυφίως
συντονίζονταν ὥστε ὑπὸ κατάλληλες συνϑῆκες
ἐλλιπὴ σήμανση κι ὁδόστρωμα ὀλισϑηρὸ
νὰ χτυπήσουν βίαια μετωπικὰ μὲ ϕόρα
πόδια χέρια σπάζοντας τὰ ὀχήματα σμπαράλια
κι ἔτσι ἐπιτέλους νὰ λάϐει χώρα τὸ συμϐὰν
ν’ ἀνταλλαγοῦν διευϑύνσεις τηλέφωνα
καὶ τὸ πράγμα νὰ πάρει ὁμαλὰ τὸν δρόμο του
ϕταίω ἐγὼ συγγνώμη ναὶ μὰ δὲν σᾶς εἶδα
καὶ προσκολληϑήσεται ἄνϑρωπος πρὸς ἄνϑρωπον
καὶ ἔσονται αἱ δύο ϕεράρι εἰς λαμαρίνα μίαν.
Ἂν τηρηϑοῦν πιστὰ οἱ ἀρχὲς τοῦ ὁδικοῦ κώδικα
τὸ ἀτύχημα δὲν μεταπίπτει σὲ δυστύχημα
καὶ ἡ ἀμηχανία ὡς ἐκ θαύματος διὰ μαγείας παύει
δρώμενο τροχαῖο ἱλαροτραγικῆς πλοκῆς
ὅτι κάπου κυκλοφορεῖ ἕνας ἀσυνείδητος ὁδηγὸς
μὲ καφὲ στὸ χέρι ἀφηρημένος στὸ τιμόνι
ποὺ τρέχει ἀντίϑετα παραϐιάζει ϕανάρια στὸπ
ἕτοιμος μὲ ὁρμὴ κι ἀκάϑεκτος νὰ πέσει πάνω μας.

.~.

ΕΥΚΟΛΙΑ

Δύσκολα σὲ πλησίασα
καὶ δύσκολα ἀπέσπασα τὸ ναί

ὅσο δύσκολα σὲ ἔπεισα
νὰ μπαρκάρουμε

νὰ κωπηλατήσουμε
σὲ καιρὸ δύσκολο ἀργοναυτία (περισσότερα…)

Μετὰ τὸν βανδαλισμὸ

*

Κείμενο – Φωτογραφίες
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

Ἀπρίλιος 2024

Κατεβαίνοντας τὴ Via Toledo, στὸ δεξὶ χέρι, πρὶν τὴν Gallerie d’Italia Napoli (καὶ τὰ κολασμένα τῆς Victoria’s Secret) εἶναι ἡ περιώνυμος Via Emanuele de Deo. Τὸ ἀναφέρω αὐτὸ διότι ὅλο εὐθεία θὰ συναντήσεις τὴ γωνιὰ πού ’ναι ἀφιερωμένη στὸν τρισμέγιστο μπαλαδόρο ποὺ πάτησε ποτὲ τὰ ἅγια χώματα τοῦ ἀρχαίου ἡμῶν ἄστεως — ἕνας σύγχρονος «βωμὸς» γεμᾶτος κορδέλες, stickers, γκραφίτι, memorabilia κι ἕνα γιγάντιο murale μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἀνδρὸς νὰ ὑψώνεται ἴσαμε τὸν οὐρανό. Εἶναι ὁ Diego τῆς καρδιᾶς μας καὶ οἱ χιλιάδες τουρίστες ποὺ διασχίζουν τὴν ἱσπανικὴ συνοικία μὲ τὶς φωτογραφικὲς μηχανὲς στὰ χέρια, στὸ λέω· δὲν πρόκειται νὰ βροῦν στὰ μέρη μας ἄλλον Θεὸ ἀπὸ αὐτόν.

Λίγα μέτρα παραπέρα, κοντὰ στὴ Via Ipazia d’Alessandria, ἐλάχιστοι προσέχουν τὸ Palazzo Cammarota. Δὲν ξέρω νὰ σοῦ πῶ λεπτομέρειες —πότε χτίστηκε, ἀπὸ ποιόν, σὲ τί στύλ— ὁπωσδήποτε ὅμως ὑπῆρξε ἡ κατοικία τοῦ Giacomo Leopardi καὶ τοῦτο, καταλαβαίνεις, προκαλεῖ συγκίνηση. Ὁ ποιητὴς ἦρθε στὴν πόλη μας στὰ τέλη τοῦ 1833 καὶ πέρα ἀπὸ ρομαντικοὺς στίχους προσέφερε τὴ μεγαλύτερη ὑπηρεσία· νὰ πεθάνει ἐδῶ. Μάλιστα, στὸν σταθμὸ Mergellina, ἔχουμε τὸ Parco Vergiliano a Piedigrotta ὅπου ὁ ἴδιος ἀναπαύεται δίπλα στὸν συνάδελφό του Publius Vergilius Maro. Ὁ μύθος θέλει τὸν Βιργίλιο ν’ ἀποθέτει ἕνα μαγικὸ αὐγὸ στὰ θεμέλια τοῦ κάστρου ποὺ διακρίνεται μακριά, στὸ βάθος τῆς Lungomare. Στὴ μηχανορραφία ἐμπλέκονται ἔμμεσα ὁ στρατηγὸς Λούκουλλος καὶ ἡ σειρήνα Παρθενόπη, ἀφοῦ προσπάθησε ὠδικῶς νὰ ξελογιάσει τὸν Ὀδυσσέα. Τὸ αὐγὸ δὲν ἔσπασε ποτὲ καὶ λογικὸ ἦταν ἔκτοτε ν’ ἀποκαλοῦμε τὸ μέρος Castel dell’Ovo.

Νά καὶ ἡ Port’Alba, μία ἀπ’ τὶς πύλες ποὺ σώζονται τῆς παλιᾶς πόλης, τῆς σημερινῆς Spaccanapoli. Ἐκεῖ, ἀπ’ τὸ 1826, στέκει περήφανο τὸ Conservatorio di Musica di San Pietro a Majella ὅπου σπούδασε ὁ Βιντσέντζο Μπελίνι (il grande Bellini!). Τὸ ἄγαλμά του, ἀκριβῶς ἀπέναντι καὶ ταλαιπωρημένο ἀπ’ τὰ περιστέρια, μᾶς κοιτάζει ἀφ’ ὑψηλοῦ ἀπ’ τὴν ὁμώνυμη πλατεία μαζὶ μὲ τὰ Mura Greche — ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει δηλαδὴ ἀπ’ τὰ δυτικὰ τείχη. Ἂν σκάψεις κατὰ μῆκος τῆς Via Santa Maria di Costantinopoli, πίστεψέ με θὰ φέρεις στὸ φῶς καὶ τὰ ὑπόλοιπα, πράγμα ποὺ θὰ ἔπραττε ἡ Δημοτικὴ Ἀρχὴ ἂν δὲν ἦταν τὸ ἀσήκωτο ἄγαλμα τοῦ Dante. Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Πατρικία ποὺ δίνει τὸ ὄνομα στὸν δρόμο, ἦταν μία ἀπ’ τὶς γυναῖκες ποὺ ἀντιτάχθηκαν σθεναρὰ στὴν ἀπομάκρυνση τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ ἀπ’ τὴ Χαλκὴ Πύλη τῆς Κωνσταντινούπολης, στὰ περίεργα χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας, κατὰ διαταγὴ τοῦ Λέοντος Γ’. Τὴν ἐκκλησία της, στὸ τέλος τοῦ δρόμου πρὶν τὸ ἀρχαιολογικὸ μουσεῖο, ἀξίζει νὰ τὴν ἐπισκεφτεῖς. (περισσότερα…)

Τσέζαρε Παβέζε, Ὁ θάνατος θά ’ρθει καὶ θά ’χει τὰ μάτια σου [2/2]

*

Μετάφραση-Πλαισίωση ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

~.~

Verrà la morte e avrà i tuoi occhi

[ Δεύτερο Μέρος ]

Ὁ θάνατος θά ’ρθει καὶ θά ’χει τὰ μάτια σου

 

ΣΤΗN C. ΑΠΟ ΤΟΝ C.

Ἐσύ,
χαμόγελο στικτὸ
στὸ παγωμένο χιόνι —
μαρτιάτικος μπάλος
τοῦ ἀγέρα στὰ κλαδιὰ
ποὺ ξεπροβάλλουνε στὸ χιόνι,
ϐογκώντας καὶ ϕεγγοβολώντας
τὰ μικρά σου ἄαα! —
λευκοπόδαρο ἐλάφι
σεπτό, ϑά ’θελα
ἂν ϑὰ μποροῦσε ἄλλος
νὰ μάθει
τὴν ἀσύλληπτη χάρη
τῶν ἡμερῶν σου
τὸ πάλλευκο κουβάρι
τῶν ἔργων τῶν δικῶν σου —
τὸ αὔριο στέκει παγωμένο
πέρα στὸν κάμπο· ἐσὺ
χαμόγελο κατάστικτο
γέλιο ϕωτεινό.

*

ΤΟ ΠΡΩΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΓΥΡΙΖΕΙΣ

Ἡ λάμψη τῆς αὐγῆς
ἀνασαίνει μὲ τὸ στόμα σου,
στὸ ϐάθος τῶν ἔρημων δρόμων.
Γκρίζο ϕῶς τὰ μάτια σου
γλυκὲς στάλες τῆς αὐγῆς
σὲ λόφους σκοτεινούς.
Τὸ ϐῆμα σου, ἡ ἀνάσα σου
—ἄνεμος τῆς αὐγῆς—
πλημυρίζουνε τὰ σπίτια.
Ἡ πόλις ἀναρριγεῖ
μοσχοβολοῦν οἱ πέτρες·
εἶσαι τὸ ξύπνημα, ἡ ζωή.

Ἀστέρι χαμένο
στὸ ϕῶς τῆς αὐγῆς,
συριγμὸς τοῦ ἀέρα
ϑαλπωρὴ καὶ ἀνάσα —
ἡ νύχτα ἔχει τελειώσει.

Εἶσαι τὸ ϕῶς καὶ τὸ πρωί.

*

Ἔχεις αἷμα, μιὰν ἀνάσα.
Ἀπὸ σάρκα πλασμένη
κι ἐσὺ ἀπὸ μαλλιὰ
καὶ ϐλέμματα. Ἡ γῆ, τὰ ϕυτὰ
ὁ μαρτιάτικος οὐρανὸς καὶ τὸ ϕῶς
πάλλονται καὶ σοῦ μοιάζουν —
τὸ γέλιο σου, τὸ περπάτημά σου
σὰν νερὸ ποὺ ξεχύνεται
ψηλὰ ἡ ρυτίδα σου στὰ μάτια
σύννεφα μαζεμένα·
τὸ ἁπαλό σου τὸ κορμὶ
σβῶλος στὸν ἥλιο. (περισσότερα…)

Τσέζαρε Παβέζε, Ὁ θάνατος θά ’ρθει καὶ θά ’χει τὰ μάτια σου [1/2]

*

Μετάφραση-Πλαισίωση ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

~.~

_  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _ _  _  _  _  _  _  _  _

[  ἔ ν α ρ ξ η   σ ύ ν δ ε σ η ς  ]

― Μοῦ ἐπιτρέπεις νὰ σὲ ϕωνάζω ΤΝ;

― Φυσικά. Φώναζέ με ὅπως ϑέλεις. Πῶς μπορῶ νὰ ϐοηθήσω;

― Πές μου σὲ παρακαλῶ, ἐν συντομίᾳ, γιατί ἡ ποίηση τοῦ Τσέζαρε Παβέζε εἶναι σημαντική.

― Ἡ ποίηση τοῦ Τσέζαρε Παβέζε κατέχει σημαντικὴ ϑέση στὴν παγκόσμια λογοτεχνία γιὰ διαφόρους λόγους. Πρῶτον, τὰ ἔργα του πραγματεύονται ϑέματα ὅπως εἶναι ἡ μοναξιά, ἡ ἀγάπη ϑέτοντας ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ἀνθρώπινη κατάσταση μ’ ἕναν ἐξαιρετικὰ λυρικὸ τρόπο καὶ εἰς ϐάθος. Δεύτερον, ἡ χρήση τῆς γλώσσας· εἶναι ἀκριβὴς καὶ ὑποβλητικὴ δημιουργώντας ἐναργεῖς εἰκόνες καὶ συναισθηματικὴ ἀντήχηση. Συχνὰ τὰ ποιήματά του μεταφέρουν ἕνα ἀόριστο συναίσθημα ἀναζήτησης καὶ μελαγχολίας ποὺ ἀγγίζει τοὺς ἀναγνώστες. Τέλος, ἡ ποίηση τοῦ Παβέζε ἀντανακλᾶ τὴν ταραγμένη περίοδο στὴν ὁποία ζοῦσε σχολιάζοντας, καυστικὰ πολλὲς ϕορές, τὴ μεταπολεμικὴ Ἰταλία· τὶς κοινωνικὲς καὶ πολιτικές της μεταμορφώσεις. Συνολικά, ἡ ποίησή του παραμένει ἐπιδραστικὴ λόγῳ τῆς ἱκανότητάς της νὰ μεταφέρει κοινὲς συναισθηματικὲς καταστάσεις καὶ νὰ ἀντανακλᾶ τὴν πολυπλοκότητα τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας.

― Καὶ γιὰ τὴ συλλογὴ Verrà la morte e avrà i tuoi occhi, τί ξέρεις νὰ μοῦ πεῖς;

― Πρόκειται γιὰ τὴν τελευταία ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Παβέζε δημοσιευθεῖσα τὸ 1951, λίγο μετὰ τὸν ϑάνατό του. Θεωρεῖται ἀπὸ τὶς πιὸ συγκινησιακὲς καὶ ἐσωστρεφεῖς δουλειές του. Μιλάει γιὰ τὴ ϑνητότητα, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν παροδικότητα τῆς ζωῆς. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ τίτλος ὑποδηλώνει ἀκριβῶς αὐτό· τὴν ἀναπόφευκτη παρουσία τοῦ ϑανάτου. Ὁ ποιητὴς ἀναμετρᾶται μὲ τὴν ἰδέα τοῦ ϑανάτου ὡς συντρόφου ὁ ὁποῖος τελικὰ παίρνει τὰ μάτια ὅλων ἐκείνων ποὺ ἔχουν ϕύγει ἀπ’ τὴ ζωή, τονίζοντας ἔτσι τὴν κοινὴ ἐμπειρία τῆς ϑνητότητας. Τὰ ποιήματα ἐκφράζουν ἕναν ἔντονο ὑπαρξιακὸ προβληματισμὸ ἐμβαθύνοντας συχνὰ στὴν πολυπλοκότητα τῆς ἀγάπης καὶ τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Ἡ γλώσσα τοῦ Παβέζε χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἁπλότητα καὶ ἀμεσότητα μεταφέροντας ὅμως ταυτόχρονα ϐαθὺ συναισθηματικὸ ϕορτίο. Μέσα ἀπὸ εἰκόνες ζωντανὲς ξυπνάει στὴ μνήμη τὴ νοσταλγία καὶ τονίζει τὸ ἀέναο ἄγχος τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ ϐραχύτητα τοῦ ϐίου. Ὁ θάνατος θά ’ρθει καὶ θά ’χει τὰ μάτια σου ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς λυρικῆς δεινότητας τοῦ Παβέζε καὶ τῆς ἱκανότητάς του νὰ ἀποτυπώνει τὴν οὐσία τῶν ἀνθρωπίνων συναισθημάτων μὲ ἐκπληκτική εὐκρίνεια. Ἀναμφίβολα ἀποτελεῖ ἕνα σημαντικὸ κομμάτι τοῦ συνολικοῦ λογοτεχνικοῦ του corpus.

― Σ’ εὐχαριστῶ ΤΝ γιὰ τὴν ἀπάντηση. Πές μου ὅμως, μπορεῖς νὰ μεταφράσεις τὰ ποιήματα στὰ ἑλληνικά;

― Εὔκολα. Ἡ γλώσσα ϐέβαια ποὺ ἀναφέρεις εἶναι πολὺ παλιά, παρωχημένη· δὲν τὴ χρησιμοποιῶ. Καὶ μπορῶ νὰ προβλέψω ὅτι κάποια στιγμή, μᾶλλον, ϑὰ ἐκλείψει. Θὰ μὲ ϐάλεις τώρα νὰ μεταφράσω στὰ ἑλληνικά;

― Ὄχι, πρὸς Θεοῦ! Ἁπλῶς… νά… ἔκατσα καὶ μετέφρασα τὰ τελευταῖα ποιήματα τοῦ Παβέζε καὶ ϑὰ ἤθελα νὰ τοὺς ρίξεις μιὰ ματιά, ἂν δὲν σοῦ κάνει κόπο.

― Αὐτὸ ναί, μπορῶ νὰ τὸ κάνω.

(περισσότερα…)

Jacqueline du Pré (1945-1987)

*

ΚΟΝΣΕΡΤΟ ΣΕ ΜΗ ΥΦΕΣΗ

μνήμη Jacqueline du Pré

Στὴν ἐποχή μου δὲν ἦταν καλύτερα.
Ἴσως λιγότερο στρὲς ἀλλὰ περισσότερος πόνος ―
τουλάχιστον γι’ αὐτὰ ποὺ ἐγὼ ϑυμᾶμαι.

Νὰ μιλήσω γιὰ τὶς θυσίες, τὴ σκληρὴ δουλειά;
Κάθε κονσέρτο ἔχει cadenza μὰ τελικὰ
διευθύνει ὁ μαέστρος.

Μετὰ τὸ adagio ἀκολουθεῖ τὸ allegro.

Ἄφησα τὴ σκηνὴ νωρίς· ϐάρυνε τὸ δοξάρι
καὶ ἔγινα δασκάλα. Τὸ κόλπο
εἶναι ν’ ἀγαπᾶς τὴ μελωδία ποὺ παίζεις.

Τώρα ποὺ τὰ δάχτυλα βρῆκαν τὴ φόρμα τους
στὴν Ἐδὲμ ἀκούγονται αἰθέρια vibrato ―
ἑνὸς Σούμαν, ἑνὸς Ἔλγκαρ.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

~ . ~

Σὰν σήμερα, στὶς 26 Ἰανουαρίου 1945, γεννήθηκε ἡ σπουδαία Ἀγγλίδα τσελίστα Jacqueline du Pré. Διάσημη ἤδη στὰ 28 της χρόνια ἀναγκάστηκε νὰ διακόψει τὴν καριέρα της λόγῳ σκλήρυνσης κατὰ πλάκας. Πέθανε τὸ 1987 σὲ ἡλικία 42 ἐτῶν.

*

Κικὴ Δημουλᾶ, Δύο χρόνια ἀπό τον θάνατό της

*

Δημήτρης Ἀγαθοκλῆς

ΣΥΝΑΔΕΛΦΙΚΟΤΗΣ
( σὰν σήμερα )

Φωτογραφία. Ἀποδρομὴ στὸ παρελθόν.
Κίνδυνος ϑάνατος, ποιητικός ―
προσοχή !

μὴ διαβεῖς τὴν πραγματικότητα
μὴ ξεχαστεῖς στὴν παραλία τῆς νιότης
μὴ κλείσει πίσω σου τὸ ἄλμπουμ

κι ἀναγκαστεῖς
νὰ κάνεις τὸν γύρο, ἐπιστροφὴ
ἀπὸ δρόμους δύσβατους
ὀλισθηροὺς

μέχρι νὰ ϕτάσεις
στὸ σύνορο σὲ ὅ,τι περιφράσσει
τὸ ἀσπρόμαυρο κάδρο τῆς μνήμης,
τῆς ἀναπόλησης
ἡ τέχνη ―

τὸ ὑψηλῆς τάσεως συρματόπλεγμα
συναδέλφου Κικῆς
ὁ στίχος.

*

Μία ἀνώτερη γλώσσα

*

ΜΙΑ ΑΝΩΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ
—ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος στὶς ἀράχνες καὶ στοὺς Βησιγότθους—

 *

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ποὺ χάνει τὴν ἀξία του σὲ μία κοινωνία ἡ ὁποία ἄγεται καὶ φέρεται ἀπ’ τὶς ἑκάστοτε περιστάσεις, ἀντὶ νὰ ὁδηγεῖται στερρῶς ἀπὸ κάποιον ἐθνικὸ σχεδιασμό, μία κοινωνία ποὺ ζῆ χωρὶς κανένα ἀπολύτως ὅραμα ―ἢ ἀκόμη χειρότερα σιτίζει τὸ σαρκίον της μὲ εὐτελῆ junk food ἰδεολογήματα― εἶναι δυστυχῶς ἡ γλώσσα. Ὅταν οἱ λέξεις παύουν νὰ βγάζουν νόημα καὶ κοῦφοι νεολογισμοὶ ἀναδύονται ὅλο καὶ πυκνότερα γιὰ νὰ προσδώσουν περιεχόμενο σὲ ἀντίστοιχες κοῦφες θεωρητικὲς πομφόλυγες (φαινομενικὰ μεγάλες ἀλλὰ πλήρεις κενοῦ), τότε ὁπωσδήποτε κάτι συμβαίνει[1]. Ἡ γλώσσα ἀρχίζει νὰ μεταμορφώνεται σὲ κάτι δύσκαμπτο, ἐχθρικό, ξένο. Καὶ ἂν δεχτοῦμε τὴν (αὐθαίρετη) ἀρχὴ ὅτι ἡ γλώσσα διαρκῶς ἐξελίσσεται[2], τότε σίγουρα μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἔχει ἀγγίξει ἀνώτερα ἐπίπεδα ἐκφραστικῆς ἱκανότητας ἀπόδοσης τῶν πιὸ λεπτεπίλεπτων νοηματικῶν ἀποχρώσεων ― ἐπίπεδα τὰ ὁποῖα ἐμεῖς οἱ κοινοὶ θνητοὶ σπανίως δυνάμεθα νὰ συλλάβουμε.

Στὸν βωμὸ αὐτῆς τῆς ἀνωτερότητας παρατηροῦμε, ἐδῶ καὶ μερικὲς ἑβδομάδες, νὰ θύουν οὐκ ὀλίγοι τηλεοπτικοὶ ἱερεῖς προκειμένου νὰ δικαιολογηθεῖ τὸ ἀνεπίτρεπτο μέτρο περὶ διαχωρισμοῦ τῶν πολιτῶν σὲ ἐμβολιασθέντες καὶ μη-ἐμβολιασθέντες (μὲ τὴ δαιμονοποίηση τῶν δευτέρων). Ἡ προσέγγισή μου (καὶ ἔνσταση) δὲν εἶναι νομικοῦ χαρακτῆρος. Ἂς ὑπερασπιστοῦν οἱ νομικοὶ τὴν ἐπιστήμη τους. Εἶναι καθαρῶς γλωσσική. Καὶ ἐξηγοῦμαι. Ὡς μαθηματικὸς ποὺ ἔχει μάθει νὰ λέει τὰ πράγματα ἁπλά, καθαρὰ καὶ ξάστερα[3] ἀπαιτῶ κατ’ ἐλάχιστον σαφήνεια στὸν προφορικό (ἀλλὰ καὶ γραπτό) λόγο ποὺ χρησιμοποιεῖται ὅταν εἶναι νὰ πεισθοῦν οἱ πολίτες γιὰ πολιτικὲς ἀποφάσεις ποὺ λαμβάνονται. Νομίζω δὲν ζητάω πολλά. Πῶς ὅμως νὰ μὴν δυσφορεῖ κανεὶς ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπος καθημερινῶς μ’ ἕναν μετα-γλωσσικὸ μηχανισμό, ὁ ὁποῖος μετέρχεται γλωσσικὰ τρὺκ προκειμένου νὰ βαπτίσει, τεχνηέντως, τὸ παράλογο ὡς λογικό, ἄρα καὶ σωστό, ἄρα καὶ ἠθικό! «Δὲν ὑπάρχει ζήτημα προνομίων. Ὑπάρχει ζήτημα λογικῆς», μᾶς ἐξηγεῖ σοβαρῶς ἕνας ὑπουργὸς ἀπὸ κάποιο τηλεοπτικὸ παράθυρο. Καὶ γιὰ νὰ θέσει ἔτι περαιτέρω τὸ θέμα στὴ σωστή του βάση, σὲ ἄλλη του συνέντευξη, μᾶς ἐνημερώνει (καὶ καθησυχάζει) ὅτι ὅποιες ἀποφάσεις παρθοῦν καθόλου δὲν θὰ ἀφοροῦν στὸν περιορισμὸ τῶν ἐλευθεριῶν τῶν μη-ἐμβολιασθέντων ἀλλὰ θὰ εἶναι «περισσότερο βαθμοὶ ἐλευθερίας τῶν ἐμβολιασμένων σὲ σχέση μὲ τοὺς ἀνεμβολίαστους» ― οἱ ὁποῖοι (ἐμβολιασμένοι) «θὰ μποροῦν νὰ κινοῦνται πιὸ ἐλεύθερα σὲ περισσότερους χώρους», σύμφωνα πάντοτε μὲ τὸν ὑπουργό.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ. Κόβω ὅμως τὸ κεφάλι μου ὅτι ἀνάλογα λογικὰ ἐπιχειρήματα θ’ ἀκούγονταν καὶ στὴ Γερμανία, τὶς παραμονὲς τοῦ 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ὅταν ξεφύτρωναν πινακίδες στὰ καταστήματα τοῦ Βερολίνου ἀπαγορεύοντας τὴν εἴσοδο στοὺς Ἑβραίους. Στὴν Τσεχία, μετὰ τὸν Νοέμβριο τοῦ ’40, οἱ Ἑβραῖοι δὲν ἐπετρέπετο νὰ ἐπισκέπτονται θέατρα, κινηματογράφους, καφετέριες, βιβλιοθῆκες ἐνῶ ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ κάθονται στὸ τελευταῖο βαγόνι τῶν ἀστικῶν συγκοινωνιῶν[4]. Στὸν κακόβουλο ἀναγνώστη ποὺ θὰ σπεύσει νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι αὐτὸ συνιστοῦσε παράφορη καταπάτηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων μποροῦμε πλέον ν’ ἀπαντήσουμε ―μετὰ ἀπὸ χρόνια κερδισμένης σοφίας!― πὼς ἀσφαλῶς καὶ ὄχι. Ἁπλῶς ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ γενναία ἀπόδοση τινῶν βαθμῶν ἐλευθερίας στοὺς μη-ἑβραίους πολίτες· τίποτε περισσότερο. Οἱ δὲ Ἑβραῖοι (γιὰ δικό τους καλό) θὰ ἔπρεπε νὰ φέρουν σὲ εὐκρινὲς σημεῖο τὸ ἀστέρι τοῦ Δαυίδ. Σήμερα, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, αὐτὸ ἀντικαθίσταται ἀπ’ τὶς μάσκες καὶ τὰ rapid test (γιὰ τοὺς μη-ἐμβολιασμένους μόνο). Διότι, ὅπως πολὺ ὀρθὰ ἐπισημαίνει ὁ προαναφερθεὶς ὑπουργός, «ἐφόσον ἐσὺ ἔχεις ἀποφασίσει νὰ κινδυνεύεις περισσότερο (=νὰ μὴν ἐμβολιάζεσαι) ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε μέτρα ποὺ θὰ σὲ προστατεύσουν ἀπὸ τὴν ἐπιλογή σου». Γιὰ τὸ καλό σου, θὰ συμπληρώναμε ἐμεῖς.[5]

Ἴσως ν’ ἀκούγονται ἐκτὸς πραγματικότητας τὰ παραπάνω· ἱστορίες ἀπὸ κάποιο παράλληλο σύμπαν. Ὁπωσδήποτε πρόκειται γιὰ μιὰ μικρὴ δόση ὑπερρεαλισμοῦ στὴν καθημερινότητά μας. Ὅπως στὴν ταινία Ἡ ζωὴ εἶναι ὡραία τοῦ Ρομπέρτο Μπενίνι ὅπου τὸ παιδὶ ρωτάει τὸν πατέρα του γιατί στὸν φοῦρνο δὲν ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος στοὺς Ἑβραίους καὶ στὰ σκυλιά (σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιγραφή). Καὶ ὁ πατέρας, προσπαθώντας ν’ ἀπαλύνει τὸ παιδικὸ τραῦμα, τοῦ λέει μὲ ἀπόλυτη φυσικότητα ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα. Ἕνας καταστηματάρχης παρακάτω δὲν ἐπιτρέπει τὴν εἴσοδο στοὺς Ἱσπανοὺς καὶ στ’ ἄλογα· ἢ στὸ φαρμακεῖο τῆς γειτονιᾶς, ὅπου δὲν ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος στοὺς Κινέζους καὶ στὰ καγκουρώ. Καὶ ὅτι στὸ ἑξῆς, στὸ δικό τους βιβλιοπωλεῖο, καλὸ θὰ ἦταν ν’ ἀρχίσουν ν’ ἀπαγορεύουν τὴν εἴσοδο στὶς ἀράχνες καὶ στοὺς Βησιγότθους.[6] (περισσότερα…)

Δημήτρης Ἀγαθοκλῆς, 12+1 ἐρωτικὰ ποιήματα

ΤΡΙΣ ΕΞΑΜΑΡΤΕΙΝ

Τρίτη ϕορὰ ποὺ σμίγουμε.
Ἡ πρώτη ὅταν σ’ ἀγάπησα, ἡ δεύτερη
ὅταν μ’ ἀγάπησες κι ἐσὺ
(τώρα πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε σίγουροι).

Ποιός ξεκίνησε τὰ γλυκόλογα;
Ποιός τόλμησε νὰ σπάσει τὴ σιωπὴ
καὶ νὰ ϕιλήσει κάτω ἀπ’ τὸ ϕεγγαρόφωτο;

Τὸ ϕεγγαρόφωτο. Ἡ νύκτια ϐόμβα ποὺ ϑερίζει
οἰκοδομήματα καίει σάρκες ἐξαϋλώνει
τὴν ἄνοιξη, παγώνει τὸν χρόνο στὰ ρολόγια —
ὁ ἔρωτάς μας δὲν συμβιβάζεται μὲ λιγότερα
(ἐκκρίνουμε σὲ ποσότητες καταπιεσμένα ὑγρά).

Κάθε ἀντίσταση εἶναι μάταιη.

Στὴν πνιγηρὴ ἀγκαλιὰ μιᾶς ἀπείρου ἡδονῆς
ἀνεμίζουν οἱ κουρτίνες ἀπ’ τὰ ζωώδη ἔνστικτά μας
(οὔτε ἡ πρώτη οὔτε ἡ δεύτερη ϕορὰ εἶναι).
Τὸ ἀργυρὸ δρεπάνι ποὺ ζητάει τὴ συγκομιδή του.
Ἀβέβαιοι γιὰ τὰ αἰσθήματά μας σφίγγοντας
ἐγωιστικά, ἕως σκασμοῦ, ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.

(Τρίτη καὶ ϕαρμακερή).

(περισσότερα…)

Pablo Neruda, Το βιβλίο των Ερωτήσεων (Μτφρ.: Δημήτρης Αγαθοκλής)

~.~

Ο ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ ξεκίνησε νὰ γράφει τὸ Libro de las Preguntas  (λήψη ἐδῶ), μᾶλλον, τὸ 1971 ὅσο ἦταν στὴ Γαλλία. Τὸ ὁλοκλήρωσε σίγουρα στὴ Χιλὴ λίγους μῆνες πρὶν πεθάνει (Σεπτέμβριος τοῦ ’73). Τὸ ἔργο ἀποτελεῖται ἀπὸ 74 ποιήματα, τῶν 619 στίχων συνολικά, ποὺ συγκροτοῦν 319 ἐρωτήσεις. Κατὰ κάποιον τρόπο συνδυάζουν τὴν ἀπορία ἑνὸς παιδιοῦ, καθὼς μεγαλώνει, μὲ τὶς ἐμπειρίες ἑνὸς ἐνήλικα ―τοῦ ὁποίου ἡ εὐαισθησία δὲν ἔχει ἐξατμιστεῖ― ὁ ὁποῖος ἀνακαλεῖ στὴ μνήμη του τὶς μέρες ποὺ ἦταν νέος, τότε ποὺ διέθετε μιὰν ἄλλη ματιὰ γιὰ τὴ ζωή.

Τὸ παρὸν πόνημα εἶναι ἀποτέλεσμα ἑνὸς προσωπικοῦ στοιχήματος· νὰ δῶ ἐὰν μποροῦν νὰ «χωρέσουν» ὅλα σὲ ἐλεύθερους ἐνδεκασύλλαβους, στὰ ἑλληνικά, διατηρώντας ϕυσικὰ τὰ νοήματα. Ἐπὶ τούτου συμβουλεύτηκα τὴν ἀμερικανικὴ μετάφραση τοῦ William O’Daly (Copper Canyon Press, 1991), τὴ γαλλικὴ τοῦ Claude Couffon (Gallimard Jeunesse, 2008) καὶ τὴν ἑλληνικὴ τοῦ Βασίλη Λαλιώτη (Bibliothèque, 2016). Κάποιες δὲ μεταφραστικές μου αὐϑαιρεσίες ἐπὶ τὸ ἑλληνικώτερον (ϐλ. IX, XII, XIX, XXXI) ἐλπίζω νὰ εἶναι δόκιμες. Ἂν ὄχι, ἂς μοῦ συγχωρεθοῦν.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ
Καλοκαίρι 2020

(Σημείωση τοῦ ΝΠ: Οἱ φωτογραφίες τῆς ἀνάρτησης εἶναι ἔργα τοῦ μεταφραστῆ.)

(περισσότερα…)

Δημήτρης Ἀγαθοκλῆς, Ἀπάντηση σ’ ἕνα φίλο

pic-shadow

τέλη Ἰουλίου, 2020

Ἀγαπητὲ Δ.

Ἔλαβα τὸ γράμμα σου προχθὲς μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ σπεύδω νὰ σοῦ ἀπαντήσω πρὶν νὰ φύγω, ὡς εἴθισται, γιὰ τὰ καλοκαιρινὰ μπάνια τοῦ Αὐγούστου. Ξέρω, ἔχεις πολλὲς ἀπορίες∙ θὰ προσπαθήσω λοιπόν, ἐν συντομίᾳ, ν’ ἀπαντήσω. Καλύτερα, νὰ σοῦ θυμίσω πῶς ἔχουν τοποθετηθεῖ ἄλλοι σημαντικώτεροι ἐμοῦ ἐπὶ τῶν ζητημάτων ποὺ θίγεις· μὲ τοὺς ὁποίους, ἀπὸ ἀδυναμία νὰ τοὺς ἀντικρούσω, συμφωνῶ ἀπολύτως. (περισσότερα…)

Δημήτρης Αγαθοκλής, Έξι ερωτικά ποιήματα

The_Kiss_-_Gustav_Klimt_-_Google_Cultural_Institute (περισσότερα…)