Γιάννης Κακριδής

Ανατομία

*

Rembrandt Harmenszoon van Rijn:
De anatomische les van Dr. Nicolaes Tulp

1

Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον
ΠΑΛΛΑΔΑΣ

Το πήρε απ’ ό,τι φαίνεται ζεστά,
πολύ ζεστά το πράμα η αφεντιά-τους.
Δείχνει μυώνες, τένοντες, οστά
με γνώση ο ανατόμος (petasatus),

κι αυτοί ρίχνουν ανήσυχες ματιές
πότε σ’ εμένα, πότε στο βιβλίο
με τις τεμαχισμένες ζωγραφιές.
Στο σκηνικό-τους μέσα το γελοίο

χωρίς κοστούμι, ασάλευτος, μουγγός
έχω κι εγώ τον ρόλο-μου βεβαίως
και θα τον παίξω πρόθυμα. Ευτυχώς
που ξέρω κιόλας: θά ’ναι ο τελευταίος. (περισσότερα…)

«Νά που μου στήθηκες πάλι μπροστά στον καθρέφτη»

*

Σώμα της δίψας, γυμνό, με αλάτι και φώς ζυμωμένο,
πόσο αυστηρά με κοιτάς! Πώς να σου δώσω πνοή;
Τρέμοντας πάντα λυγίζει μπροστά-σου το αμάθητο γόνυ,
τρέμει κι η φλόγα που καίει δίχως αγάπη, κρυφά,
της ηδονής το λιβάνι. Κι εσύ δέ μιλάς, δέ σαλεύεις,
ξένο, ακατάδεχτο, οκνό… Σκλάβο-σου τί με κρατά;

///

Νά που μου στήθηκες πάλι μπροστά στον καθρέφτη. Ρυτίδες
σκάβει, όλο σκάβει το αργό χέρι του χρόνου, κι εσύ,
μάτια-μου, πώς τις κοιτάς! Λές και διαβάζεις το γράμμα
κάποιου χαμένου εραστή που έλαβες μόλις προχτές
και σου θυμίζει εναν κόσμο δικό-σου κάποτε, οικείο,
κι ύστερα απλώς βαρετό. Ξέχασες κιόλας πολλά:
πρόσωπα, ονόματα, δρόμους… Με κόπο θυμάσαι απʼ τη γλώσσα
πού ʼχατε φτιάξει μαζί λίγες σπαστές συλλαβές. (περισσότερα…)

Κακοτράχαλος τόπος το χτές

*

Κακοτράχαλος τόπος το χτές

Κακοτράχαλος τόπος το χτές.
Ξεκινάω με τα πρώτα κοκόρια
την ανάβαση. Μόνος-μου. Λές
εγώ να μήν ξέρω απο ζόρια;

Ζωντανεύει, γλιστράει το ραβδί
σάν φίδι, μου φεύγει απ’ το χέρι
κι απο μόνο-του πιά μ’ οδηγεί
στο κρυφό μονοπάτι που ξέρει.

Μα στο τέλος του δρόμου, ψηλά,
στη σιγή που γεννάει παγετώνες
κάποιο ακούραστο χέρι κυλά
μία μία τις μεγάλες κοτρώνες

προς το μέρος-μου. Βοήθεια! Ξανά
και ξανά με σβελτάδα στην άκρη
πηδάω, κι απο δίπλα περνά
του βουνού το πέτρινο δάκρυ.

Πόνος ξάφνου. Αγωνία. Κραυγές
και στα μέλη ενα αβάσταχτο βάρος.
Τα παπούτσια-σου δέσε και βγές
να με σώσεις. Ή σου λείπει το θάρρος;

///

Το κουκλί

Σάν να μήν έφταναν όλα,
νά το κλαμένο κουκλί.
«Σπάσε το κρύσταλλο κι έλα»
μοιάζει να παρακαλεί,

«έλα να παίξουμε ξύλο.»
«Ξύλο; Μαζί-σου; Τί λές;
Με σένα, γλυκούλι-μου, θέλω
χάδια, φιλιά κι αγκαλιές.»

Πάνω στο γυάλινο ράφι
κλαίει, όλο κλαίει το κουκλί
κι η ταμπελίτσα-του γράφει:
«Γιατί να με λέν Ηρακλή;»

/// (περισσότερα…)

Άνοιξε η πλατφόρμα!

*

«myΘέρμανση»… άκουσα καλά; Βοήθεια!
myΠαναγιά, βάλε κι εσύ yourΧέρι
γιατι τα πράγματα είναι very, very
ζόρικα πιά για μάς τα κουτορνίθια.

Διεθνιστές κι ελληναράδες βέροι,
όλοι μαζί την έχουμε επιστήθια
φίλη-μας των αιώνων την αλήθεια,
το μυστικό που άλλος λαός δέν ξέρει.

Κι εμείς το μάθαμε απο ποιόν; myΠλάτων,
myΠυθαγόρας, myΑριστοτέλης!
Η γλώσσα των θνητών, των αθανάτων,

της Αγοράς, της Πνύκας, της Θυμέλης,
τροφός τόσων ανήσυχων πνευμάτων,
είναι yourΠόρνη… φτάνει να το θέλεις.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

*

*

*

«Όλος ο κόσμος φιλόσοφος. Ουάου!»

*

του ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΚΡΙΔΗ

Όλος ο κόσμος φιλόσοφος. Ουάου! Δέν ξέρεις με πόση,
πόση στʼ αλήθεια χαρά τις σοφές-του μοιράζει ο καθένας
σκέψεις τόσο σʼ αυτούς που τις ζήτησαν όσο σʼ εκείνους
που προτιμάν τη σιωπή – τη δική-τους μαζί με των άλλων.

«Τί, δέν μπορείς να πετάξεις; Τρέξε λοιπόν.» «Θα σε βλάψει
πιό πολύ το πάρα πολύ παρά το καθόλου.»
«Μάθε να βλέπεις παντού κάποιο νόημα. Μόνο τυχαία
δέν είναι αυτά που σου τύχαν.» «Θυμήσου τα χόρτα στις στέγες
κάθε που βρέχει, τ’ αστέρια την ώρα που πέφτει σκοτάδι.»
«Πίσω απʼ τον άντρα η γυναίκα. Και πίσω απʼ αυτήν η μαμά-της.»
«Πές το όπως θέλεις: κύκλο, ροή, φτεροκόπημα, κύμα.
Πάντως για μένα λέγεται αγάπη.» «Μέσα απʼ το μίσος
ο άνθρωπος βγαίνει μισός.» «Τα δόντια σου βούρτσιζε τώρα
πού ʼναι γερά. Θα σʼ τα βγάλουν και τότε τί θα βουρτσίζεις;»
«Κάθε, μα κάθε νιφάδα κολλάει ακριβώς όπου πέφτει.»

— Τί, δέ σʼ αρέσει το Φέιζμπουκ; — Μʼ αρέσει. Και δέν αμφιβάλλω
διόλου πως κάθε λάικ κολλάει ακριβώς όπου πέφτει.

///

Όλος ο κόσμος απόπατος. Πίφ! Τα μάτια-σου κράτα
πάντα ανοιχτά, ζηλωτή, κι άν δείς την κουράδα να πέφτει
φρέσκια, σφιχτή σάν γροθιά, το χέρι-σου φέρε στη μύτη
πρίν σου θολώσει τον νού της βαριάς ανθρωπίλας η μπόχα. (περισσότερα…)

Η σιωπή της Ταμάρ

*

Η σιωπή της Ταμάρ

— Πήγα να του παρασταθώ και βγήκα ατιμασμένη!
— Τί θέλεις τώρα, σκάνδαλο; Και τί θα πούν οι ξένοι;

— Για πές μου εσύ τί σκέφτεσαι. Του ανήκω; Δέν του ανήκω;
— Στην οικογένεια είναι κι αυτός. Ξέρεις καλά: τὰ ἐν οἴκῳ…

— Κι άν δέν σωπάσω, Αβεσσαλώμ; Κι άν πώ τί μού ’χει κάνει;
— Θα κάνουμε όλοι τους κουφούς. Πρώτος εγώ θ’ αρχίσω.

Λέξη δέν είπε πιά η Ταμάρ. Κι απ’ τη σιωπή-της βγήκε
το βούκινο που σάλπισε για του στραβού το δίκιο,

του στρατηγού η κατεργαριά, του ζήτουλα η κατάρα,
του ξαφνιασμένου μουλαριού η ξαλάφρωτη πηλάλα

κι αυτή η κραυγή στης Μαχανάιμ το αδιάφορο κονάκι:
— Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! Παιδί μου, γύρνα πίσω!

Βασιλειών Β΄ 13,1-19,9
~.~

Οὐαί, ἀδελφέ

Τί σ’ έβγαλε απ’ το δρόμο-μου; Δέν ήταν το πεσκέσι
που ο κουλοχέρης σού ’ταζε με τόση απλοχεριά,
με τόσα καλοπιάσματα. («Σ’ αρέσει. Δέ σ’ αρέσει;»)
Μα του προφήτη απ’ τη Βαιθήλ, του γέρο-ψευταρά

το γαϊδουράκι, το ανοιχτό φλασκί, το παραμύθι.
— Καλώς τον μουσαφίρη-μας! – Πώς απο ’δώ, αδελφέ;
— Στην πόλη δέ σε πρόλαβα. – Βιαζόμουν. Ο Γιαχβέ,
το ξέρεις, είναι σίφουνας κι εγώ ενα σαμιαμίθι. (περισσότερα…)

Nord Stream I/II

*

Nord Stream I/II

Βάλαν μές στο πέλαγο μπουγάδα
για να πλύνουν κώλους και βρακιά,
κι αγκαλιάζει τώρα η σαπουνάδα,
μυριοπλόκαμη, κάθε στεριά.

Σκάν η μιά μετά απ’ την άλλη οι φυσα-
λίδες – Θέ-μου, τί γυαλιστερές!
Κι απο κάτω, πάντα φρέσκια, η πίσσα
περιμένει τους κολυμβητές.

«Κρίμα!» ο καρχαρίας αναστενάζει,
«Φρίκη!» συμφωνεί κι ο κοκοβιός.
Πρίν το νιώσουν οι ίδιοι, το μαράζι

κιόλας ο Μεγάλος Αδελφός
μές στα σπάραχνά-τους το διαβάζει.
Δέν τους κρύβει, δέν τους σώζει ο αφρός…

/// (περισσότερα…)

Πλάτη με πλάτη

*

Πές μου, φοράς πού και πού το μαντήλι που σού ʼκανα δώρο;
…Θά ʼταν η πρώτη φορά πού ʼχαμε πάει εκδρομή
δίχως παρέα, μοναχοί-μας. Χριστούγεννα νά ʼταν, των Φώτων;
Νύχτωνε πάντως νωρίς πάνω απʼ την πόλη, κι εμάς,
χέρι με χέρι πιασμένους, κανείς δέ μας πρόσεχε μέσα
στου γιορτινού παζαριού το εύθυμο πλήθος. Ποτέ
πρίν δέν είχαμε νοιώσει κοντύτερα ο ένας τον άλλο,
στη συμπλοκή των χεριών τόση κρυφή ζεστασιά.
Κι όταν μας είδε ο παππούς κι αράδιασε πάνω στον πάγκο
γάντια, μαντήλια, κασκόλ, «Διάλεξε – σού ʼπα – ό,τι θές.»
Σού ʼδειξε τόσα μαντήλια! Κι εσύ μου πήρες το μαύρο
με τις χρυσές πιτσιλιές κάτω στην άκρη. Γιατί;
«Μάθε επιτέλους, κουτέ – με αποπήρες γελώντας – πως φέγγει
και το μικρότερο φώς δυό φορές πιό δυνατά
μές στο σκοτάδι. Κι η αγάπη, που εσύ την περνάς για παιχνίδι,
θέλει σκοτάδι κι αυτή πρίν λαμπαδιάσει. Μα ποιός,
ποιός είναι τάχατε αυτός που θα σβήσει ποτέ τη δική-μας;»
Άμυαλη! Μόνο δυό τρείς μήνες χρειάστηκαν για
νά ʼρθει σάν κλέφτης, κρυφά, ο χωρισμός, και να μπεί το μαντήλι
μές στη βαλίτσα κι αυτό… Πές μου άν ποτέ το φοράς!

~.~

Όλοι μαζί για τη νίκη – των άλλων! Αυτών που μας έχουν
κλείσει μπαμπέσικα εδώ, να κολλάμε τα χέρια στις μπάρες
άβουλοι, οκνοί, φοβισμένοι, ρωτώντας σάν τί θα μας φέρουν
σήμερα για φαγητό: της στεγνής, της άχρηστης γνώσης
τʼ άχυρα, κόκαλα κρύα, λιγδερά, ρουφηγμένα απο χείλη
πρόστυχα σʼ άκεφες τάβλες, φιστίκια, ανοστιές, σαχλαμάρες,
ψέματα φρέσκα, αχνιστά, να μυρίζουν ακόμα κουζίνα,
τη συφορά σε μπουκίτσες, αστεία με βγαλμένο κουκούτσι –
όλο το σκουπιδαριό της τροφής που σε κάνει να θέλεις
κι άλλο, κι άλλο ώσπου πιά ο εμετός να σου κάψει το στόμα.

Ζήτω στους φύλακες, ζήτω! Σʼ αυτούς χρωστάμε τα πάντα:
στέγη, τροφή, σιγουριά. Για μάς πολεμάν κάποιους άγριους,
κάποιους ανήλεους εχθρούς. Κανείς δέν τους έχει αντικρίσει.
Πώς νά ʼναι τάχα; Ωμοφάγους τους λέν, βιαστές, βρεφοκτόνους,
λύκους σωστούς στο ουρλιαχτό, στο δάγκωμα, στο φαγοπότι.
Σίγουρα πάντως κι αυτοί, σάν τόσους άλλους, θα χάσουν
μάχη τη μάχη τον πόλεμο, βήμα το βήμα τη γή-τους.
Κι όταν, αιχμάλωτους πιά, τους δούμε νά ʼχουν κολλήσει
πάνω στις μπάρες τα χέρια, ρωτώντας σάν τί θα τους φέρουν
σήμερα για φαγητό – θα γνωρίσουμε λές τον εαυτό-μας; (περισσότερα…)

Ειδική Ποιητική Επιχείρηση

*

Ελευθερία, ποιός άραγε γνωρίζει
την όψη-σου απο πρίν; Και πού δέ σ’ είδα!
Πότε κρατάς το κλόμπ που φοβερίζει

τα Κίτρινα Γιλέκα, πότε ασπίδα
και προστατεύεις τ’ αγριεμένα πλήθη
στους δρόμους του Κιέβου. Η προσωπίδα

του απείθαρχου σου πάει, του αρχαίου Σκύθη,
κι η λουλουδάτη ανεμελιά του χίπη,
ρεκλάμα γελαστή που ακόμα πείθει.

Δέν άφησες τερτίπι για τερτίπι
που να μήν ξέρεις, Λευτεριά, καλούπι
που να μήν έχεις μπεί. Γιά πές, τί λείπει;

– Του αξύριστου πυγμαίου το σουλούπι.

21 Μαΐου 2022. Στην εσθονική πόλη Τόρβα, η Λεττονή γλύπτρια Αγκνέζε Ρουτζίτε-Κιρίλοβα πλάθει ενα αντίγραφο του Αγάλματος της Ελευθερίας απο άμμο. Το πρόσωπο της Ελευθερίας φέρει τα χαρακτηριστικά του προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

~.~ (περισσότερα…)

Παίρνοντας θέση τη στιγμή της κρίσης

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

Γιάννης Κακριδής,
Ειδική Ποιητική Επιχείρηση,
Άπαρσις, Αθήνα, 2022

Το να μιλά κανείς για σημαντικά και κομβικά γεγονότα εκ των υστέρων κι εκ του ασφαλούς είναι προφανώς το μόνο εύκολο: ο κουρνιαχτός έχει κατακάτσει, οι νέες δυναμικές έχουν σαφώς κι ευκρινώς διαμορφωθεί, η πραγματικότητα έχει πια λάβει ένα νέο σχήμα βάσει του οποίου πλέον ερμηνεύει κανείς τα όσα πέρασαν και μεσολάβησαν έως ότου το καινοφανές αφήγημα εδραιώσει την κυριαρχία του. Τι γίνεται, όμως, όταν ακόμα η κατάσταση «καίει», όταν τα γεγονότα είναι επίκαιρα και οι δυναμικές τους κινούνται σε κατευθύνσεις πολυεπίπεδες, έτσι που να μην είναι κάποιος σε θέση να διακρίνει μέσα στην ετερογονία των σκοπών το πού θα γείρει η πλάστιγγα; Πόσες, αλήθεια, αναλύσεις και πόσα έργα τέχνης, περισσότερο ή λιγότερο «στρατευμένα», επενδύθηκαν σε σκοπούς του παρελθόντος που δεν δικαιώθηκαν, σε αφηγήσεις που δεν επιβλήθηκαν, σε καταστάσεις που δεν οδήγησαν εκεί που οι δημιουργοί τους προσδοκούσαν; Κι αξίζει, άραγε, τον κόπο να τοποθετούμαστε ανοιχτά όταν ακόμα ο νέος κόσμος πλάθεται στο καμίνι και το σουλούπι του χάσκει αδιαμόρφωτο; (περισσότερα…)